Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Αυγουστιάτικο.



Ξέρω πως για όσο αντέξουν οι αρμοί, έτσι θα γίνεται
Η περήφανη πλώρη θα 'χει αφρούς για στολίδια
Και τα μεγάλα κατάρτια, θα τα δοξάζουν ρωγμές.
Μην ανησυχείς, ακούω ό,τι μου λένε τα λαμπρά μάτια
Και οι ξεφλουδισμένοι κάλοι στα χέρια των άλλων
Και η αρμύρα στα γένια τους
Και το αίμα στα λόγια τους
Μα τα αγοράκια θα μείνουν αγοράκια
Και θα τους βλέπουν πάντα σα στεριανούς.

Χρόνιες μέρες, κρόνιες μέρες, πριν
Πήρα το δικό μου δελτίο θυέλλης
Δε θα σου πω πως δε με τρόμαξε
Και δε θα σου πω πως δε γέλασα
Τα ξέρεις και τα δυο
Νομίζω εσύ μου το έβγαλες.
Σε θυμάμαι με το διαβήτη και τις σκιές
Με τις γραμμές, τις τελείες και τους χάρτες
Να μου το λες και να σταυρώνεις τα χέρια
Λες και μια πρόκληση δεν ήταν αρκετή.

Δε θα σου πω πως δεν όρθωσα το στέρνο μου
Σαν στενοκέφαλος κόκκορας
Νομίζω ξέρουμε και οι δύο πως αυτό άρμοζε.
Ξέρεις καλά -να μου το λες, μ' αρέσει-
Πως σαν η θύελλα έρθει
Είτε νικήσω και χάσω, είτε νικηθώ και κερδίσω
Θα τη ζορίσω πολύ, όπως της αξίζει
Και πως μετά το τέλος
Θα δώσουμε τα χέρια -ή ό,τι άλλο μας έχει μείνει.

Σήμερα το πρωί, με ξύπνησαν βροντές.
Τα δροσερά μου αμμοσέντονα στεγνά
Μα το σκληρό μαξιλάρι ξεδιψασμένο.
Από αύριο αρχίζουν τα κρύα
Και τα δελτία θυέλλης θα είναι περιττά
Πέραν, φυσικά, του ότι θα δίνουν ονόματα.
Από αύριο, η πορεία δεν βλέπει στεριά
Να σβήσω μπορώ τα μεγάλα φανάρια
Και την βαριά ασημένια μου άγκυρα
Θα λύσω να βρει της πορφύρας τα χάη.

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Mute celebration.



Μια χούφτα, λίγο μέταλλο, τριβή.
Ακόμη ένα πεφταστέρι στην βαθειά σου παλάμη
Αδύναμο φως στην άκρη του λευκού σου τσιγάρου
Ο οδοδείκτης ενός μαθητευόμενου Προμηθέα.
Κοιτάς, οι ίριδες χάσκουν την αρνητική πίεση
Τα πάντα χτυπούν με φόρα στις κόρες, στα βλέφαρα
Ο Kόσμος στριμώχνεται για να προλάβει να μπει
Να μπει πριν βλεφαρίσεις.

Τα χείλη σου δεν τολμούν να λερώσουν το χαμόγελο
Το χέρι σου τεντώνεται προς τα πάνω
Ή αγκαλιάζει προς τα κάτω
Το ίδιο κάνει.
Προσπαθείς να δεις τον εαυτό σου στην εικόνα αυτή
Για να μπορείς να θυμάσαι κάπου
Πως κάποτε
Αυτό το μέρος είχε πάει σε σένα.

Οι άνθρωποι στάζουν έξω απ' τους δακρυγόνους σου πόρους
Πεπερασμένες δυνάμεις που εύχεσαι να ήταν ανυπολόγιστες.
Τότε μπορεί όλο αυτό να μην ήταν τόσο σημαντικό
Και η απώλεια να ήταν σημειωμένη στη λίστα στο ψυγείο
Εναλλακτικό προϊόν δίπλα απ' την ευτυχία.
Τότε μπορεί τίποτα να μη χρειαζόταν να 'ναι σημαντικό
Τότε μπορεί η έκσταση να έμοιαζε με κακό οιωνό
Μα αρκεί -στο τέλος θα τους συγχωρέσεις κι όλας.

Μια χούφτα, λίγο δέρμα, θέρμη.
Μόνο ένας ορίζοντας για τα τυφλά σου τιμόνια
Βαθύς ως εκεί που τα χείλη τελειώνουν.
Πλέκεις δέκα λευκά δάχτυλα μαζί
Και κάνεις τις παλάμες αντηχεία
Για τη σιωπή των παράλληλων οριζόντων
Και να θυμάσαι κάποτε πως αυτό το μέρος
Ήταν για σένα.

Μα αρκεί -στο τέλος θα με συγχωρέσεις κι όλας.

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

1727


Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Tick fucking tock.



Σκατά στις μπαταρίες σου.
Σκατά και στις τροχιές σου.

Αρχιτεκτονική παλάμης.



Το 1968, το κύμα έφερε σε ένα βρεγμένο κομμάτι γης, νότια του Göteborg, ένα μπουκάλι χωρίς γραμματόσημο, αποστολέα ή παραλήπτη. Ήταν σαφές όμως πως ήταν μήνυμα γιατί το ολόλευκο χαρτί που εσωκλειόταν, τιτλοφορούνταν "Απαντητική Επιστολή".

Το μήνυμα ήταν το κάτωθι:

Οι παρούσες μέρες δεν έχουν όρια
παρά μόνο απόσταση
που χωρίζει δυο ράγες.

Καμία νύχτα ποτέ δεν άλλαξε τέτοιες τροχιές
Ίσως να έκανε τους ερυθρούς σηματοδότες
Να φαντάζουν ασημί -μονάχα αυτό.

Οι παρούσες μέρες δεν κάνουν κύκλους
Και ό,τι φτάνει, ξέρει την ώρα του
Και τη μαθαίνει σε όσα ξεχνάνε να φύγουν.

Δεν υπάρχουν λάθη και αλήθειες
Όσο και αν οι ράγες έχουν ονόματα
Οι τροχοί πατάνε παράλληλα.

Δεν υπάρχουν πια επίφοβες γέφυρες
Και σε μια κλισέ αντιστάθμιση
Δεν υπάρχουν ούτε φρένα.

Και τη μεγάλη απόσταση που 'χεις διανύσει
Μη την κάνεις ποτέ ποσοστό επί του συνόλου
Γιατί η ταχύτητα θα σε διαψεύσει.

Δεν είναι τίποτα το φοβερό, αλήθεια
Ατμός, πετρέλαιο, βενζίνη, αλήθεια
Αρωματικοί υδρογονάνθρακες.

Τα παγωμένα τοπία από το παράθυρο
Δε θα ναι πια φωτογραφίες βλεφαρισμών
Αν έρθεις να κάτσεις μπροστά με τον οδηγό.

Μπροστά το κάπνισμα επιτρέπεται
Και ο μονόδρομος φωτίζει τα ίχνη
Ακόμα και όταν εσύ δεν κοιτάς.

Μπροστά το κάπνισμα επιτρέπεται
Και οι ελεγκτές είναι σερβιτόροι
Πικρής σοκολάτας -ό,τι μπορεί ο καθένας.

Μπροστά το κάπνισμα επιτρέπεται
Και οι υποσχέσεις είναι γόρδιες
Ξέρεις, δε λύνονται, μόνο κόβονται.

Ξέρεις

Μα όχι με τέτοια σπαθιά
Μόνο όταν έρθει η εποχή του σιδήρου
Θα είναι δόκιμη η αποβίβαση.


Το μπουκάλι εκτίθεται ακόμα στο μουσείο ταχυδρομείου της Κοπεγχάγης. Είναι ανοιχτό κάθε πρωί από τις 8:00 μέχρι νεωτέρας. Όσοι επιθυμούν να το επισκεφθούν να έχουν κατά νου τη διαφορά ώρας. Είσοδος ελεύθερη, έξοδος περί τις 2500 Δανέζικες κορώνες.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Αφορισμός #9



Κάποιες φορές, το λάθος είναι αναπόφευκτο.
Ως εκ τούτου, πρέπει να σχεδιάζεται επιμελέστατα.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Κασσάνδρα.



Κοίταξε τις σταγόνες στο ταβάνι της αορτής του.
Σταματημένες στην παύση μιας ταλάντωσης
που δεν ήξερε -ακόμα!- γιατί ξεκίνησε.
Ακόμα! Ποτέ να μην ξεχνιούνται τέτοιες ιαχές.
Κοίταξε το ασημί κενό που ράγιζε τους τοίχους
με μια πολύχρωμη καισαρική πλημμύρα.
Ζεστή σοκολάτα, μυστική συνταγή, με μια δόση βότκας.
Νεύρα και μύες μιας όμορφης πλάτης που δεν έσπασε
όταν έπρεπε.
Και δάχτυλα χωρισμένα σε τομείς
καλό/καλύτερο/τέλος.

Όμορφη θα είναι η μέρα εκείνη
Που θα ακουμπάμε πλάι-πλάι σε έναν άφθαρτο τοίχο
Και που αν γυρίσουμε πίσω
Μόνο γκράφιτι στην κλίμακα του γκρι
Θα μας θυμίζουν πως κάτι ξεχάσαμε.

Όμορφη θα είναι η μέρα εκείνη
Που οι δρόμοι μας θα χωρίσουν
Στην αρχή του καθενός
Και της εκκίνησης ο πυροβολισμός
Δε θα 'χει που να κάνει ηχώ.

Φτάνει να έχουμε τα χέρια μας στις τσέπες
Και οι άκρες των δαχτύλων μας να αγκαλιάζουν
Έστω ένα πακέτο κιτρινόφιλτρα τσιγάρα
Προς τιμήν των πραγμάτων που δεν κάναμε άφιλτρα.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Η λίστα.



Επειδή γενικά είναι εύκολο να κάνεις add κάποιον σε μια λίστα περιμένοντας τους άλλους να εμπιστευτούν την κρίση σου επειδή είσαι υπεργαμάτος και επειδή παρ' όλο που είμαι υπεργαμάτος, δε μου αρέσουν τα εύκολα (εγώ έμαθα τα κουμάντα στον Κλιντ Ήστγουντ), γνωρίστε τους μπλόγκερζ της λίστας μου:

Η YiN! Το μπλογκ της YiN δεν ανανεώνεται συχνά. Από καιρό σε καιρό όμως, εμφανίζονται γραπτά εκεί μέσα, σε αραιά διαστήματα, συνεκτικά, ακριβή και κάποιες φορές έχοντα ως κίνητρο την ανία. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ρίχνει μπουνιές. Αν η μπλογκ περσόνα της YiN ήταν αντικείμενο, μάλλον θα ήταν μπεταντίν. Δεν το χρησιμοποιείς συχνά, αλλά είναι απαραίτητο όταν το χρειάζεσαι.

Η Νορθέλα. Η Νορθέλα σας έχει ξανασυναντήσει κάποτε, δε θυμάται πότε, όταν εσείς ήσασταν συνταξιούχος ιππότης και αυτή κοιτούσε τον κόσμο με μάτια σαν βρεγμένες μαργαρίτες. Φημίζεται για τους ταυτόχρονους συνειρμούς της που θυμίζουν τα drafts του Aldus Huxley και αν ήταν αντικείμενο, θα ήταν κάτι ασαφές και μυστηριώδες, κάτι σαν τον άνεμο ανάμεσα από τα πόδια μιας ανήλικης στην πλώρη ενός (ναρκ)αλιευτικού.

Το 3ο κατά σειρά μπλογκ είναι χρεωμένο στην επιστήμη της πειραματικής ψυχιατρικής. Καμία γνωστή γλώσσα δεν είναι σε θέση να το συστηματοποιήσει. Αν ήταν αντικείμενο, θα ήταν μαύρη τρύπα.

Το 4ο είναι ιδιοκτησία του Μίλτου, μιας αχυρομάλλας κοπελιάς που γουστάρει πολύ Μίλτον. Και Σεξπηρ. Και Γουότερμποηζ. Πέρα από αυτό όμως είναι καλόγουστη, είναι διαβασμένη, μου φέρεται σαν να είμαι 5 χρονών και γενικά κάνει καλές επιλογές. Μια από αυτές, είναι και η σπάνια ανανέωση του μπλογκ της. Χουχ. Αν ήταν αντικείμενο θα ήταν τσελεμεντές.

Το 5ο κατά σειρά, είναι ομαδικό μπλογκ, αλλά εγώ το διαβάζω μόνο επειδή γράφει ένα φίνο γκομενάκι από τα Ακαρνανικά Όρη, η Σάπια. Βάσιμες υποψίες τη θέλουνε να έχει φοβερό κώλο και κάποιες πιο αμφισβητίσιμες, ενεργό εγκεφαλικό φλοιό. Αν ήταν αντικείμενο θα ήταν σίγουρα καλόγρια.

Έκτη στη λίστα, η Pooka. Της αρέσει να γράφει παραμύθια και να διαβάζει παραμύθια. Περιέργως, δεν την έχω κόψει να ζει μέσα σε τέτοια. Την έχω στη λίστα για να μη λέει ο κόσμος ότι έχω σκοτώσει το παιδί μέσα μου και το έχω αντικαταστήσει με έναν ξεμωραμένο. Αν ήταν αντικείμενο, θα ήταν μια μαγική κάλτσα.

Στην έβδομη θέση έχουμε ένα περίεργο πλάσμα, είναι κάτι ανάμεσα σε στυλάτο γκομενάκι που καπνίζει φλώρικα σλιμ τσιγάρα και αιμοδιψή μπετατζή με μπουζόκλειδο. Επίσης σπάνια ανανέωση, την συμπαθώ παρ' όλα αυτά. Αν ήταν αντικείμενο θα ήταν δονητής για 12χρονα.

Λίγο πριν το τέλος, εκεί που μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη, παραμονεύει ένα μουσικό μπλογκ. Δεν το 'χω διαβάσει ποτέ, αλλά γράφουνε γαμάτα ατομάκια μέσα, οπότε να τους ακούτε.

Και επειδή πήξαμε στα οιστρογόνα, στην τελευταία ένδοξη θέση, ο ζωντανός γρίφος, ο συνειρμικός οργασμός, η τέχνη για την τέχνη για την τέχνη για την τέχνη κόμμα δεκατέσσερα, ο καταπληκτικός Ούλτραλισκ. Αν ήταν αντικείμενο, θα ήταν γλυπτό του Escher -ΜΕ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ.

Αυτά.
Πείτε τα.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Ζέστη.



Πεινάς. Δίπλα σου, υπάρχει ένα διάσημο βρώμικο που έχει γίνει κανονικό σουβλατζίδικο.
Είναι πάρα πολύ κοντά αλλά έξω έχει 36 βαθμούς. Και προκειμένου να βγεις και να περιμένεις κι όλας, δε γαμιέται, παίρνεις τηλέφωνο να παραγγείλεις.

Ο γνωστός κύριος με τη φωνή ισοβίτη ρεμπέτη, γνωστός συνθηματικά ως Μόρτης, είναι στην άλλη γραμμή.

-Παρακαλώωω.
-Γεια σας, για μια παραγγελία παίρνω...
-Θα καθυστερήσει.
-Πόσο;
-Ε, μισή ώρα...
-Είμαι δυο στενά δίπλα.
-ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΙ.
-...Καλά.
-ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΙΙΙΙΙΙΙ...
-...
-Πες μου, τι θες;

Σιχαίνομαι τον Αύγουστο.

Έρωτας.


Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Travel Blog II



























Bella Italia!

Amstel.



Έλα εδώ, έλα κάτσε λίγο μαζί μου. Τσίμπα και μια μπύρα, την πήρα για άλλον αλλά δεν ήρθε. Πιες την εσύ, κρίμα είναι, δεν είναι, είναι, δεν είναι, είναι δεν είναι, πιες την. Στην υγειά σου. Από που είσαι; Έχεις ωραίο δέρμα. Σρι Λάνκα... Είχα γνωρίσει μια γκόμενα κάποτε από εκεί, την Πάντα, ή Πάμπα ή κάπως έτσι... Λοιπόν, εμένα γενικά μου αρέσουν οι ξανθιές, Τσέχες και Σλοβάκες και τέτοια φάση, αλλά αυτή αδερφέ ήταν τόσο απίστευτα όμορφη, δε μπορείς να φανταστείς, με κοιτούσε με κάτι μάτια (τα δικά της) που εντάξει, αν τα έβλεπες σε φωτογραφίες θα έλεγες εντάξει, και τι έγινε ξερωγώ, ενώ αν έβλεπες καμιά Φινλανδή με το μπέημπη μπλου της θα καύλωνες. Ε λοιπόν όταν με κοιτούσε, ένοιωθα λες και μου κάνανε έλεγχο μπάτσοι ενώ είχα πάνω μου πράμα. Αλήθεια έχεις τίποτα; Καλά, γάμα το, δεν είναι και το μέρος για τέτοια... Έτσι που λες η συμπατριώτισσα σου, ασύλληπτο πλάσμα. Στη Βιέννη την είχα γνωρίσει. Ξέρεις τι είναι η Βιέννη; Καλύτερα και εγώ που ξέρω σε κακό μου βγήκε, να τη μάθεις μόνο άμα δε γυρίσεις.

Το φεγγάρι το δες; Αυγουστιάτικη πανσέληνος φίλος και έκλειψη. Σαν σοκολατίνα με σιρόπι φράουλα, αυτό το κάτι παραπάνω γαμάει την ολότητα του σκέτου. Τι σου λέω τώρα ε. Για πες, που μένεις; Α, δε μένεις. Κακή φάση. Κάνεις καμιά δουλειά; Μαλακία, πως τρως ρε φίλε; Α δεν τρως. Αλλά δεν πίνεις κι όλας, τι διάολο, δε σ' αρέσει η άμστελ; Εντάξει, δεν είναι και Βέλγικη μοναστηριακή (ξέρεις τι είναι το Βέλγιο;) αλλά ξέρω 'γω, εσύ δεν βρίσκεις νερό καλά καλά ρε αρχηγέ, κοίτα πως είσαι ας πούμε. Άντε, πίνε τη μπύρα, έχω και δουλειές.

Έχω προσπαθήσει πολλές φορές, σόρρυ που κοιτάω το μουστάκι ε, νόμιζα πως είδα κάτι να κουνιέται, έχω προσπαθήσει πολλές φορές να φανταστώ πως είναι να είμαι εσείς. Οι άτυχοι γενικά, ξέρεις. Οι φτωχοί, οι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι που έλεγε και ο Ντοστογιέφσκι... Ένας φίλος μου τεσπά, δεν έχει να λέει. Αλλά δε μπορώ. Δε μπορώ να φανταστώ ούτε στο ελάχιστο πως είναι να πεινάς πι χι, ξέρεις πως εγώ δεν έχω πεινάσει ποτέ στη ζωή μου; Είναι τρομακτικό να μην έχεις πεινάσει ποτέ στη ζωή σου, φέρει τεράστια ενοχή. Τι σου λέω τώρα, πίνε τη μπύρα σου. Και πολλές φορές έχω αισθανθεί οίκτο, αλλά μόνο για γιαγιάδες και παππούδες, δεν είναι περίεργο; Βλέπω παιδάκια που πεθαίνουν από πείνα, βλέπω νέους ανθρώπους σαν εσένα που θα μπορούσαν να διδάσκουν φιλοσοφία, αρκεί να είχαν το φαγητό, το χρόνο, τη βαρεμάρα που σε κάνει να σκέφτεσαι. Μαλάκα μου, αν το σκεφτείς, όλη η εξέλιξή μας είναι βασισμένη στη βαρεμάρα της αριστοκρατίας. Πίνε τη μπύρα σου.

Έτσι που λες, ματάρες η Πάμπα. Πάντα. Πως σκατά. Δε θυμάμαι. Εγώ έφευγα όταν εκείνη ερχόταν στο ξενοδοχείο. Ξέρεις ότι τα μάτια της ήταν ότι πιο περίτεχνο είδα στη Βιέννη; Θα μου πεις που να ξέρεις πόσο περίτεχνη ήταν η Βιέννη... Τι; Α ναι, περίτεχνο, χμμ. Περίτεχνο θα πει κάτι που είναι γεμάτο λεπτομέρειες που το κάνουν όμορφο. Αυτό εκεί το κτίριο ας πούμε είναι περίτεχνο, είναι πιο όμορφο από το διπλανό γιατί έχει σκαλισματάκια και μπαλκονάκια και κίονες και τα αρχίδια του καράμπελα, κατά βάση είναι και αυτό ένα κτίριο. Να το θυμάσαι αυτό, οι λεπτομέρειες ομορφαίνουν αλλά κατά βάση... Α, την τέλειωσες; Νάης.

Μη το κοιτάς έτσι, πιστόλι είναι. Έλα που δεν έχεις ξαναδεί.
Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε. Ήσουν καλός ακροατής και γενικά δε φημίζομαι για την συνοχή των όσων λέω. Επίσης όντως έχεις ωραίο δέρμα. Και οι κοπελιές στην πατρίδα σου έχουν ωραία μάτια και αν είχες τον χρόνο ίσως να ήσουν προφέσσορας, ίσως να ήσουν κάτι περίτεχνο, αλλά τι μάθαμε; Τι μάθαμε; Κατά βάση, ο ίδιος άνθρωπος, χαχ. Μην κλαις. Δεν πονάει.

Να, κοίτα.
Στην υγειά σου.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Καπνίστριες.



Δεν θέλω να ξέρω τίποτα για σένα, θέλω να υποθέτω τις μικρές ασπρόμαυρες δυστυχίες μας -που η άθραυστη γυάλα με τους δύο κόλπους και τις δύο κοιλίες την κάνει να φαντάζει ρομαντικό τεκνικολόρ.

Δε θέλω να μάθω αν σε ξέρω, αρκεί να είμαι βέβαιος πως αν ποτέ έσερνες τα χέρια σου στο πρόσωπό μου, όση και αν ήταν η χαρά ή/και η θλίψη, θα μύριζα το φίλτρο μου στα δάχτυλά σου.

Δεν είναι όλα όπως πρέπει
όταν αυτό συμβαίνει;

Συγχώρεση.



Η Ειρήνη άνοιξε τον φάκελο.
Η ημερομηνία παραλαβής ήταν χρόνια πριν.
Διάβασε.

Farewell! for I have won the Earth.

Χεχ. Edgar Allan Poe.

Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στα σκουπίδια.
Κοίταξε το παιδί απέναντί της.
Κοίταξε το χαρτί στον κάδο.
Δεν χαμογέλασε.

Φεύγοντας, φαντάστηκε το παιδί να δακρύζει
που δεν μπορούσε να χωρέσει και αυτό
στον κάδο.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Αφορισμός #8



Οι μικροί άνθρωποι ψεκάζουν τα μέρη που συχνάζεις με δηλητήριο.
Οι μεγάλοι άνθρωποι συνεχίζουν να σε συναντούν εκεί παρ' όλα αυτά.
Οι μικροί άνθρωποι κουβαλούν μαχαίρια στις σκιές.
Οι μεγάλοι άνθρωποι κόβουν με την ειρήνη τους.
Οι μικροί άνθρωποι στριφογυρνάνε όταν το στρώμα δε τους βολεύει πια.
Οι μεγάλοι άνθρωποι το αλλάζουν.
Οι μικροί άνθρωποι γυρνάνε στα ψίχουλα και στα ξένα τραπέζια.
Οι μεγάλοι άνθρωποι προτιμούν να πεινάσουν για λίγο.

Εξισώνεται κανείς όπως μπορεί.
Εξισώνει κανείς όπως αντέχει.
Γεμίζει κανείς όπως έχει μάθει.

Ευτυχώς που υπάρχουν στέκια, σκιές και αποφάγια.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

The fall of Imrryr.



Το κοκκινωπό φως της φλόγας έπεφτε με αγάπη επάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Μιλούσε με ασημιές λέξεις και χαμογελούσε με πορφυρές κορδέλες και η φωτιά τον αγαπούσε και ο ουρανός τον θυμόταν.

"...και ήταν όμορφη εκείνη η πόλη, όμορφη με έναν τρόπο που δε μπορούμε πια να μάθουμε παρά μόνο να τον θυμόμαστε. Ήταν γεμάτη ψηλούς πύργους, λεπτούς σαν σπαθιά από αλάβαστρο, λευκούς σαν άγρια πορσελάνη και πάνω στα χρυσά τους παράθυρα ο ήλιος θάμπωνε με κάθε αυγή. Οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με ασημιά πέτρα που λαμπύριζε τη νύχτα και με τις βροχές φαινόταν σαν ποταμός από λιωμένα όνειρα. Αρχαία δέντρα τύλιγαν τους πύργους και τα κλαδιά τους σχημάτιζαν αψίδες πάνω από τα φαρδιά σταυροδρόμια και χιλιάδες πουλιά ζούσαν στο πυκνό τους φύλλωμα. Σαν κέντημα ήταν η πόλη, σαν το όνειρο μιας μούσας, σαν να χτίστηκε όχι από χέρια μα από νότες ή σαν να ζωντάνεψε από κάποια ζωγραφιά.

Μα μια μέρα ο ήλιος ανέτειλε κόκκινος και μαύροι στρατοί στήθηκαν έξω από τα σκαλιστά τείχη της πόλης. Η πρώτη βολή από έναν καταπέλτη έκοψε στη μέση έναν πύργο από τριανταφυλλένια τούβλα και κρυστάλλινα κάγκελα. Έγειρε αργά, σαν μικρό ραγισμένο δεντράκι και ύστερα έπεσε στο δρόμο που γέμισε συντρίμμια. Πορφυρό αίμα κυλούσε στα ασημοστρωμένα σοκάκια και μαύροι καπνοί τύλιγαν τα ψηλά ονειροκρεμασμένα μπαλκόνια των πύργων. Τα πουλιά πετούσαν σε μια ατέλειωτη σειρά μακρυά από την πόλη ενώ η βροχή από φωτιά δε σταματούσε. Ένας μετά τον άλλο, οι κεντητοί πύργοι της πόλης λαβώνονταν και έπεφταν, όχι σαν γκρεμισμένα κτίρια μα σαν σκισμένα τραγούδια. Τα δέντρα καίγονταν και οι μεγάλες αψίδες μαύριζαν από τον καπνό, τα χρυσά παράθυρα έλιωναν και οι άνθρωποι πέθαιναν και το γλυκό, μεγάλο Τραγούδι που ήταν η πόλη δεν υπήρχε πια. Μέσα σε μια στιγμή, χιλιάδες άνθρωποι έπαψαν να υπάρχουν, μέσα σε μια στιγμή οι αγορές γεμάτες εξωτικά φρούτα και μπαχαρικά κάηκαν και ο αέρας πήρε τη στάχτη μακρυά, μαζί με τα πουλιά -μέσα σε μια μόνο στιγμή, όλα όσα σήμαινε η πόλη, σταμάτησαν να ισχύουν.
Οι χαρτογράφοι θα την έσβηναν από τους πάπυρους, οι έμπορες θα άλλαζαν την πορεία τους και δε θα περνούσαν πια από εκεί, κανείς δε θα υπολόγιζε πια στον πλούτο της για εμπόριο και κανείς δε θα ξαναπήγαινε εκεί να θαυμάσει την ομορφιά της, πότε πια, γιατί η πόλη είχε χαθεί για πάντα."

Η φλόγα έφεγγε αδύναμη στο σκοτάδι.
Ο ουρανός κρύωνε.

"Δάκρυ είναι αυτό που βλέπω εκεί μέσα; Μην κλαις για την πόλη, αρκεί να τη θυμάσαι. Εσύ τη νοσταλγείς, μη νοσταλγείς, μόνο να θυμάσαι. Να θυμάσαι πως κάποτε ήταν όμορφη και πως οι πύργοι της στόλιζαν τον ουρανό και φώτιζαν τα σύννεφα, να είσαι δίκαιος και να θυμάσαι πως τα παιδιά γελούσαν στους ασημένιους δρόμους και πως κάτω από τις καταπράσινες αψίδες όρκοι αγάπης δόθηκαν και τηρήθηκαν. Να θυμάσαι τα πάντα, να θυμάσαι πως τα πουλιά έφυγαν μόνο όταν η πόλη έπεσε, να θυμάσαι πως ακόμα και ενώ έπεφταν, οι πύργοι ήταν πανέμορφοι και τα λιωμένα παράθυρα ήταν ακόμη χρυσά. Να είσαι τίμιος και να μη νοσταλγείς, μόνο να θυμάσαι, η πόλη κάηκε ολόκληρη και πια δεν υπάρχει, ναι, μέσα σε μια στιγμή, έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου, να τη θυμάσαι όπως θες, με αγάπη ή με θαυμασμό, με λύπη ή με παράπονο, μα μη τη νοσταλγείς, μόνο να τη θυμάσαι."

Η φωτιά έσβηνε.
Ο ουρανός δε φαινόταν.

"Ήταν όμορφη, ναι, μα να 'σαι δίκαιος: ήταν μόνο μια πόλη."

Έπιασε μια χούφτα στάχτες.
Γελώντας μου τις φύσηξε στο πρόσωπο.
Στην άλλη άκρη του μαξιλαριού, το πρωί είχε έρθει ζεστό.
Η πόλη μου βούιζε.

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

Cain's heresy.


(Η ιστορία είναι αφιερωμένη στη Δανάη.)

Ι.


Ο Henry πήρε τη σκοτεινή ματιά του από την αντικειμενοφόρο πλάκα και έσπρωξε απαλά το μικροσκόπιο μακρυά του.
Ήθελε να αναστενάξει. Ήθελε τόσο πολύ να βρει το κουράγιο, όχι, την εντιμότητα που χρειαζόταν κανείς για να αναστενάξει. Μα ο μαύρος λεκές που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε στο στέρνο του, έπνιγε και λυγμούς και αχρείαστα βαθειές ανάσες. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Henry, ήταν να διπλώσει τα χέρια του στο στήθος του και να ανάψει ένα μακρύ αρωματικό πούρο. Αφού τράβηξε μερικές ρουφηξιές, έβγαλε από το συρτάρι το παλιό δερματόδετο ημερολόγιό του.

-12 Φεβρουαρίου, 1885

Η σκιά δεν φεύγει. Σκεπάζει τη σκέψη και το νου μου, πέφτει βαρειά πάνω σε ό,τι στηρίζω τη ματιά μου. Σέρνω ένα μεγάλο σκοτάδι πίσω μου που δε μπορώ να απολέσω γιατί ο κόμπος που γίναμε, αυτό και εγώ, είναι άλυτος και άφθαρτος. Ό,τι κερδίζει το σώμα μου, το χλωμό καχεκτικό μου σαρκίο, την ατέλειωτη ενέργεια που δε χρειάζεται πια παρά ελάχιστο ύπνο και ακόμη λιγότερη τροφή, τα υπερδιπλάσια χάνει το πνεύμα μου. Τα πάντα μέσα μου καταρρέουν άφωτα και πανώρια, ενώ ο κόσμος γύρω μου δεν αλλάζει. Αυτή είναι η κατάρα, αυτή είναι η κατάρα -να αλλάζεις μόνος σου πετσί, να αλλάζεις μόνο εσύ μάτια. Αυτή είναι η κατάρα και ο θεός να με βοηθήσει, ο Θυμός δεν αργεί.


H.J.


-Πάλι ξημεροβραδιάζεσαι πάνω από τα κουρελόχαρτα;

"Η φωνή της αγάπης", σκέφτηκε διασκεδάζοντας την απελπισία του.

-Δεν αργώ καλή μου, σε δέκα λεπτά θα είμαι μαζί σου στο κρεββάτι.
-Μην κάνεις τον κόπο, δε θα λείψεις και σε κανέναν. Ήρθα μόνο να σου πω πως αύριο, όσο θα λείπεις, θα έρθουν μερικές κυρίες για τσάι.
-Εντάξει αγαπημένη μου.
-Δε θα με ρωτήσεις καν ποιες θα έρθουν; Στο ίδιο μας το σπίτι;
-Αφού ξέρεις πολύ καλά πως δε θα θυμάμαι ούτε μια από αυτές, η αφηρημάδα μου...
-Καλά, καλά αρκεί. Είσαι άξιος της μοίρας σου.

Η πόρτα έκλεισε με βρόντο.

Μια καληνύχτα σχηματίστηκε στα χείλη του Henry, μα καμιά ανάσα ή ήχος δεν βγήκε να την τραγουδήσει.
Μέσα του, όλα ακινητούσαν μέσα στο δροσερό σκοτάδι.


ΙΙ.

Την επόμενη μέρα, περπατούσε αργά προς το νοσοκομείο που εργαζόταν.
Η πρωινή ομίχλη του Λονδίνου έπλεε ανάμεσα στα χαμηλά παράθυρα και τις ψηλές στέγες, έκρυβε τις άκρες των μικρών δρόμων και αποκάλυπτε θεατρικά τις διόλου θεατρικές μορφές των πρωινών περαστικών.
Μια από αυτές, μισοκρυμμένη στην ομίχλη, περνώντας μερικά βήματα από τον Henry, τον καλημέρισε ευγενικά, με μια μάλλον τραχιά φωνή.
Ο Henry κοντοστάθηκε, σήκωσε ελαφρά το ημίψηλό του και χαιρέτησε και αυτός ευγενικά τον περαστικό, ο οποίος τον έσπρωξε βίαια στον τοίχο και άρχισε να του φωνάζει σαν άγριο ζώο "Τι νομίζεις ότι κάνεις ελεεινέ; Τι νομίζεις ότι κάνεις;"

Παγωμένος από την έκπληξη και την τρομάρα, ο Henry προσπάθησε να γυρίσει το πρόσωπό του προς αυτό του αγριάνθρωπου, μα συναντώντας Ηράκλεια αντίσταση από το χέρι που του κρατούσε το σβέρκο, αρκέστηκε να ρωτήσει με τη ματωμένη μύτη του πιεσμένη στον τοίχο:

-Τι... Τι εννοείτε κύριε; Τι θέλετε από εμένα;
-Αρχίδια! Αρχίδια θέλω από εσένα σιχαμένο ανθρωπάριο! Θυμάσαι τι είναι; Ε; Θυμάσαι για τι πράγμα μιλάω;

Βέβαιος πια πως είχε μπλέξει με κάποιον παράφρονα, ο Henry άρχισε να φωνάζει για βοήθεια.
Ο θύτης του τον ξαναχτύπησε στον τοίχο.

-Αυτό εννοώ! Αυτό εννοώ, ποιον φωνάζεις; Ποιον φωνάζεις, τη μαμά σου ή τη σκύλα που έχεις για γυναίκα;
-Σας παρακαλώ κύριε αν θέλετε λεφτά...
-ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΤΙ ΘΕΛΩ ΑΠΟ ΣΕΝΑ! ΗΜΟΥΝ ΕΝΤΕΛΩΣ ΞΕΚΑΘΑΡΟΣ!
-Δεν... Δεν μπόρεσα να σας καταλάβω...
-Ζήτα μου να φύγω.
-Τι;
-ΚΟΥΦΟΣ ΕΙΣΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΟΥ; ΖΗΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΦΥΓΩ.
-Πα... Πα... Παρακαλώ... Αν έχετε την καλοσύνη να συνεχίσετε τον δρόμο σ...

Νέο χτύπημα στον τοίχο. Όλη αυτή η βία πονούσε χίλιες φορές περισσότερο επειδή ήταν άδικη.

-Μη! Μη, όχι, πονάω, μη με χτυπάτε... Σας παρακαλώ, αφήστε με ήσυχ...

Το κόκκαλο της μύτης του ράγισε. Και κάτι άλλο βαθύτερο άρχισε να σπάει.

-ΜΗ! ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΕ ΜΟΥ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ... ΣΕ ΙΚΕΤΕΥΩ...

Καινούριος λεκές αίματος στόλισε τον τοίχο. Όλα έγιναν κόκκινα.

-ΜΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΟΥ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ, ΚΑΛΑ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΩ ΘΑ ΣΟΥ ΞΕΡΙΖΩΣΩ ΤΑ ΕΝΤΕΡΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΤΑ ΔΩΣΩ ΝΑ ΤΑ ΦΑΣ!

Η νέα απόπειρα να συναντηθεί ο τούβλινος τοίχος με το πρόσωπο του Henry απέτυχε. Ο τελευταίος, έβαλε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του και με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε την πένα που είχε στο πέτο του και την κάρφωσε τυφλά στον διώκτη του. Ο τελευταίος χαλάρωσε τη λαβή του, πισωπάτησε και ο Henry ήταν επιτέλους ελεύθερος.

-ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΩΡΑ ΡΕ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ...

Γύρισε. Κανείς.
Μόνο αυτός, το αίμα και η ομίχλη.

-Έτσι, τρέξε μπάσταρδε, κρύψου να μη σε βρω.

Σκούπισε το αίμα, μάζεψε γρήγορα τον χαρτοφύλακά του και συνέχισε με νευρικό βήμα προς το νοσοκομείο.
Πέρασε φουριόζος από την υποδοχή, ανέβηκε δύο ορόφους, ξεκλείδωσε γρήγορα και αμίλητα την πόρτα που έγραφε το όνομά του του και μπήκε μέσα.
Κάθισε στην μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα του γεμάτος υπερένταση.
Πάνω στο μεγάλο εβένινο γραφείο του, η πένα που είχε αφήσει στη σάρκα του διώκτη του είχε φτύσει το μελάνι της ανάκατο με λίγο αίμα σε ένα χαρτί:

"Παρακαλώ."


ΙΙΙ.

Η μέρα του Henry στο εργαστήριο ήταν μια μεγάλη αποτυχία. Δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί ούτε στο ελάχιστο στη δουλειά του, έκανε το ένα λάθος πίσω απ' το άλλο και τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που αποφάσισε πως θα ανέθετε σε κάποιον μαθητευόμενο να αναλάβει τους ασθενείς του -για το δικό τους καλό. Ήταν ευτυχής σύμπτωση που σήμερα είχε μόνο απλές υποθέσεις στο πρόγραμμα.

Όταν το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και οι λάμπες έφεγγαν θαμπά στα γυαλιστερά από υγρασία πεζοδρόμια, ο Henry αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάει σπίτι και να κάνει ένα μεγάλο, ζεστό μπάνιο. Κανονικά δε θα έπρεπε να γυρίσει για τις επόμενες τρεις ώρες, μα ήταν εντελώς ανούσιο να παραμένει εκεί στην κατάστασή του, νευρικός και αχρείαστος. Πριν αναχωρήσει όμως, άνοιξε το μεγάλο του ημερολόγιο και έγραψε μερικές σειρές:

-13 Φεβρουαρίου, 1885

Στο δρόμο για τη δουλειά, κάποιος εκμεταλλεύτηκε την ομίχλη για να μου επιτεθεί. Δεν τολμώ να γράψω τις χυδαιολογίες που αυτός ο αλήτης μου γκάριζε ενώ με χτυπούσε και ντρέπομαι να αναπαράγω ακόμα και κάποιες δικές μου. Τέτοια περιστατικά δε σπανίζουν στην όμορφη πόλη του Λονδίνου και θα έπρεπε να είμαι ικανοποιημένος που έχω την υγεία μου και έφυγα μόνο με μερικούς μώλωπες στο πρόσωπο, μα μου κάνουν φοβερή εντύπωση δύο πράγματα: πρώτον, πως ο αγροίκος αυτός δεν φάνηκε να θέλει τα χρήματα ή τα υπάρχοντά μου, παρά μόνο να με πονέσει (αν είναι ποτέ δυνατόν) και δεύτερον, πως εγώ... Πως μπόρεσα να βρω τέτοια οργή μέσα μου ώστε να πληγώσω και να απωθήσω έναν τέτοιο χειροδύναμο άνδρα. Όταν αντιστάθηκα, ένοιωσα πραγματικά ένα ρίγος φόβου, όχι, ψέμματα, το μύρισα, μύρισα τον φόβο του. Και η ανάμνηση αυτού του παράδοξου συναισθήματος, κάνει εμένα να τρομοκρατούμαι ακόμα περισσότερο.


Η. J.

Στο δρόμο για το σπίτι, κοντοστάθηκε στο σημείο που είχε δεχτεί την επίθεση και χάζεψε τον τοίχο που ήταν ακόμα στολισμένος με το αίμα του.
Πλησίασε το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από τους καφετιούς λεκέδες, μια απόσταση που γνώριζε καλά πλέον και εντελώς αψυχολόγητα, οσμίστηκε τον τοίχο. Θα ορκιζόταν πως τα πνευμόνια του γέμιζαν αργά από μια βαρειά, μεθυστική μυρωδιά που τον έκανε να θέλει να γελάσει χαρωπά. Παραξενεμένος με τον εαυτό του, πισωπάτησε διστακτικά.

-Ωραία γυναίκα έχεις, είπε μια φωνή πίσω του.

Ο Henry δεν περίμενε. Τράβηξε το νυστέρι που είχε βάλει στην τσέπη του φεύγοντας και γύρισε.
Είδε το περίγραμμα του άνδρα στις σκιές, κολλημένο στον τοίχο. Η μυρωδιά από το αίμα στα τούβλα είχε αποκτήσει ρυθμό, υγρασία, γεύση.
Ο Henry κοιτούσε τη γιγαντόσωμη σκιά και ένοιωθε τη θέρμη από τις φλέβες και τις αρτηρίες. Με τις ιατρικές του γνώσεις έβλεπε τα μεγάλα αγγεία και τις διακλαδώσεις, με τη δίψα του ένοιωθε κάθε γουλιά οξυγόνου που έσφιγγε η ξένη καρδιά στους παλμούς της.

-Έλα πιο κοντά, είπε ο Henry με μια φωνή που έκανε το φως να τρεμοπαίξει.
-Πολύ ωραία γυναίκα, συνέχισε απτόητος ο άλλος.
-Έλα πιο κοντά, συλλάβισε σχεδόν ο Henry ενώ πολύ αργά βημάτιζε προς τα εμπρός.
-Ξέρεις ότι τη γαμάω ε; Ξέρεις ότι αυτά με τις κυρίες και το τσάι είναι μαλακίες.

Το πέλμα του μικρόσωμου άνδρα εγκατέλειψε το έδαφος. Με ένα απότομο άλμα, χύμηξε στη μεγάλη σκιά με το νυστέρι σφιγμένο στο αριστερό του χέρι. Το μυαλό του είχε ήδη σχηματίσει την τροχιά της λεπίδας, από το χέρι του ως την απέναντι καρωτίδα.

Και τότε ο μεγαλόσωμος άνδρας έκανε ένα βήμα μπροστά.
Ο Henry αποβολωμένος έκοψε τη φόρα του πάνω στον γιγάντιο ώμο του άνδρα και ανακτώντας την ισορροπία του, πέταξε μακρυά το νυστέρι.

Ένα χαμόγελο γεμάτο σπασμένα δόντια, μια ουλή στο αξύριστο μάγουλο και μια τεράστια πλάτη που έσβηνε αργά στο σκοτάδι.

Ο Henry κοιτούσε αμίλητος τον άνδρα που έφευγε και που λίγο πριν εξαφανιστεί στο σκοτάδι μούγγρισε "παρακαλώ."


IV.

Οι μεντεσέδες τραντάχτηκαν. Τα σκαλοπάτια έτριξαν.
Μια γυναίκα που ο Henry θυμόταν αμυδρά εμφανίστηκε στην είσοδο της κρεββατοκάμαρας.
Γυμνή.

"Γιατί γύρισες από τώρα; Δεν έπρεπε να είσαι στο νοσοκομείο;" του στρίγγλισε επικριτικά.

-Γύρισα, είπε απλά εκείνος.
-Αυτό το βλέπω, γιατί ρωτάω.

Ο Henry ξεσκόνισε φλεγματικά το ημίψηλό του.

-Δε σου έλειψα;
-Πιωμένος ήρθες;Τι πράγματα είναι αυτά που λες;

Και πάλι,

-Γιατί γύρισες τόσο νωρίς;
-Δεν το έκανα για να σε πιάσω να γαμιέσαι πάντως.

Σιωπή.

-Έχεις μαγειρέψει τίποτα;

Αναστέναξε. Για πρώτη φορά μετά από καιρό.

-Αναρωτιέμαι, γιατί έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα στο πήδημα και το μαγείρεμα, λες και κάνεις τίποτα απ' τα δύο καλά και σε μονοπωλεί.

Πήγε προς την κουζίνα και άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια.
Μετά από λίγα λεπτά, η γυμνή γυναίκα μπήκε μέσα.

-Ναι.

Την κοίταξε λες και κοιτούσε καβαλίνες.

-Τι "ναι";
-Ναι. Σε απατάω. Έχω εραστή.
-Μη μου πεις, απάντησε εκείνος συνεχίζοντας να ψάχνει τα ντουλάπια.
-Είναι πραγματικός άντρας Henry. Όχι σαν εσένα. Ο Edward ξέρει τι χρειάζεται μια γυναίκα.
-Σαν εσένα.
-Πως τολμάς; Πως τολμάς να κατηγορείς εμένα για το δικό σου φταίξιμο!

Ο Henry άρχισε να γελάει. Στο στόμα του ένοιωθε πάλι την γεύση του τούβλινου τοίχου.

-Για το δικό μου φταίξιμο;
-Ναι! Για το δικό σου φταίξιμο, που είσαι ένας καχεκτικός γιατρουδάκος, που είσαι ένα ασθενικό σακί με κόκκαλα και σκέψεις, μόνο σκέψεις, πολύτιμες σκέψεις που εμείς οι απλοί θνητοί δεν μπορούμε να καταλάβουμε! Νομίζεις δεν ξέρω πόσο με περιφρονούσες; Νομίζεις δεν ξέρω πόσο αφ' υψηλού με κοιτάς; Η "γυναικούλα", η "νοικοκυρούλα", αυτά δεν είμαι για σένα; Ε; Μεγάλε επιστήμονα; Ε λοιπόν μάθε πως υπάρχουν πραγματικοί άνδρες όπως ο Edward που με βλέπουν ως αυτό που πραγματικά είμαι, ως αυτό που...

Άγγιξε τον μηρό της. Η λαβή ενός κουζινομάχαιρου προεξείχε από εκεί και ζεστό αίμα έρεε αργά στους καλοσχηματισμένους της αστραγάλους.
Κοίταξε έντρομη τον Henry που την πλησίαζε μουρμουρίζοντας μια χαρούμενη μελωδία.

"You should see me dance the polka/You should see me cover the ground..."

-Henry, τι κάνεις;;; Τι κάνεις εκεί;

Ένα δεύτερο κουζινομάχαιρο χώθηκε με χάρη και σβελτάδα στο δεξί πόδι της γυναίκας.

"You should see my coat tails flying/As I jump my partner round..."

-Henry!!! Henry... Aγάπη μου, σε παρακαλώ, σε παρακ...

Ένα "κρακ" ακούστηκε καθώς το αλαβάστρινο και καλοσχηματισμένο σαγόνι της συναντούσε τη μπότα του Henry και έφευγε από τη θέση του.

"When the band commences playing/My feet begin to go..."

Σκούροι λεκέδες αίματος στολισμένοι με λευκά δόντια κάλυπταν το γυαλισμένο ξύλινο πάτωμα.
Μέσα σε λυγμούς η σακατεμένη γυναίκα πρόλαβε να δει την αρπακτική παλάμη του Henry που τώρα φάνταζε τεράστια, να πλησιάζει το πρόσωπό της.

"For a rollicking romping polka..."

Ο Henry έκανε μια παύση για να χαμογελάσει.

"...is the jolliest fun I know!"


V.

-14 Φεβρουαρίου, 1885

Δεν υπήρξε στιγμή που δεν ήμουν ο εαυτός μου. Δεν υπήρξε ανάσα που δεν πήρε τον σωστό δρόμο.
Θα θελήσετε να μπλέξετε τις στιγμές αδυναμίας με έναν άμυαλο εαυτό, με ένα άρρωστο πνεύμα. Το ξέρω. Σας ξέρω. Γνωριζόμαστε καλά. Εγώ θα είμαι το τέρας και εσείς οι κριτές. Και ας πάει στο διάβολο αυτό, εντάξει, η αισθητική μας διαφέρει.

Αλλά δε θα δείτε ποτέ την αλήθεια, δε θα παραδεχτείτε ποτέ την απλότητα -φοβάστε.
Ένας πράος καχεκτικός άνθρωπος που σπάει κόκκαλα στη μέση και ανοίγει πληγές με τα νύχια -όχι! Κάτι άλλο συμβαίνει! Αποκλείεται να είναι αυτό. Αυτό θα μπορούσε να είμαστε και εμείς! Κάτι άλλο συμβαίνει!

Οφείλετε να εφηύρετε ένα τέρας, οφείλετε να φτιάξετε έναν Όρο.
Αλλιώς, θα σας χωράει και τους ίδιους η Έννοια. Και αυτό σας τρομάζει, δεν είναι έτσι;

Βρείτε τα αρχίδια σας.
Και πείτε μου να φύγω.


Μέχρι τότε,

Edward Hyde

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2008

Βαρεμάρα.

Αυτή είναι μια λάμπα γραφείου από τα ΙΚΕΑ:



Αυτή είναι μια λάμπα γραφείου από τα ΙΚΕΑ κατόπιν ισχυρής ποσότητας αδυσώπητης βαρεμάρας:

Photobucket

Egészségedre.



-Εγώ λέω πως απλώς σήμερα δεν έχεις πιει καφέ!
-Δεν είναι θέμα καφέ, είναι όπως στα λέω. Είναι μεγάλο ευτύχημα που δεν ξέρω τη γλώσσα, αλλιώς είμαι βέβαιος πως ακόμα και εδώ θα μου έσπαγαν τα νεύρα με όσα θα άκουγα.
-Εγώ τους βρίσκω πολύ ενδιαφέροντες.
-Ναι, εδώ, εδώ που αναγκαστικά τηρούν ένα στοιχειώδες savoir vivre και που είναι πολύ όμορφα τριγύρω για να προσέξεις τι λένε. Αλλά αύριο, όταν θα βγεις έξω για κάποια δουλειά, δες τους στο φως του ήλιου. Κοίτα τριγύρω, είναι απλώς άμυαλα δίποδα εν μέσω μιας ακατάπαυστης οργανικής σήψης -και ποτέ δε θα γίνουν πιο όμορφοι ή πιο χρήσιμοι. Κοίτα τους χοντρούς μεσήλικες και τις νευρωτικές τους γυναίκες, τις κενόμυαλες γκομενίτσες και τους αιωρούμενους στο χώρο τιποτένιους -θα βραχυκύκλωναν με μισή πρόταση από εσένα ή εμένα! Και τότε έλα και πες μου, αφού ζυγίσεις την πίστη σου σε αυτούς και την ευγένειά σου, έλα και πες μου, δε νοιώθεις καμία προσβολή όταν τόσο εσύ όσο και αυτοί αναφέρονται στα λεξικά ως "άνθρωποι";

Τον κοίταξε χαμογελώντας, λίγο πριν γυρίσει τη φωτεινή ματιά της στον κόσμο.

Αυτός έπαιξε λίγο με το φούξια καλαμάκι του μέχρι που μια μικρή δίνη δημιουργήθηκε μέσα στο ποτό του. Long island με αμυδρή γεύση ροδάκινου. Αναρωτήθηκε αν ήταν κάποια ταρζανιά του barman ή αν απλώς ήταν τόσο ψυχαναγκαστικός ώστε να φαντάζεται πως κάποιος θα ήταν αρκετά βλάσφημος ώστε να ρίξει κανονικό ice tea μέσα στο ιερό μίγμα. Κοίταξε την όμορφη κοπέλα που καθόταν δίπλα του και που χάζευε ανέμελα, υπερβολικά ανέμελα, την πλατεία Liszt Ferenc.

"Βλέπεις κάτι ενδιαφέρον;" τη ρώτησε άχρωμα.

-Είναι πολύ όμορφα εδώ.
-Ilka, μένεις εδώ.
-Ναι αλλά δεν έχω συχνά την ευκαιρία να έρχομαι.
-Γιατί όχι;
-Μένω στη Βούδα, πρέπει να πάρω ένα λεωφορείο και τον υπόγειο για να φτάσω εδώ.

Την κοίταξε απορημένος. Αυτό ήταν ή σκεπτικό Σαλονικιού ή απλώς ολόκληρη η πόλη ήταν διάσπαρτα στολισμένη με ωραία μέρη για να βγει κανείς. Κοίταξε γύρω του και με μια νότα ανακούφισης και αρκετές σκέψεις στις γραμμές του "ε βέβαια ρε μαλάκα, ξεχνάς που είσαι;", ανάσανε.

-Στην Αθήνα υπάρχουν τέτοια ωραία μέρη;
-Χμ, είναι περίεργα στην Αθήνα, τέτοια μέρη υπάρχουν αλλά οι άνθρωποι που πηγαίνουν εκεί...

Τελείωσε σιωπηλά την πρόταση κάνοντας έναν μορφασμό.

"There he goes again!" χασκογέλασε ενθουσιασμένη η κοπέλα και ανακάθισε με προσμονή.

Αυτός την παρατήρησε. Την κοιτούσε από εκατομμύρια χιλιόμετρα μακρυά, από χιλιάδες έτη φωτός ("έτος φωτός είναι η απόσταση που μπορεί να ταξιδέψει το φως μέσα σε ένα χρόνο"), αναρωτήθηκε, πόσα χρόνια θα έπαιρνε για να φτάσει το φως της σε αυτόν; Την κοιτούσε που έλαμπε, πανέμορφη και απλή, φαινομενικά χαρούμενη, όχι, όχι φαινομενικά, πλεονασμός. Μόνο έτσι είναι κανείς χαρούμενος. Χαιρόταν που ήταν εκεί μαζί του, χαιρόταν που αλληλεπιδρούσε με ένα τόσο φαινομενικά πηγαίο πλάσμα, ναι, εδώ κολλούσε το φαινομενικά, χαιρόταν που ο ένας μάθαινε πράγματα από τον άλλο τα οποία ποτέ, ποτέ δε θα χρησιμοποιούσε για κάτι παραπάνω από ένα παράδειγμα.

Της χαμογέλασε ειλικρινά και ανταμείφθηκε με ένα βλέμμα τρυφερότητας.

-Συγγνώμη, πάντα το κάνω αυτό. Πάντα βρίσκω έναν τρόπο να καταστρέψω τις στιγμές που περνάω όμορφα.
-Είναι αυτή η στιγμή μια από αυτές, αυτό εννοείς;

Γιατί δεν τον κούραζαν οι ηλίθιες ερωτήσεις απόψε;

-Ναι, ολόκληρη αυτή η σειρά στιγμών.
-Konstantin, πόσων χρονών είσαι;
-Πόσο νομίζεις;
-Ανάμεσα σε 5 και 95.

Όχι, όχι, όχι, όχι, μη, μη το φιλοσοφήσεις, μη το αναλύσεις, μην κάνεις ψυχογράφημα, μην προσπαθήσεις να έρθεις έτσι κοντά, όχι πάλι. Όχι πάλι.

-Ακριβώς, της απάντησε λίγο σκοτεινιασμένα και άναψε ένα τσιγάρο.
-Έλα, πες μου!, χασκογέλασε πάλι παιχνιδιάρικα το χαρούμενο πλάσμα.

Ανάσες, ήταν άδειο, ήταν αθώο. Παιδική απόπειρα χιούμορ περί του Αυτονόητου, ουφ.

-Θα είμαι 23 τον Οκτώβρη.

Χιλιάδες Ελληνικές φωνές πλημμύρισαν το κεφάλι του, "χαχαχα πιπίνι", "σκορπιός και εσύ;", "το 23 είναι μυστικιστικός αριθμός"...

ΕΞΩ!
Σιγή.

-Και έχεις ταξιδέψει τόσο πολύ στα 23 σου, σε ζηλεύω.
-Και εγώ σε ζηλεύω, της απάντησε χωρίς να το πολυσκεφτεί.
-Εμένα;;; Γιατί;;;

Παύση.
Μη το βαρύνεις. Μη το βαρύνεις. Πες της κάτι μικρό.

-Γιατί είσαι όμορφη!

Ηλίθιε, όχι τόσο απλό, δεν είσαι ο Γαρδέλης.

-Το πιστεύεις αυτό;

Οι αυτόματες επικρίσεις σταμάτησαν στις προσταγές της έκπληξης.
Γύρισε και την κοίταξε. Ψαρεύει κοπλιμέντα, στάνταρ, αλλά το παίζει πολύ καλά.

-Ilka, δε θα μείνω στο ότι ερχόμαστε από δύο μέρη με εντελώς διαφορετικά αισθητικά στάνταρ, θα μείνω μόνο στο γεγονός πως όση ώρα καθόμαστε εδώ, βλέπω τους άνδρες που συνοδεύονται να τρώνε αγκωνιές από τις συνοδούς τους λίγο πριν μας προσπεράσουν.
-Και τι σημαίνει αυτό;

Και άλλη ηλίθια ερώτηση.
Αν συνέχιζε έτσι θα την ερωτευόταν.

-Ότι είσαι όμορφη Ilka.

Συνόδευσε την ανανεωμένου κύρους δήλωση με μια θεατρικά βαρύγδουπη τζούρα.

Ένα μικρό διάστημα σιωπής μεσολάβησε.

-Konstantin, δε σου απάντησα ποτέ.
-Σε τι πράγμα;
-Στον μονόλογό σου περί των μικρών ανθρώπων.
-Α, των ροζ.

Ανασήκωσε το καλοσχηματισμένο φρύδι της.

-Έτσι τους αποκαλώ για συντομία, βαρετή ιστορία. Πες μου.
-Δεν είναι κάτι πολύπλοκο, έχει να κάνει με δυο πράγματα που είπες. Είπες να τους δω "στο φως της μέρας" και "αύριο".
-Ναι.
-Όταν εσύ είσαι εδώ, τώρα, μαζί μου και τους κοιτάς, τους σιχαίνεσαι ή τους βρίσκεις ενδιαφέροντες και λίγο αστείους;

Εγκεφαλικό blitzkrieg.

-Δεν... Η συνήθης κατάσταση όμως δεν είναι όταν είμαι μαζί σου Ilka.
-Ναι, αλλά δεν θα έπρεπε να είναι έτσι όπως είναι τώρα;

Ανηλεές εγκεφαλικό blitzkrieg.

-Ννναι, έτσι θα έπρεπε να είναι. Αλλά δεν είναι.
-Οπότε, σε ιδανικές συνθήκες, οι άνθρωποι είναι μια χαρά.
-Ναι, αλλά δε μιλάμε για ιδανικές συνθήκες.
-Οι ιδανικές συνθήκες δεν είναι εκεί έξω. Είναι εκεί μέσα.

Έδειξε το κεφάλι του.

-Από εσένα εξαρτάται το αν θα είσαι στην κατάσταση που θα έπρεπε να είσαι Konstantin. Και αν είσαι εσύ σε αυτή, έτσι θα είναι και ο υπόλοιπος κόσμος.

Χαμογέλασε ικανοποιημένη και έκατσε πιο άνετα στην καρέκλα της.

-Κοίτα, γενικά έχω μια απάντηση σε όλα, είπε αργά εκείνος.
-Και αν σε ρωτήσω "γιατί θα έπρεπε" δεν θα ξέρεις τι να απαντήσεις!

Διάολε.

-Δύο στα δυο δεσποινίς, πρέπει να είσαι περήφανη.
-Τι, με συμπαθείς λιγότερο τώρα;
-Υπό ιδανικές συνθήκες, ο συνδυασμός τέτοιας εμφάνισης και νοημοσύνης οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερα στάδια συμπάθειας.
-Αλλά δεν βρίσκεσαι υπό ιδανικές συνθήκες;
-Είμαι πολύ κοντά.
-Αν ήσουν σε ένα παράθυρο που έβλεπε στο ποτάμι από τη μεριά της Βούδας θα βοηθούσε;
-Θα είχα και Jägermeister ή αψέντι;
-Τι αψέντι, τι είμαι καμιά τουρίστρια σαν εσένα;
-Πάμε.

Καθ' οδόν, κοίταξε τους ανθρώπους γύρω του.
Και όμως, θα περίμενε να τους δει συμπαθέστερους.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2008

Clusterless



Το παρακάτω είναι αφιερωμένο στον ClouD!

There is a sorrow in this world so great
One can expect it to hang from the rooftops
Slowly dripping its non fatal poison down
For our knees to gather in time.
One can expect to witness it
In the blank faces of people in the subway
In the sad thoughs of old men when looking at younglings
In the scared truths of younglings when they look back.

There are ends to this world, ends to all things
And this is the first foundation of sorrow
Ending without conscience of any real beginning.

There is a sorrow in this world so great
That can be seen in any birthday picture
A shade between the breath and candle
That spreads to the wish and dreamer alike.
Mirrored in the foggy eyes of newborns
And the cloudy eyes of lonely old men
It echoes in the woes and mourning of women
But draws its true strength from men's unjust silence.

There are ends in this world, ends for all things
And this is the second foundation of sorrow
By flaw of design, we can never see them as timely.

There is a sorrow in this world so great
One understands its presence almost fully
Under the very first sunlight of the dawn
Even with someone else under the sheets.
The dying night shall strike us deep
Where there is really only us and noone else
And leave a wound as secret as its memoir
A small reminder that in the end, we are alone.

For there are ends in the world, ends to all things
And this is the third foundation of sorrow
Ending means to abandon and be abandoned alike.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Φτερά και πούπουλα.



Ξυπνάς το πρωί -και όταν λέμε πρωί εννοούμε τη φάση εκείνη του 24ώρου που ο ήλιος δεν έχει δύσει- και συνειδητοποιείς πως δεν έχεις καφέ. Το φιλοσοφείς λίγο και αποφασίζεις πως άμα λυσσάξεις πια -που δεν είσαι καφεϊνόβιος- θα φτιάξεις ένα γαλλικό και θα βάλεις το κλιματιστικό στους -273.

Η ώρα περνάει όμως και η μηχανή καπουτσίνο σου κλείνει το μάτι, το χτυπητήρι δίπλα (λατινιστί, βζουν-βζουν) έχει απλωθεί προκλητικά και το πακέτο σιγαρέττων καραδοκεί.

Και παίρνεις την απόφαση, θα πάω να πάρω καφέ. Αλλά μιας που θα ξεκουνηθώ, ε δε θα πάω στο φούρνο/μινιμάρκετ/τιδιάολο, θα πάρω το αμάξι να πάω ως το καρφούρ να φάω και τίποτα το μεσημέρι. Παίρνεις το αμάξι, ανοίγεις παράθυρα, φοράς ηλιομπλοκέτες, βάζεις και ράμσταην να βαράνε και είσαι έτοιμος για high score. Και εκεί που είσαι στο μέσο της απόστασης πάνω κάτω και περιμένεις υπομονετικά στο στοπ να περάσει το φορτηγάκι, ΜΠΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΜ!

Ξυπνάς, βλέπεις έναν μηχανάκια μπροστά στο καπώ. Τρελαίνεσαι, πως τον βάρεσα, ακίνητος ήμουνα, χωροχρονικό παράδοξο με ποινή τα ισόβια, χειρόφρενο, νεκρά, πόρτα ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ, ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΡΕ, ΖΕΙΣ-

-Ναι καλά είμαι, εντάξει είναι όλα...

Ανασαίνεις. Ακούς τις μυριάδες απολογίες του για το πως αυτός φταίει και χίλια σόρρυ και μπούρου μπούρου, του λες να χαλαρώσει, αφού ζει όλα οκ, μην χαλιέται, παλιό είναι το αμάξι έτσι και αλλιώς... Χμ, τι να έπαθε το αμάξι;

Πας στην πίσω αριστερά πόρτα που σου έσκασε και βλέπεις λίγο λευκό χρώμα. Και τίποτε άλλο. "Κάντιτ κάμερα" σκέφτεσαι, κοιτάς πιο καλά, έεεεχει ένα βαθούλωμα της τάξης του "αλλάζει την πορεία των σταγόνων βροχής". Σαλτέρνεις. "Ρε παλικάρι" πας να πεις ενώ γυρνάς προς το μηχανάκι...

Και βλέπεις 2 φουσκωμένες σακούλες να κρέμονται από τα χερούλια της μηχανής και να καλύπτουν σχεδόν όλο το φτερό της μπροστινής ρόδας.

Και από κάπου μακρυά, ακούς τον εαυτό σου να λέει "τι είναι αυτά ρε μαλάκα... μαξιλάρια;;;"

Σήμερα λέω να παίξουμε όλοι μαζί ΛΟΤΤΟ.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

00:00


Ο Arnaud ξύπνησε το πρωί της Τετάρτης με πονοκέφαλο.
Περπάτησε ασταθώς ως την μικρή κουζίνα του, πήρε δυο ασπιρίνες μαζί και έκατσε στην ξύλινη καρέκλα κρατώντας το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Αφού πέρασε έτσι μερικά λεπτά, ετοίμασε το ίδιο σάντουιτς με τόνο που έτρωγε τα τελευταία 11 χρόνια κάθε πρωί την ίδια ώρα, ήπιε τον (εξίσου ίδιο) καφέ φίλτρου του, με 2 κυβάκια ζάχαρης και ελάχιστο γάλα, έβαλε την αριστερή του κάλτσα πρώτη και ακολουθώντας την ίδια και απαράλλαχτη τελετουργία που ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή (όση από αυτή μπορούσε να θυμάται δηλαδή στο δρόμο από τη δουλειά στο σπίτι και αντιστρόφως) βγήκε στο δρόμο. Το μοναδικό πράγμα που στόλιζε τη μέρα του Arnaud, ήταν τα κλιμακούμενα ερεθίσματα πόνου στο κεφάλι του που δεν έλεγαν να κοπάσουν.

Ο Arnaud έδειξε την ταυτότητά του στον φρουρό στην πύλη, τον παρέλαβε ένα στρατιωτικό τζιπ που τον οδήγησε στο κυρίως κτίριο, έδειξε την δεύτερη ταυτότητα πρόσβασης στο επίπεδο Ζ, πληκτρολόγησε τον κωδικό του στο ασανσέρ και πέρασε την τρίτη του ταυτότητα από το ειδικό μηχάνημα ανάγνωσης μη-μαγνητικών δεδομένων -αφού του την επέστρεψε ο τελευταίος φρουρός. Η μεγάλη μεταλλική πόρτα χώρισε στα δύο και ο Arnaud μπήκε στο θάλαμο φύλαξης των οπλισμένων πυρηνικών κεφαλών -που αριθμούσαν περί τις 680.

Όταν ο πρόσχαρος βοηθός του Arnaud ήρθε αντιμέτωπος με μια όχι και τόσο ασυνήθιστη, μα διαφορετικής μορφής ακεφιά στο πρόσωπο του 2ου, αναζήτησε αμέσως τα αίτια. Δεν ήταν τίποτα, διαβεβαιώθηκε, μια πολύ ενοχλητική ημικρανία. Ο πρόσχαρος βοηθός πρότεινε στον Arnaud να κάνει μια εξετασούλα, ποτέ δε μπορείς να είσαι αρκετά προσεκτικός όταν παίζεις με εμπλουτισμούς και κεφαλές. Περισσότερο για να σταματήσει το αλτρουιστικό του κελάηδισμα (το οποίο χτυπούσε σαν καμπάνα στο κεφάλι του) παρά από πραγματική ανησυχία, ο Arnaud δέχτηκε να κάνει εξετάσεις, αμέσως μετά το μεσημεριανό διάλειμμα. Στις 12.52, ο Arnaud διαγνώστηκε με κακοήθη εγκεφαλικό όγκο του πρόσθιου λοβού και 4 μήνες ζωής.

Μετά από μια εβδομάδα άδεια, ο Arnaud επέστρεψε στη δουλειά του. Γεμάτος παράσημα ανδρείας που δέχτηκε να ολοκληρώσει τα τελευταία στάδια της έρευνας του νέου πυραύλου Oubli και καλυμμένος με βλέμματα συμπόνοιας και παλάμες παρηγοριάς, ο Arnaud μπήκε στον θάλαμο ελέγχου των κεφαλών, έκατσε στην καρέκλα του και ζήτησε από τον συντετριμμένο βοηθό του να μείνει για λίγο μόνος. Όταν αυτό συνέβη, πήρε μερικές βαθειές ανάσες, κλείδωσε την πόρτα και ξεκίνησε.

Πληκτρολογώντας γρήγορα και μεθοδικά, ο σκοπός του μοιραζόταν το μυαλό του με το συναίσθημα. Το μέλλον και το παρελθόν μπλέκονταν με τρόπους που όσοι δεν τους βιώνουν, βρίσκουν θαυμαστούς. Θυμόταν την παιδική του ηλικία, όταν παιδάκι ακόμα έτρεχε στα προάστια της Μασσαλίας με την αδερφή του, την αδερφή με την οποία τώρα δε μιλούσε, την αδερφή που είχε παντρευτεί τον μεγαλοδικηγόρο Massim και που δεν καταδεχόταν να πάρει τηλέφωνο την ταπεινής καταγωγής μητέρα της και που δεν άφηνε τα παιδιά της να παίζουν παρά τους παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα νομικής και κοινωνιολογίας -από τα 14.

Θυμόταν την πρώτη του αγάπη, τα φιλιά σε κρυμμένα πάρκα και τα κρασιά που έκλεβε από το κελάρι του παππού του για να ζαλίσει περισσότερη την ήδη μεθυσμένη από αγάπη καρδιά του. Θυμόταν την πρώτη του αγάπη που μια μέρα που είχε πάει να της κάνει έκπληξη, είδε να γαμιέται με δύο σχετικά καλούς του φίλους ενώ απαντούσε στο "παραπλανητικό" τηλεφώνημα που της είχε κάνει την ίδια στιγμή για να είναι η έκπληξη πιο επιτυχής. Και ήταν.

Θυμόταν όλες τις φορές που τελείωνε και φώναζε "δεν είναι για σένα", θυμόταν όλες τις φορές που είχε ζεστάνει τις φέτες φωμιού στη φρυγανιέρα πριν βγάλει τον τόνο από το ψυγείο, όλες τις φορές που πλήρωνε το πάγιο του κινητού του -γιατί από κλήσεις, δεν υπήρχαν-, όλες τις φορές που έβαζε την αριστερή του κάλτσα πρώτη, ένοιωθε το μαλακό ύφασμα να γλυστράει στο πόδι του ακόμα και τώρα, άκουγε την ψιλή εκνευριστική φωνή του βοηθού του, έβλεπε την παλιά του βιβλιοθήκη γεμάτη με βιβλία φιλοσοφίας, φυσικής, αστρονομίας, χημείας και ποίησης, θυμόταν τα χάδια της μητέρας του που του έλεγε "δεν είσαι σαν τους άλλους", χρόνια πριν καταλάβει πως όλες οι μανάδες το ίδιο λένε και άρα είναι όλες ίδιες και άρα όλοι είναι σαν τους άλλους, θυμήθηκε τον πρώτο πονοκέφαλο και την πρώτη συναυλία, το πρώτο μεθύσι με τους πρώτους φίλους και την τελευταία χειραψία με τους τελευταίους γνωστούς, τα αμέτρητα πρωινά και τα πρόσωπα όλων των οδηγών ταξί, τα παιδάκια με τα πατίνια και τις όμορφες κοπέλες με τα rollerblades, την Cristine που τον είχε αγαπήσει πραγματικά αλλά δυστυχώς σε καιρό που αυτός περιφρονούσε ήδη όσους τον αγαπούσαν -επειδή τον αγαπούσαν-, θυμήθηκε ότι τα Γερμανικά αμάξια ήταν πολύ καλής ποιότητας και τα κρυστάλλινα ποτήρια έβγαζαν μουσική αν έτρεχες το δάχτυλό σου στην περίμετρό τους, θυμήθηκε πως η γραμμή Μ1 του Παρισιού έκανε τέρμα στο Defence, θυμήθηκε πως η Γαλλία είχε πάρει το μουντιάλ το '98, θυμήθηκε όλα όσα είχε κάνει και όλα όσα είχε αναβάλλει, θυμήθηκε πως είχε πει ψέμματα για τα στάδια έρευνας του πυραύλου Oubli μόνο και μόνο για να ξαναπάει εκεί μέσα, θυμήθηκε πως ο πύραυλος ήταν έτοιμος, θυμήθηκε πως είχε 4 μήνες ζωής και θυμήθηκε πόσο σιχαμένο θα ήταν να ζήσει τους 4 τελευταίους μήνες του όπως είχε ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Πληκτρολογώντας ασταμάτητα στην μεγάλη ψηφιακή κονσόλα, αγνοώντας τις μανιακές κραυγές του κόσμου έξω από τη μεγάλη μεταλλική πόρτα, θυμήθηκε πως η αδερφή του έλεγε πως είναι ευτυχισμένη, η πρώτη του αγάπη έλεγε πως τον αγαπούσε, θυμόταν πως έκλαιγε κάθε φορά που έχυνε, θυμόταν τα ποιήματα που έκαιγε ο πατέρας του, νεκρές νεογέννητες φώκιες, καμμένους ανθρώπους, τέσσερις μήνες ζωής ακόμα, θυμόταν τους Ερυθρούς Χμερ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θυμόταν τους ζητιάνους στο μετρό και τους βιαστές ανηλίκων στα σοκάκια και ξαφνικά, η μεγάλη ψηφιακή κονσόλα έγραψε αυτό στο οποίο συνιστούσε το μυαλό του και ολόκληρη η αντιληπτή ύπαρξη. Μεγάλα λευκά γράμματα, ακτινοβολούσαν το άθροισμα της ανηλεούς ισορροπίας των πάντων. Κάτω από το φως τεσσάρων μεγάλων μηδενικών, ο Arnaud πρόλαβε να σκεφτεί πως τέσσερις ήταν και οι μήνες του -και σαν μηδενικά θα μετρούσαν- λίγο πριν 684 πυρηνικές κεφαλές μοιραστούν απροειδοποίητα σε όλο τον πλανήτη. Δύο από αυτές, μηδένισαν τον πυροκροτητή τους μέσα στο δωμάτιο που έστεκε ο Arnaud κρατώντας το κεφάλι του. Και τιμούσες το όνομά τους, πήραν αμετάκλητα οποιαδήποτε ανάμνηση υπήρχε σε αυτό μια και καλή.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Travel Blog



Ο διακριτικός ήχος της προσεδάφισης με ταρακουνάει. Ανοίγω τα μάτια μου, έξω έχει ξημερώσει για τα καλά. Είναι λίγο πριν τις 6.30 τοπική ώρα και έχω μόλις προσγειωθεί στην πρωτεύουσα της Σλοβακίας, την μικρή Μπρατισλάβα.

Πρώτο μας μέλημα είναι φυσικά το συνάλλαγμα. Κατά το γνωστό σύστημα 22Γ-Ψ του ταξιδιωτικού μου κώδικα, η πιο συμφέρουσα συναλλαγματική διαδικασία, είναι να κάνεις 10-15 ευρώ συνάλλαγμα επιτόπου στην χώρα προορισμού σου (αν αυτή έχει πιο αδύναμο νόμισμα) και τα υπόλοιπα τα αλλάζεις σε κάποια τράπεζα μόλις φτάσεις στην πόλη. Καθώς λοιπόν η Σλοβάκικη κορώνα είναι σχετικά αδύναμο νόμισμα και το Ευρώ είναι πρακτικά (διάφορο του "επενδυτικά") το δυνατότερο νόμισμα του πλανήτη (ΠΟΥΣΤΑΚΙΑ ΑΠΟΙΚΟΙ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡΟΦΑΓΟΙ), ψάχνω ανταλλακτήριο στο διεθνές αεροδρόμιο Μπρατισλάβας.

Ο κομμουνισμός όμως έχει πέσει από καιρό και έχουν αποκτήσει εργατικά δικαιώματα και οι Σλάβοι, οπότε και όλα τα ανταλλακτήρια του αεροδρομίου (τα οποία αριθμούσαν ένα) ήταν κλειστά. Χμ. Σύστημα 48Ω-Κ, ανάληψη από ΑΤΜ. Το ένα ΑΤΜ έχει παραδώσει, το δεύτερο, Γερμανικής τράπεζας, μου δίνει ότι του ζητάω σε χαρτονομίσματα. Φυσικά τα εκδοτήρια εισιτηρίων αστικών λεωφορείων είναι κλειστά και τα αυτόματα μηχανήματα δέχονται μόνο κέρματα. Σύστημα 49Ω-Λ, αγοράζεις με ένα χαρτονόμισμα μια ζεστή σοκολάτα, παίρνεις τα ρέστα σε κέρματα, δίνεις τη σοκολάτα σε έναν άστεγο και βγάζεις εισιτήρια. Μέχρι να τα κάνεις αυτά, έχεις χάσει 3 λεωφορεία και μπαίνεις σε αυτό στο οποίο η μοίρα προόριζε να μπούνε τρεις άπλυτοι Σλάβοι, από τον ένα εκ των οποίων, έπεφταν κομμάτια επιδερμίδας. Μέχρι να κατέβουν, σου είχε λείψει το Περιστέρι, η Κυψέλη, οι τουαλέτες της 605 (Σβίλενγκραντ - Αθήνα) και το κλειστό πλέον σουβλατζίδικο "Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ" επί της Λιοσίων.

Κάπως ο θεός της όσφρησης σου επιτρέπει να φτάσεις υγιής στη γέφυρα που χωρίζει την παλιά πόλη της Μπρατισλάβας με τη νεότερη. Θυμάσαι πως δε θες να πας ποτέ στη ζωή σου στη νεότερη, με τις σοβιετικές υπερπολυκατοικίες, κατεβαίνεις στη γέφυρα, το κόβεις προς την καλή μεριά και λίγο το ότι έχεις ξανάρθει, λίγο το ότι η πόλη είναι μικρότερη από την Πλάκα, πας στα καλά μέρη, ανεβαίνεις και στο κάστρο να δεις την πόλη καλοκαίρι, θαυμάζεις τις Σλοβάκες, μερικές Σλοβάκες θαυμάζουν εσένα (επειδή είσαι μπιρμπιλομάτης σκουρομάλλης, μην το πάρεις και πάνω σου) πίνεις βαρελίσιες Κόζελ και Πίλσνερ Ούρκβελ, ζητάς γενικά πίβο τσέσκι και βόντα νεπερλίβα, λες στους περιπτεράδες "τσίκι τσίκι ελεκτρίτσκι χλαβνί ναντράζνι" εννοώντας "εισιτήριο για το τρόλευ για τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό", φτάνεις στον παραπάνω σταθμό, ίδιος έμεινε, πας στο φαρμακείο να πάρεις ένα Βιεννέζικο παυσίπονο που γαμάει χανγκόβερζ για πλάκα, δεν το έχουν, η κοπελίτσα από πίσω σου δείχνει άλλα 10 Σλοβάκικα, ψήνεσαι, της λες αυτό, αλλά δεν έχεις πια κορώνες, μόνο ευρώ, η κοπελίτσα δε δέχεται ευρώ, έχασες το χρόνο σου, αλλά να θυμηθείς να γράψεις όλη τη φάση στο μπλογκ να χάσει και κάνας άλλος το χρόνο του, μη νοιώθεις μόνο εσύ μαλάκας, πας στο σταθμό.

Αποβάθρα 3, αναχώρηση σε 35 λεπτά.
Πας στην αποβάθρα, στήνεσαι, περιμένεις, τα λεπτά περνάνε, τα φτηνά Σλοβάκικα τσιγάρα τελειώνουν, έχουν περάσει 50 λεπτά και τραίνο δε βλέπεις. Πας στον πίνακα ανακοινώσεων, καθυστέρηση 40 λεπτά, γαμώ τη μάνα σας Σλοβάκοι, παίρνεις άλλο ένα πακέτο και μια Κόζελ, διώχνεις τους ζητιάνους, περνάει άλλη μισή ώρα και έχεις αρχίσει να φορτώνεις, πας στον πίνακα, +60 λεπτά καθυστέρηση. Δεύτερο γύρο με τη μάνα σας Σλοβάκοι, πας πίσω, βάζεις τη βαλίτσα στις καρέκλες, ξαπλώνεις και την κάνεις μαξιλάρι, πατάς πλέη, ξεκινάει το Stein um stein, κλείνεις τα μάτια και αναστενάζεις.

Όταν τα ξανανοίγεις, είσαι στη μέση του επόμενου δίσκου και πάνω στην ώρα για να δεις το τραίνο σου να φεύγει -από την αποβάθρα 1. Πετάγεσαι πάνω, πιάνεις τον ελεγκτή, του λες κάτι πολυπολιτισμικό στις γραμμές του "γαμώ το χριστό σου πουτάνας γιε, εδώ λέει linia -τρία δάχτυλα-, was werde ich jetzt machen, δε με νοιάζει, ΨΑΞΕ, SEARCH, GLEICHZEITIG!!!"

Ο κακόμοιρος βαράει τα δάχτυλα σε μια συσκευούλα, σου λέει δεν έχει άλλα τραίνα για σήμερα, θα πας στο τάδε κωλοχώρι, θα κατέβεις, θα περπατήσεις 3 χιλιόμετρα προς το άλλο κωλοχώρι και από εκεί θα πάρεις άλλο τραίνο. Προσέχεις πως τα κωλοχώρια έχουν απίστευτα παρόμοια ονόματα, είσαι βέβαιος πως θα ρωτάς και θα σε στέλνουν από το ένα στο άλλο ("scrive, schreib, write it down, ΓΡΑΦΕΕΕΕ") και μπαίνεις στο τραίνο.

Κάπου στη μέση της διαδρομής, ο ίδιος τυπάκος μπαίνει στην κουκέτα σου, κάθεται δίπλα σου και βγάζει ένα τευτέρι. Αρχίζει να σου λέει πως θα κατέβεις σε έναν άλλο σταθμό τελικά όπου έχεις 3 λεπτά να προλάβεις να αλλάξεις τραίνο. Εσένα σε πιάνει νευρικό γιατί θυμάσαι το ίδιο σκηνικό ένα καλοκαίρι πίσω, σε ένα τραίνο από την Πράγα προς το Hradec Kralove, είσαι βέβαιος πως θα μείνεις σε αχυρώνα και ο Σλοβάκος απέναντι δεν αξίζει τα ισόβια.

Τα Σλοβάκικα τραίνα δεν είναι πολυτελή. Τα χερούλια των παραθύρων λείπουν και αν καταφέρεις να τα κατεβάσεις, θα πιάσει μια μπόρα που θα σε κάνει λούτσα επειδή αποκλείεται να καταφέρεις να τα ξανακλείσεις. Οι πόρτες των βαγονιών δεν κλείνουν, οπότε μπορείς να κάθεσαι στα σκαλιά και να καπνίζεις ενώ το τραίνο βαράει 100 χλμ/ώρα και πίσω σου έχεις ελεγκτές και σταθμάρχες που παίζουν χαρτιά σε ένα δωματιάκι. Παρ' όλα αυτά, είναι γρήγορα. Έφτασα στο σταθμό αλλαγής 2 λεπτά πιο πριν, έτρεχα κουβαλώντας βαλίτσες και φωνάζοντας σε έναν χοντρό σταθμάρχη "BUDAPEEEEEEST" και εν τέλει κατάφερα να μπω στο 2ο αγροτικό τραίνο, με προορισμό τον μικρό σταθμό Nyugati της Βουδαπέστης.

Μετά από την άφιξη στο σταθμό, τις χριστοπαναγίες σε άλλους 20 επίμονους ζητιάνους και την γνωστή διαδικασία απόκτησης συναλλάγματος, συνειδητοποιώ πως το χόστελ είναι μόλις μια στάση από αυτόν τον σταθμό, ενώ από τον κεντρικό θα είχα γερό ταξίδι. Χαίρομαι, μπαίνω στο τραμ, κατεβαίνω στην επόμενη στάση και βλέπω μπροστά μου το Θησείο. Σικάτες καφετέριες, μπυραρίες, Ούγγρες, Ούγγρες παντού, τακούνια, τουαλέτες, μπύρα, Ούγγρες, βότκα, σαμποτάζ, μποϋκοτάζ, βραχυκύκλωμα, άρπες αγγέλων. Περπατάω υπνωτισμένος ως το νούμερο 4, κοιτάω πάνω, βλέπω μια βίλα. Μπαίνω μέσα, δεν είναι βίλα, ανάκτορο είναι, μάρμαρα παντού, σκάλες, κάγκελα, σκαλιστά, τι διάολο. Συγχαίρω τον εαυτό μου, μπαίνω στο δωμάτιο, παίρνω τα συγχαρητήρια μερικώς πίσω, αλλά το μπάνιο είναι καθαρό και πάνω από το κρεββάτι έχει ταβάνι οπότε δε θέλω τίποτε άλλο.

Οι μέρες στη Βουδαπέστη ήταν ονειρικές. Ήταν μέρες γεμάτες gourmet specialite, βαρελίσιας Κοζελ και Ντρεχερ, βόλτες στο Δούναβη, γνωριμίες με γαμάτο κόσμο και κραιπάλες με μια κάποια Ilka η οποία για κάποιο λόγο μιλούσε και λίγα Ελληνικά -αλλά αυτά προσπεράστηκαν, έχω τύχει και σε χειρότερα. Γενικότερα καταπληκτικότητες, σίγουρα μέσα στην αγία τριάδα των πόλεων που θα μπορούσα να μείνω για πάντα, μαζί με το Βερολίνο και τη Βιέννη. Γενικά οι πόλεις που αρχίζουν από "Β" θα ήταν ύποπτα τέλειες αν στο εγγύς μέλλον μου τότε, δεν παραμόνευε το Βουκουρέστι.

Μετά από μια πενθήμερη παραμονή στην πανέμορφη Βουδαπέστη λοιπόν, έχοντας αφήσει ένα μεγάλο και ζουμερό κομμάτι της καρδιάς μου εκεί, ξεκινάμε ένα λαμπρό πρωινό για τα σύνορα Ουγγαρίας - Ρουμανίας. Φτάσαμε μέχρι την συνοριακή Oradea σχετικά γρήγορα, απ' όπου και πήραν σειρά τα Ρουμάνικα τραίνα (με τους cult Ρουμάνους ελεγκτές). Τα Ρουμάνικα τραίνα είναι το ακριβώς ανάποδο των Σλοβάκικων: είναι πλήρως εκσυγχρονισμένα, σαν τα καινούρια βαγόνια του Intercity και κάποιες γραμμές με βαγόνια ίδια με του προαστιακού. Το πρόβλημά τους είναι ότι πάνε πιο αργά από συνταξιούχο ανάπηρο. Μετά από αρκετές αιωνιότητες, φτάσαμε λίγο πριν αρχίσει να δύει ο ήλιος στην πρωτεύουσα της Τρανσυλβάνιας, το απαίσιο Cluj-Napoca. Έδρα της Ρουμάνικης Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής και με μια συμπαθητική πλατεία και έναν (έναν) ωραίο δρόμο, στον οποίο και έμενα, είναι ένα μέρος για το οποίο το μοναδικό καλό πράμα που μπορώ να πω είναι πως δεν έκατσα πολύ. Και πως δεν είχε ΠΑΟΚτζήδες ίσως. Φαγητό σε Ούγγρικο εστιατόριο (αναστεναγμοί) και πούλο την επόμενη για Brasov.

Το Brasov λοιπόν, είναι διάσημο. Σε φάση, είναι ο τουριστικός προορισμός μιας χώρας που πέρα από την Costanza, δεν έχει διαφημισμένους τουριστικούς προορισμούς. Πράγμα εντελώς ηλίθιο για μια χώρα στην οποία βρίσκονται τα Καρπάθια και το δέλτα του Δούναβη, αλλά τι να κάνεις, ούτε μια εικοσαετία δεν έχουν κλείσει από τότε που τους άφησε ήσυχους ο κομμουνισμός. Όπως και να 'χει, το Brasov είναι για τη Ρουμανία ό,τι και το Borovets για τη Βουλγαρία: πολυτελέστατο θέρετρο σκι που απομυζεί ματσωμένους τουρίστες. Το καλοκαίρι, τα πράγματα είναι πιο ήρεμα, οι Ρουμάνοι (και οι Ρουμάνες) είναι πιο εξευρωπαϊσμένοι, η πόλη είναι πλούσια και όμορφη και όσο φαίνεται το δεύτερο, άλλο τόσο φαίνεται και το πρώτο, η μαύρη εκκλησία είναι ετοιμόρροπη επειδή είναι καθολική και να πάνε να γαμηθούνε οι καθολικοί -αλλά η είσοδος για να μπεις, είσοδος και μάλιστα 10 leu. Τα οποία είναι κάτι λιγότερο από 3 ευρώ, αλλά παίρνεις δύο μισόλιτρες βαρελίσιες με αυτά, οπότε αντιλαμβάνεσαι πως αν δεν είσαι ο θείος από την Ελλάδα με τα λαχταριστά ευρώ, είναι ακριβή. Για ετοιμόρροπη εκκλησία.

Περνάς δυο μέρες στο Brasov, πετάγεσαι ως το Bran να δεις το περίφημο και_καλά κάστρο του Vlad III που ο Bram o Stoker τον έκανε το διασημότερο βαμπίρι του κόσμου. Ωραίο κάστρο, έχουν υπάρξει και καλύτερα (ωραίος ο παράδεισος, αλλά σα τη Χαλκιδική...) μα σε γενικές γραμμές γερό πράμα. Και το πανηγυράκι από κάτω χαριτωμένο, ωραία, ωραία όλα. Πάμε και Βουκουρέστι τώρα, όσο πιο γρήγορα γυρίσω στην Αθήνα, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψω στη Βουδαπέστη. Πας Βουκουρέστι, διώχνεις τους ζητιάνους κτλ αμολάς βαλίτσες, πας κέντρο, διώχνεις τους ζητιάνους, θαυμάζεις την ασχήμια της πόλης, διώχνεις τα πρεζάκια και φτάνεις στη βουλή.

Η βουλή της Ρουμανίας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο του πλανήτη. Το πρώτο είναι το πεντάγωνο. Στις Αποικίες, όχι στη Μεσογείων. Και πραγματικά, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο του πλανήτη, είναι ΜΕΓΑΛΟ. Ο Νικολάκης ο Τσαουσέσκου ισοπέδωσε το ένα έκτο του Βουκουρεστίου για να κάνει χώρο να φτιαχτεί αυτό το αχανές πράγμα, η ξενάγηση στο εσωτερικό παίρνει περίπου 5 ώρες και θα πατεντάρω ξεναγούς σε αμαξάκια του γκολφ όταν μεγαλώσω. Χαζεύεις λίγο, αράζεις σε ένα εστιατόριο, η σερβιτόρα είναι πάρα πολύ εξυπηρετική και εκτός καθηκόντων, διώχνεις ασταμάτητα ζητιάνους (στο επόμενο λέβελ θα το κάνεις όχι απλώς επαγγελματικά, αλλά μόνο με τη χρήση του μυαλού σου) και γυρνάς σπίτι μετά από μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τέσσερις Πακιστανούς στη στάση που περίμεναν έναν φίλο τους που είχε πάει "να σκοτώσει τη γυναίκα του". Λυπάσαι πολύ που δε θα τον προλάβεις εννοείται, αλλά προτιμάς να φύγεις όσο γίνεται πιο γαμημένα μακριά. Εξάλλου ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται άμα σου τελειώσουν τα τρακαστράτος για τους Πάκηδες.

Την επόμενη μέρα συμβουλεύεσαι τον Vlad. Ο Vlad είναι ο οικοδεσπότης σου που σου πετάει 2 κεφάλια, μιλάει με παχύ λάμδα και είναι ΙΔΙΟΣ ο Cristopher Lee. Στη Ρουμανία. Και τον λένε Vlad. Σου λέει λοιπόν με το γερό του λάμδα και ενώ εσύ κοιτάς την ασύλληπτης αρχιτεκτονικής μύτη του, πως καλά τα 'χεις προγραμματίσει αλλά να πας και από εδώ και από εκεί και να δεις και εκείνο και αφού φας να πας εδώ γιατί μέσα είναι γαμάτα και τέλος πάντων, σου βγάζει μια διαδρομή που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έχει καμιά σύμβαση με παπουτσάδικο και σου λιώνει εσκεμμένα τις σόλες. Παρ' όλα αυτά, ακολουθείς τη συμβουλή του και βλέπεις παλιές ορθόδοξες εκκλησίες που ουδεμία σχέση έχουν με τις δικές μας ορθόδοξες εκκλησίες, βλέπεις το όμορφο κέντρο του Βουκουρεστίου (φάση Πανεπιστήμιο - Σύνταγμα - Πλάκα), μπαίνεις στο μέγαρο μουσικής τους όπου και μένεις σέκος από την ομορφιά και την πολυτέλεια, πας στην αψίδα του θριάμβου (;;;) και στο μεγάλο εθνικό πάρκο, διώχνεις τους ζητιάνους και γυρνάς σπίτι για το τελευταίο μεγάλο φθηνό φαγοπότι και την τελευταία πραγματικά καλή μπύρα που θα πιεις σε μαγαζί.

Στο αεροπλάνο, χαζεύεις την Αθήνα που πλησιάζει και εκνευρίζεσαι που μετά από όσα έχεις δει, συνεχίζεις να είσαι τόσο παράφορα ερωτευμένος μαζί της. Και ας μην έχει kult τραίνα, Ούγγρες και φθηνές σπεσιαλιτέ από την Transylvania.