11 το βράδυ, σπίτι του Ιβάν.
Δεν είναι κανείς νηφάλιος, μάτι βατράχι, μπύρες παντού.
Θες να βγάλεις το κινητό να ειδοποιήσεις ότι ζεις, αλλά το κινητό έχει κάμερα και κάτι μέσα σου σού λέει πως καλό είναι να μην εμφανιστεί τέτοια παράμετρος στην ιστορία.
Δεν είναι κανείς νηφάλιος, έξω τα σύννεφα την έχουν δει υδρορροές, οπότε τι να κάνεις, πίνεις και ακούς τον Ιβάν.
"Με τον πατριό μου δεν έχω πολλά-πολλά" σου λέει. "Λέμε κανένα γεια, ξέρεις, ίσα-ίσα για να μη γαμηθούμε στις μαχαιριές". Ωραία. Πολύ καλά. "Εγώ ξεσκάτιζα τον αδερφό μου, δε μου αρέσουν εμένα αυτά". Και σε ποιον αρέσουν;
Ο Ιβάν είναι από μια πόλη της Κριμαίας. Ήξερα και μια κοπέλα κάποτε από εκεί με την οποία μοιράζονται ακριβώς την ίδια αίσθηση ταυτότητας: "Όταν γεννήθηκα εγώ, Ρωσία ήταν" μου 'χε πει εκείνη. Εγώ τον Ιβάν τον γνώρισα Ουκρανό, πλέον είναι Ρώσος. Ο ίδιος λέει πως είναι 1000% Ρώσος και πως "μια μέρα ήρθανε και μας είπανε ότι τώρα είστε Ουκρανοί και άμα θέλετε τα σπίτια σας, θα πάρετε Ουκρανικά διαβατήρια." Η άποψη του Ιβάν για τους Ουκρανούς συνοψίζεται στο "άνετα έπαιρνα ένα καλάσνικοφ και γάζωνα Ουκρανούς χύμα". Οπότε και αποφασίζω να ξεχάσω τη γεωγραφία που έμαθα και να ακούω τον Ιβάν.
"Αύριο Σάββατο, θα πάω απ' τη γιαγιά μου να φάω. Θα είναι εκεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Παγοδρομιών". Έχω μια γουλιά μπύρας στο στόμα, προσπαθώ πάρα πολύ να μη τη φτύσω, την καταπίνω, το νευρικό γέλιο κρατάει κάνα πεντάλεπτο. Μόλις έχω βρει λίγο την ανάσα μου, ο Ιβάν συμπληρώνει "ναι, πηδιέται με τη γιαγιά μου αυτός." Το νευρικό δεν ξαναφεύγει ποτέ στ' αλήθεια όλη την υπόλοιπη νύχτα.
Ο Ιβάν έχει έναν εξωτερικό σκληρό συνδεδεμένο με μια 20άρα τηλεόραση. Όλη νύχτα ακούμε Cherouvim, Holymen και Kindzadza. Είναι από τις νύχτες που θυμάσαι τον εαυτό σου 10 χρονών και ντρέπεσαι γι' αυτά που ετοίμαζες σε αυτό το παιδάκι. "Τώρα θα σου δείξω φωτογραφίες απ' τη ζωή μου" σου λέει ο Ιβάν και ξέρεις ότι αν πρέπει να φανείς εγκρατής στη ζωή σου μία φορά, αυτή θα είναι στα επόμενα 20 δευτερόλεπτα. Προετοιμάζεσαι όπως-όπως και λες απλώς "βεβαίως".
Η πρώτη φωτογραφία είναι ο Ιβάν έφηβος, μαλλί φράχτης, γυαλί σαν σουτιέν μαύρο τεντωμένο, σπυράκια στη μάπα, χρυσή αλυσίδα (την πούλησε και πήρε ένα φτιαγμένο GLX) και το ίδιο βλέμμα από τότε. "Πόσο είσαι εδώ" ρωτάς. "Το 2008, ωραίες εποχές, κόκες, γκόμενες, λεφτά. Μετά στείλανε τον θείο μου Κορυδαλλό και έχασα τα καλά κονέ". Ωραία. Πολύ καλά. Κιλά; "Κοντέηνερ."
"Εδώ είναι η βίλα της γιαγιάς μου στην Κριμαία". Το νευρικό αναδύεται πάλι γιατί θυμάσαι τον πρόεδρο των παγοδρομιών. Η βίλα έχει ιδιωτικό parking από το οποίο περπατάς κάνα 200άρι μέτρα μέσα από πετρόκτιστο κήπο με μια πισίνα για koi και χρυσόψαρα. Η κανονική πισίνα είναι στον πίσω κήπο. Έχει 2 κουζίνες, μία στο υπόγειο, μία στον όροφο. Κάθε πλάκα ανάμεσα στους ορόφους είναι πενταπλή και "άμα ρίξει βόμβα το αεροπλάνο, από εκεί δεν περνάει, επίτηδες το 'χε κάνει έτσι η γιαγιά, καταφύγιο. Είμαστε τρελοί εμείς οι Ρώσοι. Τα σχέδια είναι κλεμμένα από έναν Έλληνα καλλιτέχνη. Όχι καλλιτέχνη, σχεδιαστή, γλύπτη. Όχι, το άλλο." "Αρχιτέκτονα;" "Ναι μπράβο". Βλέπω φώτο της γιαγιάς ενώ ακούω psytrance. "Και γιατί δεν πας να μείνεις εκεί ρε Ιβάν;" "Γιατί δεν αντέχεται η κωλόγρια". Τον καταλαβαίνω.
Επόμενος φάκελος, ο Ιβάν στο παγοδρόμιο, πέδιλα και απ' όλα. Με πιάνει βήχας απ' το γέλιο.
"Και που τα έβγαλε η γιαγιά τόσα λεφτά ρε μαλάκα;" ρωτάς γιατί έχεις κολλήσει φυσικά με την βίλα.
"Πουστιές εδώ στην Ελλάδα, μάζεψε λεφτά και γύρισε." "Τι πουστιές; Ενδιαφέρομαι."
"Ε απ τα στριπτίζ και τα κονσομασιόν, δεν είναι για μας αυτά".
Δε μιλάς, τι να πεις, όπως η Κριμαία, έτσι και ο σεξισμός έχει παράξενα σύνορα.
"Αυτός είναι ο Γιούρι." Δε θέλω να ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου τον Γιούρι, ας μείνουμε εκεί.
Πας να αλλάξεις θέμα. Παίζουν τρεις πίνακες στο δωμάτιο: δύο με κάτι γκόμενες με ζαρτιέρες και κορσέδες και ένας με κάτι καταρράκτες. Η μάνα του Ιβάν είναι καλλιτέχνις. Όχι αρχιτέκτονας, ζωγράφος. "Αυτόν τον πίνακα με τους καταρράκτες η μάνα σου τον έκανε;" "Ναι, και τους τρεις. Είχα κι άλλον έναν γαμάτο με μια γκόμενα που χόρευε, πολύ ζωντανό αλλά μου τον πήρε. Πρέπει να της τον ζητήσω πίσω, έχω τρελαθεί. Μιλάμε σαν φωτογραφία, υπέρ ρεαλιστικό". Γνέφω, δεν διορθώνω, γνέφω μόνο.
Περνάμε μια περίοδο σιωπής ακούγοντας πράγματα που στα βαθιά 90s θα βγαίνανε στις ειδήσεις των 8.30 με φωτογραφίες αιματοβαμμένων υπογείων και χημικών που χρειάζεται απλώς να τα κοιτάξεις λίγη ώρα μέχρι να σε πιάσουν. Ο Ιβάν σπάει τη σιωπή με κάτι που με συγκινεί βαθύτατα:
"Δεν υπάρχει καλό και κακό ρε μαλάκα."
Τον κοιτάω. Περιμένω. Θα μάθω κάτι όπου να 'ναι.
"Δηλαδή Ιβάν;"
"Αυτό. Αυτό που κάνεις εσύ και λες ότι είναι καλό, για κάποιον άλλο είναι κακό. Ή μπορεί να είναι αυτονόητο για εκείνον. Και εσύ να νομίζεις ότι σου χρωστάει, κατάλαβες; Και αυτός να μη στο ξεπληρώσει και εσύ να νομίζεις ότι είναι μουνόπανο αλλά αυτός να νομίζει ότι είναι καλός. Κατάλαβες;"
"Έχεις δίκιο. Αλλά μπορείς να προσπαθείς να είσαι δίκαιος."
"Άμα σκέφτεσαι πολύ τη δικαιοσύνη τρελαίνεσαι."
Θυμάμαι τον πρόεδρο παγοδρομιών και με ξαναπιάνει νευρικό.
"Τρελαίνεσαι μαλάκα" επαναλαμβάνει βλοσυρά ο Ιβάν και δε μπορώ να αναπνεύσω απ' τα γέλια.
Γυρνάμε το playlist σε ρώσικο gangsta rap. Ο Ιβάν μου απαριθμεί όλα τα οχήματά του.
"...και πριν από το GLX που 'χες ανέβει, είχα ένα 600άρι Honda σιαρκάτι, δίχρονο. Απαγορεύτηκε αυτό γιατί είχε κόψει πολλά λαρύγγια από την απότομη επιτάχυνση." Πρέπει να φύγω. "Όσο του δινες, τόσο έδινε, καληνύχτα. Και το γκάζι μέχρι τη μέση, το 'χα πάει 160 χιλιόμετρα στην πίσω ρόδα, σούζα, καληνύχτα."
Πάω για κατούρημα για 8η φορά, προσπαθώ να πετύχω τα skidmarks των παράγωγων του Ιβάν (boys will know) αλλά παίζει να είναι εκεί περισσότερα χρόνια απ' όσα πίστευα. Βγαίνω.
"Πάμε να φάμε τίποτα και να σε γυρίσω" μου λέει.
"Θα σκοτωθούμε στο δρόμο;" ρωτάω.
"Αφού είμαι οδηγάρα ρε και το εργαλείο τραβάει!"
"Ιβάν, έχω ακόμα πράγματα να κάνω. Έχεις καλοκαιρινά λάστιχα. Έχει βρέξει. Δε θέλω να πεθάνω."
"Μην αγχώνεσαι. Δεν είδες παρκάρισμα πριν;"
"Το άφησες μέσα στη μέση του δρόμου."
"Δε γράφουν εδώ. Είναι δίπλα το μπατσικό. Στη φωλιά του λύκου κάνεις ό,τι θες. Αφού είναι στη φωλιά του."
Παραδόξως ο Ιβάν νομίζει πως αυτά που κάνει στο δρόμο είναι extreme. Ευτυχώς, δεν είναι. Κάποια στιγμή κάνει μια "σφήνα" στην δεξιά λωρίδα, ο τύπος στα δεξιά ήταν περίπου 100 μέτρα πίσω. "Τα κάνεις εσύ αυτά όταν οδηγείς;" με ρωτάει. "Όχι ρε, χέζομαι εγώ με τέτοια" του λέω γιατί οτιδήποτε άλλο θα ακουγόταν ως "άσε ρε γατάκι, πάτα το κι άλλο μέχρι να γίνουμε ένα με τη λαμαρίνα".
Φτάνουμε στο 24ωρο χοντογκάδικο. Η τύπισσα με κοιτάει, τα καταλαβαίνει όλα, χαζογελάει μόνη της. Δε το παίρνω προσωπικά, ίσα-ίσα έτσι όπως γελάει θυμάμαι τις παγοδρομίες και με πιάνει νευρικό μόνο μου μέσα στο μαγαζί. Μου τα δίνει, φεύγω.
"Δεν έβαλες τίποτα στις πατάτες;"
"Της είπα μαγιονέζα, μάλλον δεν άκουσε."
"ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ; ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ;"
Βγαίνει από το αμάξι. Μπαίνει στο μαγαζί.
Τον βλέπω να λέει κάτι δείχνοντας τις πατάτες.
Η υπάλληλος ανασηκώνει τους ώμους και πιάνει τη μαγιονέζα.
Πριν προλάβει να βάλει, βλέπω τον Ιβάν να κοπανάει το χέρι του στις πατάτες.
Πατάτες παντού. Εγώ κοιτάω μέσα από το αμάξι με το χοτ ντογκ στο χέρι.
Η τύπισσα αρχίζει να φωνάζει. Σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω αν εμφανιστεί κάνας μπράβος.
Πριν καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, εμφανίζεται η δεύτερη υπάλληλος με ένα φρέσκο κουτί πατάτες με μαγιονέζα. Εύχομαι να μη το λιώσει και αυτό ο Ιβάν, γιατί δε μου αρέσουν τα κρατητήρια και μου αρέσουν οι πατάτες με μαγιονέζα. Ο Ιβάν το παίρνει, μιλάει λίγο με την υπάλληλο, γελάνε λίγο και οι δύο, εγώ παραδίνομαι μέσα μου, έρχεται.
"Έτσι θέλουν τα αρχίδια, μάθημα. Αλλιώς δε γίνονται άνθρωποι ποτέ."
"Τι της είπες;"
"Άσε τι της είπα, πάρε πατάτες. Ω ρε πούστη καίνε, φταίω εγώ τώρα να πάω μέσα να τη γαμήσω;"
Τρώμε, οδηγεί.
"Άσε με εδώ."
"Εδώ μένεις;"
"Ναι, ένα τετράγωνο δίπλα." Στην πραγματικότητα, θέλω κάνα τέταρτο περπάτημα στη βροχή.
"Ωραίος, μιλάμε."
"Ευχαριστώ για όλα Ιβάν. Να προσέχεις."
"Δεν έχω ανάγκη εγώ."
Κατεβαίνω, δυναμώνει τα μπίτια, φεύγει με σπινιές γαμιώντας.
Συγκινούμαι που πήγαινε σιγά για εμένα και ξεκινάω να περπατάω στη βροχή.
Λίγο πριν φτάσω, θυμάμαι τις παγοδρομίες και με πιάνει πάλι νευρικό.