Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Με στολή παραλλαγής και κουρασμένο βλέμμα
Είναι κρυμμένος, όπως κι εγώ, από το πρώτο φως
Βαθειά κάτω απ' τη γη, στο θολό ενδιάμεσο
Της παλιάς νύχτας και της νέας, ολόιδιας ημέρας.
Και σίγουρα θα έρθει μια στιγμή στη ζωή του
Από αυτές, της ημινηφάλιας ανασκόπησης
Όταν μεταξύ σοβαρού και αστείου
Ρωτάμε δυνατά πότε περάσαν τόσες ανατολές
Και πόσο από εμάς αδειάσαμε μέσα τους.
Και σίγουρα, σίγουρα, θα θέλει να το πει
Στον άνθρωπο που θα είναι δίπλα του τότε
"Θυμάμαι εκείνη τη μέρα, ακόμα δεν είχε ξημερώσει
Και στεκόμουν όρθιος στο βαγόνι και μετρούσα
Πόσα άλλα μέρη υπήρχαν που θα ήθελα να είμαι."
Και σίγουρα, σίγουρα, μέσα του θα ξέρει
Ότι κανείς δεν θα νοιαστεί πραγματικά.
Κανείς δεν νοιάζεται για τις ξένες ιστορίες
Για τις πρωινές στιγμές που δεν επέζησε ο ίδιος
Κι αν από ευγένεια τις ακούει, θα τις ξεχάσει
Και αν μέσω δικών του ιστοριών τις συγκρίνει
Δεν βρίσκει τίποτα κοινό, όπως με όλα τα κοινότυπα.
Πες πόσο θες οι ιστορίες σου να αλλάξουν τον κόσμο
Και πώς καμία ανάμνηση δεν ξεθωριάζει στα αλήθεια
Και πως κανένα παραμύθι δεν κάνει το επόμενο παλιό
Μα σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Κανείς, ποτέ, δεν νοιάζεται.
Στο μέσο προσδόκιμο της φούσκας μας
Τίποτα πέρα από την επικάλυψη δεν φέρει κύρος
Κανένα γεγονός, ποτέ, δεν θα είναι κοσμογονικό
Παρά μόνο για τους παρόντες ή/και τους μάρτυρες
Γιατί όσοι έλειπαν, δεν θα νοιαστούν.
Όπως κι αυτούς δε θα τους μνημονεύσει κανείς.
Η μεγαλύτερη χαρά σου και η βαθύτερη λύπη σου
Όλα όσα σε όρισαν και σε οδήγησαν εδώ
Αυτά που άφησες να σε γκρεμίσουν
Απλώς γιατί ήλπιζες να το αξίζουν εν τέλει
Είναι για πάντα, για όλους, ασήμαντα.
Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Που θα προτιμούσα να κοιμάται
Και να μην έχει πράγματα να πει
Είναι δύσκολο να τραγουδάς ωραία
Όταν έχουν όλοι έναν στίχο να θυμηθούν.
Και σίγουρα, έχεις ήδη αναρωτηθεί
Πόσα θα 'χες προλάβει να δεις
Αν δεν είχες διαβάσει τις λέξεις μου
Και σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Πόσο πολύ δεν νοιάζεσαι γι' αυτές
Κι από που ήρθαν.
Με στολή παραλλαγής και κουρασμένο βλέμμα
Είναι κρυμμένος, όπως κι εγώ, από το πρώτο φως
Βαθειά κάτω απ' τη γη, στο θολό ενδιάμεσο
Της παλιάς νύχτας και της νέας, ολόιδιας ημέρας.
Και σίγουρα θα έρθει μια στιγμή στη ζωή του
Από αυτές, της ημινηφάλιας ανασκόπησης
Όταν μεταξύ σοβαρού και αστείου
Ρωτάμε δυνατά πότε περάσαν τόσες ανατολές
Και πόσο από εμάς αδειάσαμε μέσα τους.
Και σίγουρα, σίγουρα, θα θέλει να το πει
Στον άνθρωπο που θα είναι δίπλα του τότε
"Θυμάμαι εκείνη τη μέρα, ακόμα δεν είχε ξημερώσει
Και στεκόμουν όρθιος στο βαγόνι και μετρούσα
Πόσα άλλα μέρη υπήρχαν που θα ήθελα να είμαι."
Και σίγουρα, σίγουρα, μέσα του θα ξέρει
Ότι κανείς δεν θα νοιαστεί πραγματικά.
Κανείς δεν νοιάζεται για τις ξένες ιστορίες
Για τις πρωινές στιγμές που δεν επέζησε ο ίδιος
Κι αν από ευγένεια τις ακούει, θα τις ξεχάσει
Και αν μέσω δικών του ιστοριών τις συγκρίνει
Δεν βρίσκει τίποτα κοινό, όπως με όλα τα κοινότυπα.
Πες πόσο θες οι ιστορίες σου να αλλάξουν τον κόσμο
Και πώς καμία ανάμνηση δεν ξεθωριάζει στα αλήθεια
Και πως κανένα παραμύθι δεν κάνει το επόμενο παλιό
Μα σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Κανείς, ποτέ, δεν νοιάζεται.
Στο μέσο προσδόκιμο της φούσκας μας
Τίποτα πέρα από την επικάλυψη δεν φέρει κύρος
Κανένα γεγονός, ποτέ, δεν θα είναι κοσμογονικό
Παρά μόνο για τους παρόντες ή/και τους μάρτυρες
Γιατί όσοι έλειπαν, δεν θα νοιαστούν.
Όπως κι αυτούς δε θα τους μνημονεύσει κανείς.
Η μεγαλύτερη χαρά σου και η βαθύτερη λύπη σου
Όλα όσα σε όρισαν και σε οδήγησαν εδώ
Αυτά που άφησες να σε γκρεμίσουν
Απλώς γιατί ήλπιζες να το αξίζουν εν τέλει
Είναι για πάντα, για όλους, ασήμαντα.
Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Που θα προτιμούσα να κοιμάται
Και να μην έχει πράγματα να πει
Είναι δύσκολο να τραγουδάς ωραία
Όταν έχουν όλοι έναν στίχο να θυμηθούν.
Και σίγουρα, έχεις ήδη αναρωτηθεί
Πόσα θα 'χες προλάβει να δεις
Αν δεν είχες διαβάσει τις λέξεις μου
Και σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Πόσο πολύ δεν νοιάζεσαι γι' αυτές
Κι από που ήρθαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου