Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009
To bomb a City Hall.
Όταν ο κύριος Στραντόρης έκλεισε τα μάτια του το βράδυ της εικοστής εβδόμης Ιουλίου, του παρθενικού για την δεκαετία, έτους 1980, δεν ήξερε πως τα κλείνει για τελευταία φορά. Όπως κάθε άλλη νύχτα, είχε πλύνει προσεκτικά τα δόντια του, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον πρόσφατα ραγισμένο τραπεζίτη του, είχε πετάξει με μεθοδική απροσεξία τα ρούχα του στην καρέκλα στα πόδια του κρεββατιού και είχε πλαγιάσει στο μονό στρώμα και το μόνο που φώτιζε το μικρό και βολικό δωματιάκι που χρησίμευε ως κρεββατοκάμαρα, ήταν το λιγοστό φως που διεύφευγε από το λαμπρό κενό μέσα του δια μέσω των ματιών του.
Ένα περίεργο προαίσθημα, λίγο κακό, λίγο ανακουφιστικό και πολύ αμυδρό, γέμιζε το αδρανές μυαλουδάκι του κυρίου Στραντόρη το βράδυ εκείνο. Αρχικά υποψιάστηκε πως ήταν το γνωστό αυτό αίσθημα που έχει κανείς όταν αναλογίζεται πως η σημερινή μέρα, όντας Κυριακή, δε θα έπρεπε να είναι -έτσι είχε ακούσει- όπως οι υπόλοιπες πέντε εργάσιμες μέχρι την επόμενη Κυριακή και την επόμενη Κυριακή και την επόμενη Κυριακή, σκέψη διόλου φωτεινή ή χαρούμενη ή στερούμενη ρεαλισμού, μα μετά από λίγο, αφουγκραζόμενος λίγο καλύτερα το μεγαλοπρεπές Τίποτα ανάμεσα στ' αυτιά του, κατάλαβε πως οι δικές του νοητικές διεργασίες λίγη σχέση είχαν με αυτό το παράξενο αίσθημα. Προσπάθησε λοιπόν, αν και όχι με ιδιαίτερες ελπίδες, να ταυτοποιήσει την πηγή της περίεργης ψυχολογίας του.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε κάποιος στην ηλικία του κυρίου Στραντόρη, δεν ήταν η γυναικεία συντροφιά και πιο συγκεκριμένα, η απουσία αυτής. Ήταν το κοτόπουλο πανέ με το ρύζι που έφαγε πριν πέσει για ύπνο. Αναγνώριζε βέβαια πως ήταν λίγο επιπόλαιο εκ μέρους κάποιου να το κάνει αυτό, μα αυτή η αίσθηση περιπέτειας που είχε όταν έκανε αιφνιδιαστικές επιδρομές στο ψυγείο... Άσε που δεν είχε και ποτέ κανένα πρόβλημα με το στομάχι του, όχι επειδή το πρόσεχε, απλώς επειδή ήταν γερός οργανισμός. Θυμήθηκε πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα "στις δόξες του" όπως έλεγε, είχε καταφέρει και είχε φάει ολόκληρο ένα γουρουνόπουλο μετά από στοίχημα με τον Χρήστο και τον Θωμά, τους κολλητούς του.
Αναστέναξε λίγο στη θύμηση των προσώπων τους.
Η σκέψη του πέταξε στην έκφραση του Χρήστου, στο χλωμό του πρόσωπο, τα σφιγμένα χείλη και τα γκρίζα μαλλιά. Έμοιαζε σα να προσπαθούσε να ανταλλάξει τον εαυτό του με αυτόν του Θωμά, ο οποίος εξίσου καλά κουστουμαρισμένος και χτενισμένος, κείτονταν με κλειστά μάτια μέσα στην τελευταία του κλίνη. "Αν το καλοσκεφτείς, είναι λογικό" του 'χε πει μεθυσμένα ο Χρήστος, "αν κάποιος απ' τους τρεις μας είχε ένα λαμπρό μέλλον, ήταν αυτός. Οπότε, είναι λογικό, είναι λογικό, είναι λογικό..."
Ο κύριος Στραντόρης χαμογέλασε λυπημένα με την ανάμνηση του νευρικού τικ του παλιού του φίλου. Από τότε που έχασαν το Θωμά, ο Χρήστος είχε την τάση να επαναλαμβάνει τις τελευταίες του λέξεις σε μια πρόταση, με ένταση που έσβηνε σταδιακά ως τη σιωπή. Ένας γνωστός τους, ηχολήπτης, είχε πει πως δεν είχε καταφέρει να κάνει πιο ωραίο fade out στη ζωή του -ακόμα και ο Χρήστος είχε γελάσει "με τα χάλια του" όπως έλεγε και το γέλιο του σταματούσε δυνατό και ωραίο, χωρίς να σβήνει.
Το χαμόγελο του κυρίου Στραντόρη έσβησε αργά και αδειάζοντας στον αέρα μπαγιάτικη χαρά. Θυμήθηκε τον εαυτό του να ορμά στο δωμάτιο της εντατικής και να αντικρύζει έναν αιμόφυρτο Χρήστο με τη γυναίκα του από πάνω του. "Είχε πάει επίσκεψη στο Θωμά" του είπε η Έλενα μέσα σε λυγμούς "και είχε πιεί και σκόνταψε και έπεσε μπροστά στο φορτηγό". Ο κύριος Στραντόρης κοίταξε τον Χρήστο και κατάλαβε και χαμογέλασε και λιποθύμησε. Όταν τον συνέφεραν πρόλαβε τον Χρήστο ξύπνιο να κρατάει το χέρι της Έλενας και να επαναλαμβάνει το τέλος μιας πρότασης που τελείωνε "σ' αγαπάω". "Σ' αγαπάω, σ' αγαπάω, σ' αγαπάω..." ως τη σιωπή. Ο κύριος Στραντόρης πήρε αγκαλιά την Έλενα που έτρεμε από τα κλάμματα και το μόνο που κατάφερε να πει ήταν "αυτό δεν ήταν νευρικό τικ."
Ο κύριος Στραντόρης δεν ήταν ποτέ αρκετά μεγαλόψυχος άνθρωπος ώστε να μπορέσει να λυπηθεί τον εαυτό του. Λυπόταν όμως την Έλενα γιατί ήξερε πόσο πολύ αγαπούσε τον Χρήστο και πόσο ο Χρήστος αγαπούσε αυτήν. Ο κύριος Στραντόρης δεν είχε ποτέ μια Έλενα να τον αγαπάει και δεν ήταν βέβαιος αν είχε αγαπήσει ποτέ καμία και ο ίδιος. Μικρός, όταν όλα τα αγοράκια περικύκλωναν το alpha male αγοράκι που είχε κλέψει το Playboy από κάποιον περιπτερά και ξεφώνιζαν για το τι θα έκαναν σε αυτό το καλλίγραμμο θηλυκό αν ήταν εκεί -προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταλάβουν τι σήμαιναν τα λόγια τους- ο κύριος Στραντόρης καθόταν παράμερα και φανταζόταν πως θα φρόντιζε ένα όμορφο θηλυκό, πως θα το στόλιζε και πως θα το αγαπούσε. Και προσπαθούσε και αυτός ο κακόμοιρος να καταλάβει τι σημαίνει να αγαπάς. Μισό αιώνα μετά, ακόμα δεν είχε καταφέρει να απαντήσει. Γι' αυτό, λυπόταν την Έλενα που είχε χάσει τον Χρήστο, γιατί είχε καταλήξει πως καλύτερα να μη βρεις αυτό που ψάχνεις, παρά να το βρεις και να το χάσεις. Και της έκανε παρέα και έβγαιναν μαζί και επισκέπτονταν μαζί τον Χρήστο και τον Θωμά και ο κύριος Στραντόρης ήταν πάντα στο πλάι της Έλενας όταν αυτή τον χρειαζόταν και την φρόντιζε όσο μπορούσε γιατί ήταν το κοντινότερο πράγμα στην αγάπη που μπορούσε να σκεφτεί. Μετά, η Έλενα ξαναπαντρεύτηκε και έκανε ένα κοριτσάκι και ήταν ευτυχισμένη και ο κύριος Στραντόρης έκατσε και σκέφτηκε πως αυτός ήταν μονάχα μια ανάμνηση των κακών ημερών γι' αυτήν και ιπποτικά και (όσο) μεγαλόψυχα, άφησε και το τελευταίο πράγμα που έφερνε σε Νόημα να φύγει.
Ο κύριος Στραντόρης γύρισε αργά το κεφάλι του γύρω-γύρω και σαν χελώνα με το πάπλωμα για καβούκι, κοίταξε το δωμάτιο. Φαντάστηκε τον εαυτό του να κινείται εκεί μέσα, να ανοίγει τη ντουλάπα, να στρώνει το χαλάκι, να κλείνει το φως. Μετά, αντικατέστησε το είδωλό του με αυτό ενός αγνώστου που έκανε τα ίδια πράγματα. Εντόπισε τη διαφορά ανάμεσα στις εικόνες: ο άγνωστος μπορεί και να έκανε ό,τι έκανε χαμογελώντας. Ιπποτικά σκέφτηκε την αρχαία Ελληνική θεωρία περί ευτυχίας, δε θυμόταν ποιανού φιλόσοφου, που έλεγε πως δίκαιο είναι αυτό που συμβάλλει στο μεγαλύτερο δυνατό άθροισμα της ευτυχίας. Ήταν δίκαιο να θυσιάσει κάτι δικό του που θα έκανε κάποιον άλλο χαρούμενο, ήταν δίκαιο να έχει κάποιος περισσότερα από αυτόν αν αυτός ο άλλος θα ευτυχούσε έτσι περισσότερο απ' ότι αν οι ρόλοι ήταν ανάποδα. Ο κύριος Στραντόρης υπήρξε ανέκαθεν καλός άνθρωπος, ίσως και από συνήθεια, ποιος ξέρει, μα δε μπορούσε καμία χαρά να αντλήσει απ' αυτή του την καλωσύνη. Κατάλαβε τώρα τι ήταν αυτό το περίεργο προαίσθημα που είχε, το λίγο κακό, το λίγο ανακουφιστικό και λιγότερο αμυδρό πλέον. Χαμογελώντας ικανοποιημένος, ύψωσε λίγο τον δείκτη του δεξιού του χεριού και είπε με βραχνή από την αχρησία φωνή, "Δικαιοσύνη!"
Ο κύριος Στραντόρης κατά βάθος ήθελε τα πράγματα να ήταν λιγάκι διαφορετικά εξ αρχής, γι' αυτό του φάνταζε έτσι κακή η κατάληξη. Από την άλλη, ήταν ανακουφισμένος που εν τέλει, θα φαινόταν και αυτός χρήσιμος στο κοσμικό σύνολο, προσθέτοντας ένα λιθαράκι στην οικουμενική Δικαιοσύνη -και ποιος ξέρει, ίσως και στην ευτυχία αν νοίκιαζαν το διαμερισματάκι του φθηνά σε τίποτα φοιτητές. Ο κύριος Στραντόρης υπήρξε ανέκαθεν καλός άνθρωπος και κλείνοντας τα μάτια του, ευχήθηκε ό,τι καλό είχε μέσα του, να βρει το δρόμο του σε κάποιον άλλον, που θα τον έκανε ευτυχέστερο -και ό,τι κακό, ας έμενε για πάντα μαζί του κάτω απ' το πάπλωμα. Και σα να φυσούσε ένα κερί για κάθε ευχή, τα φωτάκια κάτω απ' τα σφαλιστά του βλέφαρα, σταμάτησαν να φωτίζουν το δωματιάκι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου