Σίγουρα θα έχεις και εσύ σαν εμένα το προνόμιο να διασχίζεις την όμορφη πόλη μας από την μία της άκρη ως τη μακρινή άλλη, χρησιμοποιώντας το μετρό. Σαν ψείρα στην ενδοδερμίδα ενός τενεκεδένιου τυφλοπόντικα, θα έχεις ακούσει άπειρες φορές την γλυκειά μαγνητοφωνημένη φωνή της άσημης αλλά πασίγνωστης εκφωνήτριας των σταθμών. Η φράση "Επόμενος σταθμός, Κατεχάκη. Next station, Κατεχάκη" θα έχει σίγουρα μονοπωλήσει τους θαλάμους της longterm μνήμης σου, εις βάρος του εθνικού ύμνου και του ονόματος της δεύτερης κόρης σου. Ξέρεις πολύ καλά σε ποια τσέπη να κρατάς ξεχωριστά 0,80 ευρώ και από ποια σκάλα να κατέβεις ούτως ώστε το βαγόνι σου να σταματήσει ακριβώς μπροστά στη σκάλα από την οποία θες να ανέβεις! Μπορείς να μυριστείς ελεγκτή καλύτερα και από κυνηγόσκυλο που εντοπίζει παστή σαρδέλα μέσα σε ένα λιβάδι από πετούνιες και ξέρεις ακριβώς πόση διάρκεια έχει ο προειδοποιητικός ήχος πριν το κλείσιμο της πόρτας -το κλείσιμο που σαν νέος prince of persia αποκηρύττεις ενώ πηδάς αιλούρια μέσα στο βαγόνι. Έχεις κάνει παράνομες επιτόπου στροφές στη Μεσογείων, έχεις διπλοπαρκάρει στην Αλεξάνδρας, έχεις κλωτσήσει παππού που στεκόταν αριστερά στις κυλιόμενες και κουβαλάς μαζί σου ένα ταμπελάκι που γράφει "δε θέλω χαρτομάντηλα" στις γλώσσες όλων των μειονοτήτων. Έχεις αφήσει το σεξ στη μέση και έχεις αφήσει τα παιδιά στο σχολείο -για να προλάβεις το μετρό.
Και σε βλέπω να κάθεσαι μέσα, σε έχω απέναντί μου. Μερικές φορές είσαι χοντρός, κουστουμαρισμένος και η γραβάτα σου είναι πάντα ριγέ. Άλλες φορές είσαι μακρυμάλλης και φοράς ακουστικά, τις πολλές φορές που είσαι παππούς με κοιτάς λες και φταίω εγώ που οι αντάρτες σκότωσαν τον αδερφό σου και αν τύχει να είσαι ένστολος, δεν κοιτάς ποτέ κανέναν στα μάτια. Σε κοιτάω αγαπητέ συνεπιβάτη και δεν είσαι ποτέ χαρούμενος. Σε μερικά νυχτερινά δρομολόγια, όταν δεν κρατάς σημειώσεις στο δρόμο για τη σχολή σου και έχεις 2-3 φίλους για παρέα, μπορεί να λες καμιά μαλακία και να γελάς. Πράγμα που συνήθως τσαντίζει εμένα βέβαια, γιατί η "καμιά μαλακία" γίνεται χιλιάδες μαλακίες και το "λες" γίνεται "γκαρίζεις". Συνήθως όμως βλέπω κενά πρόσωπα με μάτια που δε σκέφτονται τίποτα -ή μήπως σκέφτονται τα πάντα; Όταν το βλέμμα σου ακολουθεί οτιδήποτε κινηθεί, όπως όταν ήσουν βρέφος ή κουτάβι, το κινητό του απέναντι, τα πορτοκαλί παπούτσια στο βάθος, το κωλαράκι της απέναντι που ούτε έχεις πάρει χαμπάρι πως στέκεται εκεί και είναι μόλις 12 χρονών, το τζην του απέναντί σου -πρόσεχε, κοιτάς τον πούτσο του και αυτός κοιτάει εσένα, αλλά κανείς σας δε βλέπει τίποτα, όταν χαζεύεις τη θέα έξω από το παράθυρο που είναι απλώς μαύροι τοίχοι, τι σκέφτεσαι; Και όταν δεν είσαι ένας ή μία, αλλά εκατό, όταν είστε όλοι, χυμένοι στα καθίσματα, όλο το στυλ του βαδίσματος χαμένο και η φρεσκάδα του πρωινού ξεφτισμένη και είστε μόνο σακούλες με πόδια και τρύπες για μάτια, τι σκέφτεστε; Γεμίζετε το βαγόνι με απολογισμούς, χιλιάδες απολογισμούς, σκέφτεστε αν έπρεπε να ζητήσετε συγγνώμη, αν θα χρειαστεί να σας ζητήσουν συγγνώμη, αν κλείσατε το γκάζι, αν θα προλάβετε να κοιμηθείτε 1.24 ώρα το μεσημέρι, αν θα παραγγείλετε ή θα μαγειρέψετε, αλήθεια, παχύνατε; και αύριο ποιος πάει πάλι δουλειά, θέλετε διακοπές, όπως τότε, όχι, όχι όπως τότε γιατί τότε ήταν μαζί και η -ώπα, πάλι κοιτάτε τα βυζιά της απέναντι- επόμενος σταθμός, Κατεχάκη.
Έχει πλάκα. Είναι σαν μουσείο παραίτησης, λες και το καθήκον των ΕΚΑΜίτων στις αποβάθρες είναι να σας απαγορεύουν να μπαίνετε με μάσκες. Ο χοντρός κουστουμαρισμένος κύριος κρατάει λίγο, ξεχνάει πως χάνει τα μαλλιά του και τη θέα του πέους του μέρα με τη μέρα, ο μακρυμάλλης νεαρός τραγουδάει από μέσα του για χιλιοστή φορά τους στίχους του τραγουδιού στα ακουστικά του και ο παππούς... διάολε, ανάθεμα και αν ξέρω τι σκέφτονται οι παππούδες. Και εγώ βλέπω τη θέση μπροστά μου να αδειάζει και σκέφτομαι "θεέ μου, θεέ του μετρό, πανάγαθε τυφλοπόντικα της ρηχής μας αβύσσου, κάνε να κάτσει κάποια όμορφη κοπέλα απέναντί μου. Όχι για να της την πέσω, όχι για να της μιλήσω, ούτε καν να την κοιτάω δε χρειάζεται, απλώς να ξέρω πως υπάρχει κάτι όμορφο μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα σαπρής και αέναης θλίψης. Απλώς να ξέρω πως μέσα σε αυτή την χιλιομασημένη λάσπη φτήνιας, υπάρχει κάτι που με λίγη διάθεση θα μπορούσε να με κάνει να χαμογελάσω -και στην κοπέλα που αγαπώ αρέσει το στραβό μου χαμόγελο και η κοπέλα που αγαπώ είναι μακριά και με κάνει να ονειρεύομαι πως ταξιδεύω για να τη βρω -και μέχρι να φτάσω, έχει έρθει και η στάση μου και δε χρειάζεται να κλείνω απ' έξω τους νικημένους συνεπιβάτες μου".
Έτσι προσεύχομαι στον πανάγαθο τυφλοπόντικα και έρχεται και κάθεται απέναντί μου κάποια μετανάστρια από τις Φιλιππίνες που κέρδισε μια Πύρρειο γονιδιακή νίκη ενάντια στο νανισμό. Και είμαι ακόμα 4 στάσεις μακριά, το εισιτήριο έτοιμο για τον ελεγκτή στη δεξιά τσέπη, το MP3 Player στην εσωτερική, ο χοντρός με το κοστούμι δίπλα μου, σκουπίζει το μέτωπό του και ο παππούς, ευθεία μπροστά, κοιτώντας πάντα προς την κατεύθυνση του συρμού -ζαλίζεται αλλιώς- να μην έχει σαλέψει φρύδι.
Πως σκατά το καταφέρνει αυτό;
Ανάθεμα και αν ήξερα τι σκέφτονται οι παππούδες στο μετρό.
Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου