Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010
Sleeping Peel.
Ήρθες τη νύχτα και με ρώτησες γιατί δεν σκέφτηκα ποτέ που πήγαν οι σύντομοι μονόλογοι πριν κλείσουν τα φώτα. Το σκέφτηκα, απλώς δεν το είπα. Ήρθες και μου πες όμορφα λόγια, που πιστεύω και πιστεύεις και πιστεύουμε, προσωπικές διαθήκες που είναι κάθε φορά καινές, μα ευτυχώς, ευτυχώς σωστά ορθογραφημένες. Και θυμήθηκα πόσο λάθος πράττουν τα κατά τα άλλα ενδεή όντα στο μικρό πεδίο βολής μου -που είναι παρ' όλα αυτά ιδιαίτερα άβολο- και ξανά, ξανά το μαξιλάρι της περιφρόνησης αναδύθηκε απ' αυτές τις γωνιές που τα λευκά αιμοσφαίρια αποτελούν την αποστειρωμένη αυτοκρατορία μιας υπερβολικά λειτουργικής λογικής. Μα το βλέμμα κάτω απ' τα βλέφαρα δεν πρόλαβε να σκληρύνει, τα τείχη γίνονται διαπερατές μεμβράνες στο κρεββάτι, ξέρεις, και μέσα απ' τις δισεκατομμύρια κερκόπορτες μικρά κομμάτια πέρασαν και συναρμολόγησαν ακόμη μια απορία: γιατί δε τους συμπονάς; Και η απροδιάθετη λογική, έσπευσε να απαντήσει "γιατί αν θυμηθώ τους λόγους να το κάνω, θα βρω τα αδέρφια τους και μέσα εδώ". Και ύστερα ήρθες και με ρώτησες, γιατί δε σκέφτηκα ποτέ που πάνε οι σύντομοι μονόλογοι μετά τη γέννεση της διαθήκης, που πάνε οι ευχές, οι προσμονές και οι προφητείες και γιατί τίποτα ποτέ δεν γίνεται όπως ευχόμαστε να γίνει αν όλα είναι στο χέρι μας, αν όλα είναι υπό έλεγχο, αν όλα είναι εντάξει -και τρόμαξα και σκέφτηκα "μας συμπονά, μας βρήκε" και αμέσως όπως πάντα όλα έγιναν φωτιά και μάρμαρο κι ατσάλι και από χίλιες γωνιές τα πάντα φώναζαν "διέλυσε και κάψε" γιατί μονάχα αυτό είναι καλύτερο απ' το να συμπονάσαι και να συμπονάς, μονάχα αυτό σου μένει αν δεν οικτίρεσαι αρκετά ώστε να ξέρεις πως όσο σωστός κι αν είναι ο δρόμος σου, εσύ θα είσαι πάντα ανεπαρκής για να τον περπατήσεις, όσο ψηλά κι αν φτάνεις για να κρεμάς τους στόχους, τα λεπτεπίλεπτα σου δάχτυλα δε θα αντέξουν ποτέ να τεντώσουν τη χορδή του τόξου αρκετά. Παράταιρα πλάσματα σε έναν κόσμο αρμονίας όπου η λογική μας είναι πάντα η ξεκούρδιστη χορδή, παράξενα πλάσματα με πόδια που μας υψώνουν στα χάη μα που σπάνε με το πρώτο βήμα ή με το πρώτο άλμα, συντρίβονται και πέφτουμε πίσω στο αρμονικό ελλιπές που μας τυλίγει, όντα που η ματιά τους φτάνει μακρύτερα από εκεί που μπορούν να ταξιδέψουν. Οι μικροί και οι περιφρονημένοι δεν προσπαθούν ποτέ να φτάσουν εκεί, οι μικροί και οι περιφρονημένοι συμπονούν -έστω και εν αγνοία τους- το δικό τους μικρό πεδίο βολής -που είναι όντως φοβερά βολικό- μέχρι να έρθει κάποιος σαν εμάς, με τους κρυστάλλινους ουρανοξύστες του για πόδια να τους φτύσει από ψηλά, πριν συντριβεί κι αυτός και πέσει πλάι στις δικές τους κοινές κενές διαθήκες, τις δίχως ευχές, προσμονές ή προφητείες. Και στα συντρίμμια μας που σκαλίζουν, ανακαλύπτουν τους σύντομους μονολόγους που κάναμε πριν κλείσουν τα φώτα και κάποιοι τους θαυμάζουν, κάποιοι απορούν, όσοι ήταν σαν εμάς θυμούνται και κάποιοι τους τιτλοφορούν -μα όλοι ανεξαιρέτως, μας συμπονούν. Και χθες τη νύχτα που ήρθες και με ρώτησες πως και δε σκέφτηκα που πάνε οι σύντομοι μονόλογοι, που πάνε οι μακρόσυρτες σειρές επί σειρών καταγραφής λινών και βαμβακερών πράξεων, που πάνε τα θρύψαλα των σιωπών, οι ευχές, οι προσμονές και οι προφητείες, ήθελα να σου πω "το σκέφτηκα", μα δεν είχα συμπόνοια για τον εαυτό μου να το κάνω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Πώς μπορεί κάποιος να συμπονεί (συν-πονεί) τον εαυτό του;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως αυτό το νυχτερινό ξεφλούδισμα ευθύνεται για το μικρό διαχωρισμό μεταξύ εγώ και εγώ πάλι ή τούμπαλιν;
*Καλή Χρονιά ευχήθηκα;*
...Με προβλημάτισες πάλι...
*Καλή Χρονιά!*
ΠιΕς: Αα... αυτά τα εκ βαθέως τρυφερά, εκ φύσεως σοφιστικέ, επ' ουσίαν υπαρξιακά και ολίγον τί σαδο-μαζό κείμενα σου αλήθεια τα βρίσκω πολύ σούπερ ντούπερ!
Τα συμπονετικά μου συγχαρητήρια :)
Πιές και ένα δεύτερο στην υγεία μας: Χρωστούσα έναν Καζαντζίδη στη μπλογκόσφαιρα...Τώρα είναι ευκαιρία. Πάρ' το..
http://www.youtube.com/watch?v=uWhcvxMkp5I
...γιατί τα είχε πει όλα ο μεγάλος πριν τα πούμε εμείς (και δη με 'τούμπα-τούμπα' αποπίσω).