Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Αφορισμός #29



Το δεύτερο μάγουλο
μπορεί να το προσφέρει κανείς
μονάχα μια φορά.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Immunity.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Fun.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Last Cigarette On Earth.



Τέσσερις άνδρες περπατούν σε σειρά. Φοράνε στρατιωτικές στολές και κουβαλάνε σακίδια. Από τους ώμους τους κρέμονται όπλα. Οι αντιολισθητικές τους μπότες σηκώνουν μικρά σύννεφα σκόνης όπου πατάνε το έδαφος. Ιδρώτας κυλάει στα λερωμένα με χώμα πρόσωπά τους και οι πλάτες τους είναι καμπουριασμένες. Είναι όλοι τους νέοι και δυνατοί και σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, θα μπορούσαν να έχουν ραντεβού με τη ζωή τους κάπου στο μέλλον.

Ο πρώτος της ομάδας δίνει το σινιάλο, οι άνδρες κάνουν κύκλο, κάποιος ανάβει τη φωτιά, κάποιος μοιράζει τις προμήθειες.
Οι άνδρες είναι στρατιώτες. Επιστρατεύτηκαν χρόνια πριν, όταν υπήρχε ακόμα πόλεμος. Σήμερα είναι μέρος των επιζώντων.
Συναντήθηκαν μόλις πριν μερικές μέρες. Ακολούθησαν το κοινό σήμα κινδύνου που κατάφερε να εκπέμψει ο άνδρας που περπατά πάντα πρώτος στη σειρά. Δεν έχουν όλοι τους κοινή γλώσσα και κάποτε, δεν ήταν όλοι στην ίδια πλευρά του μετώπου.

Ο πρώτος άνδρας, ονομάζεται Γιόζεφ. Έχει πολύ κοντά ξανθά μαλλιά και γκριζογάλανα μάτια. Η επιδερμίδα του είναι λευκή. Δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός, ούτε πολύ γεροδεμένος, δείχνει όμως νευρώδης και γυμνασμένος. Η στολή του είναι χρώματος σκούρου πράσινου και φοράει έναν μπορντώ στρατιωτικό μπερέ. Στους ώμους του είναι ραμμένος ο βαθμός του ταγματάρχη και έχει ένα τατουάζ κάτω από το αριστερό του αυτί, τέσσερα ψηφία: 0401.

Ο δεύτερος άνδρας ονομάζεται Φρανκ. Είναι και αυτός ξανθός και τα μάτια του είναι σκούρα μπλε. Η επιδερμίδα του είναι λευκή μα μαυρισμένη από τον ήλιο. Είναι στο ίδιο περίπου ύψος με τον Γιόζεφ, μα οι πλάτες του είναι πολύ πιο φαρδιές και χοντρές φλέβες προβάλλουν επάνω στους μύες των χεριών του. Η στολή που φορά είναι στο χρώμα της άμμου και φορά ένα τρύπιο κράνος. Κανένα διακριτικό δεν εμφανίζεται στη στολή του.

Ο τρίτος άνδρας δεν έχει όνομα. Έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια και η επιδερμίδα του είναι μελαμψή. Είναι ο κοντύτερος από τους τέσσερις και αν και μικροκαμωμένος, οι μύες του σώματός του διαγράφονται εύκολα πάνω του. Η στολή του είναι φαρδιά και ολόμαυρη και στο κεφάλι του φοράει ένα λευκό μαντήλι που τυλίγεται στο λαιμό του.

Ο τέταρτος άνδρας ονομάζεται Τσαρλς. Είναι καστανομάλλης και έχει καστανοπράσινα μάτια. Η επιδερμίδα του είναι λευκή. Είναι πολύ ψηλότερος από τους συντρόφους του και με ωραία κορμοστασιά. Φορά στολή στα ίδια χρώματα με του Φρανκ, μα η δική του έχει κεντημένα τρία αστέρια στο πέτο. Στο κεφάλι του συνήθως φορά ένα καπέλο jockey και παίζει σχεδόν μόνιμα με ένα κέρμα άγνωστης προέλευσης.

Καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, οι τέσσερις αυτοί άνδρες μασουλάνε αργά και σιωπηλά τη μερίδα που τους αναλογεί.
Η νύχτα μοιράζεται σε τέσσερις σκοπιές με κλήρο, η φωτιά χαμηλώνει και τρία ζευγάρια ματιών κλείνουν.

ΙΙ.

Ο ήλιος είναι ψηλά και η ξερή γη κυματίζει στον ορίζοντα από τον καύσωνα.
Ο Τσαρλς σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του και κοντοστέκεται για λίγο.

-Γιατί σταματάτε;

Ο Τσαρλς δεν απαντά αμέσως.

-Προσπαθώ να καταλάβω που διάολο είμαστε.
-Καλή τύχη.
-Ξέρουμε έστω σε ποια χώρα είμαστε;
-Ο ταγματάρχης λέει πως είμαστε στην παλιά Σλοβακία.
-Α ναι; Γιατί;
-Ο σταθμός αναμετάδοσης.
-Ε τι; Ήταν κανένα παλιό κάστρο;

Ο Φρανκ ανασηκώνει τους ώμους.

-Δεν έχω ιδέα.

Ο ταγματάρχης λύνει την απορία απαντώντας κοφτά,

-Τα πάντα ήταν γραμμένα στα Σλοβάκικα.

Ο Φρανκ με τον Τσαρλς κοιτάζονται μεταξύ τους αμήχανα.
Κανείς δε λέει τίποτα και συνεχίζουν να περπατάνε.

-Θέλατε να κερδίσετε και τον πόλεμο, λέει χασκογελώντας ο μελαμψός άνδρας.

Ο Φρανκ γυρνά και τον κοιτά απειλητικά μα ο μελαμψός άνδρας απλώς χαμογελά πλατύτερα.

-Κανείς δεν κέρδισε τον πόλεμο μαλάκα, λέει εκνευρισμένος. Και πολύ περισσότερο εσύ, που δεν ξέρουμε καν με ποιανού το μέρος ήσουν.

Ο μελαμψός άνδρας ξαναγελά.

-Αυτό εννοώ, βλέπεις; Αυτό εννοώ, δεν μπορείς καν να ξεχωρίσεις που είναι ορκισμένος κάποιος ακόμα και αν τον έχεις στα 2 μέτρα για τόσες μέρες.

Η απαλή μα επιβλητική φωνή του Γιόζεφ ακούγεται ξανά:

-Ησυχία εκεί πίσω.

-Γιατί να κάνω ησυχία; Επειδή είσαι ταγματάρχης; Ποιανού; Δεν ξέρω αν το πρόσεξες αλλά δε φοράμε τις ίδιες στολές.

-Να κάνεις ησυχία γιατί μας ζαλίζεις, πετάγεται ο μελαμψός άνδρας.

-Εσύ να το βουλώσεις γιατί-

-Ησυχία στρατιώτη.

Η φωνή που ακούστηκε ήταν του Τσαρλς.
Ο Φρανκ γυρνά και τον κοιτά. Σιωπά για λίγο.

-Μάλιστα λοχαγέ.

Η ομάδα συνεχίζει το δρόμο της ήσυχα.


ΙΙΙ.

-Που πάμε ταγματάρχα;
-Κάπου που δεν είναι έρημος.
-Έχετε κάτι κατά νου;
-Προς αυτή την κατεύθυνση υπήρχε κάποτε μια μόνιμη βάση του μηχανικού. Είναι αρκετά πιθανό να υπάρχει κάποιο όχημα εκεί.
-Και μετά;
-Μετά, προς Αδριατική.

Ο Τσαρλς σιωπά.

-Τι είναι αυτό το κέρμα;

Ο μελαμψός άνδρας έχει κάνει την ερώτηση χωρίς να κοιτάξει τον αποδέκτη της.

-Δηνάριο.
-Από που;
-Από την Αλγερία.
-Υπηρετήσατε εκεί;
-Όχι εγώ, ένας παλιός φίλος.
-Ζει;
-Όχι.

Ο μελαμψός άνδρας γνέφει καταφατικά και σιωπά.
Λίγες στιγμές αργότερα, κοιτά τον Τσαρλς.

-Λυπάμαι.

Ο Τσαρλς του χαμογελά.

-Εύχομαι να το εννοείς. Εγώ δεν έχω άλλη λύπη μέσα μου.
-Καταλαβαίνω.

-Λοχαγέ;
-Μη με λες λοχαγό Φρανκ.
-Αφού αυτός είναι ο βαθμός σας.
-Στον πόλεμο ήταν αυτός. Τώρα δεν έχουμε καν πατρίδα, πόσο μάλλον βαθμούς.

Σιωπή.

-Και εσείς όμως αποκαλείτε τον Γιόζεφ "ταγματάρχα".
-Όχι με τον ίδιο τρόπο που με αποκαλείς εσύ "λοχαγό".
-Δεν ξέρω. Τέλος πάντων, ήθελα να σας ρωτήσω...
-Τι;
-Αυτός ο αριθμός που έχει ο Γιοζ... ο ταγματάρχης στο λαιμό του...
-Δεν ξέρω τι είναι.
-Μμμ.
-Γιατί δε τον ρωτάς;

Ο Φρανκ μορφάζει και γνέφει αρνητικά.

-Απλή περιέργεια. Δεν θέλω να τον ενοχλώ.
-Είναι σιωπηλός άνθρωπος, λέει ο μελαμψός άνδρας.
-Τουλάχιστον ξέρουμε το όνομά του, λέει γεμάτος μένος ο Φρανκ.

Ο μελαμψός άνδρας χαμογελά.

-Ξέρετε το όνομα που σας είπε.
-Γιατί να μας πει ψέμματα;

Ένα σύννεφο περνά από τα μάτια του μελαμψού άνδρα.

-Ίσως πιστεύει πως δεν αξίζετε την αλήθεια.

IV. - Τσαρλς

Ένας ψηλός άνδρας φορώντας κάτι που μοιάζει με στολή εξόδου, κάθεται μπροστά σε ένα μικρό τραπεζάκι από σκαλιστό, λουστραρισμένο ξύλο, μέσα σε κάτι που μοιάζει με μέσου επιπέδου εισοδήματος διαμέρισμα στο κέντρο μιας πόλης που μοιάζει με το Λονδίνο και γράφει κάτι που μοιάζει με γράμμα.

"Αγαπητέ Γ.

Πάνε πάνω από 4 μήνες που η Συνθήκη της Ουλμ ανακλήθηκε και δεν έχω μάθει νέα σου. Θέλω να ελπίζω πως είσαι καλά και πως λαμβάνεις τα γράμματά μου. Λίγα νέα φτάνουν σε μας από 'κει αναφορικά με την κατάσταση σας, φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει γίνει κάπως μυστικοπαθής. Ελπίζω μόνο αυτό να συμβαίνει από συνήθεια και όχι για κάποιον καλό λόγο -έχω χορτάσει καλούς λόγους και έχω δει που οδηγούν. Όχι, εγώ δεν θέλω πλέον να έχω σχέση με πραγματικές αιτίες, με μοναδικές λύσεις, με μονόδρομους κατευθύνσεων: δε μπορούν απλώς να κάτσουν όλοι στις θέσεις που οι προηγούμενες μοναδικές λύσεις όρισαν;

Οι μέρες εδώ έχουν χαλάσει. Δεν είναι ο καιρός, αυτό συνηθίζεται αν έχει γεννηθεί κανείς εδώ. Οι άνθρωποι μοιάζουν διαφορετικοί, μοιάζουν διψασμένοι. Ή κουρασμένοι, δε μπορώ να αποφασίσω. Σαν να ανυπομονούν να τελειώσει ένα άσχημο τραγούδι για να πέσουν για ύπνο. Μου φαίνεται πως θα ήταν και πρόθυμοι ακόμα και να το τραγουδήσουν πιο γρήγορα και πιο δυνατά αν αυτό θα εγγυόταν την ανάπαυσή τους. Θυμάμαι κάποτε μου είχες γράψει "το τέλος κρύβεται στις χειρονομίες". Φοβάμαι πως είχες απόλυτο δίκιο.

Έμαθα από τον Τ. πως προβιβάστηκες. Και πως οι στολές σας άλλαξαν, δεν είναι πια στα χρώματα που είχαν οριστεί ως ενιαία από την Επιτροπή. Οι κακές γλώσσες λένε πως θυμίζουν μέρες της ιστορίας που όλοι θέλουν να ξεχάσουν -οι πιο κακές ακόμα, λένε πως "εσείς" δε τις ξεχάσατε ποτέ. Δεν τους αντέχω πια, ακούω χρόνια το εθνικιστικό, αντι-ηπειρωτικό τους παραλήρημα. Όμως δε σου κρύβω πως φοβάμαι. Ο αέρας βαραίνει εδώ φίλε μου και κανένα στέγαστρο δε μοιάζει αρκετά γερό για να τον κρατήσει.

Αγόρασα ένα πιάνο χθες. Βρήκα και τα παλιά σου χειρόγραφα, από τότε που προσπαθούσες να με μάθεις να παίζω σε εκείνο το σαράβαλο που είχαμε βρει στα παλιατζίδικα της Βόννης. Αυτό ευτυχώς (;) είναι καινούριο. Δεν έχει ουρά, μα το αντηχείο του είναι καλό και ο ήχος του ζεστός. Καμιά φορά νομίζω πως η μουσική καλύπτει τις σκέψεις μου και τότε με πιάνω να παίζω πιο δυνατά, πιο γρήγορα και με κλειστά τα μάτια -και τότε θυμάμαι πάλι: το τέλος κρύβεται στις χειρονομίες.

Ίσως δε διαφέρω από τους άλλους. Ίσως θέλω και εγώ να τελειώσει επιτέλους αυτός ο παράφωνος σκοπός. Μα εγώ τον έχω ξανακούσει -αυτοί γιατί φοβούνται;

Επενδύσαμε το ένστικτό μας σε σκέψεις σαθρές καλέ μου φίλε.
Και τώρα, τώρα απλώς περιμένουμε καρτερικά στις θέσεις μας στο θεωρείο.
Περιμένουμε την κατάρρευση.

Ό,τι καλύτερο.
Ο παλιός και παντοτινός φίλος σου,

Τ.

ΥΓ: Να δώσεις ένα ζεστό φιλή στην Ι. από εμένα."

Ο άνδρας αφήνει το στυλό του κάτω και στέκει σιωπηλός. Σηκώνει ελαφρά το χαρτί στο χέρι του, σα να θέλει να το ξαναδιαβάσει, μα γρήγορα το αφήνει πάλι κάτω, το διπλώνει και το βάζει σε έναν σκληρό μπλε φάκελο.

Σηκώνεται και στέκει σιωπηλός μπροστά στο παράθυρο, ώσπου η πόρτα του δωματίου ανοίγει και ένα αγοράκι πλησιάζει ζωηρά, αγκαλιάζοντάς τον.

Ο Τσαρλς χαμογελά για μια στιγμή αφηρημένα και ύστερα αφήνει την αγκαλιά του παιδιού να τον κατακλύσει.

V.

-Εγώ δεν έβαλα ποτέ τσιγάρο στο στόμα μου, λέει ο Φρανκ και κορδώνεται.

Ο ταγματάρχης έχει μόλις ανάψει ένα και εκπνέει τον καπνό στα λόγια του Φρανκ χωρίς να πει τίποτα. Ο Φρανκ είναι καθιστός και γυαλίζει το όπλο του. Συνεχίζει:

-Πολλές φορές μου προτείνανε, αλλά εγώ πάντα έλεγα "όχι, ευχαριστώ". Ξέρετε γιατί;

Κοιτάει γύρω του περιμένοντας κάποιον να ρωτήσει.
Ο μαυροντυμένος άνδρας δίχως όνομα χασμουριέται.

-Γιατί είχα μυαλό, λέει θριαμβευτικά ο Φρανκ.
-Αχά, σχολιάζει μηχανικά ο Τσαρλς.
-Γιατί είχα αποφασίσει πως δε θα πεθάνω σε κάποιο κρεββάτι, ανήμπορος. Είχα ορκιστεί πως θα πεθάνω όρθιος.

Ο μαυροντυμένος άνδρας αναστενάζει ειρωνικά.

-Γιατί ξεφυσάς εσύ;
-Αυτό το τελευταίο που είπες...
-Ναι, τι;
-Μου άρεσε σα σκέψη.

Ο Φρανκ δεν αντιλαμβάνεται την ειρωνεία.

-Εμμ... Ευχαριστώ. Ήταν ανέκαθεν το πιστεύω μου.
-Να ξέρεις πως τάσσομαι υπέρ του.

Ο Φρανκ κοιτά τον άνδρα δύσπιστα.

-Με κοροϊδεύεις;

Ο άνδρας κοιτά τον Φρανκ σοβαρός.

-Καθόλου.

Ικανοποιημένος, ο Φρανκ σωπαίνει και συνεχίζει να γυαλίζει το όπλο του.

Κανείς δε μιλά.

Ο Φρανκ, καλοδιάθετος, ρωτά:

-Εσείς πόσο καιρό καπνίζετε ταγματάρχη Γιόζεφ;

Ήταν πολύ χαρούμενος που είχε βρει επιτέλους πως να αποκαλεί τον άνδρα με την πράσινη στολή. Ταγματάρχη γιατί έτσι τον έλεγε ο επικεφαλής του και Γιόζεφ γιατί δεν ήθελε να μιλά με ολοκληρωτικό σεβασμό σε έναν αντίπαλο, έστω και πρώην.

-Αρκετό.

Τα μάτια του Φρανκ λάμπουν με πονηράδα.

-Αρκετό για τι πράγμα;
-Αρκετό για να πέθαινα ανήμπορος σε κάποιο κρεββάτι.
-Ευτυχώς για 'σας όμως, τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι.

Ο ταγματάρχης λοξοκοιτά για μια στιγμή τον Φρανκ.

-Ναι. Δόξα να 'χει ο μεγαλοδύναμος, θα πεθάνω όρθιος.

Ο Φρανκ δεν καταλαβαίνει, μα κάτι στη φωνή του ταγματάρχη, τον κάνει να σταματήσει να γυαλίζει το όπλο του.

Ο ταγματάρχης τραβά άλλη μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του.

-Τι τυχερός που είμαι, λέει χασκογελώντας.

VI. - Φρανκ

Η μητέρα του Φρανκ κρατά στα χέρια της μια φωτογραφία.
Στη φωτογραφία είναι ένα 8χρονο αγοράκι ντυμένο Άμλετ.

-Τη θυμάσαι αυτή την παράσταση;

Ένας ενήλικας Φρανκ την κοιτά ενώ μασάει μια μπουκιά ρολό.

-Τότε που με είχαν βάλει να λέω ποιήματα δεν ήταν;
-Θεατρικό του Σαίξπηρ σε είχαν βάλει να παίξεις.
-Αυτό τέλος πάντων.

Η μητέρα του Φρανκ γυρνά και τον κοιτά.

-Ήθελες να γίνεις ηθοποιός εκείνη τη μέρα.
-Μμμ.
-Δεν ήθελες να κατέβεις από τη σκηνή μόλις τελείωσε η παράσταση.
-Ναι ε;
-Ήταν το χειροκρότημα. Τα ματάκια σου είχαν γεμίσει χειροκρότημα.
-Χεχ.
-Και να σου υποκλίσεις και να σου χαιρετούρες... Σε είχε συνεπάρει.
-Μμμ...
-Κατέβηκες και μου είπες "Μαμά, αυτό θέλω να κάνω. Αυτό θέλω να κάνω, κάθε μέρα".

Η μητέρα του Φρανκ, αφήνει το χέρι της να πέσει.

-Και τώρα... Πήγες και δήλωσες εθελοντής.
-Μην αρχίζεις πάλι.
-Τι θα πας να κάνεις εκεί κάτω παιδί μου; Τι δουλειά έχεις εσύ εκεί;
-Τα 'χουμε ξαναπεί αυτά μάνα, μας έχουνε ανάγκη.
-Κανέναν δεν έχουνε ανάγκη αυτοί παιδί μου, δεν καταλαβαίνεις;
-Τι να καταλάβω;
-Αν δεν αλλάξουν γρήγορα τροπή τα πράγματα, αν δεν καταλάβει ο κόσμος τι πάει να γίνει, θα καταστραφούμε. Δε θα μείνει τίποτα αυτή τη φορά.
-Άσε μας ρε μάνα, έγινες και εσύ ειδική. Έχεις πιάσει εσύ ποτέ όπλο να ξέρεις;
-Δεν έχω πιάσει όπλο, έχω πιάσει στην αγκαλιά μου παιδί όμως. Και αν συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος, εγώ θα είμαι η μειοψηφία.
-Ποια μειοψηφία; Δηλαδή;
-Βρε παιδάκι μου, γιατί δεν κάθεσαι ήσυχος εδώ; Τι σου λείπει; Πας να φας το κεφάλι σου.
-Τα έχουμε ξανασυζητήσει. Μη με εκνευρίζεις.
-Τι σου λείπει;
-Η συζήτηση τελείωσε.

Η μητέρα του Φρανκ τον κοιτά για λίγες στιγμές απελπισμένη. Ένα δάκρυ αχνοφαίνεται στα μάτια της, μα γρήγορα το σκουπίζει.

-Πάω να δω λίγη τηλεόραση, λέει.

Χωρίς να αφήσει τη φωτογραφία, η μητέρα του Φρανκ πηγαίνει στο σαλόνι, κάθεται στον καναπέ και ανοίγει την τηλεόραση. Εικόνες από βομβαρδισμένες πόλεις, νεκρούς και διαμελισμένους, φωτιές και ερείπια γεμίζουν την ψηφιακή οθόνη. Πολιτικοί βγάζουν λόγους και στρατηγοί κάνουν δηλώσεις, εκπρόσωποι τύπου αποστέλλουν ζωντανά τελεσίγραφα, στρατεύματα παρελαύνουν μέσα σε χωριά, τροχιές πυραύλων και ίχνη αντιαεροπορικών όπλων λάμπουν αχνά στον ουρανό της μικρής τηλεόρασης.

Η μητέρα του Φρανκ κλείνει την τηλεόραση, σηκώνεται και πλησιάζει το μεγάλο στρατιωτικό σακίδιο που γράφει το όνομα του γιου της στο ταμπελάκι. Ανοίγει το φερμουάρ και προσεκτικά τοποθετεί τη φωτογραφία του Φρανκ ντυμένου Άμλετ ανάμεσα στα ρούχα.

Πηγαίνει πάλι στην κουζίνα.

-Πότε θα φύγεις;
-Το γρηγορότερο, όσο νωρίτερα πάω, τόσο νωρίτερα θα με στείλουν στο σταθμό μετάβασης.
-Εντάξει, εγώ θα ξαπλώσω λίγο.
-ΟΚ.

Η μητέρα του Φρανκ ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στην κρεββατοκάμαρα.
Στη μέση περίπου σταματά, γυρνά και κοιτά τον γιο της.

-Φρανκ;
-Μμμ;
-Θυμάσαι τι μου είχες πει όταν μαθαίναμε το ρολάκι σου για εκείνη την παράσταση;
-Ποιο λες;
-Του Άμλετ.
-Αυτό στη φωτογραφία; Όχι, τι σου 'χα πει;
-Με είχες ρωτήσει κάτι. Μου είπες "Πως γίνεται να αναρωτιέται αυτός ο βλάκας αν προτιμάει να ζει ή να μη ζει;"

Ο Φρανκ σηκώνει το κεφάλι και κοιτάει τη μητέρα του.
Εκείνη χαμογελά λυπημένα.

-Σε αγαπάω, του λέει απλά.

Γυρνώντας την πλάτη, συνεχίζει να ανεβαίνει.
Ο Φρανκ μένει να κοιτά τις σκάλες.

VII.

-Θέλετε να τραγουδήσουμε;

Τρία ζευγάρια ματιών στρέφονται πάνω στον μελαμψό άνδρα δίχως όνομα.

-Να τραγουδήσουμε; Τι να τραγουδήσουμε;
-Ό,τι να 'ναι. Δεν αντέχω αυτή τη σιωπή, όχι όσο κινούμαστε τουλάχιστον. Μετά αρχίζει ο πολυβολητής να μιλάει και η σιωπή μου λείπει πάλι.
-Άντε γαμήσου, λέει ο Φρανκ βαριεστημένα.

Παύση.

-Και που ξέρεις πως είμαι πολυβολητής;
-Εσύ ο ίδιος το είπες. Λοιπόν, θα τραγουδήσουμε;
-Δε θυμάμαι να είπα-
-Η ιδέα του πάντως μου αρέσει, λέει ο Τσαρλς.

Ο Φρανκ κοιτά τον ψηλό άνδρα και ανασηκώνει τους ώμους.
-Όπως θέλετε, λέει απλά.

Όλοι κοιτάνε τώρα τον Γιόζεφ.

-Ταγματάρχα;
-Τι με ρωτάτε; Κάντε ό,τι θέλετε, λέει εκείνος και χαμογελά ευγενικά.
-Ε, ή θα τραγουδήσουμε όλοι ή κανείς, λέει ο μελαμψός άνδρας.
-Σωστά, λέει ο Φρανκ, πλέον είμαστε ομάδα.
-Δεν ξέρω πολλά τραγούδια, λέει ο Γιόζεφ σιγανά.
-Ελάτε Ταγματάρχα, δώστε το παράδειγμα. Εσείς ηγείστε της ομάδας.
-Δεν ηγούμαι κανενός, όποιος θέλει να φύγει...
-Δεν είπαμε αυτό ταγματάρχα Γιόζεφ, πετάγεται ο Φρανκ.
-Πράγματι, λέει ο μελαμψός άνδρας, ένα παιχνίδι είναι.
-Ναι, έτσι για να περάσει πιο εύκολα η ώρα της πορείας.

Ο Γιόζεφ χαμογελά αμήχανα.

-Τραγουδήστε εσείς κάτι και αν το ξέρω θα-
-Εσείς είπατε πως δεν ξέρετε πολλά, ξεκινήστε εσείς και αν ξέρουμε εμείς το τραγούδι-
-Ναι, θα συνεχίσουμε μαζί σας.
-Ναι.
-Ορίστε, είμαστε πλειοψηφία, λέει ο Φρανκ.

Ο Τσαρλς κοιτά τον Γιόζεφ και σηκώνει τους ώμους.

-Εντάξει, λέει τελικά ο Ταγματάρχης.

VIII. - Άψινθος

"Δεν ήμασταν πολλοί. Εγώ και άλλοι τέσσερις άνδρες. Σε σύνολο, όλες οι ομάδες μαζί, δεν αριθμούσαν πάνω από 60-70 άτομα. Δεν γινόταν και αλλιώς, ήμασταν, θεωρητικά, το πιο εξειδικευμένο και απόρρητο τμήμα του στρατού της Επιτροπής. Σικάριους μας έλεγαν και κανείς από 'μας δεν είχε όνομα. Και αυτό δεν ήταν απλώς για το εφέ, δεν είχαμε όντως ονόματα. Ήμασταν όλοι ορφανά και κανείς μας δεν ήξερε τους γονείς του ή τον τόπο γέννησής του. Αν δε σας έχω πει το όνομά μου, δεν είναι επειδή δε θέλω, είναι επειδή δεν το ξέρω. Οι λοχίες μας μάς φώναζαν με ονόματα που ήταν ραμμένα στο πέτο μας κατά την εκπαίδευση -μετά, μας τα ξήλωσαν και μας ανακάτευαν με άλλες ομάδες, με αγνώστους. Τα ονόματα ήταν είτε ονόματα πρωτεϊνών, είτε αστερισμών, είτε στοιχείων του περιοδικού πίνακα. Εγώ στην εκπαίδευση ήμουν ο Άψινθος, μα στην ομάδα που ηγούμουν, αυτό το όνομα δεν έλεγε τίποτα. Εκπαιδεύτηκα σε πολλές χώρες του κόσμου, χωρίς να ξέρω ποια ήταν η καθεμιά τους. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για μένα και κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να μάθει, γιατί δεν ήξερα τίποτα να τους πω. Το μόνο που συγκρατούσε την ομάδα μου μαζί, ήταν η άρτια εκπαίδευση που έκανε κάθε απόπειρα συντονισμού περιττή και το λευκό μαντήλι που φοράω -αυτό ήταν το διακριτικό του βαθμού μου. Κατά τα άλλα, μόλις μας άφηναν ελεύθερους, μαζί μας είχαμε μόνο μια λίστα στόχων, καμμένα ακροδάχτυλα και αλλοιωμένο γενετικό κώδικα -κάτι που μας έκανε στείρους. Και όσο για τους στόχους -τίποτα συγκεκριμένο, έπρεπε απλώς όσο διαρκούσε ο πόλεμος να εντοπίζουμε σταθμούς παραγωγής, σταθμούς επικοινωνιών, εργοστάσια εξοπλισμών και υδραγωγεία.

Ήμασταν πολύ καλοί. Το γνωρίζετε καλύτερα από εμένα. Αν δεν ήμασταν εμείς, οι απώλειες της πλευράς μας θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Βέβαια, ίσως αυτό να ήταν ένα διπλωματικό έναυσμα, δεν ξέρω, ίσως αν δεν είχαν απορρίψει τη συνθηκολόγηση όταν νόμιζαν πως η νίκη τους θα ήταν σαρωτική, μπορεί τώρα να μην είχαμε φτάσει εδώ. Ίσως παραήμασταν καλοί στη δουλειά μας -ίσως και να μην παίξαμε κανένα ρόλο. Δεν ξέρω.

Η πλευρά μας δεν γνώριζε τίποτα για εμάς. Ο Τσαρλς και ο Φρανκ κατά πάσα πιθανότητα με θεωρούν εχθρό ή μισθοφόρο -η αλήθεια είναι πως αν δεν είχαμε εξαφανίσει από τον χάρτη ένα δικό σας αεροδρόμιο πριν 7 μήνες, το τάγμα του πολυβολητή, του Φρανκ, τώρα θα ήταν τροφή για τα σκουλήκια. Αλλά τι να του πω; "Γεια σου Φρανκ, με λένε Άψινθο και δεν ξέρω που γεννήθηκα και εκπαιδεύτηκα αλλά είμαι μαζί σας"; Δε τον αδικώ.

Η ομάδα μου χάθηκε πριν μερικές εβδομάδες. Ερχόμασταν όλοι μαζί προς το σήμα που εκπέμψατε. Αρχικά πιστεύαμε πως ήταν κάποια άλλη ομάδα Σικάριων. Δε θεωρούσαμε κανέναν άλλον ικανό να επιβιώσει. Στο δρόμο περάσαμε από μια πόλη, δεν ξέρω ποια. Όμορφη πρέπει να ήταν πάντως. Όπως διαβαίναμε μέσα από τα ερείπια, ακούσαμε έναν θόρυβο μέσα σε κάποια αυλή. Αμέσως ανοίξαμε πυρ προς εκείνη την κατεύθυνση. Όταν πήγαμε για αναγνώριση, ανακαλύψαμε ένα κοριτσάκι, αιμόφυρτο, να μας εκλιπαρεί για βοήθεια. Ήταν δεν ήταν 6 χρονών.

Οι άνδρες αφήνιασαν. Άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, όλοι υποστήριζαν πως κάποιος απ' τους άλλους είχε πετύχει το κοριτσάκι. Όλοι υποστήριζαν πως είχαν πυροβολήσει στον αέρα για εκφοβισμό. Το κοριτσάκι όμως ήταν τραυματισμένο σε τουλάχιστον 2 διαφορετικά σημεία. Ένας από τους άνδρες τράβηξε το πιστόλι του και εκτέλεσε επί τόπου έναν άλλο. Έστρεψε το όπλο επάνω μου και ουρλιάζοντας μου είπε "Πες τους και εσύ ότι δεν πυροβόλησα. Πες ότι με είδες."

Οι υπόλοιποι δυο άνδρες με κοιτούσαν παγωμένοι. Και τότε εγώ έκανα το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κρατήσει την ομάδα μαζί. Πλησίασα το κοριτσάκι που ανάσαινε γρήγορα και βεβιασμένα, τράβηξα το όπλο μου από τη θήκη και άδειασα τον γεμιστήρα στη μικρή του καρδιά.

"Εγώ το πυροβόλησα το παιδί" τους είπα ενώ παρακολουθούσαν μαρμαρωμένοι. Έβαλα έναν νέο γεμιστήρα στο όπλο μου αργά. Ο άνδρας που με απειλούσε είχε πετάξει το όπλο του, είχε καθίσει κατάχαμα και κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Καθώς περνούσα από πίσω του, τον πυροβόλησα μια φορά στο κεφάλι. Ύστερα εγώ και οι άλλοι δύο, ξεκινήσαμε πάλι. Ο ένας αυτοκτόνησε. Ο άλλος εξαφανίστηκε τη νύχτα ενώ φυλούσε σκοπιά. Εγώ ήρθα."

Σιωπηλός, ο Γιόζεφ προσφέρει στον μελαμψό άνδρα τσιγάρο.

-Είστε σίγουρος Ταγματάρχα; Τρία σας έχουν μείνει όλα κι όλα.

Ο Ταγματάρχης γνέφει καταφατικά.

Οι δύο άνδρες καπνίζουν χωρίς να λένε τίποτα. Λίγο παραπέρα, από την άλλη πλευρά της φωτιάς, ο Τσαρλς και ο Φρανκ κοιμούνται μέσα στους υπνόσακούς τους.

IΧ.

Ο Γιόζεφ καθαρίζει το λαιμό του.

-Τι τραγούδι θα μας πείτε ταγματάρχα Γιόζεφ;
-Ένα παλιό, από τότε που υπήρχαν ακόμα πατρίδες.

Ο Τσαρλς κοιτά βλοσυρός το χώμα καθώς περπατά.
Ο Φρανκ κοιτά τον Γιόζεφ με διάπλατα, ανυπόμονα μάτια.
Ο άνδρας δίχως όνομα κοιτά το κενό μπροστά του.

Ο Γιόζεφ ξεκινά να τραγουδά.

"Sag mir wo die Blumen sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Blumen sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Blumen sind:
mädchen pflückten sie geschwind.

Sag mir wo die Mädchen sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Mädchen sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Mädchen sind:
männer nahmen sie geschwind.

Wann wird man je verstehen...
Wann wird man je verstehen.

Sag mir wo die Männer sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Männer sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Männer sind:
zogen fort der Krieg beginnt.

Sag wo die Soldaten sind, wo sind sie geblieben
Sag wo die Soldaten sind, was ist geschehen.
Sag wo die Soldaten sind:
über Gräbern weht der Wind.

Wann wird man je verstehn...
Wann wird man je verstehn.

Sag mir wo die Gräber sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Gräber sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Gräber sind:
blumen blühen im Sommerwind.

Sag mir wo die Blumen sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Blumen sind, was ist geschehen
Sag mir wo die Blumen sind:
mädchen pflückten sie geschwind..."

Ο μελαμψός άνδρας κοιτά τον Φρανκ συμπονετικά.

-Ξέρεις Γερμανικά;

Ο Φρανκ γνέφει αρνητικά μέσα στα παιδικά αναφιλητά του.

Ο Ταγματάρχης δεν ξαναμιλά.

Χ. - Γιόζεφ

Ο ψηλός ξανθός άνδρας κοιτά από το πίσω παράθυρο του στρατιωτικού τζιπ και το πρόσωπό του φωτίζεται ολοκόκκινο.

Με πρησμένα μάτια κοιτά καθώς μια πρόσοψη του 17ου αιώνα γέρνει με χάρη και συνθλίβει μια μικρή ομάδα ανθρώπων που τρέχουν -έτρεχαν- στο δρόμο. Μέσα από το τζάμι μοιάζει με περίτεχνη σόλα παπουτσιού που λιώνει κατσαρίδες.

Ο Γιόζεφ γυρνά το κεφάλι του και κοιτά κάτω, στο κοριτσάκι που κρατάει αγκαλιά και που είναι καλυμμένο με ουλές και ακάλυπτο από εγκαύματα. Ένα από τα πλευρικά παράθυρα ραγίζει ακαριαία καθώς κάτι εξοστρακίζεται πάνω του με μεγάλη ταχύτητα. Ο Γιόζεφ δεν δείχνει να το αντιλαμβάνεται.

"Το κέντρο λέει πως όλη η βόρεια μεριά της πόλης είναι κατεστραμμένη" λέει ο συνοδηγός. "Δε θα μπορέσουμε να βρούμε νοσοκομείο, πρέπει να πάμε στην κοντινότερη θέση με ιατρική μονάδα, από εδώ είναι το ΚΧ-12, κοντά στην Gluckstrasse."

Ο Γιόζεφ γνέφει ένα υστερικό ναι.
Ξέρει κατά βάθος πως η κόρη του δεν έχει ελπίδες.
Ξέρει πως οι ιατρικές στρατιωτικές μονάδες δεν έχουν ούτε τα μέσα, ούτε πλέον τα εφόδια για να την βοηθήσουν.

Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Γιόζεφ δεν ξέρει τίποτα.

Ένα αυτοκίνητο εκσφενδονίζεται σε ένα σύννεφο σκόνης, κάθετα προς το τζιπ. Την τελευταία στιγμή, ο οδηγός κάνει έναν απελπισμένο ελιγμό, το αυτοκίνητο χτυπά στο ενισχυμένο αμάξωμα του τζιπ αλλάζοντάς του πορεία, μα το χειρότερο έχει αποφευχθεί. Το τζιπ συνεχίζει την πορεία του.

Πηχτό αίμα τρέχει από τη μύτη και το στόμα του Γιόζεφ. Κοιτά την κόρη του καθώς εκείνη κλείνει αργά τα βλέφαρά της για μια ακόμη φορά. Κάθε φορά που το κάνει, ο Γιόζεφ πεθαίνει και κάθε φορά που τα ξανα-ανοίγει ο Γιόζεφ επανέρχεται με λύσσα στον φλεγόμενο κόσμο.

Το κοριτσάκι ανοίγει τα μάτια στην επόμενη διασταύρωση.

Δεν ξανακλείνουν ποτέ ξανά.

-

Ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, χλωμός και νευρώδης, μπαίνει στην αίθουσα ελέγχου πληροφοριών. Τα μαλλιά του είναι κοντά και ξανθά, σχεδόν άσπρα και έχει έναν μεγάλο πορφυρό λεκέ κάτω από το αριστερό του αυτί.

"Ταγματάρχα Κ." λέει μια γυναικεία φωνή.

Ξέρει τι θέλει. Θέλει να τον ενημερώσει πως η επιτροπή τον περιμένει. Ο Γιόζεφ αναρωτιέται αν θα τον περίμεναν αν ήξεραν τι έχει στο μυαλό του.

Ένας χοντρός άνδρας με ξανθό μουστάκι τον καλωσορίζει στη μεγάλη οβάλ αίθουσα και ο Γιόζεφ κάθεται στην καρέκλα που φέρει το όνομά του.

Ο χοντρός άνδρας καθαρίζει το λαιμό του.

-Ταγματάρχα Κ. θα ήθελα αρχικά να σας εκφράσω τα προσωπικά μου συλλυπητήρια για το χαμό της κόρης σας. Πληροφορήθηκα πως...

Μασάει τα λόγια του

-...πως δεν τα κατάφερε ενώ ήσασταν καθ' οδόν προς βοήθεια. Θέλω να σας εγγυηθώ πως ο χαμός της δε θα είναι εις μάτειν και πως η άνανδρη επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον μας-

-Δε μπορείτε να μου εγγυηθείτε τίποτα.

Το δωμάτιο παγώνει. Ο Γιόζεφ απευθύνεται στον επικεφαλής στρατηγό όλων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.

-Καταλαβαίνω τη θλίψη σας. Λυπάμαι.

Ο χοντρός άνδρας κάθεται στην καρέκλα του. Αντιλαμβάνεται -περιέργως- πως η ασέβεια είναι απλώς μια λέξη που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες μόνο συνθήκες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να φανεί ασεβής.

-Σας καλέσαμε εδώ ταγματάρχα Κ. γιατί είστε ο υπεύθυνος ελέγχου του συστήματος έκτακτης αντεπίθεσης. Φαίνεται πως υπάρχει κάποιου είδους εεε... πρόβλημα;

-Κανένα πρόβλημα.

-Κι όμως, φαίνεται πως η πρόσβαση στο υπόλοιπο εξουσιοδοτημένο προσωπικό έχει ανακληθεί. Ακόμα και στα μέλη του επιτελείου.

-Μάλιστα.

-Ξέρω πως δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από το χαμό που υπέστη το πρόσωπό σας, αλλά μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε μια εξήγηση επί αυτού;

Ο Γιόζεφ κοιτά την επιτροπή.
Σηκώνεται.

-Βεβαίως στρατηγέ.

ΧΙ.

Ο Τσαρλς, ο μαυροντυμένος άνδρας και ο Γιόζεφ κοιτούν το μυώδες σώμα του πολυβολητή Φρανκ καθώς αυτό κείτεται άψυχο στο ξερό χώμα.

Στο χέρι του κρατά ένα πιστόλι. Στο κρανίο του φυλά μια σφαίρα.

-Η αλήθεια είναι πως δεν το περίμενα.

Η ήρεμη φωνή με τη Βρετανική προφορά είναι του Τσαρλς.

Ο μαυροντυμένος άνδρας και ο Γιόζεφ δε λένε τίποτα.

Εν τέλει, ο Τσαρλς σπάει και πάλι τη σιωπή.

-Λοιπόν, νομίζω πως δεν έχουν μείνει και πολλά αποθέματα συναισθηματισμού... Ξεκινάμε;

Λίγα λεπτά μετά, τρία φτυάρια εισβάλλουν στο σκληρό έδαφος. Η σορός του Φρανκ τοποθετείται μέσα στομ ρηχό χάσμα και καλύπτεται με άμμο.

Έχει αρχίσει να χαράζει για τα καλά και ο τάφος του Φρανκ είναι λίγα χιλιόμετρα πίσω από τους άνδρες όταν ο μαυροντυμένος άνδρας μονολογεί "να μια καλή περίοδος για απορίες".

Ο Τσαρλς γυρνά και τον κοιτά ερωτηματικά, ο άνδρας γνέφει πως δεν είναι τίποτα και αφήνει από το χέρι του ένα κομμάτι χαρτί να το πάρει το ελαφρύ πρωινό αεράκι.

Η φωτογραφία ενός μικρού αγοριού ντυμένου Άμλετ.


ΧΙΙ. - Ο Ταγματάρχης

"...μόλις λοιπόν η ισορροπία διαταράχθηκε, μόλις είχαμε εμείς το πάνω χέρι και η νίκη ήταν βέβαιη, η άλλη πλευρά αμέσως το αντιλήφθηκε και ξεκίνησε διπλωματικές διαδικασίες για παράδοση άνευ όρων".

Ο Γιόζεφ κοιτά την επιτροπή καθώς βηματίζει πάνω-κάτω.

-Γιατί σας τα λέω αυτά, θα με ρωτήσετε. Λες και δεν ξέρετε, λες και δεν αποφασίζατε εσείς -εμείς. Θέλω όμως να τα ακούσετε και έχω λόγο που θέλω να τα ακούσετε.

Όταν λοιπόν είχαμε κερδίσει τον πόλεμο -αν και υποψιάζομαι πως η σωστότερη έκφραση θα ήταν να χάνει ή να κερδίζει κανείς την ειρήνη- και είχαμε όλο τον κόσμο στα πόδια μας έτοιμο να μας παραδοθεί χωρίς συνθήκες και προϋποθέσεις, εσείς τι κάνατε;

Ο Γιόζεφ σταματά να βηματίζει.

-Απορρίπτετε την έκκληση. Συνεχίζετε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, επικαλούμενοι ηλίθιες δικαιολογίες περί συνεχών εξεγέρσεων, απόπειρες πραξικοπημάτων, αδυναμία αφομοίωσης πληθυσμών και άλλα τόσα. Και λέτε, στην ουσία, στον απέναντι με την λευκή σημαία στα χέρια "έχασες, θα σε εξοντώσω".

Η ένταση της φωνής του Γιόζεφ ανεβαίνει.

-Μα ο αντίπαλος, όπως κατέστη αργότερα προφανές, είχε έναν άσσο στο μανίκι του. Προτίμησε όμως να παραδοθεί αντι να τον χρησιμοποιήσει -γιατί; Γιατί τουλάχιστον εκείνοι είχαν μια φλίδα συλλογικής συνείδησης ακόμα. Γνώριζαν πως αν έπαιζαν τον άσσο, θα χάνονταν όλα, εκείνοι, εμείς, όλοι. Προτίμησαν να περάσουν σε ένα καθεστώς υπό τον δικό μας έλεγχο από να αφανίσουν και το τελευταίο δίποδο θηλαστικό πάνω στον πλανήτη.

Ο Γιόζεφ ηρεμεί και χαμογελά.

-Και τώρα θερίζετε τους καρπούς της θύελλας που σπείρατε.

Ο χοντρός άνδρας με το μουστάκι έχει αγανακτήσει.

-Δεν είναι στη δική σας αρμοδιότητα να κρίνετε τις αποφάσεις της επιτροπής ταγματάρχα. Δε βρίσκεστε γι' αυτό εδώ, αλλά για να λογοδοτήσετε επί των ενεργειών σας αναφορικά με το συστ-

-Και ένας από τους καρπούς, ήταν η κόρη μου.

Σιωπή.

Ο Γιόζεφ γυρνά και τους κοιτά, τα μάτια του ανέκφραστα, τα χαρακτηριστικά του παγωμένα.

-Χθες, μόλις την τέταρτη μέρα του νέου χρόνου, η κόρη μου χάθηκε. Ευθύνεστε εσείς. Η πόλη μου ισοπεδώθηκε. Ευθύνεστε εσείς. Οι γονείς μου και οι περισσότεροι με ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα, χάθηκαν.

Ο Γιόζεφ τους κοιτά.

-Ευθύνεστε εσείς.

Η επιτροπή επαναστατεί.

-Δεν πυροδοτήσαμε εμείς...
-Η χρήση βιολογικών όπλων...
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να το αποτρέψουμε...
-Επιτέθηκαν σε άμαχο πληθυσμό...

Ο Γιόζεφ δεν προσπαθεί να φωνάξει. Ξέρει πως αυτό που θα πει, θα ακουστεί ακόμα και αν το ψιθυρίσει.

-Εκκίνησα το σύστημα έκτακτης αντεπίθεσης.

Όλος ο κόσμος παγώνει.

Ο Γιόζεφ φτερνίζεται.

-Έχετε 4 ώρες να προσπαθήσετε να πάτε οπουδήποτε θεωρείτε πως είναι ασφαλές.

Χαμογελά.

-Εκτός αν θέλετε να ξοδέψετε μερικές από αυτές με τα διαδικαστικά της εκτέλεσής μου.

Η επιτροπή μένει ακίνητη για λίγες στιγμές.
Μετά αρχίζουν και τρέχουν όλοι προς την έξοδο.

XIII.

-Ωστέ εσύ ήσουν πίσω απ' το εργοστάσιο στη Βαρκελώνη;

Ο Τσαρλς κοιτά με έκπληξη και ίσως λίγο θαυμασμό τον κοντό μαυροντυμένο άνδρα.

Περπατάνε πλέον δίπλα-δίπλα. Κάτι από τις παλιές εποχές τους υπαγορεύει πως είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος να αποτύχει κανείς.

-Δεν είχα ιδέα πως υπήρχε τέτοια μονάδα. Σικάριοι... Ταγματάρχα, εσύ το ήξερες;

Ο Γιόζεφ χαμογελά.

-Χωρίς να μου το πείς;

Ο μαυροντυμένος άνδρας τον κοιτά.

-Τι εννοείτε ταγματάρχα;

-Κάποτε οι υπηρεσίες μας δεν ήταν τόσο μακρυά από αυτές του Τσαρλς. Για την ακρίβεια, συνεργάζονταν.

Ο μαυροντυμένος άνδρας δε δείχνει να εκπλήσσεται.

-Θα αναφωνούσα "περίεργα που έρχονται τα πράγματα" αν δεν το έβρισκα τόσο αναμεν-

Λευκό φως και σκόνη καλύπτει τα λόγια του. Ένας εκκωφαντικός κρότος γεμίζει τα πάντα. Ύστερα, το κενό.

XIV.

Ο Γιόζεφ στέκεται μόνος του στο έρημο κέντρο ελέγχου πληροφοριών. Κοιτά το μεγάλο αναλογικό ρολόι στον τοίχο. Απολαμβάνει την κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη σχεδόν όσο και κάθε ρουφηξιά που παίρνει απ' το τσιγάρο του.

12 λεπτά ακόμα.

Σκέφτεται πως θα ταίριαζε τέτοια στιγμή να σκέφτεται την κόρη του. Πως θα ήταν καλό λίγο πριν το τέλος του κόσμου να είναι αυτό το τελευταίο πράγμα που θα έχει στο μυαλό του όσο η πραγματικότητα μένει η ίδια.

Μα η πραγματικότητα έχει έτσι κι αλλιώς αλλάξει.
Δεν είναι στον κόσμο που αρμόζει να σκέφτεται κανείς ιερά πράγματα. Δεν είναι ακόμα εκεί οι παλιές εποχές που έπαιρνες την ανάσα πριν τη βουτιά.

7 λεπτά ακόμα.

Ίσως να ήταν πιο δόκιμο να τη σκεφτεί μετά. Μετά το μηδέν. Εκεί που ο κόσμος θα άρχιζε να καθαρίζει από τα χοντρά μυστακοφόρα μιάσματα που διέτασσαν θάνατο και αφανισμό. Ίσως να ήταν πιο καθαρές οι σκέψεις του τότε.

4 λεπτά ακόμα.

Θα έπαιρνε λίγο καιρό να τελειώσουν όλα. Το ήξερε αυτό ο Γιόζεφ. Μα μόλις η αντίστροφη μέτρηση τέλειωνε, δεν υπήρχε πια ελπίδα για το είδος του. Μόνο για τα υπόλοιπα, πιο αγνά και αθώα στοιχεία που απαρτίζουν τον πλανήτη.

2 λεπτά ακόμα.

Όταν όλοι θα έχουν φύγει, οι υψηλότερες ηθικές αξίες τους θα έχουν διασωθεί. Ίσως αυτός ήταν ανέκαθεν ο σκοπός. Να βρεθεί το ιδεώδες και να αποσυρθούμε όλοι ώστε να επιτευχθεί. Ακόμα και αν δεν έμενε κανείς να το θαυμάσει μετά. Ή να το ξέρει.

30 δευτερόλεπτα ακόμα.

Ο Γίοζεφ έφερε την κόρη του στο μυαλό του. Προς μεγάλη του έκπληξη δυσκολεύτηκε μερικές στιγμές να θυμηθεί στην εντέλεια το πρόσωπό της. Για κάποιο λόγο αυτό τον γαλήνεψε, του χάρισε μια αίσθηση πως όλα πάνε καλά.

6 δευτερόλεπτα ακόμη.

Ο Γιόζεφ έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και το άναψε.

Έμεινε να κοιτά τον δευτερολεπτοδείκτη που διέτρεχε ακόμη τους κύκλους του, ανήμπορος να γνωρίζει πως εδώ και μερικές στιγμές, δεν είχε πια άλλο νόημα.

XV.

Η έκρηξη σκότωσε τον Τσαρλς ακαριαία. Ήταν αυτός που είχε πατήσει τη νάρκη, οι άλλοι δύο στέκονταν δίπλα του και εκτοξεύτηκαν, σοβαρά τραυματισμένοι, μερικά μέτρα πιο πέρα.

Ο πρώτος που είδε τον ασημένιο απογευματινό ουρανό, ήταν ο Γιόζεφ. Άνοιξε τα μάτια του, ένοιωσε τον πόνο, τα ξανάκλεισε και προσπάθησε να τα κρατήσει έτσι.

Οι φωνές πάνω απ' το κεφάλι του τον έκαναν να τα ξανανοίξει έκπληκτος.

-Ταγματάρχα;;;

Ο Γιόζεφ τον κοίταξε με δυσπιστία.

-Ζεις.

-Και εσείς ζείτε!

-Καλά, περίμενε λίγο ακόμα...

-Μη λέτε τέτοια, μια χαρά είστε.

-Πόσα χέρια έχω;

Ο μαυροντυμένος άνδρας γέλασε.

-Δεν έχετε ακρωτηριαστεί ταγματάρχα. Μόνο μια μικρή πληγή εδώ στο στέρνο έχετε...

Καθώς άνοιγε το πουκάμισο του Γιόζεφ, το χαμόγελο στα χείλη του μαυροντυμένου άνδρα έσβησε.

Ο Γιόζεφ χαμογέλασε πλατιά.

-Είδες που ΄σαι ανυπόμονος;

Ο μαυροντυμένος άνδρας άφησε τη θλίψη να γυαλίσει στα μάτια του μόνο για μια στιγμή.

-Δεν ξέρω τι να πω.

-Δεν χρειάζεται. Δώσε μου ένα τσιγάρο, είναι στην τσάντα μου.

Προσεκτικά, ο μαυροντυμένος άνδρας άνοιξε την τσάντα του Γιόζεφ χωρίς να προσπαθήσει να τη βγάλει από τους ώμους του.

-Έχει μείνει μόνο ένα.

-Μπράβο συγχρονισμός!

Ο μαυροντυμένος άνδρας βάζει το τσιγάρο στα χείλη του Γιόζεφ και το ανάβει.

Ο ταγματάρχης τραβά μια μεγάλη ρουφηξιά.

-Ξέρεις τι...

Ο μαυροντυμένος άνδρας παίρνει το τσιγάρο από τα χείλη του Γιόζεφ για να μπορέσει να μιλήσει.

-Κράτα το.

-Το τσιγάρο;

-Ναι. Είναι το δώρο μου. Εγώ δε θα μπορέσω να το κάνω όλο και είναι κρίμα.

Ο μαυροντυμένος άνδρας δε μιλά.

-Στο χαρίζω. Είναι πολύ πολύτιμο ξέρεις. Είναι, κατά πάσα πιθανότητα, το τελευταίο τσιγάρο στη Γη.

Ο Γιόζεφ σφίγγει τα δόντια και γνέφει για μια ακόμη ρουφηξιά.

Ο μαυροντυμένος άνδρας το βάζει στα χείλη του Γιόζεφ, μα ο ταγματάρχης δε ρουφά.

Inquisit.

If "underachiever" was a profession
what would a successful professional be like?

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Sleeping Peel.



Ήρθες τη νύχτα και με ρώτησες γιατί δεν σκέφτηκα ποτέ που πήγαν οι σύντομοι μονόλογοι πριν κλείσουν τα φώτα. Το σκέφτηκα, απλώς δεν το είπα. Ήρθες και μου πες όμορφα λόγια, που πιστεύω και πιστεύεις και πιστεύουμε, προσωπικές διαθήκες που είναι κάθε φορά καινές, μα ευτυχώς, ευτυχώς σωστά ορθογραφημένες. Και θυμήθηκα πόσο λάθος πράττουν τα κατά τα άλλα ενδεή όντα στο μικρό πεδίο βολής μου -που είναι παρ' όλα αυτά ιδιαίτερα άβολο- και ξανά, ξανά το μαξιλάρι της περιφρόνησης αναδύθηκε απ' αυτές τις γωνιές που τα λευκά αιμοσφαίρια αποτελούν την αποστειρωμένη αυτοκρατορία μιας υπερβολικά λειτουργικής λογικής. Μα το βλέμμα κάτω απ' τα βλέφαρα δεν πρόλαβε να σκληρύνει, τα τείχη γίνονται διαπερατές μεμβράνες στο κρεββάτι, ξέρεις, και μέσα απ' τις δισεκατομμύρια κερκόπορτες μικρά κομμάτια πέρασαν και συναρμολόγησαν ακόμη μια απορία: γιατί δε τους συμπονάς; Και η απροδιάθετη λογική, έσπευσε να απαντήσει "γιατί αν θυμηθώ τους λόγους να το κάνω, θα βρω τα αδέρφια τους και μέσα εδώ". Και ύστερα ήρθες και με ρώτησες, γιατί δε σκέφτηκα ποτέ που πάνε οι σύντομοι μονόλογοι μετά τη γέννεση της διαθήκης, που πάνε οι ευχές, οι προσμονές και οι προφητείες και γιατί τίποτα ποτέ δεν γίνεται όπως ευχόμαστε να γίνει αν όλα είναι στο χέρι μας, αν όλα είναι υπό έλεγχο, αν όλα είναι εντάξει -και τρόμαξα και σκέφτηκα "μας συμπονά, μας βρήκε" και αμέσως όπως πάντα όλα έγιναν φωτιά και μάρμαρο κι ατσάλι και από χίλιες γωνιές τα πάντα φώναζαν "διέλυσε και κάψε" γιατί μονάχα αυτό είναι καλύτερο απ' το να συμπονάσαι και να συμπονάς, μονάχα αυτό σου μένει αν δεν οικτίρεσαι αρκετά ώστε να ξέρεις πως όσο σωστός κι αν είναι ο δρόμος σου, εσύ θα είσαι πάντα ανεπαρκής για να τον περπατήσεις, όσο ψηλά κι αν φτάνεις για να κρεμάς τους στόχους, τα λεπτεπίλεπτα σου δάχτυλα δε θα αντέξουν ποτέ να τεντώσουν τη χορδή του τόξου αρκετά. Παράταιρα πλάσματα σε έναν κόσμο αρμονίας όπου η λογική μας είναι πάντα η ξεκούρδιστη χορδή, παράξενα πλάσματα με πόδια που μας υψώνουν στα χάη μα που σπάνε με το πρώτο βήμα ή με το πρώτο άλμα, συντρίβονται και πέφτουμε πίσω στο αρμονικό ελλιπές που μας τυλίγει, όντα που η ματιά τους φτάνει μακρύτερα από εκεί που μπορούν να ταξιδέψουν. Οι μικροί και οι περιφρονημένοι δεν προσπαθούν ποτέ να φτάσουν εκεί, οι μικροί και οι περιφρονημένοι συμπονούν -έστω και εν αγνοία τους- το δικό τους μικρό πεδίο βολής -που είναι όντως φοβερά βολικό- μέχρι να έρθει κάποιος σαν εμάς, με τους κρυστάλλινους ουρανοξύστες του για πόδια να τους φτύσει από ψηλά, πριν συντριβεί κι αυτός και πέσει πλάι στις δικές τους κοινές κενές διαθήκες, τις δίχως ευχές, προσμονές ή προφητείες. Και στα συντρίμμια μας που σκαλίζουν, ανακαλύπτουν τους σύντομους μονολόγους που κάναμε πριν κλείσουν τα φώτα και κάποιοι τους θαυμάζουν, κάποιοι απορούν, όσοι ήταν σαν εμάς θυμούνται και κάποιοι τους τιτλοφορούν -μα όλοι ανεξαιρέτως, μας συμπονούν. Και χθες τη νύχτα που ήρθες και με ρώτησες πως και δε σκέφτηκα που πάνε οι σύντομοι μονόλογοι, που πάνε οι μακρόσυρτες σειρές επί σειρών καταγραφής λινών και βαμβακερών πράξεων, που πάνε τα θρύψαλα των σιωπών, οι ευχές, οι προσμονές και οι προφητείες, ήθελα να σου πω "το σκέφτηκα", μα δεν είχα συμπόνοια για τον εαυτό μου να το κάνω.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Αρμοδιότητες III



-Και να 'χω κατέβει τώρα εγώ μέσα στην κωλόζεστη, να φέρνει και ο αέρας όλη την άμμο στη μάπα μου, να ζέχνει ο τόπος κοπριά και ιδρωτίλα και να σκάει μύτη ο Κύριος από 'δω και να μου κάνει χαλάστρα. Τσάμπα όλη η μέρα, τσάμπα ετοίμαζα δηλώσεις, χαρτόσημα, όλες τις γραφειοκρατικές μαλακίες. Και τότε ήταν πολύ περισσότερη η χαρτούρα απ' ό,τι σήμερα ε, σήμερα δυο κλικ κάνω και είμαι οκ.

Ο μαυροφορεμένος χλωμός τύπος έδωσε το τρίφυλλο στον μουσάτο στα άσπρα που καθόταν δίπλα του που είχε διπλωθεί στα δύο απ' τα γέλια.

-Έπρεπε να τον δεις, είπε στον τρίτο της παρέας, έναν μορφονιό με κοστούμι και γένια 2 ημερών, λίγο πριν πάρει τζούρα. Ξανάρχισε να γελάει και συνέχισε μέσα από χασκόγελα:

-Να κάθεται εκεί πάνω από το κουφάρι με τη σοβαρή τη μούρη, κανονικός δημόσιος υπάλληλος φάση, και ξαφνικά σκάω εγώ με το πλήθος απ' έξω...

-Και ο μαλάκας δε με προειδοποίησε, καθόμουν εγώ 2 ώρες και περίμενα το σήμα για την εκφόρτωση, καθόμουν μέσα στο χαμόσπιτο, το στάβλο να πούμε και εκεί που αναρωτιόμουν τι διάολο παίζει, ακούω αυτόν εδώ να λέει με αυτή τη μαλακισμένη επίσημη φωνή του "Εγέρθητι". Τι εγέρθητι ρε πούστη λέω, σε ποιον μιλάει, και ξαφνικά βλέπω το Λάζαρο να σηκώνεται. Πανικοβάλλομαι εγώ, πέφτω πάνω του, κάτσε κάτω ρε γαμιόλη του λέω, που πας; "Με φωνάζουνε" μου λέει αυτός. "Λάζαρε" φώναζε ο άλλος ο χίπης απ' έξω, "Λάζαρε". "Να, ακούς; Με φωνάζει ο Κύριος" μου λέει και πάει να ξανασηκωθεί, αρπάζω ένα σφυρί που ήταν εκεί παραδίπλα, πάω να του το φέρω στο κεφάλι, πατάω ένα κιλίμι, γλιστράω, σκάω κάτω, μου φεύγει και το σφυρί, έχω γίνει ρόμπα τελείως τώρα, ο άγγελος του θανάτου να σκοντάφτει σε κιλίμια και ακούω και τον άλλο τον παπάρα απ' έξω "Λάζαρε, δεύρω έξω!". Μπα γαμώ το σπίτι μου, τι με κατέβασε λέω ο ηλίθιος άμα ήταν να τον κάνει ρημπούτ.

Ο ασπροντυμένος μουσάτος χίπης και ο κοστουμαρισμένος μορφονιός είχαν γείρει ο ένας επάνω στον άλλο και δακρύζανε απ' τα γέλια. Ο Θάνατος τους κοιτούσε μισο-θιγμένος και μισο-γελώντας.

-Κοίτα, κοίτα γελάει ο παπάρας, γελάει. Φάτε εδώ έναν σωτήρα της ανθρωπότητας, να κάνει φάρσες στο θάνατο.

-Έλα μωρέ και 'συ, είπε με δάκρυα στα μάτια ο μορφονιός, σιγά τι έπαθες. Αφού ο Λάζαρος πέθανε 3 μήνες μετά όταν του έπεσε στο κεφάλι εκείνο το δοκάρι στο σπίτι του.

-Α ναι, ήθελε να το φτιάξει κάνα δίμηνο αλλά το ανέβαλλε συνέχεια επειδή είχε χάσει το σφυρί του.

Αυτή τη φορά ξέσπασαν και οι 3 σε νευρικό γέλιο. Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος "να πάτε να γαμηθείτε" αλλά γελούσαν και οι 3 τόσο δυνατά που δεν πήραν καν είδηση την πληγωμένη κραυγή του Λάζαρου.

-Να σου πω ρε συ, είπε ο Θάνατος στον Γιο, εσύ θα αλλάξεις ποτέ γκαρνταρόμπα; Σα φάντασμα φεμινίστριας είσαι με αυτή τη ρόμπα και τα μούσια.

-Ναι ρε συ, πρόσθεσε ο μοδάτος μορφονιός, κάνε κάτι να πούμε.

-Γιατί ρε παιδιά, τι έχω; Εγώ το βρίσκω πολύ κλασσικό.

-Τι κλασσικό ρε 'συ, έχεις δει πως είσαι; Μούσια, άσπρη ρόμπα, σταυρός... Σα ράπερ που 'χει πέσει στη χλωρίνη είσαι ρε. Σε λένε και Γιο, άντε πάρε τη Μαγδαληνή και κάντε κάνα βιντεοκλίπ να πούμε.

-Και τι να φορέσω ρε μαλάκες, κοστούμι; Άμα χέσει το περιστέρι το αρμάνι τι θα κάνω εγώ μετά; Θα με σκίσει η Μάνα μου.

-Γιατί ρε, πετάχτηκε ο μορφονιός, εγώ που 'μαι όλη μέρα μέσα στα καζάνια και τα κάρβουνα πως την παλεύω;

-Εσύ έχεις ατμοσίδερο.

-Αυτό δεν είναι για να πλένει, για να σιδερώνει είναι.

-Καλά σου λέει ρε ανεπρόκοπε. Αλλά τι να περιμένει κανείς, 33 χρονών (χώρια τα 2000 φεύγα) και ακόμα μένεις με τη μάνα σου.

-Εντάξει ρε παιδιά που να το ξέρω. Πάντως να άλλος ένας λόγος να φοράω τη ρόμπα, δε θέλει σιδέρωμα.

-Καλά και εγώ αν πόζαρα συνέχεια σαν κεφαλαίο ταφ δε θα ήθελε σιδέρωμα το κοστούμι. Εσύ δεν είσαι Σωτήρας, κρεμάστρα είσαι.

-Να σου πω ρε Θάνο, πετάχτηκε ο κοστουμαρισμένος.

-Πες μου.

-Έχω μια απορία.

-Για πες.

-Ήθελα να σε ρωτήσω...

-Ναι...

-Είναι κάτι που δεν έχω καταλάβει.

-ΘΑ ΜΟΥ ΣΠΑΣΕΙΣ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΤΩΡΑ; ΛΕΓΕ.

-Να, αναρωτιόμουν, ρε παιδί μου, πες πως σε 5 λεπτά πεθαίνει κάποιος στη Μογγολία, ωραία;

-Ναι.

-Και ας πούμε πως την ίδια στιγμή πεθαίνει κάποιος και στη Χιλή.

-Ναι...

-Πως την παλεύεις να πηγαίνεις και στους δύο;

-Ε δεν είναι ανάγκη να πάω την ίδια στιγμή και στους δύο.

-Α, πας στον Χιλιανό ας πούμε 5 λεπτά μετά.

-Ναι.

-Αλλά μέσα σε αυτά τα 5 λεπτά πεθαίνει και κάποιος στην Αυστραλία.

-Που το πας;

-Το πάω στο ότι αναβολή στην αναβολή, πεντάλεπτο στο πεντάλεπτο, υπάρχει κάποιος αυτή τη στιγμή που μιλάμε που έχει ζήσει 40 χρόνια περισσότερο επειδή εσύ δε μπορείς να κουμαντάρεις το φόρτο εργασίας.

-Ρε 'συ, δίκιο έχει.

-Τι δίκιο μωρέ, αφού υπάρχουν καταστάσεις. Όποιος ήταν να διακομιστεί έχει διακομιστεί.

-Και ποιος τις ελέγχει τις καταστάσεις;

-Τι ποιος τις ελέγχει, κανείς. Εγώ τις ελέγχω.

Ο μορφονιός ανασήκωσε με νόημα τα φρύδια του και δεν είπε τίποτα.

-Κάτσε ρε, εεε, κάτσε ρε μαλάκα, τι λες τώρα; Λες ότι κλέβω; Αυτό λες;

-Όχι, δε λέω αυτό. Λέω πως ΑΝ έκλεβες, δε θα μπορούσε να το ξέρει κανείς.

-Πως δε θα μπορούσε, αφού ο Γιο είναι πανταχού παρών.

-Πανταχού παρών εις την τρίτη παρακαλώ, συμπλήρωσε περήφανα ο μουσάτος.

-Τι πανταχού παρών ρε μαλάκα; Ο ένας είναι κάτι τρισεκατομμυρίων χρονών, εδώ τον ρώτησαν πως τον λένε και δε θυμόταν, τους είπε "δεν έχω όνομα γιατί είμαι μοναδικός". Αλτσχάημερ σε τελικό στάδιο. Ο άλλος είναι εδώ μαζί μας και την πίνει και ο τρίτος είναι περιστέρι. Τι πανταχού παρών και μαλακίες; Πιο πανταχού παρόντα είναι τα καγκουρώ στην Γροιλανδία παρά αυτός.

Γύρισαν και κοίταξαν τον Γιο. Αυτός, αφαιρεμένος και συνειδητοποιώντας την ξαφνική σιωπή, γύρισε προς το μέρος τους.

-Μμμ; Τι; Ποια Γροιλανδία;

Ο μορφονιός κοίταξε δικαιωμένος τον Θάνατο.
Αυτός με τη σειρά του κοίταξε τον Γιο.

-Να του το πω;

-Δε γαμιέται, φιλαράκι είναι.

-Α ΜΑ ΝΑΙ, ΒΕΒΑΙΑ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ ΚΟΛΛΗΤΗ.

-Εντάξει μωρέ, κάναμε και 'μεις μια μαλακία κάποτε και μας έμεινε η ρετσινιά.

-Τέλος πάντων, μου έχει δοθεί ένα μοναδικό χάρισμα. Δηλαδή όχι ακριβώς μοναδικό, το 'χεις και 'συ σε έναν ορισμένο βαθμό...

-Δηλαδής;

-Να, ξέρεις πως όταν τους παρουσιάζομαι για να τους πάω βόλτα, εμφανίζομαι σαν ένας απ' αυτούς;

-Ναι. Ο κλασσικός κανόνας "θνητό όχημα για τον θνητό κόσμο" κτλ.

-Ναι, λοιπόν, μπορώ να το κάνω με περισσότερες από μια μορφές ταυτόχρονα.

-Τι δηλαδή... Να χωρίζεσαι; Σαν αμοιβάδα;

-Νννναι, σε ψυχοπνευματικό επίπεδο. Μπορώ να είμαι δύο θνητά σώματα ταυτόχρονα. Ή περισσότερα.

-Μπορείς να κάνεις παρτούζα με τον εαυτό σου δηλαδή;

-Ρε μαλάκα Λου, μιλάμε σοβαρά τώρα.

-Δεν έχεις τίποτα ανάμεσα στα πόδια σου, γι' αυτό δε το βρίσκεις σοβαρό. Και να σου πω, δηλαδή μπορείς να είσαι ταυτόχρονα στην Αυστραλία και τον Καναδά πχ;

-Ναι. Θεωρητικά μπορώ να είμαι σε κάθε ζωντανό οργανισμό στον πλανήτη. Καλά, όχι σε κάθε ζωντανό οργανισμό, οκ, μόνο σε ανθρώπους.

-Τι λες ρε μαλάκα; Καταλαβαίνεις τι λες;

Ο Λου είχε αναψοκοκκινίσει.

-Τι λέω;

-ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ... ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΟΤΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ;

-...Ναι.

-ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ, ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΜΕΝΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ; ΣΤΟ ΕΤΣΙ; ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙΣ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ; ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΑ;

-Ναι.

-ΚΙ ΕΓΩ ΘΕΛΩ!

-Ναι, ακριβώς επειδή εσύ ΘΕΛΕΙΣ δε μπορείς. Για μένα που αυτό μεταφράζεται σε ΔΟΥΛΕΙΑ και ΑΓΓΑΡΕΙΑ όμως μαλάκα, όσοι λιγότεροι πεθαίνουνε, τόσο καλύτερα.

-ΜΕ ΓΑΜΗΣΕΣ ΤΩΡΑ. ΜΕ ΓΑΜΗΣΕΣ. ΧΑΛΑΣΤΗΚΑ ΑΣΧΗΜΑ.

-Κάτσε ρε Λου, πετάχτηκε ο Γιο. Χαλάρωσε, άμα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα δε θα 'χε πλάκα.

-ΠΟΙΑ ΠΛΑΚΑ ΡΕ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΕ ΚΑΙ 'ΣΥ; ΠΟΙΑ ΠΛΑΚΑ; ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΚΑΝΩ Ο,ΤΙ ΚΑΝΩ;

-Όχι;

-ΟΧΙ ΗΛΙΘΙΕ. ΕΓΩ ΕΧΩ ΣΚΟΠΟ. ΕΓΩ ΕΧΩ ΕΝΑ ΙΔΕΩΔΕΣ. ΕΙΜΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΤΗΣ ΕΓΩ. ΕΙΜΑΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ.

-Πόσο κάπνισε ο παπάρας;

-ΓΙΑΤΙ ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΡΕ; ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ; ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΕΦΥΓΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΔΕΜ ΚΑΙ ΚΑΤΕΛΗΞΑ ΝΑ ΞΕΡΟΨΗΝΩ ΤΙΠΟΤΕΝΙΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ ΣΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΟΝ;

-Νόμιζα πως το διασκέδαζες.

-Καλά, ναι, από ένα σημείο και ύστερα συνηθίζεις και βρίσκεις το καλό στο κάθε τι, ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ ΜΩΡΕ; Και να σας πω, υπάρχει και άλλος που μπορεί να το κάνει αυτό;

Ο Λου κοιτάχτηκε με τον Γιο.

-Όχι, μόνο εμείς οι δύο. Οι τέσσερις τέλος πάντων, δεν ξέρω για πόσους μετράει ο Γιο.

Ο Λου είχε ασπρίσει.

-Δηλαδή... Δηλαδή είναι όλα μάταια.

-Έλα;

-Εννοώ πως ακόμα και αν κατάφερνα να διαφθείρω όλες της ψυχές, αυτός εδώ ο χίπης θα μπορούσε απλώς να τις καταλάβει και να τις... να τις ελευθερώσει, ξέρω 'γω.

-Μμμμναι, θεωρητικά θα μπορούσα. Αλλά δε το κάνουμε ποτέ αυτό.

-Δεν;

-Όχι. Δε θυμάσαι τον κατακλυσμό; Τα Σόδομα και τα Γόμορρα; Την Αίγυπτο, την Ιεριχώ, τη Χιροσίμα; Απλώς τους σκοτώνουμε.

Ο Θάνατος έβγαλε έναν βαριεστημένο αναστεναγμό στο άκουσμα της φράσης.

Ο αποσβολωμένος Λου κοιτούσε τον Γιο με γουρλωμένα μάτια.

-ΓΙΑΤΙ;;; φώναξε εν τέλει.

Ο Γιο ανασήκωσε τα χέρια του.

-Σου είπα, αλλιώς δε θα είχε πλάκα.

-Μαλάκα Γιο, υποτίθεται πως ΕΓΩ είμαι ο κακός της υπόθεσης!

-Έχεις μείνει πολύ καιρό με τους ανθρώπους και έχεις αρχίσει να υιοθετείς την εννοιολογία τους. Θυμήσου, "άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου".

-Ωραία, και ποιες είναι αι βουλαί του Κυρίου γαμώ;

Ο Γιο πήρε μια τζούρα και πέρασε το τρίφυλλο που δεν τέλειωνε ποτέ, στον Θάνατο. Ανασήκωσε τους ώμους του.

-Μαλάκα, δεν έχω ιδέα.