Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009
Doctor.
Ο Γιώργος κάθισε στον μεγάλο τενεκέ βενζίνης που χρησιμοποιούσε για καρέκλα και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του.
Έφερε ένα τσαλακωμένο τσιγάρο στο στόμα του, άναψε ένα σπίρτο και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού στα πνευμόνια του. Σκούπισε την άμμο που είχε κολλήσει στα χείλη του, και κοίταξε τριγύρω.
Όπου κι αν έφτανε το μάτι του, έβλεπε έρημο. Όχι από αυτές στις καρτ ποστάλ, με τη χρυσή άμμο και τον μοναχικό βεδουίνο με το μπουκάλι της κόκα κόλα κρυμμένο στο σακίδιό του: αυτά ήταν πολλά χιλιόμετρα πιο Βόρεια και πολλά χρόνια αργότερα στο μέλλον για εκείνο το μέρος.
Τα μάτια του έπεσαν σε δύο παιδάκια που κλωτσούσαν μια μπάλα. "ADIDAS" διάβασε πάνω στην ανάμνηση ο Γιώργος, φέρνοντας στο μυαλό του τη μέρα που την αγόρασε. Περιέργως, ήταν μόλις τρεις μήνες πριν -όμως έμοιαζε πολύ, πολύ περισσότερο. Ο Γιώργος πάντα θεωρούσε αυτή την έκφραση κλισέ. Αλλά μέσα στους τρεις αυτούς μήνες, είχε την ευκαιρία να μάθει πως τα κλισέ προέκυπταν από αλήθειες που επαναλαμβάνονταν και κάτι τέτοιο ήταν ό,τι πιο κοντινό στον ορισμό του κανόνα.
Πριν τρεις μήνες, ο Γιώργος βρισκόταν στην Αθήνα και δούλευε στο Ιπποκράτειο. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του ιδιαίτερα τυχερό, για την ευκαιρία που είχε να ακολουθήσει το επαγγελματικό του όνειρο, το ταλέντο του στον τομέα του και την καταξίωσή του σε ένα από τα καλύτερα -αν όχι το καλύτερο- νοσοκομείο της Ελλάδας. Ο Γιώργος ήταν από τους καλύτερους νέους χειρουργούς της χώρας και το μέλλον του ήταν στρωμένο βελούδινα.
Μια μέρα ο Γιώργος βρέθηκε σε ένα από τα πολλά ιατρικά συνέδρια που λάμβαναν χώρα ανά καιρούς. Δεν ήταν τίποτα καινούριο, ούτε τίποτα ασυνήθιστο γι' αυτόν -και κυρίως, έχοντας πλέον φτιάξει το όνομά του, δεν χρειαζόντουσαν περιττές κοσμικότητες και δημόσιες σχέσεις. Και μιας και δεν απέβλεπε ποτέ να μεταφερθεί σε οποιοδήποτε μέρος εκτός Ελλάδας -παρά τις διάφορες ελκυστικότατες προτάσεις- μπορούσε απλώς να κάθεται σε μια ήσυχη γωνιά και να συζητά με καθηγητές που τον εκτιμούσαν βαθύτατα ή φοιτητές που τον θαύμαζαν.
Σε εκείνο το συνέδριο ο Γιώργος ήταν ιδιαίτερα καλόκεφος. Στο δείπνο που ακολούθησε το κρασί ήταν καλό και πολύ και είχε την ευκαιρία να συζητήσει με ενδιαφέροντες ανθρώπους και την πολυτέλεια να αποφεύγει χωρίς προφάσεις τους φαντασμένους και τους μικρόψυχους. Ο Γιώργος ήταν κατά βάθος ιδεαλιστής και παρ' όλο που το κλίμα και οι ομορφιές της Ελλάδας δεν αρκούσαν στα μάτια του για να κρύψουν τις ασχήμιες μιας νοοτροπίας που καταδίκαζε, η λύση γι' αυτόν δεν ήταν η φυγή αλλά η προσφορά του με απώτερο σκοπό την αλλαγή.
Ο Γιώργος που κάθονταν στον τενεκέ της βενζίνης, πέταξε το τσιγάρο του στο ξερό χώμα. Κάπου εκεί τέλειωναν οι καλές αναμνήσεις. Κάπου εκεί ξεκίνησε το μεγάλο σοκ που τον συντάραξε, που δεν ήρθε από κάποιο κοσμογονικό γεγονός ή κάποια κρυμμένη αλήθεια. Αρκούσε ένας βλεφαρισμός για να χωρίσει τον Γιώργο από την βολή και την ικανοποίησή του και να τον ρίξει στην άλλη πλευρά, της αβεβαιότητας, της δυσπιστίας και της απογοήτευσης. Δεν είδε κάτι τραγικό, είδε αυτό που έβλεπε τόσα χρόνια: ανθρώπους σε κοστούμια και φορέματα, φαλάκρες και συντηρητικά κουρέματα, ποτήρια κρασιού και καλά μαχαιροπήρουνα, άκουσε γέλια και βήχες και λέξεις και υπονοούμενα και προτάσεις και κρυφές κακίες και εμφανείς επαίνους και ξαφνικά ο Γιώργος περικυκλώθηκε από χοντρούς ιδρωμένους βολεψάκηδες που πλούτιζαν στον πόνο και τις ελπίδες του κόσμου, που σπούδαζαν τα παιδιά τους για να γίνουν όπως αυτοί και όχι καλύτερα, που φλέρταραν με φοιτήτριες δεκαετίες νεότερές τους οι οποίες δεν αρνούνταν καθώς εντρυφούσαν στο απόγειο των δημόσιων σχέσεων μιας κλειστής συντεχνίας. Το επόμενο φιλικό και συνωμοτικό σκούντημα ο Γιώργος το ένοιωσε σαν πολιορκητικό κριό που τράνταξε την ψυχή του και ο Γιώργος σηκώθηκε, χλωμός και γερασμένος, διέσχισε τη σάλα του κομψού εστιατορίου, έσπρωξε βίαια ένα δίποδο σαλιγκάρι δίχως κέλυφος που μερικά λεπτά πριν ήταν ένας αξιαγάπητος συνάδελφος και βγήκε έξω.
Ο Γιώργος δεν ξαναπήγε ποτέ στο Ιπποκράτειο, ούτε για να μαζέψει τα προσωπικά του αντικείμενα. Έτρεμε να περπατήσει στους ίδιους διαδρόμους, να κάτσει πάλι στην ίδια φθαρμένη καρέκλα και να μυρίσει το αντισηπτικό των θαλάμων. Έτρεμε στην ιδέα πως θα ξαναέβλεπε τα πρόσωπα των ασθενών και συναδέλφων -το νοσοκομείο είχε μεταμορφωθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μια βδομάδα μετά, ο Γιώργος πετούσε για Κάιρο. Εκεί, τον περίμενε ένα φορτηγάκι με το σήμα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα ζωγραφισμένο στην ξεφτισμένη λαμαρίνα.
Τώρα ο Γιώργος καθόταν σε έναν τενεκέ βενζίνης στο Τσαντ και σκεφτόταν πως η φυγή του από την βέβαιη και καλή ζωή του για αυτό τον έρημο, άγριο και απελπισμένο τόπο ήταν η σωστότερη κίνηση της ζωής του. Καθώς περίμενε την αποστολή φαρμάκων, ο Γιώργος έφερνε στο νου του κάθε στιγμή του παρελθόντος, ανακάλυπτε το λάθος που δεν έβλεπε τότε και ένοιωθε όλο και περισσότερο την πίεση του χρόνου που έπρεπε να αναπληρώσει εις διπλούν -την προσφορά που τόσα χρόνια είχε την ευκαιρία να διατελέσει και δεν το κανε.
Καθώς ο Γιώργος σκεφτόταν αυτά καθισμένος στον τενεκέ της βενζίνης, μια ομάδα από παλιά τζιπ Wrangler έμπαιναν στον μικρό καταυλισμό από την άλλη πλευρά του. Τα οδηγούσαν άντρες ντυμένοι στα χακί στους ώμους των οποίων κρέμονταν πολυβόλα. Χειροβομβίδες ήταν δεμένες στις ζώνες τους και στις καρότσες των τζιπ, κιβώτια με πυρομαχικά ήταν στοιβαγμένα.
Λίγο αργότερα, ο Γιώργος στεκόταν μπροστά στην κάννη ενός AK47 ενώ ένας μαύρος άνδρας του φώναζε κάτι σε μια γλώσσα που ο Γιώργος δεν ήξερε να μιλάει. Στο τέλος ο άντρας, καλμαρισμένος από την συμπεριφορά του Γιώργου, που είχε την κοινή λογική να μείνει ήσυχος και να δείχνει ανήμπορος, του φώναξε μια λέξη: ντόκτορ.
Ο Γιώργος έγνεψε καταφατικά. "Ναι, ντόκτορ" είπε, και έδειξε τον εαυτό του. "Ντόκτορ".
Ο μαύρος άνδρας του έκανε νόημα να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει. Ο Γιώργος ακολούθησε τις εντολές γρήγορα και πιστά. Σε λίγες στιγμές, βρίσκονταν σε μια σκηνή του καταυλισμού. Σε ένα πρόχειρο φορείο εκεί μέσα, ένας άνδρας αιμορραγούσε.
Ο Γιώργος ξέχασε τα τζιπ, τα πολυβόλα, τις χειροβομβίδες, την υποτακτική συμπεριφορά, τα πάντα. Γονάτισε γρήγορα στο πλάι του άνδρα, τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη ενός φρουρού και έσκισε το πουκάμισο του τραυματία. Ο φρουρός, ξαφνιασμένος από την κίνηση του Γιώργου να του πάρει το μαχαίρι, κινήθηκε προς το μέρος του έτοιμος να φωνάξει κάτι, μα ο Γιώργος, γονατιστός, του έριξε ένα βλέμμα που έκαιγε και με μια αυταρχική χειρονομία τον διέταξε να μείνει πίσω. Εμβρόντητος, ο ένοπλος υπάκουσε.
Ο Γιώργος πέταξε το μαχαίρι και χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον τραυματία ρώτησε φωναχτά ποιος μιλάει Αγγλικά.
"Κανείς" του απάντησε κάποιος -στα Αγγλικά.
Ο Γιώργος κοίταξε τον τραυματία που είχε μιλήσει.
Δεν έκατσε να αναρωτηθεί. Κοφτά του είπε "μετάφραζε".
Ο Γιώργος είπε στον τραυματία τι χρειαζόταν και ο τραυματίας το είπε στους ενόπλους. Οι ένοπλοι, έφερναν στον Γιώργο αυτά που ζητούσε.
Δύο ώρες μετά ο Γιώργος καθόταν κάθιδρος στο πλευρό του άνδρα που αιμορραγούσε. Έκανε να βγάλει ένα τσιγάρο να καπνίσει, μα το πακέτο ήταν μάλλον πάνω στον τενεκέ της βενζίνης. Αναστέναξε αγανακτισμένος. Ξαφνικά, ένα χέρι του έβαλε στο χέρι ένα πακέτο Marlboro.
Ο Γιώργος κοίταξε τον τραυματία.
-Δεν είμαι και τόσο ακριβός, του είπε.
Ο τραυματίας χαμογέλασε και έδειξε την τσέπη του.
Ο Γιώργος βρήκε τον αναπτήρα και άναψε το τσιγάρο.
-Και σε μένα, είπε ο τραυματίας.
Καπνίζοντας, οι δύο άνδρες συζητούσαν υπό την εποπτεία των φρουρών.
-Τι είσαι, κανένας όμηρος; ρώτησε ο Γιώργος.
-Γιατί εσύ δεν είσαι; ρώτησε ο τραυματίας χαζογελώντας.
Τράβηξε μια ρουφηξιά.
-Θα πεθάνω; ρώτησε.
Ο Γιώργος τον κοίταξε για μια στιγμή.
-Όχι, είπε. Αν δεν προλάβαινα, θα πέθαινες σίγουρα, αλλά πλέον είναι θέμα χρόνου να αναρρώσεις.
-Εσένα όμως θα σε σκοτώσουν, είπε ο τραυματίας.
-Και σένα θα σε σκοτώσουν, ανταπόδωσε ο Γιώργος. Μόλις πάρουν ό,τι λύτρα θέλουν, ή ό,τι άλλα σκατά θέλουν τέλος πάντων.
-Δε θα με σκοτώσουν εμένα, είπε ο τραυματίας.
Ο Γιώργος χασκογέλασε.
-Καααλά.
Οι μέρες πέρασαν. Ο τραυματίας ήταν άρρωστος, κάποια επιμόλυνση της πληγής. Ο Γιώργος χορήγησε τα συνήθη αντιβιοτικά.
-Είπες δε θα πεθάνω, του είπε το κατακίτρινο πρόσωπο του τραυματία μια νύχτα.
-Δε θα πεθάνεις, μια μικρή φλεγμονή είναι. Θα περάσει. Καλό σου κάνει ο πυρετός.
-Άκου...
Ο τραυματίας έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή σα να θελε να πάρει δυνάμεις.
-Αν με σκοτώσεις τώρα, αν πεις πως κάτι δεν πήγε καλά... Έχεις μια ελπίδα να ζήσεις.
Ο Γιώργος τον κοίταξε.
-Μπα; Και γιατί;
-Ξέρω τι σου λέω. Στο εγγυώμαι. Στο ορκίζομαι.
Ο Γιώργος τον κοίταξε.
-Και αν ζήσεις;
Ο τραυματίας χαμογέλασε.
-Μπουμ, είπε δείχνοντας το κεφάλι του.
Ο Γιώργος έπιασε μια πετσέτα από μια λεκάνη με πάγο και σφούγγισε το μέτωπο του άνδρα.
-Καληνύχτα, είπε.
Την επόμενη μέρα ο τραυματίας είχε ρίγη.
"Η κορύφωση", σκέφτηκε ο Γιώργος.
-Υπομονή, είπε, αύριο θα είσαι σχεδόν έτοιμος να φύγεις. Το τραύμα πάει καλά, από δω και πέρα θα καλυτερεύεις συνεχώς. Εκτός αν σε ξαναπυροβολήσουν.
-Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, είπε ο τραυματισμένος άνδρας μέσα από σφιγμένα δόντια.
-Για τι πράγμα;
-Για να διεκδικήσεις μια ευκαιρία να σώσεις τη ζωή σου. Αν πεθάνω σήμερα, αυτοί θα είναι τόσο χαμένοι που μπορεί να μη σε κυνηγήσουν καν πάνω στον πανικό τους.
-Ναι ε, είπε κοροϊδευτικά ο Γιώργος.
-Δε με πιστεύεις ντόκτορ, αλλά είμαι η τελευταία ελπίδα τους. Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα έκαναν για να με φέρουν εδώ; Άκου με, έχω σημασία γι' αυτούς, είμαι πολύτιμος γι' αυτούς, σε μένα στηρίζονται.
-Έχεις άλλα τσιγάρα; ρώτησε ο Γιώργος αγνοώντας τον άνδρα.
Ο τραυματίας αναστέναξε. Έγνεψε αρνητικά.
Δύο μέρες πέρασαν έτσι. Ο τραυματίας δεν ξαναμίλησε στον Γιώργο για το μακάβριο θέμα, πράγμα τελείως φυσικό κατά την γνωμάτευση του Γιώργου μιας και το πυρετικό σοκ είχε περάσει και δεν επηρέαζε την κρίση του. Εν τω μεταξύ, η κατάστασή του είχε βελτιωθεί αισθητά και μπορούσε πια να μετακινηθεί.
Το πρωί της τρίτης μέρας, ο Γιώργος μπήκε στη σκηνή του τραυματία και τον είδε να κάθεται σε μια καρέκλα. Δεξιά και αριστερά του έστεκαν φρουροί.
-Καλημέρα, είπε ο Γιώργος. Απ' ό,τι βλέπω σε λίγο καιρό θα είσαι καλύτερα από μένα.
-Δυστυχώς ναι, είπε ο τραυματίας.
-Θα φύγετε τώρα;
-Ναι.
-Τι θα κάνουν αυτοί μαζί μου;
-Θα σε σκοτώσουν.
-Γιατί όμως; Δεν ξέρω καν ποιοι είναι και ποιος είσαι. Και τους βοήθησα -και σένα.
-Και σε ευχαριστούν, είμαι βέβαιος, όπως σε ευχαριστώ και εγώ. Όμως πρέπει να πεθάνεις γιατί σημασία έχει το μήνυμα.
-Ποιο μήνυμα;
-Οι αθώοι πεθαίνουν.
-Ωραίο μήνυμα.
-Αυτό υποφέρουν αυτοί οι άνθρωποι όμως. Όταν κάνουν το ίδιο, προσελκύουν τα μάτια του κόσμου πάνω τους. Όταν δουν και οι άλλοι τι περνάνε, όταν το νοιώσουν πάνω τους, τότε έχουν μια ελπίδα να ενδιαφερθεί ο έξω κόσμος.
-Και ακόμα και αν οι αθώοι τους βοήθησαν;
Ο τραυματίας χαμογέλασε.
Ένας ένοπλος μπήκε στη σκηνή πίσω από το Γιώργο και ρώτησε κάτι κοφτά. Ο τραυματίας έγνεψε και έκανε νεύμα στους δύο φρουρούς να τον βοηθήσουν να σηκωθεί. Ο ένοπλος οδήγησε τον Γιώργο έξω.
Όλη η ομάδα των γιατρών, μηχανικών και λοιπών εθελοντών ήταν στα γόνατα δεμένοι πισθάγκωνα, σε μια σειρά. Μπροστά τους στέκονταν οι ένοπλοι άνδρες. Ο Γιώργος δεν είχε κουράγιο ούτε να ανατριχιάσει.
Ο κόπανος ενός όπλου χτύπησε με δύναμη την κοιλιά του και ο Γιώργος λύγισε. Ένα ακόμα χτύπημα στην πλάτη τον έφερε και αυτόν στα γόνατα. Σήκωσε το κεφάλι του να δει τον δήμιό του, μα ακόμα ένα χτύπημα στο πρόσωπο γέμισε τα μάτια του με λευκό φως και αίμα. Όταν τα ξανάνοιξε, ήταν ήδη δεμένος.
Έφτυσε αίμα στο χώμα και χαμογέλασε αμήχανα.
-Λοιπόν, χάρηκα για τη γνωριμία, είπε. Ελπίζω εσύ να τη γλυτώσεις.
Ο τραυματίας τον κοίταξε.
-Ντόκτορ, είπε, θες ένα τσιγάρο;
Ο Γιώργος τον κοίταξε.
-Ξέρεις, είπε ήρεμα ο άλλος. Για το δρόμο.
-Νόμιζα πως δεν σου έμειναν άλλα.
Ο τραυματίας γύρισε σε έναν από τους ενόπλους και του φώναξε κάτι επιτακτικά. Ο ένοπλος στάθηκε προσοχή, χτύπησε τη μπότα του στο έδαφος και έτρεξε μέσα στη σκηνή. Όταν επέστρεψε, κρατούσε μια κούτα Marlboro.
Ο τραυματίας ξαναφώναξε κάτι και ο ένοπλος άναψε ένα τσιγάρο και με μεγάλη προσοχή το έβαλε ανάμεσα στα χείλη του Γιώργου.
Ο Γιώργος κοίταξε τον τραυματία.
-Γι' αυτό είσαι σημαντικός ε.
Ο τραυματίας τον κοίταζε.
-Γι' αυτό είσαι η ελπίδα τους, γι' αυτό υπολογίζουν σε σένα, γι' αυτό μου λεγες πως αν σε σκοτώσω είχα μια ελπίδα. Γιατί δεν είσαι όμηρος.
Ο τραυματίας έγνεψε μια αυστηρή κατάφαση σε έναν άνδρα που ο Γιώργος δε μπορούσε να δει. Ένας πυροβολισμός ήχησε και ο ήχος ενός σώματος που πέφτει στο χώμα. Κανείς δεν ούρλιαξε. Κάποιος από την άλλη άκρη της σειράς είχε ήδη φύγει.
-Ντόκτορ, είπε ο τραυματίας καθώς οι πυροβολισμοί συνέχιζαν να ακούγονται με τη σειρά, σε ευχαριστώ που με έσωσες. Είσαι καλός γιατρός. Και σε ευχαριστώ που δε με σκότωσες για να γλυτώσεις. Είσαι καλός άνθρωπος. Και σε ευχαριστώ που πεθαίνεις. Είσαι άνδρας.
Ο Γιώργος έφτυσε το τσιγάρο στο χώμα και ένοιωσε καυτά δάκρυα στα μάγουλά του.
-Αντίο ντόκτορ. Θα είσαι πάντα στις προσευχές μου, μα νομίζω πως έχεις ήδη μια θέση στον Παράδεισο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Snif klaps tsomp yawn
ΑπάντησηΔιαγραφήstenaxwrh8hka re vlameno. hara edw. karxartoaderfh.
ΑπάντησηΔιαγραφή