Τα μάτια του Φάμπιο είναι σχεδόν χρυσαφί
Όταν τα χτυπάει το φως.
Μερικές φορές, όταν κάθεται στην αυλή
Με ένα τσιγάρο στο στόμα
Παίρνουν ένα κεχριμπαρένιο χρώμα
Που ο ίδιος μάλλον δεν έχει δει ποτέ.
Κοιτάνε το κενό, νωρίς το απόγευμα
Όταν η ζέστη αρχίζει να γλυκαίνει
Και ο Φάμπιο αναρωτιέται
Λογής λογής μικρά πράγματα
Αν έβγαλε όλα της τα άνθη η τριανταφυλλιά
Αν θα έχει σήμερα πυροτεχνήματα στη λίμνη
Αν θα βρει χρόνο να ξύσει το μεγάλο ταψί
Αναρωτιέται αν υπάρχουν υπόνομοι στη Σελήνη
Κι αν ένας ουροβόρος παχαίνει ή αδυνατίζει
Αναρωτιέται γιατί η σιωπή κάνει θόρυβο
Αν υπάρχει υλικό αρκετά στεγανό
Για να ταφείς μαζί με την ευτυχία σου
(Κάτι σαν γυάλινο τσιμέντο, έτσι το σκέφτεται).
Και τα χρυσαφιά μάτια του Φάμπιο
Γίνονται ρετσίνι καθώς αναρωτιέται
Τι γεύση έχει το αλάτι για τα ψάρια
Και αν τα μυρμήγκια έχουν μυρμήγκια-φίλους
Αναρωτιέται αν υπάρχει κάποιο μέρος
Κάποιο ψηλό ή βαθύ μέρος
Που το φως είναι έτσι φτιαγμένο
Που δεν κάνεις σκιά
Αλλά δε σε τυφλώνει κι όλας
Αναρωτιέται αν όταν κοιτάς τα χέρια σου
Βλέπεις τίποτα
Ή όταν ξυπνάς το πρωί
Πονάς αλλά δε το νοιώθεις
Αυτά αναρωτιέται ο Φάμπιο
Όταν ένας νεαρός με κοτσίδα μπαίνει στην αυλή
Και τον ρωτά αν η κουζίνα σερβίρει.
Αλλά είναι ακόμα πολύ νωρίς
Και αφού φεύγει
Ο Φάμπιο προσπαθεί να ξαναπιάσει τις σκέψεις του
Αλλά είναι ακόμα πολύ αργά
Το τσιγάρο του έχει τελειώσει
Και τα μάτια του είναι πάλι λαμπερό χρυσαφί.