Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Short Story #5



Λίγα πράγματα μπόρεσε να συμπεράνει ο χωρικός από τα περίεργα ευρήματα λίγο έξω απ' τις παρυφές του δάσους.
Τα ξασπρισμένα από τα χρόνια κόκαλα ενός μεγάλου δράκου
Κι ένας χάρτης με επισημάνσεις, διεγραμμένες με κόκκινη πένα
Ήταν όλα όσα βρέθηκαν δίπλα στον νεαρό ιππότη
Με ίχνη από τα δάκρυα φανερά στο λερωμένο του πρόσωπο
Και το σπαθί στο στέρνο, έτσι όπως έπεσε πάνω στην κόψη του.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Fishermen's Tales.


Το μεσημέρι ήρθε στην πόλη ο άνθρωπος με τον τρύπιο σκούφο.
Φορούσε πορτοκαλί μανδύα και μεγάλα παπούτσια
Και στα χέρια του κρατούσε δυο λευκά ζάρια χωρίς αριθμούς.
Αμέσως οι δρόμοι γέμισαν αργόσχολους αστούς
Που έκαναν τάχα πως βγήκαν για τη βόλτα τους
Για να χαζέψουν τους πάγκους των εμπόρων
Ή για να επισκεφθούν ανθρώπους που έλειπαν απ' το σπίτι.
Οι ταβερνιάρηδες ήταν κάθετοι και δε σήκωναν λόγια
"Ο καινούριος γελωτοποιός του βασιλιά είναι" βρυχώνταν
Και έστελναν ξανά μέσα τις γυναίκες τους.
Οι γεροντοκόρες τον έβλεπαν μέσα απ' τα παντζούρια
Μα δεν τις έκαιγε ο πόθος πια, μήτε η λησμονιά
Παρά μόνο το μίσος για τον αστείο άνθρωπο
Που αν και σαχλός, αποτελούσε γι' αυτές μια διέξοδο.
Οι αυλικοί χαμογελούσαν σαρδόνια και ειρωνικά
"Ο κουρελής χωριάτης" τον αποκαλούσαν και ύψωναν τη μύτη
Μα απ' τις άκρες των ματιών, το βλέμμα τους πετούσε πάνω του
Γεμάτο από αυτό τον φόβο στον οποίο είχαν συνηθίσει.
Τα παιδιά έτρεχαν πίσω του και του φώναζαν βρισιές
Κάνοντας τους τρελούς της πόλης να φουντώνουν από ζήλια
Μα σαν αυτός γυρνούσε προς τα πίσω να τα κοιτάξει
Τα έλουζε σιωπή έτσι στοργικά που τους χαμογελούσε.
Στο λιμάνι, οι ψαράδες του πρόσφεραν να πιει απ' το κρασί τους
Κι αυτός κοντοστεκόταν και τους κοίταζε με θαυμασμό
Κρασί δεν έπινε, μα βοήθησε κάνα-δυο να ξεμπλέξουν τα δίχτυα
Και όσοι μίλησαν μαζί του, δεν είπαν σε κανένα τι συζήτησαν.
Μια περίπολος έπεσε πάνω του, τον έσπρωξαν βίαια παράμερα
Ο αρχηγός, τυπικός και αμείλικτος τον ρώτησε ποιος ήταν
Κι από που ερχόταν, γιατί φορούσε τρύπιο σκούφο
Αν ήτανε ζητιάνος, κλέφτης ή φονιάς
Αν ήτανε φτωχός ή εγκληματίας
Κι υποκλινόμενος ο άνθρωπος τους είπε σιγανά
"Είμαι ο αγγελιοφόρος".
Τίνος, δεν μπόρεσε κανείς να μάθει.
Τον έριξαν σε ένα μπουντρούμι μέχρι να μιλήσει
Δίχως τροφή, δίχως νερό
"Ίσως να είναι κατάσκοπος" έλεγαν σοβαρά οι ιππότες
Μα το παράταιρο ντύσιμο του ξένου, κόμπιαζε τα λόγια τους.
Ο βασιλιάς έστειλε τον σύμβουλο να του μιλήσει.
"Πες μας ποιος είσαι" του λεγε εκείνος "και θα ζήσεις"
"Πες μας ποιος σε έστειλε και θα σου δώσουμε να φας"
"Πες μας τι ήρθες να μάθεις και δε θα σε ξαναπονέσει κανείς"
Μα ο άνθρωπος, ταπεινά χαμογελούσε και σώπαινε.
Έδωσε μόνο ένα κομμάτι από πηλό στο σύμβουλο και του 'πε
"Δώσε αυτό στον άρχοντά σου: αν καταλάβει, να έρθει να με βρει"
Ο σύμβουλος γύρισε άπρακτος στον βασιλιά
Του 'δωσε τον πηλό και του 'πε τα λόγια του κουρελή
Ο βασιλιάς, όχι πολύ σοφός, όχι πολύ υπερόπτης, το σκέφτηκε
Μα λύση δε βρήκε, ούτε κατάλαβε τίποτα.
"Τρελός είναι" μουρμούρισε και πέταξε το κομματάκι.

Μέρες μετά, ρώτησαν τον άνθρωπο με τον τρύπιο σκούφο
Αν είχε κάποια τελευταία επιθυμία.
"Θέλω να δω το βασιλιά" είπε εκείνος.
Ο βασιλιάς, όχι πολύ σοφός, μα όχι κι αλαζόνας
Τήρησε το νόμο και ήρθε και στάθηκε μπροστά του.
"Ήθελες να με δεις" του είπε, "να 'μαι".
Ο άνθρωπος με τον πορτοκαλί μανδύα υποκλίθηκε.
"Άρχοντά μου" ξεκίνησε "πλούσια είναι η πόλη σου
και οι άνθρωποι σου ζουν καλά. Οι έμποροί σου είναι πλούσιοι,
ψηλοί οι νέοι και όμορφες οι κοπελιές.
Μα τα τείχη της πόλης είναι πολύ ψηλά".
Ο βασιλιάς τον κοίταξε με οίκτο.
"Φτωχέ τρελέ, είσαι κουτός και δεν καταλαβαίνεις
μα τα τείχη είναι ψηλά επειδή ακριβώς η πόλη ευημερεί."
"Από τούβλα και πλίνθους και πηλό τα ύψωσες άρχοντά μου
και δε θα στέκουν για πάντα εκεί. Ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω;
Πέρα απ' τις χρυσελεφάντινες σιδερόφρακτες πύλες σου
Ξέρεις τι γίνεται και τι έχει συμβεί;
Πόλεις σαν τούτη έχουν χαθεί φορές χίλιες χιλιάδων
Τείχη σαν τα δικά σου έχουν χαθεί μέσα στη γη
Και οι πύλες σπάσαν ανάμεσα απ' τις ρίζες των δέντρων.
Λέω λοιπόν βασιλιά: κανένα τείχος δε θα μείνει όρθιο για πάντα.
Όλα όσα μένουν αιώνια στον κόσμο είναι όσα δε φοβήθηκαν.
Αν θες λοιπόν τούτη η πόλη να ζήσει αιώνια, γκρέμισε τα τείχη
γιατί στο λέω εγώ: ο αμυνόμενος είναι ήδη νεκρός για τον κόσμο."

Ο άνθρωπος με τον τρύπιο σκούφο, τα μεγάλα παπούτσια και τον πορτοκαλί μανδύα εκτελέστηκε την ίδια μέρα.
Η πόλη έστεκε περήφανη για πολλά χρόνια και άλλαξε πολλούς βασιλιάδες. Τα λόγια ενός κουρελή τρελού που κρατούσε τρία λευκά ζάρια, πνίγηκαν μέσα σε δυναστείες δόξας και ευημερίας. Μέχρι που κοντά έναν αιώνα μετά, ήρθε ο λοιμός και εξαφάνισε την πόλη. Τα σπίτια ρήμαξαν και κατέρρευσαν, οι δρόμοι άνοιξαν απ' τις βροχές και έγιναν ρεματιές. Δέντρα φύτρωσαν εκεί που κάποτε έστεκαν συντριβάνια και μια πανέμορφη λίμνη ήπιε το παλάτι. Τα τείχη ξέφτισαν και γέμισαν ρωγμές, έλος έγινε η κοιλάδα και σιγά σιγά τα κατάπιε.
Χρόνια μετά το έλος ξεράθηκε και τα τείχη έγιναν η μάντρα ενός βοσκού που έβοσκε τα ζωντανά του πάνω από μια θαμμένη πόλη, το όνομα της οποίας δεν άκουσε ποτέ, ούτε αυτός, ούτε οι γιοί του. Όσοι είχαν δει την πόλη ήταν χρόνια και χρόνια νεκροί, όσοι είχαν μάθει απ' αυτούς ότι υπήρχε, είχαν πεθάνει και στο τέλος, τα μεγάλα τείχη ήταν απλώς ένας φράχτης για πρόβατα, σε έναν κόσμο για τον οποίο η πόλη δεν υπήρξε ποτέ.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Αφορισμός #32



Η ανάγκη για αποδοχή και η ανάγκη για αναγνώριση
Όσο στενά συνυφασμένες κι αν ενδέχεται να θεωρηθούν
Είναι αντιδιαμετρικές, ως η ανάγκη του να ανήκεις
Με την ανάγκη να ξεχωρίζεις -αντίστοιχα.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Endsieg.



Καλησπέρα, μου λέει και με κοιτά χαμογελώντας.
Καλησπέρα, απαντώ κι εγώ αμήχανα κι ευγενικά, όπως κάθε φορά που η αρχή δεν γίνεται βάσει σχεδίου.
Έχεις ώρα; με ρωτά και εγώ μπερδεύομαι ακόμα περισσότερο.
Είναι εννιά παρά τέσσερα, απαντώ και ελπίζω πως η ακρίβειά μου θα είναι αρκετή πληρωμή.
Νωρίς είναι ακόμα, μου λέει. Θες να πιούμε κάτι;
Γνωριζόμαστε; τον ρωτώ.
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, λέει.
Εμένα όμως με ενδιαφέρουν, πως να σας το πω...
Εμένα δε με ενδιαφέρουν ούτε αυτές, απαντά καθησυχαστικά.
Χαμογελά και κάθε λογική κτίση καταποντίζεται.
Γιατί όχι, απαντώ.

Μέσα σε μερικά λεπτά βρισκόμαστε σε ένα γωνιακό μαγαζί.
Δε βρέχει, ούτε είναι ακόμα εντελώς νύχτα. Το μαγαζί δεν είναι ρουστίκ. Δεν υπάρχει ατμόσφαιρα εδώ.

Θα ξεκινήσω εγώ αυτή τη φορά.

-Μου φαίνεσαι γνωστός. Σίγουρα δεν έχουμε ξανασυναντηθεί;
-Αποκλείεται.
-Μήπως είσαι κανένας γνωστός; Κανένας διάσημος;
-Μπορείς να το πεις αυτό.
-Αχά. Και με τι ασχολείσαι;
-Είμαι κριτικός.
-Κριτικός τίνος πράγματος;
-Τέχνης. Γενικά.
-Υπάρχει γενικ-
-Ξέρεις τίποτα από τέχνη;
-Τα απαραίτητα.
-Είμαι σίγουρος πως ξέρεις. Φαίνεσαι άνθρωπος με καλό γούστο.
-Αυτό δεν έχει σχέση, έχει;
-Ίσως να μην είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις έναν Μανέ από κάποιον πίνακα της σχολής των Φλαμανδών. Ίσως να μην έχεις ιδέα τι είναι μια αντίστιξη και ενδεχομένως να μην έχεις δει ποτέ σου το Μάκβεθ του Βέρντι. Αλλά όλοι οι άνθρωποι με καλό γούστο, δημιουργούν στην κλίμακα που τους αντιστοιχεί τη δική τους τέχνη.
-Ήξερα κάποτε κάποιον που υποστήριζε πως η μεγαλύτερη αξία της ζωής είναι η ομορφιά.
-Αυτό είναι πολύ ανθρώπινη προσέγγιση. Αυτό που μάλλον ήθελε να πει ο γνωστός σου, είναι πως το κίνητρο πίσω από όλο το σύμπαν είναι η αισθητική. Η εξέλιξη είναι απλώς συνεχές ραφινάρισμα. Κάποτε η μόδα ήταν η νεκρή φύση, μετά ήταν ο ρεαλισμός, μετά η αφηρημένη τέχνη, μετά ο κυβισμός. Αυτή τη στιγμή, τολμώ να πω πως είμαστε οι μούσες του σύμπαντος προς τον σουρεαλισμό, ως είδος.
-Ενδιαφέρουσα άποψη.
-Δεν είναι άποψη, είναι γεγονός.
-Ναι αλλά έτσι πάνε άπατοι αιώνιες διανόησης και φιλοσοφίας. Ολόκληρος ο υπαρξισμός χαντακώνεται.
-Δικό του πρόβλημα. Από την γένεση του κινήματος "η τέχνη για την τέχνη" ήταν εξόφθαλμα προφανές πως αυτό βρίσκει άριστη εφαρμογή σε όλες τις πτυχές της ύπαρξης.
-Σχεδόν σε όλες.
-Τι σε κάνει να το λες αυτό;
-Μα, το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ποτέ οποιαδήποτε φιλοσοφική προσέγγιση. Καλά, σχεδόν οποιαδήποτε, υπήρχαν κάτι αστείοι εκεί στα 2000 χρόνια πριν...
-Και ποιο είναι αυτό το πρόβλημα;
-Το Τέλος βέβαια.

Ο μυστηριώδης συνομιλητής μου κάγχασε διακριτικά.

-Το Τέλος ε; Για πες μου, όταν βάζεις φωτιά σε ένα πυροτέχνημα, γιατί το κάνεις; Για να δεις την πορεία του να διαγράφεται στον αέρα; Ή όταν κάνεις σεξ, ποια είναι η βασικότερη ανταμοιβή σου αν όχι το τέλος; Όλες σου οι εμπειρίες σε ξεπληρώνουν μόνο μετά το πέρας τους, εκεί βρίσκεται η συνειδητοποίηση. Οτιδήποτε έχει πεπερασμένη διάρκεια καλέ μου φίλε, την έχει για το τέλος. Όλη η ομορφιά του κόσμου βρίσκεται στο τέλος των πραγμάτων με ημερομηνία λήξης. Μπορεί να μην είναι άμεσα αντιληπτή από την ανθρώπινη ματαιόδοξη φύση μας που γαλουχήθηκε χιλιετίες με την ιδέα της υστεροφημίας και πολλές φορές η ομορφιά αυτή μπορεί να μας φαίνεται σκληρή -όταν είναι εις βάρος μας. Όλοι θαυμάζουμε την τίγρη καθώς ορμά και ξεσχίζει τη γαζέλα, όλες οι ταινίες είναι γεμάτες με εκρήξεις, κάθε φορά που ένα κτίριο κατεδαφίζεται, μαζεύεται ολόκληρο πλήθος για να το δει από κοντά. Τι ώρα είναι;
-Δέκα και είκοσι.
-Έχουμε λίγα λεπτά ακόμα. Έτσι που λες. Όλο το σύμπαν είναι απλώς μια συλλογή από μορφές ομορφιάς που εξελίσσονται -που εξελίσσονται προς το απόγειο της ομορφιάς αυτής, προς την άνθισή τους: προς το τέλος τους. Δεν υπάρχει τέλος που να μην είναι αισθητικά υπέροχο. Και τώρα θα με συγχωρέσεις, πρέπει να βγω για λίγα λεπτά.

Έμεινα να σκέφτομαι τα λόγια του συνομιλητή μου. Από μια αποστασιοποιημένη οπτική γωνία, δεν είχε άδικο. Ο θάνατος, το τέλος, ήταν κάτι που πάντα γοήτευε την ανθρώπινη φύση. Αυτή, έχοντας το προνόμιο (αν είναι προνόμιο) να γνωρίζει πως η κατάληξη επίκειται για τα πάντα, γοητεύτηκε από αυτή τη γνώση περισσότερο απ' όσο τρομοκρατήθηκε. Η έννοια του ηρωισμού, της πίστης, των ιδανικών -όλα αυτά είναι απλώς η στολισμένη υποσυνείδητη ανάγκη του είδους να υπηρετήσει την κοσμική αρχή της αισθητικής στον κολοφώνα της δόξας της, στο τέλος. Για κάποιο υπερκόσμιο ον, οι εκατομμύρια θάνατοι των πάντων στον πλανήτη θα φαίνονται σαν εκρήξεις πυροτεχνημάτων, οι εκατομμύρια γεννήσεις σαν σπίθες σε φιτίλια. Δεν υπάρχει έργο στην ανθρώπινη ιστορία που να μην απεικονίζει το τέλος, από τις πρωτόγονες τοιχογραφίες κυνηγιού, μέχρι τις ταινίες στο σινεμά, γεμάτες χωρισμούς, θανάτους, καταστροφές. Κάθε τι οφείλει να έχει μια κατάληξη και αυτό είναι κάτι που δεχόμαστε αυτόματα εκ γενετής για τα πάντα -με λίγη περισσότερη δυσκολία όταν αφορά εμάς.

Αυτά σκεφτόμουν, όταν μέσα στο γωνιακό μαγαζί μπήκαν τρεις άνδρες με λαδί μπουφάν και μάσκες στο πρόσωπο. Όλοι κρατούσαν όπλα. Πυροβόλησαν τον μπάρμαν, τη σερβιτόρα και μια κοπελίτσα που προσπάθησε να τρέξει προς την έξοδο. Όταν ένας από αυτούς με πλησίασε, άρπαξα το μπουκάλι της μπύρας μου και του το έσπασα στο κεφάλι, άρπαξα το όπλο του και άρχισα να πυροβολώ εναντίων των άλλων δύο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, κάμποσες σφαίρες είχαν ανοίξει πληγές στο σώμα μου το οποίο ένοιωσα να σωριάζεται πίσω στην καρέκλα που καθόμουν. Το πιστόλι έφυγε από το χέρι μου και δεν άκουγα πια τους ήχους των πυροβολισμών, ούτε ένοιωθα τον πόνο από τις νέες σφαίρες που δεχόμουν. Γύρισα αργά το κεφάλι μου και κοίταξα από τη τζαμαρία έξω στο δρόμο. Εκεί, στεκόταν ο μυστηριώδης συνομιλητής μου κοιτώντας το ρολόι του. Μου χαμογέλασε γλυκά και έγνεψε. Κατόπιν, μπήκε στο μαγαζί χωρίς να ανοίξει την πόρτα και χωρίς κανένας να δείξει πως τον πρόσεξε. Με πλησίασε και γέλασε γάργαρα.

-Είδες που το γνώριζες ανέκαθεν; Ακόμα και αν δε θες να συμφωνείς, κάνεις ό,τι μπορείς για να ομορφαίνουν τα πάντα.

Άνοιξα το στόμα μου που ήταν γεμάτο αίμα και χαμογέλασα.

-Για ποιον όμως;
-Μην ασχολείσαι με αυτά. Ποτέ κάτι δε χρειάστηκε θεατές για να είναι όμορφο.

Έκλεισα τα μάτια μου γαλήνιος. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι μια φωνή που έλεγε "ο τύπος είναι άσχημα τραυματισμένος".
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω ώστε να του εξηγήσω πόσο όμορφα τραυματισμένος ήμουν.