Είσαι εσύ. Είσαι κομμάτια. Είναι νύχτα. Χέυδεν, Πατησίων, Σολωμού, Αχαρνών. Στα ωραία. Και είσαι κομμάτια. Έλεγες πριν καν γαμήσεις πρώτη φορά ότι η ομορφιά υπάρχει παντού, μπορείς να τη βρεις σε μια ρόδα αυτοκινήτου βουτηγμένη μέχρι τη μέση στα σκατόνερα. Ισχύει, αλλά επειδή το έλεγες τότε που το λεγες, έλεγες μαλακίες.
Ύπνος στη στάση του λεωφορείου. Οι κάδοι βρωμάνε κάτουρο, έχουν επάνω αφίσες που δε θα ξεκολλήσουν ποτέ, σαν αφροδίσιο ή σαν τις μαλακίες που θυμάσαι κατά καιρούς. Απέναντι περνάει ένα κοριτσάκι από το ανατολικό μπλοκ. Ανήλικο είναι, αλλά ξέρεις τη φάση. Ένας τύπος κλαίει πάνω σε κάτι κούτες, δίπλα σε κάτι παλιά σκυλοσκατά. Εσύ περνάς, ψέμματα, εσύ διασχίζεις.
Έχει κάτι ασπρόμαυρα Α3 που βουλώνουν τα φρεάτια, το νερό βρωμάει. Η πλατεία είναι φωτισμένη, τσάμπα ρεύμα. Κάνα δυο σε κόβουν, οι μισοί ασφαλίτες, οι άλλοι μισοί σουγιά, μαλάκες όλοι. Τι θα σου κάνουν; Έχεις προλάβει.
Αύριο θα 'σαι κάπου με κάποια κοπελίτσα και θα πίνεις καπουτσίνο μέτριο. Και θα μιλάτε για ιδέες, θα της λες ότι ακόμα και μια σαμπρέλα καουτσούκ γεμάτη σκατά μπορεί να είναι ωραία. Η μισή θα θέλει να συμφωνήσει, η άλλη μισή θα πίνει και αυτή καπουτσίνο όμως. Ένα κρεββάτι ολόκληρη και η πρώτη τζούρα ξένη, αλλουνού. Του τύπου που ξερνάει στον κάδο και σκουπίζεται στο μανίκι του. Αυτού που μιλάει ευγενικά στον περιπτερά που θέλει να σκοτώσει.
Όλοι οι δρόμοι τα ίδια σκατά, ζέχνουν την ίδια εξωτική ομορφιά. Αφού δεν είσαι για εδώ. Όλα τα συλλέγεις και τίποτα δεν είναι δικό σου. Θα θυμάσαι τον τύπο που πάλευε κάνα δεκάλεπτο να βρει φλέβα μαζί με πλίνθινα σοκάκια σε κάποια χώρα παραπέρα. Θα θυμάσαι βραδιές όπερας μαζί με νοικιασμένα αμάξια που οδηγούσες μέσα από καταυλισμούς. Ο μισός πεθαμένος, ο άλλος μισός ξεσκονόπανο για τα περασμένα. Ολόκληρος κανένας.
Αράζεις σε καταλήψεις. Πιάνεις κουβέντες με μπάτσους. Ακούς γιατί οι γυναίκες είναι πουτάνες από τους λέκτορες στην πιάτσα ταξί. Μαθαίνεις και το ξέρεις, μαθαίνεις όλα τα λάθη με την ελπίδα να προλάβεις να κάνεις την εις άτοπον απαγωγή. Αύριο θα ερωτευτείς κάποια ξεπλυμμένη, κάποια πυρηνοκέφαλη, κάποια μακρυμαλλούσα, κάποια πρασινομάτα και δε θα θες να συλλέξεις, θα θες να σε περισυλλέξουν και να χαμογελάς ακόμα, θα θες να σε απαγάγουν οι φωνές τους όταν τις κάνεις να τελειώνουν. Και η πρώτη τζούρα θα 'ναι πάλι γη.
Δεν ξέρεις αν υπάρχει φυγή. Δεν ξέρεις τι είναι, δεν ξέρεις πως βγαίνει κανείς εκεί από Βικτώρια, δε σε νοιάζει. Δεν έχεις από τι να φύγεις. Έχεις καβάτζα τα ξύδια σου, τις άκρες σου, τα κοριτσάκια στα σεντόνια σου, τον καπουτσίνο στο ψυγείο σου που ξηγιέται ποίηση σε κιλοβατώρες. Θα βρεις κάτι να κλάψεις άμα δεις ότι πας να το χάσεις, θα βρεις καμιά μαλακία να γελάσεις για να νοιώσεις κομμάτι του παζλ. Έχεις πράγματα να πεις. Έχεις τόσα πράγματα να πεις. Θυμήσου τα, σίγουρα έχεις. Σίγουρα έχεις. Όλοι έχουν.
Ζευγαράκια χαζεύουν την Ακρόπολη. Η Διονυσίου Αρειοπαγίτου έχει γίνει τράπεζα σπέρματος, σιχαίνεσαι να αναπνεύσεις την ανθρωπίλα που κρεμάστηκε πάνω στον εαυτό της σαν αυνανισμένο σφαχτάρι. Αλλά αυτό έχουμε, αυτό κάνουμε, δε γαμιέται. Ευτυχία. Λειτουργεί, αλλά δεν υπάρχει αντιπροσωπεία. Δεν υπάρχει εγγύηση. Θα το πεις στη γκοθού που σε κόβει σε λίγο, θα σε πιπώσει δίπλα στο θερινό σινεμά και μετά θα λέτε μαλακίες με Μαλαματίνες. Θα γυρίσεις σπίτι και αν είσαι τυχερός θα 'χεις ξεχάσει τι χρειάστηκε να σκέφτεσαι για να χύσεις.
Έξω απ' τα μετρόπολις σου ζητάνε ψιλά. Δίνεις, σε ευχαριστούν, σε ευχαριστούν ειλικρινά, να 'σαι καλά ρε 'συ, είσαι ωραίος, είσαι ωραίος. Κοιτάς και τα μάτια σου λάμπουν και δεν είναι συμπόνοια, είναι θαπεθάνεις, θαπεθάνεις, θαπεθάνεις, πάρε 50 λεπτά, θαπεθάνεις, θαπεθάνεις. Τελείωνε. Έχεις 50 λεπτά να πεθάνεις.
Σε όλους τους τοίχους, σε όλους τους γαμημένους τοίχους, έχει γράμματα. Έχει λέξεις. Παντού. Πόσο να κοιτάς το πεζοδρόμιο; Κι αυτοί οι τύποι που τις γράψανε, τώρα τι σκατά κάνουν; Την πίνουν και αναλύουν τα κινηματικά τους; Πηδάνε καμιά πάνκισσα που έχει να σηκωθεί πρωί να πάει σπίτι να ξυπνήσει την αδερφή της για το σχολείο; Και μετά τι, θα 'χουν περάσει κάνα δυο δεκαριές χρόνια και θα διαβάζει η επόμενη βάρδια τις ίδιες προκηρύξεις; Θα μου ζητάνε οι γιοι των ίδιων μπάτσων ταυτότητα; Θα θυμάμαι τι σου ψιθύρισα το πρωί πριν φύγεις; Θα θυμάμαι πόση ζάχαρη ήθελες στον καπουτσίνο σου μικρή μου και πόσο μέσα έπρεπε να μπω για να πονέσεις;
Πόσα χρόνια μπορεί ένας άνθρωπος να πίνει την ίδια μπύρα; Να ζητάει τα ίδια πράγματα, να πληρώνει με τα ίδια χέρια, να γερνάει στο ίδιο δέρμα; Πόσες διαφορετικές κολώνιες νομίζεις ότι υπάρχουν και πόσα χρώματα μαλλιών και πόσα ονόματα και πόσες συλλαβές στις ίδιες οδούς; Πόσες λέξεις νομίζεις ότι σου 'χουν μείνει αβίαστες; Πόσες ρόδες χωμένες σε σκατά και πόσους καφέδες στη βεράντα μπορεί να θυμάται κανείς, πόσες γεύσεις που στάξανε στη γλώσσα σου ανάμεσα απ' τα πόδια, πόσα χαμόγελα που έβγαλες από πάνω σου σαν ξεραμένο αίμα όταν η πληγή δεν είχε άλλο να δώσει;
Αύριο την ξέρεις τη φάση. Πρώτα οι καύλες, μετά τα σάλια, μετά τα δάκρυα. Το πρωί βλέμμα "γάμησέ τα" στον καθρέφτη, το κοινό κοινότυπο μυστικό που το 'χουν όλοι σημαία στους καφετί πνεύμονές τους. Χέυδεν, Πατησίων, Αχαρνών, Βασιλίσσης Όλγας, Κάρολου Κουν, Πολυτεχνείου, Σκουφά, Λένορμαν, Ηφαίστου. Κάπνισε όσο θες, τα ονόματα δεν πρόκειται να κάτσουν στα κουτάκια τους στο ράφι όσα πακέτα κι αν φύγουν. Ο μισός δε θα κοιμάται ποτέ μόνος, ο άλλος μισός πάντα έτσι θα ξημερώνεται.
Δε γαμιέται. Έχεις τίποτα άλλο να κάνεις;
Τράβα για την επόμενη στιγμή να μιλάς για τις προηγούμενες. Ζήτα τον καπουτσίνο μέτριο, πίστεψέ τες πως κανείς δε τις γάμησε έτσι πριν, φάε τα φράγκα σου σε μπύρες με τους ανθρώπους που λένε ότι σ' αγαπούν για όσο το λένε.
Καλού-κακού όμως κράτα κάνα 50λεπτο καβάτζα.