Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Όχι, δε σε θυμάμαι.



Εμφανίζονται από το πουθενά. Συνδέονται σαν νευρικές απολήξεις με χιλιάδες πράγματα τα οποία με τη σειρά τους συνδέονται με άλλα τόσα το καθένα -δε μπορείς να ξεφύγεις. Κάπου, κάπως, κάποτε θα πέσεις πάνω τους. Στον ασφυκτικά μικρό μας κόσμο, δεν υπάρχει το παραμικρό ενδεχόμενο να τη βγάλεις καθαρή, αυτός ο ναρκαλιευτής δεν έχει λύση.

Οι παλιοί γνωστοί. Οι παλιοί φίλοι. Όλα αυτά που κάποτε ήταν κάτι και έκαναν τον κύκλο τους αλλά έχουν μείνει νεκροζώντανα να περιφέρονται και να καραδοκούν για τα ψεύτικα χαμόγελα και τα "που χάθηκες" και τα "να κανονίσουμε"...

Όχι.

Δε θα χαμογελάσω.
Ήθελα και χάθηκα και δε θέλω να κανονίσουμε.
Έχω τελειώσει και έχεις τελειώσει, ας μη βιάζουμε το παλιό περιεχόμενο με αγκομαχητά αμηχανίας ενώ σπρώχνουμε τα άσφαιρα σπέρματα συζήτησης όσο πάνε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Βαριέμαι εδώ. Βαριέμαι να προσποιούμαι πως με νοιάζει τι κάνεις, βαριέμαι να σε ακούω να λες πως είμαι μαλάκας που δεν ενδιαφέρθηκα λίγο, έστω και τυπικά, πως είναι γαϊδουριά -σκάσε. Απλώς σκάσε.

Είσαι απλώς ένας άνθρωπος. Είμαι απλώς ένας άλλος.
Είμαστε 6.5 δις πάνω στον πλανήτη. Το ότι ο τελευταίος είναι πολύ πιο κλειστοφοβικός από ότι φαίνεται στις δορυφορικές φωτογραφίες του, δε σημαίνει πως πρέπει να υμνούμε τα μεγιστοποιημένα ενδεχόμενα διασταύρωσής μας. Κάπου είχα διαβάσει πως ο κάθε άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με οποιονδήποτε άλλο τυχαίο, μέσω 8 (το πολύ) ενδιάμεσων ανθρώπων. Δηλαδή εγώ είμαι συνδεδεμένος με κάποιον Εσκιμώο επειδή ξέρω μια φοιτήτρια εθνολογίας, η οποία έχει έναν καθηγητή, ο οποίος έκανε μεταπτυχιακό με κάποιον μεγαλύτερο καθηγητή, ο οποίος ήταν σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με κάποιον υπερκαθηγητή, το οποίο ερευνητικό πρόγραμμα αφορούσε τους Εσκιμώους και γνωρίσανε τον Εσκιμώο μου. Τέσσερις ενδιάμεσοι για να σου σκάσει μακρυπρόθεσμο κοννέ να μείνεις τσάμπα σε ιγκλού.

Ο κόσμος είναι μικρός. Δεδομένο.
Μη μου το τρίβεις στη μάπα με την πρώτη ευκαιρία.
Γι' αυτόν τον λόγο υπάρχουν δύο πεζοδρόμια σε κάθε στενό.

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Γκεμπούρτσταγκ!

Σήμερα έχει γενέθλια η Μαριάννα. Νομίζω γίνεται 25.
Χρόνια πολλά Μαριάννα =ρ

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

2220 II




'Neath cement ceilings of sorrow and dying

Over the ground that hosts cold remains

Built 'tween the walls of struggle and calmness

Stands the remembrance of red labour pains


Cold linen covers with stains made of sweat

Cold linen covers with scars made of hope

Umbilical lovers for ever and ever

Until this thin cord means but nooses and rope


Cold iron tools with stains made of blood

Cold iron tools for cutting down slumber

Organic wet pools for the thirst of the reaper

'Till nothing remains but oxygens' hunger


Cold human cries that run down the alleys

Cold human cries that make mommies laugh

Some human dies but never enough here

Not in here, not in here -duality's rough


Warm human shelter to hide human shelters

Sobs made of something we later call dread

Eyes made of nothing but forced recollections

Of countless small wishes again to be dead


'Neath cement ceilings of sorrow and dying

Under a future that never asks "When?"

What happens here, happens for ever

We are what we did, what we will do -again.

Love always stood in my way.




"Ultimately, we're all dead men. Sadly we cannot choose how, but we can decide how we meet that end in order that we are remembered ...as men."

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

2220



Ακούω κραυγές. Και ικεσίες. Και βρισίδια.
Πάω να δω.

Βρώμικο πάτωμα, πόδια δεμένα σε σίδερα, δάχτυλα σε σύσπαση.
Ιδρώτας, ιδρώτας, κραυγές, ιδρώτας.
Όμως ο πόνος είναι αίσθηση, δεν τον αντιλαμβάνεσαι εξωγενώς.
Κοιτάω.
Νοιώθω μια απέραντη αναισθησία να φεύγει από το στέρνο μου. Μια ασύλληπτη προστατευτική δύναμη, ανηλεής ακόμα και προς τον κάτοχο. Μου γεμίζει τα μάτια και στο κενό που αφήνει, πετά ένα χαμόγελο που δεν είναι Καλό.

Πόδια δεμένα σε σίδερα, ανοιχτά.
Τώρα δεν είσαι μόνη. Τώρα θες να τα ξέρουν όλα.
Μια κόκκινη πληγή που κάποιος κυνήγησε περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε. Μια σάρκινη μεμβράνη που γεμίσατε με 46 όνειρα, μοιρασμένα με κέρμα αλλουνού. Τώρα τα όνειρα θέριεψαν και θέλουν να βγουν -και θα βγουν από εκεί που μπήκαν.

Πόση μετάνοια υπάρχει σε αυτό;

Σφιγκτήρες που λύονται. Κομμάτια που κόβονται με ψαλίδι. Ουσίες που δεν συνθέτει το σώμα.
Δεσμοί που δεν θα γίνουν ποτέ Γόρδιοι, χαρτοκοπτική που δεν τσαλακώνεται. Ξυλοκαΐνη. Φίλη.

Πρέπει να σφιχτεί.
Πρέπει να σφιχτεί όπως όταν χέζει.
Αυτό κάνει και τώρα, αυτό προσπαθεί.
Ο κόσμος είναι η μεγάλη της τουαλέτα και τα κόπρανα είναι έλλογα δίποδα θηλαστικά. Τον θεό τον εφηύραμε άνδρα όμως -και ξέρουμε όλοι πως οι άνδρες αργούν να τραβήξουν καζανάκι.

Δε μπορώ. Πονάω. Τι μου κάνετε. Τι μου κάνετε. Δε μπορώ.
Κραυγές. Συμβουλές. Κραυγές. Αυστηρές συμβουλές. Υπακοή.
Δε μπορώ, δε μπορώ άλλο. Τι μου κ... αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη μου.

Η αγάπη σου θα σε σκότωνε αν μπορούσε.
Η αγάπη σου αναπνέει φωνάζοντας.
Η αγάπη όλου του κόσμου σαν εσένα είναι γύρω σου.
Είναι ο μαλάκας στο φανάρι.
Η πουτάνα στο πεζοδρόμιο. Ο πρώτος σου έρωτας.
Ο τελευταίος σου έρωτας.
Ο ανώμαλος εργοδότης, ο νεκρός φίλος, ο άρρωστος πατέρας, εσύ που ουρλιάζεις. Εγώ που σε βλέπω να στάζεις από παντού και σε σιχαίνομαι για την ατέλεια που είσαι.
Που είμαι. Που είναι. Που Είναι.

Καλώς όρισες στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής σου -από την έξω σκοπιά.

Καλή συνέχεια.

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Χλωροφόρμιο.

Είδα ένα πολύ κακό όνειρο σήμερα.

Δεν ήταν από αυτούς τους μεγάλους αγχωτικούς εφιάλτες που όταν στους περιγράφουν ή τους ανακαλείς, αναρωτιέσαι τι σκατά σε τρόμαξε τόσο. Για την ακρίβεια, αυτούς έχω μάθει να τους ελέγχω -σήμερα μόλις, μέσα στο ίδιο βράδυ με τον εφιάλτη, είδα πως είχαν πιάσει ομήρους στο εξοχικό μας όλη την οικογένειά μου, μαζί και μένα, επειδή είχαμε βρει μερικά σακούλια κοκαΐνη και δεν τα επιστρέφαμε στους κακούς κυρίους με τα μπιστολέτα.

Σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσω πως σε γενικές γραμμές δεν κρύβουμε σακούλια κοκαΐνης σπίτι μου και πως οι γονείς μου θα είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα με αυτό από ηθικής σκοπιάς, πόσο μάλλον αν τα σακούλια ήταν ξένων ανθρώπων. Είναι κατά πρώτον και κύριον αγένεια, χέσε όλα τα άλλα. Και οι γονείς μου θυμάμαι πως ανέκαθεν επέμεναν πολύ στο να εξυμνούν το πόσο ευγενικό παιδάκι ήμουν. Οπότε αν διαβάζει κάποιος το blog εκεί έξω, ο οποίος έχει μερικά σακούλια κοκαΐνης που δεν ξέρει σε ποιον να τα αφήσει για το επόμενο ΠΣΚ, φίλε/φίλη: μπορείς να με εμπιστεύεσαι. Θα σου τα επιστρέψω, δε χρειάζεται να παίξουν μανούρες με πιστόλια και ομηρίες και να μου σκάψεις όλο τον κήπο. Θα τα έχω στο ντουλάπι πάνω από το ψυγείο, αυτό στο λέω άμα γυρίσεις και λείπω, να μην ψάχνεις.

Λοιπόν, αφού γενικά σε κάποια φάση σκότωσα όλους τους κακούς ανθρώπους σε μια έκρηξη οργής -δεν το έχω κάνει ποτέ στην πραγματικότητα, οπότε αν υπάρχει κάποιος κακός άνθρωπος εκεί έξω, φίλε/φίλη: μπορείς να με εμπιστεύεσαι, δε θα σου σπάσω το κεφάλι με ένα λεπτό τετράγωνο μαδέρι που κάνει σβουςςςς όταν έρχεται προς τη μάπα σου.

ΑΦΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑ ΟΛΟΥΣ, ήρθε ο εφιάλτης. Είδα λοιπόν πως είχα πάει εγώ με τον κολλητό μου στο ταχυδρομείο στην Ομόνοια για να τσεκάρουμε τη θυρίδα μήπως είχε έρθει κανένα πρόμο που έπρεπε να του κάνουμε κριτική. Τσεκάρω εγώ, βρίσκω ένα εικοσάευρο, ένα πορτοφόλι, μερικά προφυλακτικά και ένα σάντουιτς. Όπως καταλαβαίνετε, έχετε μόλις καταλάβει, στρέητ φρομ δε σαμπκόνσιους, τις βασικές μου προτεραιότητες. Τσεπώνω το εικοσάευρο και τις καπότες και φωνάζω τον κολλητό. Του λέω πως δεν έχουμε πρόμο, τον ρωτάω ποιανού είναι το πορτοφόλι (του Θάνου, το έβαλε εκεί για να μη το ψάχνει) και του δίνω το σάντουιτς. Το οποίο ο κολλητός μου αρνείται. Και από αυτό αρχίζεις και ψυλλιάζεσαι, ακόμα και κοιμισμένος, πως κάτι ετοιμάζεται να πάει πολύ στραβά.

Αγχωμένος και βιαστικός ο κολλητός μου δίνει το σάντουιτς και μου ζητάει αντ' αυτού τις καπότες. Του τις δίνω παραξενεμένος και τον ρωτάω τι τις θέλει. Και η απάντηση σβήνει τον κόσμο: "Είναι εδώ ένας χοντρός ταχυδρόμος που θέλει να δούμε και καλά ταινία τώρα."

-Καλά ρε μαλάκα, θα πηδήξεις τον χοντρό ταχυδρόμο;;;
-Όχι, αυτός θα με πηδήξει.
-Καλά, μαλακίες, πάω να κοιτάξω τη θυρίδα να δω μήπως ήρθε τίποτα τώρα και την κάνουμε.

Πάω, κοιτάω, είχαν έρθει κάτι βινύλια.
Φίλε/φίλη, αν έχεις τίποτα βινύλια κτλ, ξέρεις.

Φωνάζω τον κολλητό, τον ξαναφωνάζω, τρίτη φορά, εμφανίζεται χοροπηδηχτός στο ένα πόδι κουμπώνοντας το τζην. Ξεκινάω τη διαδικασία μιας αργής συνειδητοποίησης του τι συνέβη, όταν αυτή ολοκληρώνεται πριν την ώρα της με την άφιξη του χοντρού ταχυδρόμου, ο οποίος περνάει βιαστικός από μπροστά μου, λοξοκοιτώντας με, φτιάχνοντας ταυτόχρονα ζώνες και παντελόνια.

-ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΟΝΤΡΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ;;;
-Ναι...
-ΚΑΛΑ ΡΕ, ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΜΑ;;;
-Ρε, δε φαντάζεσαι πόση την είχε, ακόμα μεγαλύτερη και από του γιατρού...
-Ποιου γιατρού;

Εκείνη τη στιγμή το μάτι μου πέφτει στο απέναντι χασάπικο: "Κρεοπωλείον Ο ΓΙΑΤΡΟΣ"
Λίγο πριν ξυπνήσω πανικόβλητος, άκουσα τον κολλητό μου να λέει "Πάντως η ταινία φαινόταν ωραία, να τη δούμε".


Ο χοντρός ταχυδρόμος

Δεν ξέρω για σας, εγώ προτιμώ να σκοτώνω πρεζέμπορες και να κρατάω τα ναρκωτικά τους για μένα και τον στενό οικογενειακό μου κύκλο.

Και τι δε θα 'δινα για να δω τα αποτελέσματα μιας-δυο γραμμών στον παππού μου.
Όλο τον κήπο θα κλάδευε.

Αφορισμός #4 (Αγγλιστί)



Every beginning is but the formal sum of countless endings.
And every end, is one more blow against the hateful Incomplete.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Το Στοιχειό



Υπάρχει μέσα στον καθένα, μια τάφρος μεγάλη. Μια τάφρος βαθειά, τόσο που της ελπίδας το ανάστημα δεν φτάνει για να σηκωθεί και να ατενίσει, και τόσο πλατειά, που τα όνειρα που ο έρωτας, η ξαφνική χαρά και η ξεγνοιασιά εκτινάσσουν, πέφτουνε μέσα της δίχως η αέρινη τροχιά τους να την προσπερνά.

Υπάρχει γύρω απ' τον καθένα ένα στοιχειό που κοιμάται, και από καιρό σε καιρό φτάνουν σε μας τα όσα στον ύπνο του γνέθει, 'κείνες τις στιγμές που για μια ανάσα ο κόσμος γκριζάρει και οι φλέβες μας μουδιάζουν. Και μερικές φορές ξυπνά και πάει να μας ξεφύγει, και τρέχει πάνω στις σκεπές τρομάζοντας τα πουλιά και τις γάτες -έχετε δει γάτες να κυνηγάνε στοιχειά πολλές φορές- και σπάζοντας τα πιο λεπτά κεραμίδια. Και παραμονεύει να μας χάσει πίσω απ' τα ακροκέραμα, πριν η μουγκή λαλιά που μας ορίζει, βροντήξει ανήκουστη ανάμεσα απ' τα αυτιά μας. Τότε γυρνάμε την ματιά μας πάνω του, και αυτό φρίττει και τρέμει κάτω από τους φωτοβολισμούς της τυφλής μας ματιάς.

Υπάρχει μέσα στον καθένα μας, μια θλίψη μεγάλη, που την κοιμίζουμε με βία και με τις φτέρνες μας της λιώνουμε τα λόγια. Την φτύνουμε όταν μας βλέπουν με αυτή παρέα και σαν σκιάχτρο την κρεμάμε -και αν θέλουν οι όμοιές της ας κοπιάσουν. Βροντά ο χαμός της και αντηχεί μέσα στην λαμπερή μας πανοπλία, και όταν μέσα απ' τον πλαδαρό αέρα περνάμε, το ευγενικό μας χαμόγελο είναι το το πειστήριο του φόνου.

Έρχονται όμως στιγμές, μικρές στιγμές έκστασης και ανάγκης, χαράς και περηφάνιας, που το σκιάχτρο χωρίζει τα βλέφαρα, και μας κοιτά και αυτό με ένα χαμόγελο ευγενικό. Έχετε ακούσει τον ήχο που κάνετε όταν σπάτε, είναι μουντός και ρυθμικός και πλέει στο στέρνο σας μέσα -δε ζει κανείς δίχως να σπάει. Και τότε φεύγουν οι δοκοί και οι πλίνθοι, τα πάντα θύελλα πορφυρή και αμβλεία σαρώνει, πλημμυρίζει το στέρνο, πλημμυρίζουν τα μάτια και βήχουμε ζωή και κλαίμε δύναμη. Στο μεγαλείο μας πάνω, εκεί που ήσυχοι στο θρόνο μας τις ατσαλένιες μας αμπάρες και τις άψυχες, αδυσώπητες στρατιές μας καμαρώνουμε, όταν τα μάτια μας ακινητούν και οι παλμοί σωπαίνουν -τότε, από την τάφρο στρωμένη με τα όσα ωραία και άξια κίνησαν να ανοιχτούν να φύγουν, επιστρέφει πάνω σε πτώματα πατώντας, το στοιχειό που δεν αφήνουμε ανθρώπινα να φύγει.