Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009
Berdam.
"Στιγμή ονομάζεται το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην εμφάνιση μιας αχτίδας φωτός ανάμεσα από τα σύννεφα, μέχρι την επόμενη απόκρυψή της από αυτά."
Ι.
Βλέπω από μακρυά τη βαλίτσα μου να πλησιάζει. Ζυγώνω και 'γω στο διάδρομο μεταφοράς αποσκευών.
Μια παρέα δύο ανδρών και μιας όμορφης νεαρής κοπέλας, πλησιάζει επίσης.
Ένας από τους άνδρες, σηκώνει τη βαλίτσα μου και την τοποθετεί μπροστά του.
Καρτερικά περιμένω να συνειδητοποιήσει το λάθος του και δε μιλάω. Ανοίγει ελάχιστα τη βαλίτσα, ρίχνει μια γρήγορη ματιά μέσα και γνέφει αρνητικά. Την ξανακλείνει. Πλησιάζω.
Τους κάνω ένα νεύμα που μεταφράζεται ως "φέρε". Η όμορφη νεαρή κοπέλα γυρνάει και μου μιλά με ατσαλένια φωνή: "Μη μου κουνάς έτσι το χέρι εμένα".
Δε σαστίζω στιγμή. Κοιτάω το κοντό, αγορίστικα κομμένο μαλλί της, βαμμένο ασημίζον λευκό. Το λεπτό της πρόσωπο, το μακρύ της λαιμό.
-Γιατί, τι θα μου κάνεις;
Πλησιάζει. Όλος ο αισθησιασμός μιας επικείμενης βίας τη λούζει.
-Θες να δεις; Θες να δεις τι θα σου κάνω;
Απλώνει το χέρι της στο λαιμό μου -την αφήνω.
Με σπρώχνει προς τον τοίχο -την αφήνω.
Βριζόμαστε, χυδαία, άσχημα, πρόστυχα, χαμογελαστά.
Πριν έρθει η σειρά μου τη διακόπτω.
-Έχεις πολύ ωραία μάτια.
Είναι αλήθεια, τα μάτια της αλλάζουν χρώματα.
-Α ναι;
-Ναι.
-Ναι ε;
Την φέρνω κοντά μου -με αφήνει- και τη φιλάω. Και με φιλάει.
Ξανά και ξανά και ξανά. Και ξανά, ξεκολλάμε μόνο για τις ανάσες
μόνο για καμιά γρήγορη, κοφτή ανάσα και μετά ξανά και ξανά.
Σπάμε. Πάω στην παρέα μου, πάει στη δικιά της.
Χωρίς άλλες κουβέντες.
Την ακούω να την φωνάζουν με το όνομά της και καμιά έκπληξη δε μου κάνει που τη λένε έτσι.
Ξυπνάω και είμαι ιδρωμένος ενώ τίποτα απ' αυτά δε συνέβη.
Η βαλίτσα μου είναι στο πάτωμα, λίγο παραπέρα.
ΙΙ.
Είμαι πίσω στην όμορφη πόλη που γνώρισα ως δική μου.
Στο δρόμο μιλάνε τη μητρική μου γλώσσα.
Οι χειρονομίες, οικείες.
Όλα τα λογικά συστήματα συμπίπτουν με τα συνήθη μου.
Έχω ξεχάσει το όνειρο, ακούραστα, ακούσια, επαγγελματικά και συνεπέστατα. Βολτάρω αργά στην Ερμού χαζεύοντας βιτρίνες.
Θέλω καινούρια μποτάκια, γάντια και παλτό. Τα δύο πρώτα έλιωσαν από τη χρήση κάπου ανάμεσα στο Παρίσι και τη Βιέννη. Το τρίτο, απλώς μου έκατσε στο μυαλό.
Σηκώνω το βλέμμα μου από ένα ενδιαφέρον ζευγάρι μποτάκια στην κοπέλα δίπλα μου. Λευκά μαλλιά, ανδρικό κούρεμα, είναι η κοπέλα από τον ύπνο μου.
Χωρίς να το σκεφτώ και ύποπτα ψύχραιμος, της εκτοξεύω μια μόνο λέξη.
-Ειρήνη;
Γυρνάει. Οποία έκπληξις.
-Παρακαλώ.
Χαμογελάει και είναι αλλιώτικη.
-Δε με θυμάσαι ε;
-Κάτι μου λέει η φωνή σου, αλλά...
-Τότε με τη βαλίτσα; Στο Παρίσι;
Με κοιτά.
-Δεν έχω πάει στο Παρίσι.
-Σίγουρα; Είχαμε τσακωθεί στο αεροδρόμιο...
Γνέφει "όχι" χαμογελώντας γλυκά.
-Μάλλον έκανα λάθος...
-Μάλλον...
-Συγγνώμη ε.
-Δε χρειάζεται. Καλή σου μέρα.
Δε μετανιώνω που τη ρώτησα.
Ακόμα κι αν το ήξερα απ' την αρχή, άλλο η ζωή, άλλο τα όνειρα.
Δε μετανιώνω.
Ξανακοιτάζω τα μποτάκια και γυρίζω την πλάτη μου να απομακρυνθώ.
-Φιλάς ωραία πάντως, την ακούω να λέει.
Γυρίζω, δε τη βλέπω.
Και ξυπνάω για 2η φορά.
ΙΙΙ.
-Όνειρο ήταν, λέει ο ένας.
-Όνειρο, όνειρο, επιβεβαιώνει ο άλλος.
-Εσείς είστε που ονειρεύεστε, αντιμιλώ.
-Σύνελθε λέμε...
-...όνειρο ήταν.
-Κι εσείς τι είστε ρε; Ε; Τι είστε 'σεις;
-Όνειρα κι εμείς...
-...σαν τ' άλλο!
-Το άλλο δεν ήταν. Μονάχα εσείς.
-Που το ξέρεις;
-Που το ξέρεις;;;
-Απ' το τέλος το ξέρω. Δεν πάει έτσι.
-Όνειρο ήταν.
-Όνειρο ήταν.
-Μονάχα εσείς.
Γελάνε. Χαμογελώ.
Τραβώ το σπαθί μου.
Και τους δείχνω πως τελειώνουν τα δικά μου όνειρα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου