Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009
The Describer.
Ι.
Ο χρόνος είναι Νύχτα κι ο τόπος Ομόνοια. Ή Εξάρχεια. Μπορεί και Αίγιο, μπορεί και Ρόττερνταμ, δεν έχει σημασία. Βρέχει και είναι ακόμα η εποχή που στέκομαι κάτω απ' τα υπόστεγα, που είμαι ακόμα κατά 75% ζάχαρη και κολλαγόνο, μια μαυροντυμένη χερσαία τσούχτρα που δεν έχει λερώσει ακόμα τα σωθικά -ήταν άλλωστε και η εποχή που δεν είχα ακόμη δοκιμάσει εκείνη την πρώτη τζούρα από το Muratti της Αθηνάς στην Κηφισσίας κάποια Μεγάλη Πέμπτη.
Έρχεται και στέκεται δίπλα μου, με το ανάκατο μαλλί του, τα μπανάλ του μάτια και την απουσία οποιασδήποτε οσμής, αρώματος, ιδρώτα ή ρούχων. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και μου χάρισε έναν πρόλογο για την συνειδητοποίηση της μοναξιάς που, έτσι κι αλλιώς, είχα για δική μου.
-Φίλε, έχεις φωτιά;
-Όχι, με συγχωρείτε, δεν καπνίζω.
-Την καλύτερη δουλειά κάνεις.
Δε μιλάω. Αυτή τη στιχομυθία που μόλις πληρώσαμε, την έχω κάνει εκατοντάδες φορές.
Γυρνά και με κοιτά.
-Κωλόκαιρος ε.
-Ωραία είναι να γίνεται που και που...
-Ναι, αλλά μας έχει γαμήσει. 'Δω κοντά μένεις;
-Μπα, στου διαόλου το κέρατο από δω.
-Μμμ.
Μια άσχημη κοπέλα περνάει από μπροστά μας καπνίζοντας.
Τέσσερα μάτια πέφτουν πάνω της και αναπηδούν γρήγορα στο περίπτερο, στις λακούβες, στα αυτοκίνητα, στις λάμπες, στις βιτρίνες, κάτω.
Μια όμορφη κοπέλα περνά και τα ίδια μάτια σφηνώνονται πάνω στη μαλακή της μορφή.
-Κοπελιά, μήπως έχεις φωτιά;
Χαμογελάω.
Έρχεται και αυτή και κάθεται μαζί μας κάτω από το υπόστεγο.
-Δεν καπνίζεις εσύ;
-Όχι, δεν έχω καν δοκιμάσει.
-Καλά κάνεις, μη δοκιμάσεις ποτέ.
Σκέφτομαι πως ό,τι γουστάρω θα κάνω και της χαμογελάω αδιάφορα.
Ο αναμαλλιασμένος συνυποστεγίτης εκπνέει.
-Φοιτητές είστε και οι δύο ε;
-Ναι.
-Ναι.
-Τυχεροί. Μου λείπει το φοιτητιλίκι.
-Χεχ, αγορά εργασίας και τα ρέστα εσείς;
-Γάμησε τα...
-Τι δουλειά κάνετε;
-Είμαι περιγράφος.
Τον κοιτάω.
Η κοπέλα τον κοιτά εκσταστιασμένη.
-Ουάο...
-Δεν το 'χω ξανακούσει αυτό, λέω κοιτάζοντας μια αυτήν και μια εκείνον.
-Ούτε εγώ, απαντά εξίσου εκστασιασμένη η κοπέλα.
Εκείνος δε μιλάει. Εγώ τρώω μια Smint και θυμάμαι πως στον κόσμο υπάρχουν διάφορων ειδών σαλεμένοι και πως θα 'πρεπε να λέω και 'φχαριστώ.
ΙΙ.
Μισή ώρα μετά καθόμαστε φάτσα με φάτσα σε κάποιο καφέ-μπαρ. Μου μιλάει για διάφορα βαρετά πράγματα, για τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, το σεξ, την ανθρωπότητα κι εμένα.
-Ο βασικός περιορισμός του μέσου ανθρώπου, λέει, αναφορικά με το κεφάλι του, είναι πως σπάνια δύναται να συνδυάσει όλα τα επιμέρους στοιχεία του περιβάλλοντός του με έναν τρόπο που θα μπορέσει να ταυτοποιηθεί με έναν όρο, ή έστω, μια περιγραφή. Ενώ κατά συνθήκη οποιοσδήποτε μπορεί να αντιληφθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάθε εξωγενές ερέθισμα ή δεδομένο, σπάνια έχει τον τρόπο και τη μέθοδο να το υπαγορεύσει στον εαυτό του -και κάτι που δε δηλώνεται, είναι κάτι που δεν υπάρχει.
-Κάτι σαν χάρτης;
-Κάτι σαν πνευματικό ληξιαρχείο. Βέβαια, τα περισσότερα πράγματα, οδηγούν το ένα στο άλλο και καθώς το ανθρώπινο μυαλό έχει την τάση να σκέφτεται βάσει αίτιου και αιτιατού, είναι πολύ δύσκολο να αυτοτεκμηριώσει κανείς τις εκτιμήσεις του, πόσο μάλλον αν υπάρχει κάτι το οποίο φαινομενικά αντιτίθεται σε αυτές -το λεγόμενο "δίλημμα" είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας κακής υπόθεσης, πως υπάρχουν δύο διαφορετικά ενδεχόμενα ή επιλογές για ένα θέμα. Μα στην πραγματικότητα, αν είχαμε φτιάξει σωστά το υπόλοιπο παζλ, θα ξέραμε πως μόνο ένα και μοναδικό κομμάτι ταιριάζει εκεί.
-Αλλά αυτό προϋποθέτει...
-...πως υπάρχει ένα παζλ, σωστά;
-Ακριβώς.
-Το παζλ το φτιάχνουμε εμείς, εν αγνοία μας ή όχι. Ο συνηθέστερος τρόπος είναι ο ακούσιος, υποσυνείδητες επιθυμίες, ευχές, αίσθηση δικαίου. Υπάρχει ένας τρόπος να συνδυαστούν όλα αυτά για τον καθένα.
-Και εσύ το 'χεις κάνει;
-Βεβαίως. Το δικό μου παζλ είναι το λυσάρι των άλλων.
-Νόμιζα πως αυτό υπάγεται στον κλάδο της ψυχολογίας.
-Ενδέχεται. Μα εγώ δεν είμαι ψυχολόγος, είμαι περιγράφος. Δεν προτείνω λύσεις ούτε θέτω ερωτήματα προς απάντηση -και δε με νοιάζει αν θα σωθεί κανείς. Υποθέτω πως γι' αυτό δεν έχω μισθό ψυχολόγου...
-Και τι κάνεις;
-Προσφέρω ακριβείς ή/και περιεκτικές περιγραφές για οποιοδήποτε θέμα μου ζητηθεί.
-Ωραία, περίγραψέ μου τον εαυτό σου.
Μου χαμογελά.
-Συναρτήσει τίνος;
ΙΙΙ.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στέκω κοιτάζοντας τους καρπούς μου.
Χοντρές στάλες σκουρόχρωμου αίματος στάζουν γρήγορα στο παρκέ από πεύκο.
Ζαρωμένες σταγόνες δακρύων κυλούν απ' τα μάτια μου.
Με κοιτά κάτω από τα λευκά του φρύδια.
Στα σταχτιά του γένεια, χρυσές σταγόνες κονιάκ.
-Πονάει αυτό;
-Δε φαντάζεσαι.
-Πράγματι. Σε ρωτάω.
-Ναι. Πονάει.
-Πως πονάει;
Τον κοιτάζω και για λίγες στιγμές η απορία πνίγει καθετί άλλο.
Ανακούφισης τέρμα, του γυρίζω αηδιασμένος την πλάτη.
-Σάλτα γαμήσου.
-Πονάει σαν να προσπαθεί να βγει ό,τι αγαπούσες στον κόσμο από το στέρνο σου και εσύ προσπαθείς να το κρατήσεις; Σαν να εύχεσαι να σ' αγαπούσε ο θεός τόσο ώστε το αίμα σου να μην έτρεχε; Είναι αδικία ή τύψεις που σε πονάνε;
-Βούλωσέ το λέμε.
Πίνει μια γουλιά.
-Μήπως είναι...
-Η απώλεια είναι, εντάξει; Η απώλεια. Θα σκάσεις τώρα;
-Και γιατί πονάει η απώλεια;
-Ε;
-Γιατί πονάει η απώλεια;
-Τι γιατί πονάει η απώλεια, αυτό κάνει. Απώλεια είναι.
-Ναι αλλά γιατί πονάει.
-Γιατί εύχομαι να είχαν πάει τα πράγματα αλλιώς.
-Γιατί;
-Γιατί τότε δε θα 'χα φτάσει εδώ.
-Άρα πονάς επειδή έφτασες εδώ.
-Όχι, έφτασα εδώ επειδή πονάω.
-Και γιατί πονάς;
-Άντε γαμήσου μωρέ μαλάκα.
Αρχίζω και ζαλίζομαι. Τα δάχτυλά μου παγώνουν.
-Μοιάζεις σαν αυτές τις φωτογραφίες...
-Ε;
-...αυτές τις φωτογραφίες που δείχνουν τη σταγόνα που μόλις έχει πέσει στο νερό...
-Τι λες μωρέ;
-...ξέρεις, αυτές που δείχνουν την απότομη εκτόπιση, που είναι το νερό υψωμένο στον αέρα.
Τον κοιτάω και με πνίγουν λυγμοί.
-Έτσι μοιάζεις. Μόνο που εσύ εκφύεσαι από το έδαφος. Και είναι λες και έσταξε στο χώμα ζωή και εσύ είσαι το αποτέλεσμα μιας απότομης εκτόπισης.
-Και τι είναι το έδαφος;
-Λύτρωση βέβαια.
Δεν καταλαβαίνω πότε βρίσκομαι στο πάτωμα ή αν οι προσπάθειές μου να κινήσω τα πόδια μου έχουν αποτέλεσμα. Αλλά σίγουρα κλαίω ακόμα και ακούω τη μεθυσμένη του φωνή.
-Επιστρέφεις τώρα πίσω και αρχίζεις να εκπτύσσεσαι, σε αργούς, ήρεμους κύκλους. Η ζωή χρωματίζει ακόμα τα κέντρα τους και είναι ακόμα τρομαγμένη από την πτώση της, αλλά θα ηρεμήσεις και 'συ.
-Αυτό είναι κλεμμένο.
-Όλα κλεμμένα είναι, μα που αναφέρεσαι;
-Warte nur, bald ruhest du auch. Είναι του Goethe.
-Ας είναι, έχουμε δίκιο.
Τα δάκρυα τα στεγνώνει ο οίκτος μου.
-Εσύ δε θα το έκανες ποτέ αυτό που έκανα ε;
-Όχι, όχι ακόμα. Όχι, ποτέ.
-Γιατί;
-Γιατί για τον εαυτό μου, θέλω πλήρεις περιγραφές.
-Μα ήταν πλήρης. Η σταγόνα, το εκτόπισμα...
Γελάω χλευαστικά, θέλω να μου φαίνονται όλα ένα μάτσο αμπελοφιλοσοφίες.
-Υπάρχει κάτι το απερίγραπτο.
-Ποιο;
-Δεν ξέρω από που έσταξα.
Τα βλέφαρα βαραίνουν.
-Ναι, αυτό δεν μπορώ ακόμα να...
Οι θόρυβοι μπλέκονται με τα φώτα.
-Αλλά που θα μου πάει...
Μια τελευταία τζούρα οξυγόνο.
-...κάποτε...
Εκπνέω.
-Θα το περιγράψω κι αυτό.
Ετικέτες
Αφηγήσεις
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
θα περιμένω να την ακούσω αυτήν την περιγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήII. .....περΙγραψέ μου τον εαυτό σου....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τα άλλα εντυπωσιακό αλλά είσαι άρρωστος.
Ευχαριστώ αμφότερους, τον καθένα με την αντίστοιχα φωτισμένη πλευρά της λέξης. =)
ΑπάντησηΔιαγραφήείσαι χωμένος στα σκατάαα..
ΑπάντησηΔιαγραφή