Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

Η κόψη του κέρματος.



Το σωτήριο έτος 1869, δύο νεαροί κύριοι καθόντουσαν σε ένα παγκάκι μέσα στο μεγάλο Stadtpark της Βιέννης. Και οι δύο από ιδιαίτερα καλή οικογένεια και -πράγμα σπάνιο για καλές οικογένειες- από πολύ καλή γενεά, γνωρίζονταν από τα γενοφάσκια τους καθώς είχαν μεγαλώσει στην ίδια συνοικία, παρακολούθησαν τα ίδια σχολεία και πήραν και οι δύο το δρόμο της σπουδής στη Φιλοσοφία.

Καθόντουσαν λοιπόν και συζητούσαν για οποιαδήποτε απτή θεωρία ή αιθέρια ιδέα τους ερχόταν στο νου, από αφορμές που ξεκινούσαν από κάποιο όνειρο, από τη σκιά του καμπαναριού της Karlskirche στο πεζοδρόμιο ή ακόμα και από τα σχήματα που έπαιρνε η σούπα που έτρωγαν σαν πρόγευμα.

-Αγαπητέ μου Φρειδερίκε, τις προάλλες προσπαθούσα να συστηματοποιήσω το σύνολο των επι μέρους συναισθημάτων και λογικών μερών που απαρτίζουν την αγάπη ούτως ώστε να βρεθεί επιτέλους ένας σαφής ορισμός του πολύτιμου αυτού συναισθηματικού αγαθού.
-Μα είσαι ριψοκίνδυνος εσύ φίλε μου Αρθούρε! Γνωρίζεις πως αυτό είναι ένα αντικείμενο που επί αιώνες αντιμετωπίζοταν ως κάτι αξιωματικό όπως άλλωστε και πολλά άλλα σύνθετα συναισθήματα. Ήταν πάντα ο πλίνθος στο οικοδόμημα του ορισμού της Ζωής και ποτέ κανείς δεν μπήκε στην αυτοκαταστροφική για τη διανόησή του λογική, να το αποδομήσει ακόμη και αυτό!
-Και αυτό είναι που θέλω να αλλάξω αγαπητέ Φρειδερίκε. Οφείλουμε σαν τον Δημόκριτο, να φτάσουμε στο μικρότερο δυνατό στέλεχος του οικοδομήματος της σκέψης, να ορίσουμε το πρώτο σύστημα που συνθέτουν τα μικροστελέχη αυτά και κατόπιν να αντιμετωπιστούν αυτά τα γνωστά πλέον συστήματα ως στελέχη και ούτω καθ' εξής.
-Μα αυτό είναι αδύνατον αγαπητέ μου Αρθούρε. Η αγάπη όπως και κάθε άλλο συναίσθημα γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις, την καρδιά όπως λέει ο λαός. Η ιατρική βέβαια έχει αρχίσει να υποστηρίζει πως η καρδιά δεν έχει καμία σχέση με τα συναισθήματα, μα όπως και να 'χει, αυτό που θέλω να σου πω είναι πως η απόπειρά σου θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την απόπειρα ενός επιστήμονα να ερμηνεύσει μαθηματικά ένα ποίημα!
-Και αυτή ακριβώς η επιστήμη ονομάζεται ψυχολογία αγαπητέ μου Φρειδερίκε. Σιγά-σιγά, οδεύουμε προς την εποχή της ενοποίησης των τεχνών και των επιστημών και δεν θα πρέπει να στεκόμαστε μπροστά σε σύνορα που φτιάξαμε με τα ίδια τα κεφάλια μας! Η αγάπη μπορεί να εξηγηθεί μαθηματικά όπως και ένα φυσικό μέγεθος μπορεί να γίνει αντιληπτό χωρίς κανείς να γνωρίζει καν πρόσθεση! Δεν έχουμε δύο κεφάλια για την κάθε δουλειά.
-Άκου τι προτείνω καλέ μου φίλε. Μέσα σε ένα μήνα, ο καθένας μας θα παρουσιάσει στον άλλο την εργασία του επί της φύσεως της αγάπης. Θα σκεφτούμε με την ησυχία μας τις παραμέτρους μας και μετά θα δούμε ποιος θα έχει φτάσει πιο κοντά στον ορισμό από τον δικό του δρόμο. Τι λες;
-Υπέροχη ιδέα! Εγώ όμως χρειάζομαι μόνο το μυαλό μου καλέ μου Φρειδερίκε, εσύ που βασίζεις την θεωρία σου πάνω στην "καρδιά", πως θα το κάνεις αυτό με την ψυχή σου κρύα;
-Έννοια σου και δεν είναι πια κρύα. Ήθελα από καιρό να στο πω μα δίσταζα, μην ξέροντας τι μέλλει γενέσθαι.
-Τι λες; Ωστέ έμπλεξες με κανένα φουστάνι; Χαχα, ιδέα δεν είχα! Είσαι όμως καταπληκτικά διακριτικός!
-Οφείλεις να γνωρίζεις αυτή την τέχνη πριν μπλέξεις με τις γυναίκες φίλε μου!
-Έλα πια, πες μου ποια είναι!
-Θα το έχεις σίγουρα υποψιαστεί ως τώρα, μα πρόκειται για την αδερφή του Καρλ Γκέντελ...
-Την Άννα; Φίλε μου, δεν μπορώ παρά να σε συγχαρώ και να σου ευχηθώ ό,τι καλύτερο! Πρόκειται για αξιόλογη δεσποινίδα που φωτοβολεί χάρη όπου και να σταθεί! Ως φίλος σου, επέτρεψέ μου να μοιραστώ και εγώ ένα κομμάτι τις χαράς και της περηφάνειας που θα 'πρεπε να νοιώθεις!
-Με συγκινείς καλέ μου Αρθούρε, είσαι πραγματικά περισσότερο από φίλος, αδερφός!

Έτσι συνέχισαν την εγκάρδια κουβέντα τους οι δυο φοιτητές μέχρι που βράδιασε και τράβηξε ο καθένας τον δρόμο για το σπίτι του. Και δεν έχασαν καιρό, ο μεν Αρθούρος χρησιμοποιόντας την λογική του, ψυχρά και υπολογιστικά, λαμβάνοντας υπ' όψιν όλες τις νέες ανακαλύψεις της Ιατρικής και της Ψυχολογίας, ο δε Φρειδερίκος ακολουθώντας την πολύ απολαυστικότερη διαδικασία του να ζει τον έρωτά του με την δίδα Άννα και κρατώντας υποσυνείδητες σημειώσεις από την αισθηματική του πανολοκλήρωση που όλο και εξελισσόταν και άνθιζε. Ακόμα και τις λιγοστές στιγμές όπου σαν πραγματικός ευγενής, ένοιωθε τύψεις και αναρωτιόταν μήπως αντιμετώπιζε τον έρωτά του ως πείραμα, τις σημείωνε και αυτές ως μέρος της παρατήρησης και της μελέτης του αφού πρώτα διαβεβαίωνε τον εαυτό του πως το πειραματόζωο ήταν αυτός ο ίδιος και όχι ο έρωτάς του!

Ένα μήνα μετά, οι δύο φίλοι ανταμώθηκαν με τα δοκίμιά τους έτοιμα.

-Αγαπητέ μου Φρειδερίκε, ελπίζω να μην είχα το αβαντάζ όπως λένε και οι Γάλλοι, μιας και εσύ έπρεπε να είσαι συγκεντρωμένος εκτός από την Φιλοσοφία και σε μια άλλη μεγάλη αγάπη!
-Τουναντίον Αρθούρε, φίλε μου, τι καλύτερο να περιτριγυρίζεται κανείς από αγάπη αν θέλει να μιλήσει γι' αυτήν; Ομολογώ πως και εγώ αναρωτιόμουν μήπως έκανα ζαβολιά!
-Χαχα, μα έχεις πάντα τον τρόπο να γυρνάς τα λόγια μου στον εαυτό μου! Πάντα σου άρεσαν οι σοφιστές θυμάμαι, θα μπορούσες να γίνεις ένας καταπληκτικός νομικός ξέρεις!
-Ξέρεις πως δε συμπαθώ το νομικό σύστημα. Ίσως αν ήταν πιο εξανθρωπισμένο... Μα ας δούμε τι ετοιμάσαμε, είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε πάλι κάποια ατέρμονη συζήτηση ενώ είμαι βέβαιος πως ανυπομονείς όσο και εγώ!
-Αλήθεια λες, έτσι είναι. Ας ξεκινήσουμε.

Ξεκίνησε ο Αρθούρος:

"Η δική μου προσέγγιση αγαπητέ μου φίλε είναι η εξής. Η αγάπη είναι ένα σύνολο συναισθημάτων και όχι ένα και μοναδικό συναίσθημα. Διαφορετικά συστατικά όπως η αισθαντική έλξη, η ευδαιμονία μιας πνευματικής επικοινωνίας, τα κοινά εκ γεννετής μα και επίκτητα στοιχεία που συμβάλλουν στον καλό συγχρονισμό των διαθέσεων δύο ανθρώπων καθώς και η εκτίμηση που απορρέει από τα προτερήματα του άλλου -με κριτήρια φυσικά ανάλογα του θύματος αν μου επιτρέπεις ένα αστειάκι εις βάρος σου!- είναι τα βασικά θεμέλια της αγάπης. Το λάθος που λαμβάνει συχνότατα χώρα, είναι η γενίκευση του όρου όταν τηρούνται μόνο μεμονωμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά. Φερ' ειπείν, έχουμε πολλά παραδείγματα όπου ένας νεαρός, έχει πέσει στα δίχτυα μιας πολύ κατώτερής του δεσποινίδος. Πως είναι δυνατόν να αγαπάει κανείς κάποιον κατώτερό του; Προφανώς εκεί συγχέεται η αγάπη με την μετ' οίκτου συμπόνοια και στοργή ή υφίσταται μια κατάσταση, η Ψυχολογία το υποστηρίζει σθεναρά, η λεγόμενη "αυθυποβολή" κατά την οποία το άτομο πείθει με υποσυνείδητες -αυτό σημαίνει με το πίσω μέρος του μυαλού του- διαδικασίες τον εαυτό του πως η κατάσταση δεν είναι όπως στην πραγματικότητα, αλλά όπως θα έπρεπε να είναι για να τηρούνται οι παράμετροι της αγάπης. Ξεγελάει κανείς τον εαυτό του με λίγα λόγια αν πιστεύει πως η αγάπη προς ένα άρτιο -το κατά δύναμιν- πλάσμα είναι το ίδιο και το αυτό με την συμπάθεια και την συμπόνοια και την στοργή που μπορεί να αισθάνεται κανείς προς ένα άτομο λιγότερο οξυδερκές ή όμορφο ή μορφωμένο ή... Μα με καταλαβαίνεις. Έτσι λοιπόν, έχοντας "καθαρίσει" τον ορισμό της όμορφης αυτής λέξης από τα μετά πάσης βεβαιότητας λάθος στοιχεία, μπορούμε να συνεχίσουμε την σύνθεση του ορισμού αυτού καθ' εαυτού. Η αγάπη καλέ μου φίλε, είναι όπως είπα και στην αρχή, ένα άθροισμα. Η βάση του αθροίσματος, του αμαλγάματος, είναι η ανάγκη του είδους μας για αναπαραγωγή. Αυτή η ανάγκη, μετά από χιλιετίες σκέψης και διανόησης, έχει ραφιναριστεί στον σημερινό βαθμό, στον οποίο δεν χρειάζεται να αφήσεις αναίσθητη την Άννα σου -να με συγχωρήσεις για το γλαφυρό μου παράδειγμα- με το ρόπαλο ώστε να αποκτήσεις μαζί της έναν απόγονο. Χρειάζεται όμως να είσαι μορφωμένος και ευγενής -είναι μόνο ο τύπος του αναισθητικού που αλλάζει αγαπητέ μου! Όπως και να 'χει, αυτή είναι η βάση. Από εκεί και πέρα, ντύνεται με όλα τα αξεσουάρ που χρειάζεται για να φτάσει κανείς ως εκεί, τα αισθητικά, πνευματικά και συναισθηματικά κριτήρια του καθενός: άλλοι δε θα ερωτευτούν ποτέ μια κοκκινομάλλα και άλλοι ποτέ μια χαζούλα! Και εκεί είναι και η ουσία της σύνθεσης: με σκοπό την αναπαραγωγή, ένας συνδυασμός αξιόλογων συναισθημάτων δημιουργείται για να μας οδηγήσει προς τα εκεί. Το πνεύμα ευφραίνεται από την εξυπνάδα και την οξυδέρκεια του ατόμου που έχεις απέναντι, το μάτι ευφραίνεται από τη συμμετρία των χαρακτηριστικών του και τέλος, αυτά τα δύο συνομωτούν, το ένα με την εκτίμηση και το άλλο με την φυσική έλξη αντίστοιχα, στην συνδύασμένη έκφραση και των δύο με τρυφερότητα και πάθος. Γι' αυτό και στις ασύμμετρες, τις λειψές σχέσεις, βλέπεις πάντα το υπερβολικό πνεύμα να αντισταθμίζει την επιφανειακή ασχήμια και αντίθετα, την υπερβολική ομορφιά να καθιστά την έλλειψη πνεύματος αδιάφορη. Φυσικά αυτά δεν είναι ιδανικά, μα δεν γίνεται να βρει κανείς την τέλεια ισορροπία στον άλλο, αυτή που ορίζεται από τις βαθύτερες κάμαρες της ανθρώπινης ψυχής και κανείς δεν γνωρίζει. Και επειδή ακριβώς δεν γεννιούνται όλοι όμορφοι και έξυπνοι, η έννοια της αγάπης έχει διαπλατυνθεί τόσο πολύ -και καλώς αν θες την άποψή μου- μα καλώς ή κακώς, ο αγνός ορισμός, ο ορισμός "σε ιδανικές συνθήκες" που θα έλεγε και κάποιος επιστήμων Φυσικός, είναι αυτός που σου παρέθεσα.

Ο Φρειδερίκος είχε κάτσει σιωπηλός και ρουφούσε με κάθε κύτταρο του εγκεφάλου του τα λόγια του φίλου του. Τα μάτια του, ίσα που πετάριζαν που και που όταν αναφερόταν το όνομα της αγαπημένης του, μα πέρα από αυτό, αν τους έβλεπε κανείς από μακρυά, θα πίστευε πως ο Αρθούρος μιλούσε σε άγαλμα.

Στο τέλος έκλεισε τα μάτια του και στήριξε το μέτωπό του στα χέρια του. Έκατσε έτσι για μερικά λεπτά της ώρας.
Ο Αρθούρος δεν διέκοψε την αφομοίωση των λόγων του από τον φίλο του, μόνο κάθησε και περίμενε παρατηρώντας ήρεμα τη φύση γύρω του. Εν τέλει ο Φρειδερίκος μίλησε.

-Αγαπητέ μου Αρθούρε, ομολογώ πως η λογική σου είναι πραγματικά πολύ πυκνά και όμορφα δομημένη. Δυστυχώς όμως, κάνεις το λάθος στο οποίο εσύ ο ίδιος πρωτοαναφέρθηκες! Σύνθετα πράγματα όπως η στοργή, η τρυφερότητα, η νοημοσύνη και η ομορφιά, τα αντιμετωπίζεις σαν μαθηματικά σημεία, ανεπίδεκτα τομής σε μικρότερα μέρη. Και όμως, τι είναι άραγε η νοημοσύνη και από τι ορίζεται τι είναι όμορφο και τι άσχημο; Τον ίδιο πίνακα να βλέπουμε, ο καθένας θα τον αντιλαμβάνεται σε διαφορετικά επίπεδα ομορφιάς και μπορεί εγώ να βρίσκω έξυπνο τον ίδιο άνθρωπο τον οποίο εσύ θα βρίσκεις απλώς ευχάριστο πνευματικά. Μα αρκεί: ας κάνει η δική μου οπτική τον έμμεσο σχολιασμό της στην άποψή μου.

Η αγάπη αγαπητέ μου Αρθούρε, είναι κάτι πέρα από ένα απλό σύστημα λεκτικών ορισμών. Είναι η ίδια η φωνή της ψυχής και την ύπαρξη της ψυχής καμία επιστήμη δεν μπορεί να αποκηρύξει. Πως εξηγεί κανείς το σκίρτημα που νοιώθει στο στέρνο του, όταν ανάμεσα σε εκατοντάδες χαριτωμένες δεσποινίδες, ξεχωρίζει αυτή, αυτή που φαινομενικά δεν έχει κάτι το τόσο εκθαμβωτικά ξεχωριστό από τις υπόλοιπες; Πως εξηγείται το ότι ενώ και εσύ εκτιμάς την Άννα μου, ποτέ πριν δεν την είδες ως αντικείμενο πόθου μα την αντιμετώπιζες πάντα σαν έναν ίσο πνευματικά και παντελώς αδιάφορο συναισθηματικά γνωστό σου; Γιατί όταν βλέπω εγώ τη ματιά της νοιώθω πως φωτοβολούν μια δέσμη συνειδητοποίησης, πως τίποτα δεν ξέρουμε εν τέλει και τίποτα ποτέ δε θα μάθουμε; Αυτή την αρχαία Σωκρατική αλήθεια αγαπητέ μου Αρθούρε, μπορεί κανείς να την νοιώσει -γιατί να κατανοηθεί είναι αδύνατον- μόνο αν αγαπήσει. Τότε μόνο νοιώθεις τα θεωρητικά σου συστήματα να καταρρέουν και να αντιλαμβάνεσαι την αδυναμία σου μπροστά στο μεγάλο μυστήριο του κόσμου και το ακόμη μεγαλύτερο του εαυτού σου. Όχι, καλέ μου φίλε, δεν είναι η ανάγκη της αναπαραγωγής που μας στέλνει στην αγάπη: αυτή η ανάγκη στέλνει τους αδύναμους πνευματικά στους οίκους ανοχής και τα σχολιαρόπαιδα στις τουαλέτες. Είναι η Αριστοτελική ανάγκη για συντροφιά, για ένα χέρι που θέλεις να κρατάς καθώς πορεύεσαι στο μεγάλο άγνωστο της ζωής, να αλληλοστηρίζεστε στις καταιγίδες και να μοιράζεστε τις ομορφιές -γιατί μόνο αν μοιραστείς κάτι όμορφο έχει νόημα η ομορφιά του. Έτσι και η αγάπη, δεν είναι τίποτα λιγότερο από την μετάγγιση εαυτού εις εαυτόν, δύο συγκοινωνούντα δοχεία μεγαλείου, η ροή ενός θαύματος σε ένα άλλο για τη δημιουργία μιας ανείδωτης ομορφιάς και αρμονίας. Είμαι βέβαιος πως η ψυχολογία έχει δώσει πολλούς και μελετημένους ορισμούς για αυτά τα πράγματα, έχοντας βαφτίσει την συγχώρεση "υποσκελισμό" και τον τυφλό έρωτα "υποκατάσταση" -μα πιστεύεις πραγματικά πως υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ποιότητα ενός συναισθήματος; Πράγματι, εσύ και εγώ ίσως να μην είχαμε ποτέ μάτια για μια ελαφρόμυαλη παιδούλα, μα ποιος μπορεί να πει πως όποιος είχε, την αγαπούσε με υποδεέστερο πάθος; Το μεγάλο φιλοσοφικό πεδίο στο οποίο πρέπει να σπαρθούν οι σκέψεις μας αγαπητέ μου φίλε, πρέπει να βασίζεται στην ουροβόρο αντικειμενική αλήθεια πως δεν υπάρχουν αντικειμενικές αλήθειες και πως η πραγματικότητα είναι απλώς ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Ο καθηγητής Nietzsche έχει ήδη εφαρμόσει αυτή τη φιλοσοφία στα βιβλία του, λέγοντας πως "δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα, μόνο ηθικές ερμηνείες φαινομένων". Και η αγάπη καλέ μου Αρθούρε, είναι μόνον ο τρόπος αντίληψης των διαφορετικών ερεθισμάτων: μια φωνή που ραγίζει το δικό μου κρύσταλλο, σε σένα δεν κάνει μήτε ηχώ! Κι όμως, έχουμε και οι δύο τις ίδιες γεννετήσιες ορμές και τα ίδια γούστα και τα ίδια κοινωνικά κριτήρια -γιατί όταν φτάνουμε σε κάτι που σύμφωνα με την θεωρία σου θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε με ταυτόσημο τρόπο, αυτό δε συμβαίνει; Επειδή οι χορδές που πάλλει η αγάπη είναι κρυμμένες μέσα σε πράγματα που καμιά μονάδα μέτρησης δε μπορεί να υπολογίσει και καμιά πνευματική ζυγαριά δε θα ζυγίσει ποτέ!

Ήταν η σειρά του Αρθούρου να κάτσει σκεπτικός. Το επιχείρημα περί υποκειμενικής αντίληψης των πάντων, επικρατέστατο στον υπαρξισμό ανά τις δεκαετίες, ήταν ισχυρότατο πλήγμα. Σίγουρα θα μπορούσε να καταρριφθεί κάποτε μέσω της Ψυχολογίας, μα ακόμα ήταν πολύ νωρίς ώστε να μπορέσει να πει κανείς με γερά τεκμήρια πως "η υποκειμενικότητα βασίζεται σε ανασυνδυασμένα θεμελιώδη χαρακτηριστικά, κοινά σε όλους τους ανθρώπους" το οποίο φυσικά θα οδηγούσε στη δυνατότητα μιας κάποιας στατιστικής πρόβλεψης. Ήταν παραδείγματος χάριν γνωστό, πως οι μεσογειακοί λαοί εντυπωσιάζονταν από τα ξανθά μαλλιά των δεσποινίδων από την Πρωσσία και πως οι νομάδες της Ισπανίας προκαλούσαν πάντα το ενδιαφέρον με τον εξωτισμό τους. Αυτό σίγουρα είχε ως πηγή το πόσο ασυνήθιστο ήταν σε κάποιον το εκάστοτε θέαμα, μα πέρα από αυτό το παράδειγμα, ο Αρθούρος δε μπορούσε να βρει μια μη γενικευμένη απόδειξη της σαθρότητας της έννοιας της υποκειμενικότητας.

-Αγαπημένε μου φίλε, ομολογώ πως η φλογισμένη σου πεποίθηση δεν βρίσκει άξιο αντίπαλο στις λογικές μου απόπειρες. Ίσως κάποτε η ψυχολογία να μπορέσει να αποδείξει πως όλη η μαγεία της αγάπης σου δεν είναι παρά μόνο χημικές ουσίες που παράγει το σώμα μας, μα ως εκείνη τη μακρινή μέρα, την ήττα μου θα γλυκαίνει το γεγονός πως υπάρχουν άνθρωποι σαν εσένα που μπορούν να παραδίδονται τόσο θαρραλέα στη μαγεία αυτή. Δεν ξέρω αν έχεις δίκιο καλέ μου Φρειδερίκε, μα ξέρω σίγουρα πως η ευτυχία σου κάνει το ποιος έχει δίκιο εδώ, να μην έχει σημασία!

-Είσαι καλός φίλος Αρθούρε. Και πάλι σε ευχαριστώ βαθύτατα για τα λόγια σου. Και αν έχεις δίκιο και κάποτε αποκαλυφθεί πως πράγματι, υπάρχουν ουσίες στο αίμα μας και το μυαλό μας που μας κάνουν να αγαπάμε, η μαγεία δε θα χαθεί, τουναντίον θα είναι ακόμα πιο θαυμάσια και γοητευτική. Γιατί τότε, δε θα μιλάμε για την αγάπη σαν κάτι το υπερκόσμιο, μα για κάτι εντελώς ανθρώπινο -και πόση δόξα θα αποκτήσει τότε ο μικρός άνθρωπος, που μπορεί να είναι η μήτρα ενός τέτοιου σπόρου!

Έτσι η ήττα του Αρθούρου δεν σκίασε καθόλου τη διάθεσή του, γιατί είχε χάσει από το φίλο του, η νίκη του οποίου σήμαινε και μια πραγματικότητα που τον έκανε ευτυχή. Και ήπιαν πολύ κρασί εκείνο το βράδυ και γέλασαν πολύ και έκλαψαν πολύ και αγκαλίαστηκαν και μαζί βρήκαν ιδέες για να γίνει ο γάμος του Φρειδερίκου με την Άννα όσο πιο όμορφος γινόταν.

-

22 χρόνια μετά, ο Αρθούρος βρίσκονταν στην Κολωνία. Δεν είχε πολύ τακτική επαφή με τον Φρειδερίκο πια, καθώς ο τελευταίος είχε ήδη δύο παιδιά και ζούσε στο Salzburg, ενώ και ο ίδιος είχε την έδρα της φιλοσοφίας στην Κολωνία. Αλληλογραφούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, συζητώντας φιλοσοφικά προβλήματα που γεννιούνταν και πέθαιναν εκείνη την ωραία για σκέψη εποχή, μα είχαν να ιδωθούν πολύ καιρό.

Μια νύχτα του Οκτώβρη, η πόρτα του Αρθούρου σείστηκε από το επίμονο χτύπημα ενός επισκέπτη. Ανήσυχος ο Αρθούρος έτρεξε να ανοίξει φοβούμενος πως κάποιος περαστικός είχε πάθει κάποια συμφορά. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρυσε έναν ασπρομάλλη κύριο ευγενικής φυσιογνωμίας που έσταζε βρόχινο νερό.

-Τι συμβαίνει αγαπητέ μου; Είσθε καλά; Χρειάζεστε βοήθεια; Μα περάστε μέσα λοιπόν, μη στέκεστε στη βροχή.

Ο ασπρομάλλης κύριος τον κοιτούσε αμίλητος.

-Μα σίγουρα κάτι τρομερό συνέβη, το βλέμμα σας είναι φοβερό. Ελάτε, περάστε μέσα, θα ειδοποιήσω να σας ετοιμάσουν κάτι ζεστό.
-Δεν με γνωρίζεις λοιπόν πια ούτε εσύ Αρθούρε.
-...Να με συγχωρείτε καλέ μου κύριε, η μνήμη μου δεν είναι κάτι που...

Και τότε, στο στραβό χαμόγελο που ξεκίνησε να σχηματίζεται στο πρόσωπο του επισκέπτη του, ο Αρθούρος αναγνώρισε τη σκιά του παλιού του φίλου, Φρειδερίκου. Μα πόσο είχε τσακίσει αυτός ο άνθρωπος, πως είχε στραγγίσει και τα μάτια του είχαν στερέψει!

-Φρειδερίκε! Πέρασε μέσα, πέρασε μέσα λοιπόν δυστυχισμένε! Ω μα τι έχει συμβεί, νομίζω πως θα σπάσει η καρδιά μου από την ανησυχία!
-Έχεις τζάκι;
-Βέβαια, είναι πάντα αναμμένο τέτοιο καιρό, πάμε να ζεσταθείς!

Προχώρησαν γοργά προς το καθιστικό, που ένα μεγάλο σκαλιστό τζάκι έκαιγε ζωηρά.

-Κάθησε λοιπόν φίλε μου...

Μα ο Φρειδερίκος πήγε κοντά στο τζάκι, έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο χαρτιά και προτάσσοντάς τα ανάμεσα στη φωτιά και τον Αρθούρο, ρώτησε σιγανά:

-Ξέρεις τι είναι αυτό Αρθούρε;

Γεμάτος φόβο ο Αρθούρος έγνεψε αρνητικά.

-Είναι το δοκίμιό μου περί αγάπης. Θυμάσαι; Πάνε 20 χρόνια από τότε, τότε που είχαμε βάλει στοίχημα για το ποιος θα φτάσει πιο κοντά στην αλήθεια.
-Και είχες κερδίσει φίλε μου! Το θυμάμαι συχνά με αγάπη.

Με μια απότομη κίνηση του Φρειδερίκου τα χαρτιά βρέθηκαν στη φωτιά.

-Δεν είχα κερδίσει. Ούτε εσύ είχες κερδίσει. Αντιμετωπίσαμε την αγάπη ως κάτι θεμελιωδώς ευγενές και καλό. Μα δεν είναι έτσι Αρθούρε, δεν είναι έτσι. Είναι δηλητήριο, είναι αλυσίδες, είναι ναρκωτικό που σε θαμπώνει και σταματά τη σκέψη σου! "Δεν έχει νόημα να αναλογιστώ το παραμικρό, είμαι ευτυχής μέσα στην αγάπη μου, αυτός είναι ο σκοπός!". Έτσι σκέφτεται ο θλιβερός αγαπημένος Αρθούρε, έτσι ατροφεί και παραδίδεται στη φλόγα που θεωρεί άγια! Μα είχες δίκιο σε ένα σημείο, πως υπάρχουν συνθήκες για να παραμένει καθάρια η φλόγα αυτή! Και ο χρόνος Αρθούρε, ο χρόνος γκρεμίζει τις συνθήκες αυτές αδυσώπητα και ανεπιστρεπτί, το ροδαλό μάγουλο γίνεται αναιμικό δέρμα και το παθιασμένο φιλί γίνεται κρύα δαγκωνιά! Οι εαυτοί μέσα στα συγκοινωνούντα δοχεία γίνονται ένα μίγμα δίχως κέντρο και χρώμα και μονάχα οι φουσκάλες που φτάνουν στην κορφή όταν το μίγμα αυτό βράζει από θυμό και αγανάκτηση, θυμίζει τα μέρη του! Η αισθαντική έλξη έλεγες: μα είχαμε δει και οι δύο τις ξερακιανές γριές και κανείς μας δεν πήρε στα σοβαρά το περιτύλιγμα -γιατί ήμασταν ευγενείς! Μα και οι ευγενείς είναι άνθρωποι και ο άνθρωπος είναι ζωοβόρο πλάσμα και ζητά την ομορφιά, ακόμα και αν ο ίδιος έχει ζαρώσει! Και η πνευματική ευδαιμονία, είναι μόνο ο ιστός της αράχνης που νομίζει πως είναι πεταλούδα: τον πλέκει μέχρι να πέσει και αυτός και το ταίρι του σε αυτόν και άπαξ και κολλήσουν, πάει πια, κανείς δεν νοιάζεται να φουντώνει τα χρώματά του! Είχες δίκιο Αρθούρε, είχες δίκιο σε όλα σχεδόν, είναι μόνο για το είδος, για την διαιώνιση του είδους, κάποια αρχέγονη ενστικτώδης φωνή, φυτεμένη βαθειά στα κύτταρά μας που μας κάνει να πιστεύουμε πως είμαστε κύριοι του εαυτού μας και ευτυχισμένοι! Χα! Μα υπάρχει ποτέ αυτό Αρθούρε; Κοίτα εσένα, είσαι κύριος του εαυτού σου και σαπίζεις μόνος και δυστυχής! Και εγώ, εγώ είμαι σαν εσένα τώρα, ενώ πριν που δεν είχα κέντρο και όρια και εαυτό, ήμουν ευτυχής. Θλιβερά πράγματα είμαστε Αρθούρε, θλιβερά εμείς οι άνθρωποι! Μηχανές όπως είχες προβλέψει, μα μηχανές μου κουρντίζουν άλλες δυνάμεις, πέρα από μας, η αδίστακτη Φύση-

Εκείνη τη στιγμή πολλοί άνθρωποι μπήκαν στο δωμάτιο. Η Άννα, η σύζυγος του Φρειδερίκου μαζί με τέσσερις αστυφύλακες. Ο Αρθούρος άκουσε σαν σε όνειρο να του αναγγέλουν πως λυπούνται πολύ, πως θα έπρεπε αμέσως να σκεφτούν πως θα είχε πάει σε αυτόν και πως δεν ξέρουν πως κατάφερε να διαφύγει από την ψυχιατρική κλινική. Του είπαν πως τα τελευταία 12 χρόνια ο Φρειδερίκος δεν ήταν καλά και πως τα γράμματα στον Αρθούρο τα έγραφε ο γιος του, που ήταν επίσης φοιτητής φιλοσοφίας και πως δεν ήθελαν να στεναχωρήσουν τον μεγάλο και σεβάσμιο καθηγητή με κάτι τόσο συνταρακτικό. Οι αστυφύλακες έσυραν τον Φρειδερίκο έξω από την πόρτα, η σύζυγός του απολογήθηκε ειλικρινέστατα για μια ακόμη φορά στον Αρθούρο και όλα έγιναν ήσυχα. Μα ο Αρθούρος δεν άκουσε στην πραγματικότητα τίποτα από όλα αυτά, παρά μόνο την επαναλαμβανόμενη σπαρακτική κραυγή του φίλου του στην Άννα:

"Θυμάσαι; Θυμάσαι;;;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου