Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Träumenblitz

Όταν μου είπες πως τα όνειρα είναι φτιαγμένα από σπασμούς
γέλασα νευρικά και σου χάιδεψα αμήχανα το χέρι
κι όταν μου είπες πως όταν ξυπνάς
για λίγα δευτερόλεπτα ακούς τον πυρήνα της γης
όπως ακούς το καρδιοχτύπι σου
όταν σου τελειώνει η ανάσα στο μακροβούτι
σε κοίταξα ανυπόμονα και σε ρώτησα
πότε θα σταματήσεις να λες χαζομάρες
και μου πες πως μες στη βροντή της γης
ακούς το τραγούδι, μόνο για μερικές στιγμές
βλέπεις τη σκόνη γύρω σου ν
α φωτίζεται
και να χορεύει στην άκρη του χρόνου
στου σκοπού αυτού την ηχώ
μα σου πα να μη με ζαλίζεις
σου είπα πως οι αποφάσεις έχουν παρθεί
ο παλμός δεν υπάρχει
το τραγούδι δεν φτάνει πια εδώ
σηκώθηκα απ' το μακροβούτι των λόγων σου
και σου πα πως αν θες σπασμούς
θα σου δώσω έναν για το τέλος
με κοίταξες κι είχες όμορφα μάτια
τα 'χα φτιάξει εγώ
δε βλεφάρισες καν
όσο εγώ έσερνα το όνειρο στο φως
δε βλεφάρισες καν
όταν άνοιξα τα μάτια μου στην κορφή του σπασμού
Χαμογέλασα θριαμβευτικά
που δεν άκουσα μήτε πυρήνα, μήτε σκοπό
Μα το τσιγάρο θα ήταν γλυκύτερο
Αν είχες, έστω, βλεφαρίσει.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

God of Pentacles.



Moments do come
When I yearn for a presence
Moments do come
When I miss
What's unremembered
And lest I forget
I watch the weather
Its inexorable thinning
And I wish there was someone
I could wait herein
Someone worth the shelter.

There's a coat hanger up north
Empty of all my unbelongings
And there's a heavy grey coat
Breathing heat in my closet
In here.

I like to run my fingers on it
I like to feel the heavy fabric
And dream of a recurrence
Of days of cold and beds of refuge
I like to toy with hollow coins
I keep "forgotten" in its pockets
And feign a hope for days of cold
When I will worm in it again.

Black leather coats for killing
Short polyester jackets
For the blend-ins
Even a corduroy for the half-life
All known to bitter-brained historians
But there's a grey coat, waiting
For the endtimes to pass
For when there will be peril and cause
And things left to lose
A grey battlesuit that's madness-proof
It calls to the failure of sunlight
And the sheperdless stars.

I look at my grey armor
And moments do come
When I yearn for a present
Someone worth the shelter
Sometimes worth a try
Moments do come
When I can't wait
To unsheathe my will
A knight between the ends
And wear my suit of sorrow.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Jamfingercog.



The ride is slow
And the road is deep
But the wheels know the Task
The relentless consumption.

Here lies no peace
In this sadist's candyshop
There's no safeword for stopping
Not even "Silence" will do.

The rain is young
And the cold is still learning
But the wind knows the End
The only thing it whispers.

Here lies no peace
This is the final automation
It's how the sun is manufactured
It's how the stars dissolve.

Your god is dead
And your children know
But the dead breathe their smile
As the memories scatter.

Here lies no peace
Chaos collapses on itself
A black hole for occurrences
That were but wider patterns.

Here lies no peace
But at least the cigarettes burn
A long white wish between the teeth
That have grown needless of any lip's embrace.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

The song was for you



but the End is mine.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

And her name was Stolichnaya.



Ανοίγω τα μάτια μου και όλα είναι πόνος.

Είμαι ανάσκελα σε ένα κρεββάτι με μπορντώ πάπλωμα και κοιτάω το εσωτερικό μιας ξύλινης στέγης με σοφίτα. Χαμηλώνω το βλέμμα μου και βλέπω την μαρτυρική μορφή που περιφέρεται στο δωμάτιο. Είναι ο Γιάννης, που κατευθύνεται σκυφτός προς μια ξύλινη καρέκλα. Χωρίς να με κοιτάει, ανοίγει το στόμα και ψιθυρίζει φωναχτά "είμαι ένα ράκος". Ανοίγω το στόμα μου για να συμφωνήσω, να του πω πως κι εγώ είμαι ένα ράκος, μα το μόνο που βγαίνει είναι ένα επιφώνημα: "πωωωω...". Προσπαθώ πάλι, προσπαθώ να τον κάνω να καταλάβει, μα και τη δεύτερη φορά με ακούω να λέω απλώς πιο δυνατά το ίδιο "πωωωω...". Συνειδητοποιώ πως αυτό αρκεί. Ο Γιάννης δε χρειάζεται να καταλάβει τίποτα, τα ξέρει ήδη. Δεν υπάρχει τίποτα να πω(ωωω...).

Μου δείχνει το πάτωμα όπου δεκάδες σοκολατάκια ΙΟΝ Noisette είναι σκορπισμένα.

-Τι κάναμε ρε μαλάκα χθες, με ρωτάει, σοκολατοπόλεμο;
-Α, σοκολατάκια, να τι ήταν αυτό το μαύρο κολλώδες πράγμα που ξερνούσα.
-Ναι αλλά γιατί είναι στο πάτωμα;
-Σε κάποια φάση νομίζω στα πετούσα.
-Α ναι, προσπαθούσες να με σκοτώσεις με σοκολατάκια.
-Γιατί;
-Δε θυμάμαι.

Μαζεύουμε τα πράγματα και φεύγουμε σαν κυνηγημένοι από το ξενοδοχείο.
Ο Γιάννης προσπαθεί να κλέψει ένα γατί με τρία καλά πόδια, το γατί δεν ψήνεται.
Φτάνουμε στο αμάξι. Η μπροστά δεξιά πλευρά του, χαμηλά στο φανάρι της ομίχλης, είναι ολόκληρη καλυμμένη με πηχτή λάσπη.

-Εντάξει, δεν έγινε καμιά μεγάλη ζημιά.

Καθαρίζουμε τη λάσπη και φεύγουμε.
Σταματάμε για καφέ και ομελέτα, τσοντάρουμε και μπύρα.

Και αρχίζουμε να θυμόμαστε.

-

22 ώρες πριν:

-Ψήνεσαι για καμιά εκδρομούλα; Κάνα Μαραθώνα να δούμε θάλασσα κι έτσι.
-Πάμε ορεινή Κορινθία.
-ΟΚ.

19 ώρες πριν:

-Καύλα είναι ε, βουνά, λαγκάδια, ομίχλη...
-Κοίτα πάνω στο βουνό που είναι μέσα στο σύννεφο.
-Ναι...
-Εκεί πάμε.
-Στη μαυρίλα, στο χάος.
-Έτσι.
-Δεν κάνει καν τον κόπο να έρθει προς τα εδώ ε, ξέρει ότι θα πάμε.

17 ώρες πριν:

-Να πάρουμε άλλο ένα κρασάκι;
-Ναι, αμέ.
-Όχι το ροζέ όμως, να πάρουμε μπουκάλι.
-Ωραία, θα πάρουμε μια στροφυλιά.

Όσο πίνουμε, τόσο σταματάμε να ελέγχουμε τις σκέψεις.
Η φιλοσοφία της γκρίνιας αυξάνεται αναλογικά με τον ενοχλητικό κόσμο.
Η μαγείρισσα την πέφτει στο Γιάννη ενώ έχουμε βγει για να καπνίσουμε.
Ο επόμενος καλεσμένος στο καπνιστήριο είναι μια χοντρή καθυστερημένη με τον άνδρα της.
Ο άνδρας της μας εξηγεί πως έκοψε το κάπνισμα όταν μια μέρα

"παίρνω ένα πακέτο το πρωί και πάω στο γραφείο. Και το μεσημέρι, πάω να ανάψω ένα τσιγάρο και είναι το πακέτο άδειο. Που πήγαν τα τσιγάρα;"

Παύση γεμάτη αγωνία.

"Τα είχα καπνίσει."

16 ώρες πριν:

Έχουμε πιει μόνο 2 μπουκάλια κρασί διαφορετικού χρώματος.
Και θέλουμε να βάλουμε κάρτα στα κινητά μας. Δεν έχουμε κάποιον να πάρουμε στ' αλήθεια, αλλά εκείνη την ώρα μας αρέσει να μη το σκεφτόμαστε αυτό.

Μπαίνουμε στο αμάξι, σταματάμε σε ένα μπακαλικάκι, τζίφος. Αλλά εκεί δίπλα έχει ένα μπαρ και ο Γιάννης το επισημαίνει. "Γυρνώντας" του λέω. Συνεχίζουμε στο επόμενο χωριό, τζίφος κι εκεί. Ο μαγαζάτωρ έχει μόνο τηλεκάρτες και το καρτοτηλέφωνο είναι κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο, το μισό χαμένο στην ομίχλη και το άλλο μισό στη βροχή. Ο μαγαζάτωρ εξηγεί τους λόγους που δεν έχει κάρτες για κινητά ενώ το κρασί είναι στο max capacity:

-Μα να τις αγοράζω πέντε ευρώ για να τις ξαναπουλάω πέντε; Και να έχω ένα στοκ διακόσα και πεντακόσα ευρώ στο συρτάρι;
-Ε ναι, ΜΑΛΑΚΑΣ ΕΙΣΤΕ;

Αυτός ήμουν εγώ. Ήταν η πρώτη από τις Μεγάλες Κουβέντες που θα ακολουθούσαν.

Γυρνάμε πίσω, παρκάρουμε έξω από το μπαρ.

-Δυο σφηνάκια και φύγαμε, έτσι;
-Ναι μωρέ, ίσα-ίσα για το cult.

15 ώρες πριν:

Το CAFE BAR ΡΟΔΟΝ στα Κάτω (;) Τρίκαλα Κορινθίας, είναι ένα θλιβερό μέρος.
Ο ιδιοκτήτης είναι ένας τύπος προς το μεσήλιξ, που κάθεται όλη νύχτα πάνω από τα πικάπια με τα ακουστικά στα αυτιά προσποιούμενος πως επιλέγει μουσική, ενώ παίζει Kiss FM ή κάτι τέτοιο, κομπλέ με διαφημίσεις τζάμπο. Ο ίδιος τύπος έχει πιει 2 ποτά από την αρχή της σεζόν. Η σερβιτόρα, είναι η Μαρία, 19 χρονών, ντόπιο στοκάδι που δεν έχει ξαναδουλέψει ποτέ σε μπαρ. Βάσει του νέου νόμου, το κάπνισμα απαγορεύεται μέσα στο μπαρ. Οι πελάτες του μαγαζιού είναι ο Γιάννης κι εγώ.

Παίρνουμε πράγματι δύο σφηνάκια βότκα.
Πίνονται σε κλάσματα.

-Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε τώρα;
-Όχι, πληρώνουμε και φεύγουμε.
-Έλα να πιούμε κάτι μωρέ και φεύγουμε.
-Καλά, τι θες;
-Ένα Black Russian, εσύ;
-Ξέρωγω, κάτι με το οποίο δε θα θέλω τσιγάρο, κάνα Bacardi Cola.

Έρχονται τα ποτά. Πίνονται κι όλας.
Παίρνω άλλο ένα, ο Γιάννης δεν έχει τελειώσει το χτυμπακάρδι του.

Κάποια στιγμή σηκώνομαι, με νεύρα, δεν ξέρω γιατί και βγαίνω έξω.
Είναι 11 τη νύχτα περίπου, στα 1000τόσα μέτρα και βρέχει.
Και στέκομαι με το κοντομάνικο στη βροχή και την ομίχλη και το τσιγάρο στο χέρι και δεν κρυώνω καθόλου.

Ο Γιάννης βγαίνει και μου λέει "έλα μέσα, είπαν ότι μπορούμε να καπνίσουμε, μας έβγαλαν τασάκι."
"ΔΕ ΘΕΛΩ!" απαντώ διαλλακτικά και ο Γιάννης ξαναμπαίνει μέσα.

Ξαναμπαίνω μέσα. Ο Γιάννης παίρνει άλλο ένα, εγώ συνεχίζω με σκέτη βότκα, δύο παγάκια, όχι λεμόνι, πως προφέρεται αυτό, στολίσναγια Μαρία, στολινασαγα, στολισναγια Μαρία, δε θα μπορέσω ποτέ να το πω, καλά δεν πειράζει, βάλε τώρα λίγο.

Πίνουμε τη βότκα, κάνουμε πως την πέφτουμε στο 19χρονο για να μάθει να δουλεύει σε μπαρ η αναίσχυντη, Μαρία γκλενφίντιχ δεκαοχτάρι έχετε, τι είναι αυτό, ρώτα τον φοβερό ιδιοκτήτη-dj, δεν είχανε, βάλε 3 σφηνάκια από το 12αρι που βλέπω εκεί, τι τρία, ΤΡΙΑ Η ΚΑΝΕΝΑ, βάζει τρία, πίνει, καίγεται, γελάμε, πλάκα έχει η Μαρία, μου θυμίζει που ήμουνα μικρός και σαλαγούσα κότες στην Εύβοια, να 'σου άλλη μια βότκα κι άλλο ένα βακάρδι, σε κάποια φάση μου λέει ο Γιάννης "στρίψε αυτό που έφερες να το κάνουμε έξω". Όχι του λέω, εδώ θα το κάνουμε, που, μέσα στο μπαρ, ναι μέσα στο μπαρ, τασάκι δε μας φέρανε; Ο Γιάννης παίρνει δύο χαρτάκια, τα κολλάει κάθετα μεταξύ τους, τον ρωτάω τι κάνει, σηκώνει τους ώμους αδιάφορα και μορφάζοντας σαν τον Κλιντ Ήστγουντ όταν του λένε πως οι Απάτσι σκότωσαν την αγαπημένη του, απλώνω 3 χαρτιά στον πάγκο, ρίχνω τον καπνό, ρίχνω και τα σημαντικότερα, "λες κι ήμασταν σε κόφισοπ στο άμστερνταμ ρε μαλάκα", το στρίβουμε το σκάμε και ξαναπιάνουμε κουβέντα με Μαρίες και DJs σα να μην τρέχει μια. Ο Γιάννης σε κάποια φάση κοπανάει τον πάγκο quotάροντας Κώστα Τσάκωνα "ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΡΕΙΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;;;", αργότερα κι ενώ κοιτάω το κενό με σκουντάει λίγο στο χέρι με τα δάχτυλά του για να μου πει κάτι κι ενώ έχει ξεκινήσει να το λέει, του λέω απειλητικά "μη μ' ακουμπάς", τον πιάνει νευρικό, με πιάνει νευρικό, έρχεται η Μαρία να μου υπενθυμίσει πως μπλέκω τα ποτά, πίνουμε άλλα 3 σφηνάκια, ο Γιάννης δεν ακούει καλά τι του λέω κι αποφασίζω να του το γράψω, σπάω έναν πλαστικό αναδευτήρα και χαράζω τη λέξη "ΦΥΤΙΛΙ" στο χέρι μου (κανείς δε θυμάται τι συζητούσαμε), επισημαίνω στο Γιάννη πως πονάει κι ο Γιάννης θέλει να δει πως είναι, έτσι χαράζω μια πεντάλφα στην πλάτη του, η Μαρία μας ρωτάει πως θα γυρίσουμε έτσι που γίναμε κωλοτρυπίδια, εγώ λέω πως εγώ είμαι λιγότερο μεθυσμένος και θα οδηγήσω εγώ, ο Γιάννης σκάει ένσταση, λέει θα το λύσουμε σε μονομαχία, τι μονομαχία ρε μουνή, λέει θα κάνουμε αυτή τη μαλακία με τους αντίχειρες, όποιος παγιδέψει τον αντίχειρα του άλλου, προφανώς σημαίνει πως είναι πιο ξεμέθυστος (αμέ) και άρα οδηγεί. Το κάνουμε, νικάω, έρχεται η Μαρία, μας λέει δε σας βάζω άλλο, της λέω βάλε 3 σφηνάκια και φύγαμε, με ρωτάει αν είμαι σίγουρος ο Γιάννης σηκώνεται πάνω και της φωνάζει

-ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΡΕΙΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ!!!
-Τι;;;
-ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;;;
-Μαρία, βάλε 3 σφηνάκια.

Η Μαρία βάζει 6 σφηνάκια Ούρσους, τα πίνουμε, πληρώνουμε κάτι λιγότερο για τα ποτά από όσα δώσαμε στο εστιατόριο που φάγαμε τον κώλο μας, ο Γιάννης πετάει 5 ευρώ μπροστά στη Μαρία για φιλοδώρημα, η Μαρία λέει όχι ρε συ, κράτα τα, ο Γιάννης λέει πάρτα, η Μαρία λέει είναι πολλά, ο Γιάννης φωνάζει ΠΑΡΤΑ, η Μαρία τα παίρνει, βγαίνουμε έξω και κάθομαι στο τιμόνι. Πρώτη φορά στο τιμόνι ξένου αμαξιού, πρώτη φορά σε τιμόνι μεθυσμένος, αλλά η ώρα είναι 2 παρά και στα χωριά της Ορεινής Κορινθίας δε κυκλοφορεί ούτε μόριο οξυγόνου τέτοια ώρα και μέρα. Εν τω μεταξύ, η ομίχλη κοντεύει να γίνει σούπα.

-Που είναι τα φώτα;
-Χέσε τα φώτα.
-Ρε μαλάκα έχει ομίχλη.
-Χέσε τα φώτα, δε τα χρειάζεσαι.

Βάζω μπροστά και ξεκινάω. Ο Γιάννης γέρνει επάνω μου με ύφος παιδεραστή που ξυπνάει σε παιδική χαρά.

-Μαλάκα, θα σε ΓΑΜΗΣΕΙ η Γαλλίδα αν της τρακάρεις τ' αμάξι μαλάκα.
-Ναι;;;
-ΘΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΑΤΙ ΠΟΥ ΣΕ ΤΡΥΠΑΕΙ ΜΑΛΑΚΑ!

Στην αρχή όλα πάνε καλά. Κάποια στιγμή, μια στροφή παίρνεται λάθος. Και λέγοντας "λάθος", εννοούμε πως δεν παίρνεται σχεδόν καθόλου. Καθ' όλη τη διάρκεια της λανθασμένης μανούβρας, ο Γιάννης, ψυχραιμότατος παρατηρεί πως "δεν το πας καλά, έτσι όπως πας δε θα σου βγει, δεν το- στο είπα." Το αμάξι, κατά τα φαινόμενα, έχει φρενάρει χιλιοστά μπροστά από το κάθετο τοίχωμα του γκρεμού. Ο Γιάννης αρχίζει να επαναλαμβάνει μια από τις διασημότερες φράσεις της βραδιάς. Είναι η ψυχραιμία που την ξεστομίζει που την κάνει τόσο αξιομνημόνευτη: "Δες που είναι ο δρόμος και που είσαι εσύ. Δες που είναι ο δρόμος *παύση* και που είσαι εσύ. Βγες να δεις, που είναι ο δρόμος και που είσαι εσύ." Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. "Μαλάκα, έλα να δεις που είναι ο δρόμος και που είσαι εσύ, έλα να δεις- φέρε τα κλειδιά μαλάκα."

Αλλάζουμε θέσεις. Δε μου αρέσει η ιδέα να πεθάνουμε χωρίς να μας σκοτώσω εγώ, αλλά είχα την ευκαιρία μου και την πέταξα. Ο Γιάννης δε την πετά, μας φτάνει ασφαλείς στο ξενοδοχείο -ο αρχιδάκος, τα άναψε τα φώτα όταν οδήγησε αυτός.
Μπαίνουμε παραπατώντας μέσα, παίρνουμε κλειδιά, μπαίνουμε δωμάτιο, ταβλιαζόμαστε. Ξεχάσαμε τα τσιγάρα στο αμάξι όμως, ο Γιάννης δεν πάει να τα πάρει, μάλλον γι' αυτό του πετούσα τα σοκολατάκια, βγαίνω εξώ, πάω προς την έξοδο της reception, πετάγεται η ρεσεψιονίστ από τα σκοτάδια με ένα σάλι.

-Ψάχνετε κάτι;
-Ξεχάσαμε κάτι στο αμάξι και πάω να το πάρω.
-Δε μπορείτε να βγείτε από εκεί, είναι κλειστά γιατί *εμφανής αλλαγή τόνου* όλοι κοιμούνται τέτοια ώρα.
-Αχά.
-Ελάτε, θα σας ανοίξω να βγείτε από πίσω.

Με οδηγεί στο σκοτεινό ξενοδοχείο, ανοίγει μια πόρτα, σκάλες προς τα κάτω.

-Προσοχή στις σκάλες.

Κατεβαίνω (όλα κομπλέ) φτάνω στο αμάξι, το οποίο κανείς δε σκέφτηκε να τσεκάρει αν όντως ήταν ανέπαφο ή απλώς έτσι νομίζαμε, παίρνω τον καπνό και πάω να γυρίσω. Ανεβαίνω τις σκάλες, στρίβω να μπω στην είσοδο και δεν βλέπω κανέναν. Σκοτάδια παντού. "Η πουτάνα" σκέφτομαι, "με παράτησε μόνο μου". Κάθομαι σα μαλάκας όρθιος και κοιτάω ευθεία μπροστά το τίποτα για κάμποσα δευτερόλεπτα και μετά αποφασίζω πως αποκλείεται να με άφησε μόνο μου και πως κάποιο λάθος έκανα. Βγαίνω από το ντουλάπι-αποθήκη, συνεχίζω να ανεβαίνω τις σκάλες "μπήκατε κάπου λάθος μάλλον" μου λέει το διακριτικό γκομενάκι που με παρατηρούσε όλη αυτή την ώρα, μουγκρίζω κάτι για την αναστάτωση που της προκάλεσα, γυρνάω στο δωμάτιο, ο Γιάννης στρίβει ένα τσιγάρο, αποφασίζει πως δε το θέλει όλο και μου το πετάει στον ώμο από τη σοφίτα, το καπνίζω, πέφτω στο κρεββάτι και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι η αρχή της ιστορίας.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Αφορισμός #37



Η μεγαλύτερη ήττα όλων
είναι, εν τέλει,
η σιωπή στο πεδίο της νίκης.

There's a throne in the desert.


Ήταν, μου πε, στην Πλατεία των Κίτρινων Φύλλων
Κάτω απ' το μπλε καμπαναριό με το νεκρό ρολόι
Ήταν, μου πε, εκεί που την πρωτόδε
Χαιρέτιζε η ανάσα της τον Άλλον Ουρανό
Τις Άλλες Μέρες, τις γεμάτες μοιρολόι
Ήρθε σαν ήρθαν όλα τ' άλλα, έτσι μου πε
Μα κάτι σάλευε βαθιά μες στη σκιά της
Ήταν, μου πε, τότε που τρόμαξε
Μήπως από κακό πηλό ήταν φτιαγμένος, ή σαν άμμος
Μήπως, μου είπε, ξέραινε την άχραντη δροσιά της
Κρατούσε, μου πε, μια φωτιά, μέσα στις απαλάμες
Σαν κάνουνε οι χριστιανοί στα προσκυνήματά τους
Το πρόσωπο ήταν πάλλευκο, θαμπή η φωτογραφία
Μα μες στα χέρια τα ωχρά, λεπτές γραμμές αστράφταν
Σαν κάνουν, μου πε, οι άνθρωποι στα ξεκινήματά τους.

Δεν ήξερα τι να της πω, μου είπε ντροπιασμένος
Γροθιές σφιχτές μες στο παλτό, χαμόγελο από χιόνι
Ήταν, μου είπε, σαν μιλάς σε ξένο γιο
Φοβάσαι μήπως ξεχαστείς και πεις το ξόρκι που ραγίζει
Κι έτσι καθόταν, είπε, σιωπηλός στο στέρνο το σαγόνι
Ώσπου η βοή τον πρόφτασε, του χάιδεψε τις λέξεις
Και ένοιωσε μέσα του μακριά, η νύχτα πως λυγίζει
Και σαν τροχιές πλανήτη δίχως άστρο, τα βήματα γοργά
Πως να της έλεγε, μου είπε, πως ζει για να πεθάνει;
Πως λες στο γέρο βασιλιά, τα τείχη του πως πέσαν;
Πως λες στο άρρωστο παιδί καινούρια μέρα πως δε θα 'ρθει;
Πως να της πει, πως δε μπορούσε σαν αυτή, όνειρα πια να κάνει;
Ήταν, μου είπε κάποτε, στων Κίτρινων των Φύλλων την πλατεία
Κάτω απ' το μπλε καμπαναριό, τις ώρες πια που δε χτυπάει
Ήταν, μου είπε κάποτε, εκεί μονάχα που την είδε
Χαμογελώντας γλίστρησε πέρα απ' τα χέρια της κι από το φως
Κι άμμο δακρύζοντας ψυχρή, τον κόσμο ξέχασε πως να αγαπάει.