Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008
The fall of Imrryr.
Το κοκκινωπό φως της φλόγας έπεφτε με αγάπη επάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Μιλούσε με ασημιές λέξεις και χαμογελούσε με πορφυρές κορδέλες και η φωτιά τον αγαπούσε και ο ουρανός τον θυμόταν.
"...και ήταν όμορφη εκείνη η πόλη, όμορφη με έναν τρόπο που δε μπορούμε πια να μάθουμε παρά μόνο να τον θυμόμαστε. Ήταν γεμάτη ψηλούς πύργους, λεπτούς σαν σπαθιά από αλάβαστρο, λευκούς σαν άγρια πορσελάνη και πάνω στα χρυσά τους παράθυρα ο ήλιος θάμπωνε με κάθε αυγή. Οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με ασημιά πέτρα που λαμπύριζε τη νύχτα και με τις βροχές φαινόταν σαν ποταμός από λιωμένα όνειρα. Αρχαία δέντρα τύλιγαν τους πύργους και τα κλαδιά τους σχημάτιζαν αψίδες πάνω από τα φαρδιά σταυροδρόμια και χιλιάδες πουλιά ζούσαν στο πυκνό τους φύλλωμα. Σαν κέντημα ήταν η πόλη, σαν το όνειρο μιας μούσας, σαν να χτίστηκε όχι από χέρια μα από νότες ή σαν να ζωντάνεψε από κάποια ζωγραφιά.
Μα μια μέρα ο ήλιος ανέτειλε κόκκινος και μαύροι στρατοί στήθηκαν έξω από τα σκαλιστά τείχη της πόλης. Η πρώτη βολή από έναν καταπέλτη έκοψε στη μέση έναν πύργο από τριανταφυλλένια τούβλα και κρυστάλλινα κάγκελα. Έγειρε αργά, σαν μικρό ραγισμένο δεντράκι και ύστερα έπεσε στο δρόμο που γέμισε συντρίμμια. Πορφυρό αίμα κυλούσε στα ασημοστρωμένα σοκάκια και μαύροι καπνοί τύλιγαν τα ψηλά ονειροκρεμασμένα μπαλκόνια των πύργων. Τα πουλιά πετούσαν σε μια ατέλειωτη σειρά μακρυά από την πόλη ενώ η βροχή από φωτιά δε σταματούσε. Ένας μετά τον άλλο, οι κεντητοί πύργοι της πόλης λαβώνονταν και έπεφταν, όχι σαν γκρεμισμένα κτίρια μα σαν σκισμένα τραγούδια. Τα δέντρα καίγονταν και οι μεγάλες αψίδες μαύριζαν από τον καπνό, τα χρυσά παράθυρα έλιωναν και οι άνθρωποι πέθαιναν και το γλυκό, μεγάλο Τραγούδι που ήταν η πόλη δεν υπήρχε πια. Μέσα σε μια στιγμή, χιλιάδες άνθρωποι έπαψαν να υπάρχουν, μέσα σε μια στιγμή οι αγορές γεμάτες εξωτικά φρούτα και μπαχαρικά κάηκαν και ο αέρας πήρε τη στάχτη μακρυά, μαζί με τα πουλιά -μέσα σε μια μόνο στιγμή, όλα όσα σήμαινε η πόλη, σταμάτησαν να ισχύουν.
Οι χαρτογράφοι θα την έσβηναν από τους πάπυρους, οι έμπορες θα άλλαζαν την πορεία τους και δε θα περνούσαν πια από εκεί, κανείς δε θα υπολόγιζε πια στον πλούτο της για εμπόριο και κανείς δε θα ξαναπήγαινε εκεί να θαυμάσει την ομορφιά της, πότε πια, γιατί η πόλη είχε χαθεί για πάντα."
Η φλόγα έφεγγε αδύναμη στο σκοτάδι.
Ο ουρανός κρύωνε.
"Δάκρυ είναι αυτό που βλέπω εκεί μέσα; Μην κλαις για την πόλη, αρκεί να τη θυμάσαι. Εσύ τη νοσταλγείς, μη νοσταλγείς, μόνο να θυμάσαι. Να θυμάσαι πως κάποτε ήταν όμορφη και πως οι πύργοι της στόλιζαν τον ουρανό και φώτιζαν τα σύννεφα, να είσαι δίκαιος και να θυμάσαι πως τα παιδιά γελούσαν στους ασημένιους δρόμους και πως κάτω από τις καταπράσινες αψίδες όρκοι αγάπης δόθηκαν και τηρήθηκαν. Να θυμάσαι τα πάντα, να θυμάσαι πως τα πουλιά έφυγαν μόνο όταν η πόλη έπεσε, να θυμάσαι πως ακόμα και ενώ έπεφταν, οι πύργοι ήταν πανέμορφοι και τα λιωμένα παράθυρα ήταν ακόμη χρυσά. Να είσαι τίμιος και να μη νοσταλγείς, μόνο να θυμάσαι, η πόλη κάηκε ολόκληρη και πια δεν υπάρχει, ναι, μέσα σε μια στιγμή, έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου, να τη θυμάσαι όπως θες, με αγάπη ή με θαυμασμό, με λύπη ή με παράπονο, μα μη τη νοσταλγείς, μόνο να τη θυμάσαι."
Η φωτιά έσβηνε.
Ο ουρανός δε φαινόταν.
"Ήταν όμορφη, ναι, μα να 'σαι δίκαιος: ήταν μόνο μια πόλη."
Έπιασε μια χούφτα στάχτες.
Γελώντας μου τις φύσηξε στο πρόσωπο.
Στην άλλη άκρη του μαξιλαριού, το πρωί είχε έρθει ζεστό.
Η πόλη μου βούιζε.
Ετικέτες
Αφηγήσεις
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου