Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Οργασμός

Είκοσι
καλοκαίρια τρεμοπαίζουν
Πάνω στις ασημένιες σου ακτές
Που φυλακίζουν
μιαν απάνεμη οργή
Πέντε κομψά θανατικά
Πάνω στο πάλλον μου κλειδί
Χοροστατούν
και δυναστεύουν
Δεν υπάρχει Ειρήνη
Σ' αυτή τη στιγμή
Που καταπίνει τα πάντα

Δυο σύγνεφα από χείλη
Ασφυκτιούν
υγρές ιαχές
Που φλέγουσες σιμαίνουν
Ένα μαστίγιο
που χαϊδεύει
Και πιο πολύ
πονά
Τους στόλους μου
προστάζει
Δεν υπάρχει Ειρήνη
Σ' αυτή τη σιωπή
Που το Τέλος σαλπίζει

Δεν υπάρχουν θεοί
Πίσω απ' αυτές τις κουρτίνες
Που είναι μόνο
αλήθειες
Δεν υπάρχουν αλήθειες
Μες στις στάχτες αυτές
Που είναι μόνο
ανάγκες
Είκοσι καλοκαίρια σε εκρήξεις
Πάνω σε κόκκινες λαβές
και μαύρες λέξεις
Που ειν' το αρχέγονο
Όχι
Δεν υπάρχει ο κόσμος
Τούτη 'δω τη στιγμή
Που τα πάντα
σκορπίζουν
Δεν υπάρχουν στιγμές
Σε αυτή την κουκκίδα

Που είσαι εσύ
και εγώ.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Εισαγωγικά

"Ξέρω πως είμαι μοναχά
το άθροισμα στιγμών και βλεφαρίδων
σε έναν ατέρμονο, άμυαλο μύλο βερεσέ αγορών
σημειωμένο με βαρύ μαυροκόκκινο μελάνι
σε ένα χαρτί που λεκιάζει και μπλέκει τα νούμερα.

Ξέρω πως κάποτε θα είμαι μοναχά
το μακρυνό πυροφάνι τη νύχτα μακριά απ'την ακτή
όταν καινούρια φωτιά θα έχεις βρει για να ανάψεις
μ'αυτή να ζεσταίνεσαι και γι'αυτή να χορεύεις
πα' στην άμμο που τα χνάρια μου δε φυλά.

Ξέρω πως κάποτε θα είσαι εδώ και θα λείπεις
τις καινούριες κουβέντες θα κρατάς για όταν φεύγεις
όταν το μίτο σου δε θα δένεις πια στο κρεββάτι
και αυτός που τόσο με ζέσταινε ο λαβύρινθος
παρά ένα κέντρο, θα αποκτήσει μιαν έξοδο.

Ξέρω πως είμαι μοναχά
μια παύση στο θόρυβο ανάμεσα στα αυτιά σου
και πως κάποτε, όταν μάθεις να ακούς
και γενναία τις λέξεις σου αυτές αγαπήσεις
δε θα έχεις χρόνο για παύσεις.

Ξέρω πως είμαι μοναχά
το άθροισμα παλμών και σταλαγμίτων
μα όσο μπορώ, όσο είμαι εδώ
σε αγαπάω
κι ας είμαι κάτι που ποτέ δε θα τελειώσει."

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Αγαπητέ Αθηναίε!

Σίγουρα θα έχεις και εσύ σαν εμένα το προνόμιο να διασχίζεις την όμορφη πόλη μας από την μία της άκρη ως τη μακρινή άλλη, χρησιμοποιώντας το μετρό. Σαν ψείρα στην ενδοδερμίδα ενός τενεκεδένιου τυφλοπόντικα, θα έχεις ακούσει άπειρες φορές την γλυκειά μαγνητοφωνημένη φωνή της άσημης αλλά πασίγνωστης εκφωνήτριας των σταθμών. Η φράση "Επόμενος σταθμός, Κατεχάκη. Next station, Κατεχάκη" θα έχει σίγουρα μονοπωλήσει τους θαλάμους της longterm μνήμης σου, εις βάρος του εθνικού ύμνου και του ονόματος της δεύτερης κόρης σου. Ξέρεις πολύ καλά σε ποια τσέπη να κρατάς ξεχωριστά 0,80 ευρώ και από ποια σκάλα να κατέβεις ούτως ώστε το βαγόνι σου να σταματήσει ακριβώς μπροστά στη σκάλα από την οποία θες να ανέβεις! Μπορείς να μυριστείς ελεγκτή καλύτερα και από κυνηγόσκυλο που εντοπίζει παστή σαρδέλα μέσα σε ένα λιβάδι από πετούνιες και ξέρεις ακριβώς πόση διάρκεια έχει ο προειδοποιητικός ήχος πριν το κλείσιμο της πόρτας -το κλείσιμο που σαν νέος prince of persia αποκηρύττεις ενώ πηδάς αιλούρια μέσα στο βαγόνι. Έχεις κάνει παράνομες επιτόπου στροφές στη Μεσογείων, έχεις διπλοπαρκάρει στην Αλεξάνδρας, έχεις κλωτσήσει παππού που στεκόταν αριστερά στις κυλιόμενες και κουβαλάς μαζί σου ένα ταμπελάκι που γράφει "δε θέλω χαρτομάντηλα" στις γλώσσες όλων των μειονοτήτων. Έχεις αφήσει το σεξ στη μέση και έχεις αφήσει τα παιδιά στο σχολείο -για να προλάβεις το μετρό.

Και σε βλέπω να κάθεσαι μέσα, σε έχω απέναντί μου. Μερικές φορές είσαι χοντρός, κουστουμαρισμένος και η γραβάτα σου είναι πάντα ριγέ. Άλλες φορές είσαι μακρυμάλλης και φοράς ακουστικά, τις πολλές φορές που είσαι παππούς με κοιτάς λες και φταίω εγώ που οι αντάρτες σκότωσαν τον αδερφό σου και αν τύχει να είσαι ένστολος, δεν κοιτάς ποτέ κανέναν στα μάτια. Σε κοιτάω αγαπητέ συνεπιβάτη και δεν είσαι ποτέ χαρούμενος. Σε μερικά νυχτερινά δρομολόγια, όταν δεν κρατάς σημειώσεις στο δρόμο για τη σχολή σου και έχεις 2-3 φίλους για παρέα, μπορεί να λες καμιά μαλακία και να γελάς. Πράγμα που συνήθως τσαντίζει εμένα βέβαια, γιατί η "καμιά μαλακία" γίνεται χιλιάδες μαλακίες και το "λες" γίνεται "γκαρίζεις". Συνήθως όμως βλέπω κενά πρόσωπα με μάτια που δε σκέφτονται τίποτα -ή μήπως σκέφτονται τα πάντα; Όταν το βλέμμα σου ακολουθεί οτιδήποτε κινηθεί, όπως όταν ήσουν βρέφος ή κουτάβι, το κινητό του απέναντι, τα πορτοκαλί παπούτσια στο βάθος, το κωλαράκι της απέναντι που ούτε έχεις πάρει χαμπάρι πως στέκεται εκεί και είναι μόλις 12 χρονών, το τζην του απέναντί σου -πρόσεχε, κοιτάς τον πούτσο του και αυτός κοιτάει εσένα, αλλά κανείς σας δε βλέπει τίποτα, όταν χαζεύεις τη θέα έξω από το παράθυρο που είναι απλώς μαύροι τοίχοι, τι σκέφτεσαι; Και όταν δεν είσαι ένας ή μία, αλλά εκατό, όταν είστε όλοι, χυμένοι στα καθίσματα, όλο το στυλ του βαδίσματος χαμένο και η φρεσκάδα του πρωινού ξεφτισμένη και είστε μόνο σακούλες με πόδια και τρύπες για μάτια, τι σκέφτεστε; Γεμίζετε το βαγόνι με απολογισμούς, χιλιάδες απολογισμούς, σκέφτεστε αν έπρεπε να ζητήσετε συγγνώμη, αν θα χρειαστεί να σας ζητήσουν συγγνώμη, αν κλείσατε το γκάζι, αν θα προλάβετε να κοιμηθείτε 1.24 ώρα το μεσημέρι, αν θα παραγγείλετε ή θα μαγειρέψετε, αλήθεια, παχύνατε; και αύριο ποιος πάει πάλι δουλειά, θέλετε διακοπές, όπως τότε, όχι, όχι όπως τότε γιατί τότε ήταν μαζί και η -ώπα, πάλι κοιτάτε τα βυζιά της απέναντι- επόμενος σταθμός, Κατεχάκη.

Έχει πλάκα. Είναι σαν μουσείο παραίτησης, λες και το καθήκον των ΕΚΑΜίτων στις αποβάθρες είναι να σας απαγορεύουν να μπαίνετε με μάσκες. Ο χοντρός κουστουμαρισμένος κύριος κρατάει λίγο, ξεχνάει πως χάνει τα μαλλιά του και τη θέα του πέους του μέρα με τη μέρα, ο μακρυμάλλης νεαρός τραγουδάει από μέσα του για χιλιοστή φορά τους στίχους του τραγουδιού στα ακουστικά του και ο παππούς... διάολε, ανάθεμα και αν ξέρω τι σκέφτονται οι παππούδες. Και εγώ βλέπω τη θέση μπροστά μου να αδειάζει και σκέφτομαι "θεέ μου, θεέ του μετρό, πανάγαθε τυφλοπόντικα της ρηχής μας αβύσσου, κάνε να κάτσει κάποια όμορφη κοπέλα απέναντί μου. Όχι για να της την πέσω, όχι για να της μιλήσω, ούτε καν να την κοιτάω δε χρειάζεται, απλώς να ξέρω πως υπάρχει κάτι όμορφο μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα σαπρής και αέναης θλίψης. Απλώς να ξέρω πως μέσα σε αυτή την χιλιομασημένη λάσπη φτήνιας, υπάρχει κάτι που με λίγη διάθεση θα μπορούσε να με κάνει να χαμογελάσω -και στην κοπέλα που αγαπώ αρέσει το στραβό μου χαμόγελο και η κοπέλα που αγαπώ είναι μακριά και με κάνει να ονειρεύομαι πως ταξιδεύω για να τη βρω -και μέχρι να φτάσω, έχει έρθει και η στάση μου και δε χρειάζεται να κλείνω απ' έξω τους νικημένους συνεπιβάτες μου".

Έτσι προσεύχομαι στον πανάγαθο τυφλοπόντικα και έρχεται και κάθεται απέναντί μου κάποια μετανάστρια από τις Φιλιππίνες που κέρδισε μια Πύρρειο γονιδιακή νίκη ενάντια στο νανισμό. Και είμαι ακόμα 4 στάσεις μακριά, το εισιτήριο έτοιμο για τον ελεγκτή στη δεξιά τσέπη, το MP3 Player στην εσωτερική, ο χοντρός με το κοστούμι δίπλα μου, σκουπίζει το μέτωπό του και ο παππούς, ευθεία μπροστά, κοιτώντας πάντα προς την κατεύθυνση του συρμού -ζαλίζεται αλλιώς- να μην έχει σαλέψει φρύδι.

Πως σκατά το καταφέρνει αυτό;
Ανάθεμα και αν ήξερα τι σκέφτονται οι παππούδες στο μετρό.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

And death shall have no dominion.
Dead men naked they shall be one
With the man in the wind and the west moon;
When their bones are picked clean and the clean bones gone,
They shall have stars at elbow and foot;
Though they go mad they shall be sane,
Though they sink through the sea they shall rise again;
Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion.

And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea
They lying long shall not die windily;
Twisting on racks when sinews give way,
Strapped to a wheel, yet they shall not break;
Faith in their hands shall snap in two,
And the unicorn evils run them through;
Split all ends up they shan't crack;
And death shall have no dominion.

And death shall have no dominion.
No more may gulls cry at their ears
Or waves break loud on the seashores;
Where blew a flower may a flower no more
Lift its head to the blows of the rain;
Though they be mad and dead as nails,
Heads of the characters hammer through daisies;
Break in the sun till the sun breaks down,
And death shall have no dominion.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

2008

Γιατί μετάνιωσες για τις κρυφές ευχές σου
και πήρες σοβαρά τις ενοχές σου
Γιατί δεν άντεχες καθόλου τις μικρές τις στιγμές
και χαράζεις στην παλάμη σου μεγάλες γραμμές
Δε θα χορτάσεις ποτέ από της μύγας το ξύγκι
δε θα φωνάξεις ποτέ όσο η θηλιά σου θα σφίγγει
θ' αγκαλιαστείς παντοτινά με μια ζωή αυταπάτη
γι' αυτό ρε πες μου, αφού σε ρώτησα κάτι.

Πες μου γιατί φοβάσαι το χώμα αφού εκεί κάτω θα γείρεις;
Πες μου γιατί γεννιέσαι ακόμα αφού είσαι απλά μουσαφίρης;
Πες μου γιατί είναι άδεια η αγκαλιά σου -ήταν ο όρκος φτηνός;
Πες μου γιατί παγώνει η καρδιά σου αφού σε γεμίζουν με φως;


Καλή χρονιά.