Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

There's a throne in the desert.


Ήταν, μου πε, στην Πλατεία των Κίτρινων Φύλλων
Κάτω απ' το μπλε καμπαναριό με το νεκρό ρολόι
Ήταν, μου πε, εκεί που την πρωτόδε
Χαιρέτιζε η ανάσα της τον Άλλον Ουρανό
Τις Άλλες Μέρες, τις γεμάτες μοιρολόι
Ήρθε σαν ήρθαν όλα τ' άλλα, έτσι μου πε
Μα κάτι σάλευε βαθιά μες στη σκιά της
Ήταν, μου πε, τότε που τρόμαξε
Μήπως από κακό πηλό ήταν φτιαγμένος, ή σαν άμμος
Μήπως, μου είπε, ξέραινε την άχραντη δροσιά της
Κρατούσε, μου πε, μια φωτιά, μέσα στις απαλάμες
Σαν κάνουνε οι χριστιανοί στα προσκυνήματά τους
Το πρόσωπο ήταν πάλλευκο, θαμπή η φωτογραφία
Μα μες στα χέρια τα ωχρά, λεπτές γραμμές αστράφταν
Σαν κάνουν, μου πε, οι άνθρωποι στα ξεκινήματά τους.

Δεν ήξερα τι να της πω, μου είπε ντροπιασμένος
Γροθιές σφιχτές μες στο παλτό, χαμόγελο από χιόνι
Ήταν, μου είπε, σαν μιλάς σε ξένο γιο
Φοβάσαι μήπως ξεχαστείς και πεις το ξόρκι που ραγίζει
Κι έτσι καθόταν, είπε, σιωπηλός στο στέρνο το σαγόνι
Ώσπου η βοή τον πρόφτασε, του χάιδεψε τις λέξεις
Και ένοιωσε μέσα του μακριά, η νύχτα πως λυγίζει
Και σαν τροχιές πλανήτη δίχως άστρο, τα βήματα γοργά
Πως να της έλεγε, μου είπε, πως ζει για να πεθάνει;
Πως λες στο γέρο βασιλιά, τα τείχη του πως πέσαν;
Πως λες στο άρρωστο παιδί καινούρια μέρα πως δε θα 'ρθει;
Πως να της πει, πως δε μπορούσε σαν αυτή, όνειρα πια να κάνει;
Ήταν, μου είπε κάποτε, στων Κίτρινων των Φύλλων την πλατεία
Κάτω απ' το μπλε καμπαναριό, τις ώρες πια που δε χτυπάει
Ήταν, μου είπε κάποτε, εκεί μονάχα που την είδε
Χαμογελώντας γλίστρησε πέρα απ' τα χέρια της κι από το φως
Κι άμμο δακρύζοντας ψυχρή, τον κόσμο ξέχασε πως να αγαπάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου