Το μεσημέρι ήρθε στην πόλη ο άνθρωπος με τον τρύπιο σκούφο.
Φορούσε πορτοκαλί μανδύα και μεγάλα παπούτσια
Και στα χέρια του κρατούσε δυο λευκά ζάρια χωρίς αριθμούς.
Αμέσως οι δρόμοι γέμισαν αργόσχολους αστούς
Που έκαναν τάχα πως βγήκαν για τη βόλτα τους
Για να χαζέψουν τους πάγκους των εμπόρων
Ή για να επισκεφθούν ανθρώπους που έλειπαν απ' το σπίτι.
Οι ταβερνιάρηδες ήταν κάθετοι και δε σήκωναν λόγια
"Ο καινούριος γελωτοποιός του βασιλιά είναι" βρυχώνταν
Και έστελναν ξανά μέσα τις γυναίκες τους.
Οι γεροντοκόρες τον έβλεπαν μέσα απ' τα παντζούρια
Μα δεν τις έκαιγε ο πόθος πια, μήτε η λησμονιά
Παρά μόνο το μίσος για τον αστείο άνθρωπο
Που αν και σαχλός, αποτελούσε γι' αυτές μια διέξοδο.
Οι αυλικοί χαμογελούσαν σαρδόνια και ειρωνικά
"Ο κουρελής χωριάτης" τον αποκαλούσαν και ύψωναν τη μύτη
Μα απ' τις άκρες των ματιών, το βλέμμα τους πετούσε πάνω του
Γεμάτο από αυτό τον φόβο στον οποίο είχαν συνηθίσει.
Τα παιδιά έτρεχαν πίσω του και του φώναζαν βρισιές
Κάνοντας τους τρελούς της πόλης να φουντώνουν από ζήλια
Μα σαν αυτός γυρνούσε προς τα πίσω να τα κοιτάξει
Τα έλουζε σιωπή έτσι στοργικά που τους χαμογελούσε.
Στο λιμάνι, οι ψαράδες του πρόσφεραν να πιει απ' το κρασί τους
Κι αυτός κοντοστεκόταν και τους κοίταζε με θαυμασμό
Κρασί δεν έπινε, μα βοήθησε κάνα-δυο να ξεμπλέξουν τα δίχτυα
Και όσοι μίλησαν μαζί του, δεν είπαν σε κανένα τι συζήτησαν.
Μια περίπολος έπεσε πάνω του, τον έσπρωξαν βίαια παράμερα
Ο αρχηγός, τυπικός και αμείλικτος τον ρώτησε ποιος ήταν
Κι από που ερχόταν, γιατί φορούσε τρύπιο σκούφο
Αν ήτανε ζητιάνος, κλέφτης ή φονιάς
Αν ήτανε φτωχός ή εγκληματίας
Κι υποκλινόμενος ο άνθρωπος τους είπε σιγανά
"Είμαι ο αγγελιοφόρος".
Τίνος, δεν μπόρεσε κανείς να μάθει.
Τον έριξαν σε ένα μπουντρούμι μέχρι να μιλήσει
Δίχως τροφή, δίχως νερό
"Ίσως να είναι κατάσκοπος" έλεγαν σοβαρά οι ιππότες
Μα το παράταιρο ντύσιμο του ξένου, κόμπιαζε τα λόγια τους.
Ο βασιλιάς έστειλε τον σύμβουλο να του μιλήσει.
"Πες μας ποιος είσαι" του λεγε εκείνος "και θα ζήσεις"
"Πες μας ποιος σε έστειλε και θα σου δώσουμε να φας"
"Πες μας τι ήρθες να μάθεις και δε θα σε ξαναπονέσει κανείς"
Μα ο άνθρωπος, ταπεινά χαμογελούσε και σώπαινε.
Έδωσε μόνο ένα κομμάτι από πηλό στο σύμβουλο και του 'πε
"Δώσε αυτό στον άρχοντά σου: αν καταλάβει, να έρθει να με βρει"
Ο σύμβουλος γύρισε άπρακτος στον βασιλιά
Του 'δωσε τον πηλό και του 'πε τα λόγια του κουρελή
Ο βασιλιάς, όχι πολύ σοφός, όχι πολύ υπερόπτης, το σκέφτηκε
Μα λύση δε βρήκε, ούτε κατάλαβε τίποτα.
"Τρελός είναι" μουρμούρισε και πέταξε το κομματάκι.
Μέρες μετά, ρώτησαν τον άνθρωπο με τον τρύπιο σκούφο
Αν είχε κάποια τελευταία επιθυμία.
"Θέλω να δω το βασιλιά" είπε εκείνος.
Ο βασιλιάς, όχι πολύ σοφός, μα όχι κι αλαζόνας
Τήρησε το νόμο και ήρθε και στάθηκε μπροστά του.
"Ήθελες να με δεις" του είπε, "να 'μαι".
Ο άνθρωπος με τον πορτοκαλί μανδύα υποκλίθηκε.
"Άρχοντά μου" ξεκίνησε "πλούσια είναι η πόλη σου
και οι άνθρωποι σου ζουν καλά. Οι έμποροί σου είναι πλούσιοι,
ψηλοί οι νέοι και όμορφες οι κοπελιές.
Μα τα τείχη της πόλης είναι πολύ ψηλά".
Ο βασιλιάς τον κοίταξε με οίκτο.
"Φτωχέ τρελέ, είσαι κουτός και δεν καταλαβαίνεις
μα τα τείχη είναι ψηλά επειδή ακριβώς η πόλη ευημερεί."
"Από τούβλα και πλίνθους και πηλό τα ύψωσες άρχοντά μου
και δε θα στέκουν για πάντα εκεί. Ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω;
Πέρα απ' τις χρυσελεφάντινες σιδερόφρακτες πύλες σου
Ξέρεις τι γίνεται και τι έχει συμβεί;
Πόλεις σαν τούτη έχουν χαθεί φορές χίλιες χιλιάδων
Τείχη σαν τα δικά σου έχουν χαθεί μέσα στη γη
Και οι πύλες σπάσαν ανάμεσα απ' τις ρίζες των δέντρων.
Λέω λοιπόν βασιλιά: κανένα τείχος δε θα μείνει όρθιο για πάντα.
Όλα όσα μένουν αιώνια στον κόσμο είναι όσα δε φοβήθηκαν.
Αν θες λοιπόν τούτη η πόλη να ζήσει αιώνια, γκρέμισε τα τείχη
γιατί στο λέω εγώ: ο αμυνόμενος είναι ήδη νεκρός για τον κόσμο."
Ο άνθρωπος με τον τρύπιο σκούφο, τα μεγάλα παπούτσια και τον πορτοκαλί μανδύα εκτελέστηκε την ίδια μέρα.
Η πόλη έστεκε περήφανη για πολλά χρόνια και άλλαξε πολλούς βασιλιάδες. Τα λόγια ενός κουρελή τρελού που κρατούσε τρία λευκά ζάρια, πνίγηκαν μέσα σε δυναστείες δόξας και ευημερίας. Μέχρι που κοντά έναν αιώνα μετά, ήρθε ο λοιμός και εξαφάνισε την πόλη. Τα σπίτια ρήμαξαν και κατέρρευσαν, οι δρόμοι άνοιξαν απ' τις βροχές και έγιναν ρεματιές. Δέντρα φύτρωσαν εκεί που κάποτε έστεκαν συντριβάνια και μια πανέμορφη λίμνη ήπιε το παλάτι. Τα τείχη ξέφτισαν και γέμισαν ρωγμές, έλος έγινε η κοιλάδα και σιγά σιγά τα κατάπιε.
Χρόνια μετά το έλος ξεράθηκε και τα τείχη έγιναν η μάντρα ενός βοσκού που έβοσκε τα ζωντανά του πάνω από μια θαμμένη πόλη, το όνομα της οποίας δεν άκουσε ποτέ, ούτε αυτός, ούτε οι γιοί του. Όσοι είχαν δει την πόλη ήταν χρόνια και χρόνια νεκροί, όσοι είχαν μάθει απ' αυτούς ότι υπήρχε, είχαν πεθάνει και στο τέλος, τα μεγάλα τείχη ήταν απλώς ένας φράχτης για πρόβατα, σε έναν κόσμο για τον οποίο η πόλη δεν υπήρξε ποτέ.
παντα με εκπλησσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήσοφο κειμενο.
θα το διαβαζα ανετα πολλες φορες.(δεν μ'αρεσει να λεω μπραβο, μα το σχολιο μου ειναι κοπλιμεντο)
Όλα όσα μένουν αιώνια στον κόσμο είναι όσα δε φοβήθηκαν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά είχε 2 ή 3 ζάρια; :)
Λοιπόν, αυτό ήταν λάθος, αλλά θα το αφήσω έτσι για να 'ναι μυστηριακό =ρ
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλις, το 'χουμε κάνει συνήθειο, μα ευχαριστώ. =))
Χα χα
ΑπάντησηΔιαγραφήOk, αφού βρήκα το λάθος...