Θα πουν για μενα πως δεν έκανα πολλά.
Πως δεν ξεβράστηκα στις όχθες των ονείρων
Πως ακολούθησα τον δρόμο τον πλατύ
Πως έφαγα μόνο απ'το κάρπισμα των στείρων.
Θα πουν για μένα πως δεν έκλαιγα πολύ
Πως δεν χρειάστηκε ποτέ να λύσω μάγια
Πως δεν περπάτησα ποτέ μες στη βροχή
Κι απ' τα καράβια προτιμούσα τα καρνάγια.
Θα πουν πως έζησα μιαν ήσυχη ζωή
Και πως δεν ήλπιζα ποτέ ούτε ευχόμουν.
Κανείς δεν με έψαξε ποτέ μες στη γιορτή
Ήτανε σίγουροι, θα πουν, πως δε θα ερχόμουν.
Θα πουν για μένα πως δεν έζησα αρκετά
Και πως ξοδεύτηκα σε τοίχους να με χτίζω
Ποτέ δεν πήγα όσο έπρεπε μακριά
Και έτσι δεν έμαθα ποτέ πώς να γυρίζω.
Θα πουν για μένα πως δε μου άρεσε το φως
Και πως με βόλευε τα τζάμια να μαυρίζω:
"Δεν ήξερε η νύχτα ότι έχει δόντια, ο αγαθός;"
Μα στο σκοτάδι εγώ ο ίδιος με ταΐζω.
Θα πουν για μένα πως δεν ήμουν αρκετά
Πως θα μπορούσα άλλα τόσα να 'χω γίνει
Πως αν πουλούσα τις πληγές μου για χαρά
Ίσως μονάχος να μην είχα απομείνει.
Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Ποτέ δεν έμαθα τον δρόμο τον πλατύ
Ποτέ δεν χώρεσα στα ξέπνοα πανιά τους.
Και αν δεν περπάτησα μαζί τους στη βροχή
Είναι γιατί βρωμάνε, όταν μουσκεύουν, τα όνειρά τους.
Θα πουν για μένα πως δεν ήξερα να ζω
Με γέλιο πως δεν ήξερα τις μέρες να στολίζω
Και δεν κατάλαβαν ποτέ πως κι αν πεινώ
Κάλλιο με κόκκινες μπουκιές τις νύχτες να ταΐζω.
Θα πουν για σένα πως δεν ήξερα να σ' αγαπώ
Και το σκοτάδι μου πως με όρκισε στο ψέμα.
Στη δόλια νύχτα τους, το φως φέγγει θαμπό
Κι έχουν ξεχάσει τ' άστρα που τους έκαψαν το βλέμμα.
Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Όπου κι αν πήγα, πάντα εδώ ξαναγυρνώ
Στη γη όπου σκιάζουν, διπλωμένα, τα φτερά τους.
Κι όπου γιορτάσαν τη σπορά, ποτέ δεν μ' είδες να περνώ
Γιατί βρωμάνε, όταν ανθίζουν, τα όνειρά τους.
Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Δεν έλειψα ποτέ, ούτε ανάσα, απ' τη γιορτή
Κι αν δεν με γνώρισαν ποτέ, ήμουν μπροστά τους.
Και τρέμω, κάποτε, μην ζήσω όπως αυτοί
Και μην πεθάνω όπως γεννιούνται τα παιδιά τους.
Πως δεν ξεβράστηκα στις όχθες των ονείρων
Πως ακολούθησα τον δρόμο τον πλατύ
Πως έφαγα μόνο απ'το κάρπισμα των στείρων.
Θα πουν για μένα πως δεν έκλαιγα πολύ
Πως δεν χρειάστηκε ποτέ να λύσω μάγια
Πως δεν περπάτησα ποτέ μες στη βροχή
Κι απ' τα καράβια προτιμούσα τα καρνάγια.
Θα πουν πως έζησα μιαν ήσυχη ζωή
Και πως δεν ήλπιζα ποτέ ούτε ευχόμουν.
Κανείς δεν με έψαξε ποτέ μες στη γιορτή
Ήτανε σίγουροι, θα πουν, πως δε θα ερχόμουν.
Θα πουν για μένα πως δεν έζησα αρκετά
Και πως ξοδεύτηκα σε τοίχους να με χτίζω
Ποτέ δεν πήγα όσο έπρεπε μακριά
Και έτσι δεν έμαθα ποτέ πώς να γυρίζω.
Θα πουν για μένα πως δε μου άρεσε το φως
Και πως με βόλευε τα τζάμια να μαυρίζω:
"Δεν ήξερε η νύχτα ότι έχει δόντια, ο αγαθός;"
Μα στο σκοτάδι εγώ ο ίδιος με ταΐζω.
Θα πουν για μένα πως δεν ήμουν αρκετά
Πως θα μπορούσα άλλα τόσα να 'χω γίνει
Πως αν πουλούσα τις πληγές μου για χαρά
Ίσως μονάχος να μην είχα απομείνει.
Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Ποτέ δεν έμαθα τον δρόμο τον πλατύ
Ποτέ δεν χώρεσα στα ξέπνοα πανιά τους.
Και αν δεν περπάτησα μαζί τους στη βροχή
Είναι γιατί βρωμάνε, όταν μουσκεύουν, τα όνειρά τους.
Θα πουν για μένα πως δεν ήξερα να ζω
Με γέλιο πως δεν ήξερα τις μέρες να στολίζω
Και δεν κατάλαβαν ποτέ πως κι αν πεινώ
Κάλλιο με κόκκινες μπουκιές τις νύχτες να ταΐζω.
Θα πουν για σένα πως δεν ήξερα να σ' αγαπώ
Και το σκοτάδι μου πως με όρκισε στο ψέμα.
Στη δόλια νύχτα τους, το φως φέγγει θαμπό
Κι έχουν ξεχάσει τ' άστρα που τους έκαψαν το βλέμμα.
Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Όπου κι αν πήγα, πάντα εδώ ξαναγυρνώ
Στη γη όπου σκιάζουν, διπλωμένα, τα φτερά τους.
Κι όπου γιορτάσαν τη σπορά, ποτέ δεν μ' είδες να περνώ
Γιατί βρωμάνε, όταν ανθίζουν, τα όνειρά τους.
Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Δεν έλειψα ποτέ, ούτε ανάσα, απ' τη γιορτή
Κι αν δεν με γνώρισαν ποτέ, ήμουν μπροστά τους.
Και τρέμω, κάποτε, μην ζήσω όπως αυτοί
Και μην πεθάνω όπως γεννιούνται τα παιδιά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου