Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα SS. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα SS. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Tread like the sunset.











Δύο άνδρες συναντιούνται σε ένα μονοπάτι.

Πρώτος άνδρας: Τι έχει εκεί απ' όπου έρχεσαι;
Δεύτερος άνδρας: Λάθη και σωστά.
Πρώτος άνδρας: Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πάω.
Δεύτερος άνδρας: Γιατί αναρωτιέσαι;
Πρώτος άνδρας: Για να ξέρω τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί.

Ο δεύτερος άνδρας γνέφει και συνεχίζει το δρόμο του προς τα εκεί απ' όπου ήρθε ο πρώτος.

Πρώτος άνδρας: Περίμενε, δε θες να ξέρεις τι έχει εκεί απ' όπου έρχομαι;
Δεύτερος άνδρας: Όχι.
Πρώτος άνδρας: Γιατί όχι;
Δεύτερος άνδρας: Τι κακό υπάρχει που δε μπορεί να μου συμβεί;

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Gödel



Τα ανεπίλεκτα χρέη τους θα τα πληρώσεις εσύ
με τα μικρά ή τα μεγάλα σου λάθη.

Με αυτά θα ξεδιψάσουν τον φόβο κάθε ονείρου.

Γιατί μια άσχημη συνήθεια θα είναι πάντα πιο εύπεπτη
από μια όμορφη τροπή:

Μόνο τα γνώριμα συγχωρούμε για τη φύση τους.

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Δε νομίζω να καταλάβεις ποτέ
πόσο ασφυκτιώ εδώ μέσα
στη σκέψη πως δεν έχω για μας
τίποτε άλλο να προσμένω
παρά το καλύτερο τέλος.

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Short Story #5



Λίγα πράγματα μπόρεσε να συμπεράνει ο χωρικός από τα περίεργα ευρήματα λίγο έξω απ' τις παρυφές του δάσους.
Τα ξασπρισμένα από τα χρόνια κόκαλα ενός μεγάλου δράκου
Κι ένας χάρτης με επισημάνσεις, διεγραμμένες με κόκκινη πένα
Ήταν όλα όσα βρέθηκαν δίπλα στον νεαρό ιππότη
Με ίχνη από τα δάκρυα φανερά στο λερωμένο του πρόσωπο
Και το σπαθί στο στέρνο, έτσι όπως έπεσε πάνω στην κόψη του.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

=)



Για ό,τι δεν ήταν θύμησες
Είχε έναν λεπτοδείκτη
Ένα κουβάρι λέξεις
Και ένα χειρότερο ενδεχόμενο.

Για ό,τι δεν είχε αρχίσει
Είχε νερό και χάπια
Κάποιους κανόνες και ένα σφυρί
Και κάτι να αποκλείσει.

Για όσα δεν ήταν άγκυρες
Είχε πυξίδες και χάρτες
Τιμόνια δεμένα
Και στρώματα στ' αμπάρι.

Για όσα δεν είχαν παρόν
Να μπορεί να θυμάται
Δεν είχε μετάνοιες
Μονάχα αφορμές.

Γι' αυτό κι εγώ
Θα προσπαθήσω
Να κλείσω την πόρτα
Δίχως να κάνει ηχώ.

Μια μονόδρομη σκέψη
Ακόμα
Δυστυχώς
Δε θα κάνει διαφορά.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Immunity.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Son Of Perdition.



Answered by many, in curious sleep
Were the desolate omegas that seemed
Too replete for the vastness of our
Timeless and untimely decay
So that four horsemen alone
Could never really raze down more
Than just a heaven at a time
And in those dreams of loss and light
Echoed the many tongues of the Beneath
That which is seldom referred to as
The Eschaton of Depths
For words have grown to be
Fettered and worn out and obsolete
And it is rumoured that their faces
Have grown to be stony
Hard
Unmoving
Unconditionally dead
Not even fear distorts them
Not even pain
Nor death
And you have to admit
They took the wrong shortcut
But they did it
They actually did it
In form and in likeness.
It was thus deemed
What could the word be
Right, I presume, right is the word
Although I stray from my Path
Invariably
It was right, the time that is
For the normalization to commence
And they did remember you, you know
Yes, yes they did, they cried for you
They all believed
They all made sense of every single promise
You should have seen them
An ocean of dirty, fragile little dreams
A carpet of souls for the worm to fester
Chanting one single sound, your name
And they called for you, everyone remembered
Everyone remembered you
Silly little creatures, they
Thinking it would be mutual.
I went as far as to tell them so, you know
I told them, he does not know you
He does not remember
His gaze is not upon you
His hand is not before your hearts
You cannot hope, there is no hope
All hope abandon ye who entered Here
But they did not listen
They did however hear me
Which made it all much more pitiful to watch
And they called me names
Very bad names, inhumane almost
And they wished for you to smite me
And burn me
And do all those things they used to do to one another
No original thought whatsoever
And in the end, I asked them
"Where is your forgiveness so that you may be
FORGIVEN?"
I emphasized that
And they froze in horror
And I could hear their billion little jellies
In their heads, screaming
"He's right"
"He's right"
The children, the small ones that is
They were weeping and sobbing
And so was everybody else
Crying to me and screaming
"I'm sorry, we're sorry"
And the ocean of puppets waved their song
And chanted to this sulfur smile
"FORGIVE US"
It was an end to remember, believe me
Believe me
And it's a pity you do not recall
That such a place once existed
And so many simple little things
Tried to understand you
And I have to admit
They almost did it
They took the wrong shortcut
But they almost did it
If not as much in form
Arguably, definitely
In likeness.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Cardless.



Όταν ήταν μικρό, έπαιζε στην αλάνα με τα χώματα, τα σκουπίδια
Τις φωνές, τα αναιδή όνειρα, τους φίλους, τα σκισίματα στα γόνατα
Τους ματωμένους αγκώνες, τα σπορτέξ παπούτσια
Τη μπάλα
Κι έπαιζε πάντα άμυνα.

Χρόνια μετά, αντλεί την ίδια ηδονή στο να σπάει επιθέσεις στα σκληρά γόνατα
Και στους αγκώνες γεμάτους ξένο αίμα
Καθώς κάθε αρχή είναι μια διαδικασία
Και κάθε τέλος είναι μια επίλυση
Που καμία επίθεση δεν αναπληρώνει.

Όταν ήταν μικρό, περίμενε καρτερικά την απειλή που σίμωνε
Έμπαινε μπρος, φώναζε και γινόταν τείχος
Και έμενε ακίνητο
Όσο η χωμάτινη σκόνη στεφάνωνε αυτόν που σερνόταν.

Χρόνια μετά, περιμένει καρτερικά τις απειλές που έρχονται
Φτύνει τον τερματοφύλακα και τους επιδέσμους
Φωνάζει, γίνεται τείχος
Και καλώς να με βρεις.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Selbstfest.



Στην άκρη της κάννης δυο ήρεμα μάτια
Το χαμόγελο πράο, οι ρυτίδες σβηστές
Τα απάνεμα χείλη, σαλεύουν, ρωτάνε
-Γιατί με σκοτώνεις; -Φοβάμαι, γι' αυτό.
Αγκαλιά στη σκανδάλη, το δάχτυλο τρέμει
Στη λαβή ο ιδρώτας, στη γροθιά παγετός
Πειθώ και αγιάζι, η φωνή τραγουδά
-Μα και τι είν' ο φόβος; Φιλαράκι παλιό.

Στην άκρη της κάννης, δυο στέγες λιμάνια
Δυο σφαίρες γαλήνη, εκπνοές απαλές
Μανεκέν από σάρκα σε ακίνητο φιλμ
Τον κοιτά μες στα μάτια, πανφλεβίας ανφάς
Και στο φλόγινο χέρι οι αντλίες ουρλιάζουν
Σπαν' βαλβίδες στα νύχια και καρφιά στον καρπό
-Να φοβάσαι δεν πρέπει! -Τότε μη μ' αγαπάς.

Και στην άκρη της κάννης ανατέλλει αέρας
Και βολής συναρτήσεις ξαποσταίνουν ισχνές
Τον κοιτά καθώς κλαίει και το χώμα τρυπάει
Σαν ο θόρυβος πνίγει κάθε πάλλων λυγμό
Τα μαλλιά τους ασπρίζει κάθε επόμενη μέρα
Κάθε επόμενη λέξη που υπήρχε παλιά
Και στα γόνατα πάλι, τον ρωτά όπως πάντα
-Γιατί πάντα με αφήνεις; -Επειδή σε μισώ.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Gott strafe England.

Το μοναδικό ουσιαστικό όφελος από ένα ταξίδι τεσσάρων περίπου ωρών από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη και πίσω: ο ακόλουθος διάλογος στο λεωφορείο.

Κυρία μέσης προς μεγάλης ηλικίας, εμφανώς γαμώ τα παιδιά, πλησιάζει εικοσάχρονη μεγαλομέτοχο σε κομμωτήρια, μανικιουρίστ και εφαρμογών λοβοτομής, αμέσως αφού έχουν επιβιβαστεί στο λεωφορείο.

-Συγγνώμη κοπέλα μου, να σε ρωτήσω, πως φτάνει κανείς στο ΠΙΚΠΑ;

Το εικοσάχρονο σκέφτεται για λίγο, εμφανώς προβληματισμένο.
Αργά και διστακτικά απαντάει

-Τι να σας πω, συνήθως με τέτοια πράγματα γεννιέσαι... Ή αν χτυπήσεις... Δεν ξέρω.

Δεν ξέρω τι με κράτησε και δεν πέταξα κανένα "αφού εκεί μένεις ρε βόδι", σίγουρα πάντως δεν ήταν η ελπίδα πως θα με καταλάβαινε.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Ελευθερία.



Συνήθισες να έχεις τα πάντα και να τα αφήνεις να χαθούν
προσπαθώντας ες αεί να τα ξαναβρείς
καθώς έμενες για πάντα βολεμένη
στο Τίποτα και τον Κανέναν.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Short Story #4



"Γιατί όχι;" σκέφτηκε, λίγο πριν η απάντηση έρθει: σιωπή.
Αποτελειώθηκε με ένα χαμόγελο και ένα θηκάρι.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Short story #3



Είχε ανάγκη να βρει κάποιον με κοινό αίμα στις φλέβες του.
Τόση ανάγκη, που άρχισε να ανοίγει αδιακρίτως σώματα
ελπίζοντας να το ανακαλύψει.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Short story #2



Είδε ξανά τα μικρά ανθρωπάκια.
Με τη φτηνή μοναξιά τους και τα αστεία τους όνειρα.
Άνοιξε τρομαγμένος τα μάτια του. Συνήλθε. Συνήθισε.
Καλύτερα να ονειρεύεσαι την αλήθεια, σκέφτηκε.
Τουλάχιστον αυτή δε σου λείπει όταν ξυπνάς.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Short story #1



Κάποιος χτύπησε διστακτικά και σιγανά την πόρτα.
"Εμπρός" απάντησε εκνευρισμένος ο Θεός, αφού έβγαλε την κάννη από το στόμα του και ξανάκρυψε το όπλο στο συρτάρι.