Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρητορείες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρητορείες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Βορά

Θα πουν για μενα πως δεν έκανα πολλά.
Πως δεν ξεβράστηκα στις όχθες των ονείρων
Πως ακολούθησα τον δρόμο τον πλατύ
Πως έφαγα μόνο απ'το κάρπισμα των στείρων.

Θα πουν για μένα πως δεν έκλαιγα πολύ
Πως δεν χρειάστηκε ποτέ να λύσω μάγια
Πως δεν περπάτησα ποτέ μες στη βροχή
Κι απ' τα καράβια προτιμούσα τα καρνάγια.

Θα πουν πως έζησα μιαν ήσυχη ζωή
Και πως δεν ήλπιζα ποτέ ούτε ευχόμουν.
Κανείς δεν με έψαξε ποτέ μες στη γιορτή
Ήτανε σίγουροι, θα πουν, πως δε θα ερχόμουν.

Θα πουν για μένα πως δεν έζησα αρκετά
Και πως ξοδεύτηκα σε τοίχους να με χτίζω
Ποτέ δεν πήγα όσο έπρεπε μακριά
Και έτσι δεν έμαθα ποτέ πώς να γυρίζω.

Θα πουν για μένα πως δε μου άρεσε το φως
Και πως με βόλευε τα τζάμια να μαυρίζω:
"Δεν ήξερε η νύχτα ότι έχει δόντια, ο αγαθός;"
Μα στο σκοτάδι εγώ ο ίδιος με ταΐζω.

Θα πουν για μένα πως δεν ήμουν αρκετά
Πως θα μπορούσα άλλα τόσα να 'χω γίνει
Πως αν πουλούσα τις πληγές μου για χαρά
Ίσως μονάχος να μην είχα απομείνει.

Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Ποτέ δεν έμαθα τον δρόμο τον πλατύ
Ποτέ δεν χώρεσα στα ξέπνοα πανιά τους.
Και αν δεν περπάτησα μαζί τους στη βροχή
Είναι γιατί βρωμάνε, όταν μουσκεύουν, τα όνειρά τους.

Θα πουν για μένα πως δεν ήξερα να ζω
Με γέλιο πως δεν ήξερα τις μέρες να στολίζω
Και δεν κατάλαβαν ποτέ πως κι αν πεινώ
Κάλλιο με κόκκινες μπουκιές τις νύχτες να ταΐζω.

Θα πουν για σένα πως δεν ήξερα να σ' αγαπώ
Και το σκοτάδι μου πως με όρκισε στο ψέμα.
Στη δόλια νύχτα τους, το φως φέγγει θαμπό
Κι έχουν ξεχάσει τ' άστρα που τους έκαψαν το βλέμμα.

Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Όπου κι αν πήγα, πάντα εδώ ξαναγυρνώ
Στη γη όπου σκιάζουν, διπλωμένα, τα φτερά τους.
Κι όπου γιορτάσαν τη σπορά, ποτέ δεν μ' είδες να περνώ
Γιατί βρωμάνε, όταν ανθίζουν, τα όνειρά τους.

Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Δεν έλειψα ποτέ, ούτε ανάσα, απ' τη γιορτή
Κι αν δεν με γνώρισαν ποτέ, ήμουν μπροστά τους.
Και τρέμω, κάποτε, μην ζήσω όπως αυτοί
Και μην πεθάνω όπως γεννιούνται τα παιδιά τους.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Χίλιες καμιά νύχτες.

Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Με στολή παραλλαγής και κουρασμένο βλέμμα
Είναι κρυμμένος, όπως κι εγώ, από το πρώτο φως
Βαθειά κάτω απ' τη γη, στο θολό ενδιάμεσο
Της παλιάς νύχτας και της νέας, ολόιδιας ημέρας.

Και σίγουρα θα έρθει μια στιγμή στη ζωή του
Από αυτές, της ημινηφάλιας ανασκόπησης
Όταν μεταξύ σοβαρού και αστείου
Ρωτάμε δυνατά πότε περάσαν τόσες ανατολές
Και πόσο από εμάς αδειάσαμε μέσα τους.

Και σίγουρα, σίγουρα, θα θέλει να το πει
Στον άνθρωπο που θα είναι δίπλα του τότε
"Θυμάμαι εκείνη τη μέρα, ακόμα δεν είχε ξημερώσει
Και στεκόμουν όρθιος στο βαγόνι και μετρούσα
Πόσα άλλα μέρη υπήρχαν που θα ήθελα να είμαι."

Και σίγουρα, σίγουρα, μέσα του θα ξέρει
Ότι κανείς δεν θα νοιαστεί πραγματικά.

Κανείς δεν νοιάζεται για τις ξένες ιστορίες
Για τις πρωινές στιγμές που δεν επέζησε ο ίδιος
Κι αν από ευγένεια τις ακούει, θα τις ξεχάσει
Και αν μέσω δικών του ιστοριών τις συγκρίνει
Δεν βρίσκει τίποτα κοινό, όπως με όλα τα κοινότυπα.

Πες πόσο θες οι ιστορίες σου να αλλάξουν τον κόσμο
Και πώς καμία ανάμνηση δεν ξεθωριάζει στα αλήθεια
Και πως κανένα παραμύθι δεν κάνει το επόμενο παλιό
Μα σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Κανείς, ποτέ, δεν νοιάζεται.

Στο μέσο προσδόκιμο της φούσκας μας
Τίποτα πέρα από την επικάλυψη δεν φέρει κύρος
Κανένα γεγονός, ποτέ, δεν θα είναι κοσμογονικό
Παρά μόνο για τους παρόντες ή/και τους μάρτυρες
Γιατί όσοι έλειπαν, δεν θα νοιαστούν.

Όπως κι αυτούς δε θα τους μνημονεύσει κανείς.

Η μεγαλύτερη χαρά σου και η βαθύτερη λύπη σου
Όλα όσα σε όρισαν και σε οδήγησαν εδώ
Αυτά που άφησες να σε γκρεμίσουν
Απλώς γιατί ήλπιζες να το αξίζουν εν τέλει
Είναι για πάντα, για όλους, ασήμαντα.

Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Που θα προτιμούσα να κοιμάται
Και να μην έχει πράγματα να πει
Είναι δύσκολο να τραγουδάς ωραία
Όταν έχουν όλοι έναν στίχο να θυμηθούν.

Και σίγουρα, έχεις ήδη αναρωτηθεί
Πόσα θα 'χες προλάβει να δεις
Αν δεν είχες διαβάσει τις λέξεις μου
Και σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Πόσο πολύ δεν νοιάζεσαι γι' αυτές
Κι από που ήρθαν.

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

XIX

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/a/a3/Giant_prominence_on_the_sun_erupted.jpg

Είδα σήμερα στον ύπνο μου
Ότι σε έσερνα απ' τα μαλλιά
Λες και δεν ήξερες να φεύγεις
Λες και δεν ήξερες να περπατάς.
Και θυμάμαι να σκέφτομαι
Πως μερικά όνειρα δεν τελειώνουν
Θυμάμαι να λέω πως η αιωνιότητα
Δεν είναι αυτό που διαρκεί για πάντα
Μόνο αυτό που επαναλαμβάνεται.
Θα μπορούσα να σου μιλήσω τώρα
Για το πώς όλα αυτά είναι λέξεις
Φτηνής τετραδιάστατης χλεύης
Και πως η αιωνιότητα υπάρχει
Σε χίλιες μορφές -απλώς όχι για εμάς.

Είδα σήμερα στον ύπνο μου
Ότι έκλαιγες στα κρυφά
Λες και δεν ήξερα πως μπορείς
Λες και δεν ήξερα πως ευθύνομαι.
Και θυμάμαι να σκέφτομαι
Πως στα όνειρα δεν τελειώνουμε
Θυμάμαι να λέω πως ο ύπνος
Είναι το τελευταίο παράνομο καταφύγιο
Ένα μικρό κάστρο από κόκκους δευτερολέπτων.
Θα μπορούσα να σου μιλήσω τώρα
Για το πώς όλα αυτά είναι λέξεις
Λέξεις όπως εσύ, όπως εγώ
Και πως μερικοί άνθρωποι
Μιλάνε στον ύπνο τους.

Σήμερα δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ
Χθες δεν θα είμαι ποτέ ξύπνιος
Και αύριο
Αύριο ήμουν εγώ το όνειρο.

Είδα σήμερα στον ύπνο μου
Ότι είπα μονάχα λίγες λέξεις
Λες και ήξερες να ακούς
Λες και ήξερες να πιστεύεις.
Και θυμάμαι να σκέφτομαι
Πώς οι νεκροί μπορούν να βοηθούν
Και πως ένα μνήμα στο φως
Μπορεί να είναι ένα μήνυμα τη νύχτα.
Σήμερα δε θα κοιμηθώ
Ποτέ ξανά με κανέναν
Κι αν δω στον ξύπνιο μου κάποιο όνειρο
Θα το σύρω απ' τα μαλλιά ως τον ήλιο
Λες και θα ξέρει να μην καίγεται
Λες και θα ξέρει να μην κλάψει
Όταν δει πώς εδώ δεν έχει σκιά.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Abandon.

Προσπάθησα να γράψω αυτό που δεν ξέρω με τρόπο που ίσως μπορούσες να μου εξηγήσεις. Προσπάθησα να διαχωρίσω τις σημειακές σταθερές του χώρου, τα χαμένα, τα μακρινά, τα άγνωστα, από το μοναδικό αξίωμα του χρόνου, την αλλαγή. Προσπάθησα να καταλάβω πώς το τέλος το φέρνει μονάχα κάτι που δεν είμαστε ακόμα, πώς κάθε αρχή είναι αιματοβαμμένη μα αθώα λόγω της αμνησίας της. Προσπάθησα να σου πω πως χαμένο, μακρινό και άγνωστο είναι κάτι μόνο και μόνο επειδή έτσι είναι ήδη, τώρα και ακόμα -αλλά ποτέ για αυτό που θα μας κάνει ο χρόνος. Τότε τα χαμένα θα είναι χαμένα ενός άλλου -και δε μας νοιάζουν. Τότε τα μακρινά είναι σε χάρτες που δεν είμαστε πάνω -και δε μας νοιάζουν. Τότε τα άγνωστα είναι οι εξισώσεις που δε μας εντυπωσίασαν -και δε μας νοιάζουν. Προσπάθησα να σου πω, πως δεν ξεχνάμε ποτέ, απλώς οι ζωές μας δεν έχουν μόνο έναν πρωταγωνιστή. Δεν είμαστε ούτε μυθιστόρημα, ούτε δράμα, είμαστε μικρές-μικρές ιστορίες, από άλλα μάτια κάθε φορά και προσπάθησα να σου εξηγήσω τι βλέπω κάτω απ' αυτό το κλισέ και δεν είναι πως το ξέχασα, απλώς δεν το είδα εγώ. Και προσπάθησα να σου πω πως καμιά φορά, το λευκό ανάμεσα στις ιστορίες μυρίζει πριν έρθει και πώς η ζωή μου όλο και πνίγεται σε αυτή τη μυρωδιά. Και ξέρω πως έρχεται μια αρχή για αυτόν που θα είναι εγώ και ξέρω πως έρχεται ένα τέλος για εμένα. Και προσπάθησα να σου ζητήσω συγγνώμη, για την εγκατάλειψη του εαυτού που είσαι τώρα, για το ότι για λίγο θα είμαι κάτι χαμένο, μακρινό και άγνωστο -και που ίσως σε νοιάζει.

Προσπάθησα να σου πω να με βρεις όταν αλλάξεις κι εσύ σε αυτό που θα είσαι, προσπάθησα μέχρι που κατάλαβα το προφανές -δε θα σε νοιάζει.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ποτέ.

Μετά τη γιορτή
Φύγαμε βιαστικά
Σε έναν ορίζοντα που χάραζε πλάτες
Στον δρόμο πίσω απ' τον τοίχο.

Μετά τη γιορτή
Η μουσική χαμήλωσε τόσο
Ώστε να τη μπερδεύουμε
Με σιωπή.

Μετά τη γιορτή
Σταμάτησα να περιμένω τους νεκρούς
Και η φωνή μου ήταν ηχώ
Των όσων έπρεπε να ειπωθούν.

Και ήξερε ακριβώς τι θέλει να πει
Και πόσο να σιωπήσει
Πώς να κρύβει ένα κόκκινο θρόισμα
Σε μαύρους ψιθύρους.

Και για μένα, που ήμουν το δέντρο
Η γιορτή τελείωσε εκείνη τη νύχτα
Όταν το πρωί τα γέλια έσβησαν
Και δεν έψαξε κανείς τη σκιά μου.

Μου 'μειναν μόνο λίγα μαύρα φτερά
Και χίλιες μαρμάρινες ρίζες
Μία για κάθε φορά που τ' όνομά μας
Δεν ήταν απάντηση πια.

Κι όπως ο κόσμος με ράπισε
Και πίστεψα λίγο πως βάδισα
Τα φτερά, σαν απίθανα φύλλα
Θέριεψαν και με σήκωσαν
Και οι χίλιες μαρμάρινες ρίζες μου
Έσπασαν τη γη σε σκαλοπάτια.

Και έγινα τώρα ορίζοντας
Έρμαιο αυγής και δειλινού
Ποτέ ξανά δικός τους ίσκιος
Ποτέ ξανά σκιά.

Μετά τη γιορτή
Θα αιωρούμαι εδώ
Ανάμεσα στα αναπόφευκτα
Ποτέ ξανά ένα αταίριαστο δόγμα
Ποτέ ξανά ποτέ.

Μετά τη γιορτή
Θα ανθίσω τους χίλιους μου ήλιους
Που τόσο καιρό σαν μνήματα ρίζωναν
Σε έναν θάνατο που δεν θα 'ναι ποτέ.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Class.













Δεν έμειναν πολλοί τώρα πια.

Από τη μία, εμείς. Με το βάρος της θέλησης, με τον μονόδρομο της μετάβασης. Το χρέος της εγκατάλειψης αυτών που περπατάνε με τα γόνατα. Εμείς με την ευθύνη του δρόμου που δεν έκρυβε ποτέ καμία υπόσχεση. Εμείς που χαμογελάμε με τα δόντια σφιγμένα όταν μας μιλούν τα ιδανικά μας.

Και δίπλα μας, οι άλλοι. Με έναν μικρό δωρεάν χάρτη στα λόγια τους και ένα μολύβι στη δικιά μας γλώσσα. Με τις όμορφες πράξεις τους για άσχημους λόγους, με την παράλυση για λύση όταν αρχίζει το τρέξιμο. Αυτοί με το ρολόι στην πλάτη τους, εκεί που κανένας καθρέφτης δε βοηθάει να δεις. Οι άνθρωποι που περνάει η ζωή από μέσα τους και νομίζουν πως και το αντίθετο είναι το ίδιο. Οι άνθρωποι που περνάς από μέσα τους, αυτοί που δε θα βρεις εκεί που θα 'σαι αύριο, οι άνθρωποι που έχουν μόνο μια ημερομηνία.

Δεν έμειναν πολλοί τώρα πια.

Φοβάμαι για αυτούς που μένουν να βρεθούν.
Φοβάμαι μήπως αυτό σημαίνει πως τους προφτάσαμε.
Φοβάμαι μήπως μας περίμεναν.
Φοβάμαι τι θα στέκει αντίκρυ τους όταν μας χαιρετήσουν.

Από τη μία εμείς. Εμείς με την ανάγκη να υπάρχουμε πάνω από ένας, εμείς με την δίψα για αιτίες λαθών. Εμείς που λέμε "οι άλλοι" εύκολα, μα μας πονά η μοναξιά της ευκολίας. Εμείς που θέλουμε κι άλλους, όχι απλώς για σήμερα μα για Εκεί.

Και απέναντί μας, οι άλλοι, με τις ευκαιρίες τους να στερεύουν απ'τα τόσα λάθη που ήπιαν οι αδερφοί τους. Απέναντί μας αυτοί, οι άνθρωποι που θα αδικήσουμε χίλιες φορές μα όχι όλες εις βάρος τους. Οι ανίκητοι, καινούριοι άνθρωποι, με ιστορίες που μπορείς να καταλάβεις αν όχι να θυμηθείς. Με όνειρα που μπορείς να παραγγείλεις και με πόνο που φεύγει αν δε τον σκέφτεσαι.

Δεν έμειναν πολλοί τώρα πια.

Εμείς που δεν θέλουμε πια να χρειάζονται λόγια
Και οι άλλοι, που δεν έχουν τι να μας πουν.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Sunger.









Τρία πράγματα είναι βέβαιο πως θα σε κρατήσουν ξύπνιο μέχρι το γαμημένο χάραμα. Η πείνα, ο έρωτας και ο θυμός. Και έχω την υποψία ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Ή βασίλειο. Ή γένος. Δεν ξέρω, δεν ήμουν ποτέ καλός στην ταξονομία. Είμαι καλός στην ταξινόμηση όμως και ως εκ τούτου ξέρω πως ούτε πεινάω, ούτε ερωτοχτυπημένος είμαι. Θυμωμένος είμαι, με το άσχημο μέλλον που οφείλω. Τα αναγκαστικά και ταυτόχρονα περιττά. Προσπαθώ να σκέφτομαι πιο βραχυπρόθεσμα, να σκέφτομαι τα όμορφα πράγματα που, ταξινομημένα, με περιμένουν από αύριο. Τα πράγματα που είναι για εμένα. Δεν πολυπιάνει. Προσπαθώ να σκέφτομαι ακόμα πιο μακροπρόθεσμα, γιατί και αυτό ταξινομημένο είναι, προσπαθώ να κρατάω ό,τι προσφέρεται αφήνοντας απ' έξω αυτά που όσα ευτελίστηκαν μου προκαλούν, χωρίς να αρνούμαι έστω και αυτά τα ευτελή. Δεν πεινάω. Απλώς δε με νοιάζει να σώσω και τίποτα απ' τα δόντια, απ' το σάλιο μου. Όλα στο ίδιο οξύ, μεγάλα παιδιά είμαστε όλοι, γιατί να σβήνω εγώ τη λάμπα μου για να σώσω τα έντομα; Ούτε στην οικολογία είμαι καλός. Μόνο με την εξέλιξη τα πάω καλά και αυτή θέλει θυσίες. Θέλει να διαλέξεις πλευρά. Από τη μία η αγέλη και από την άλλη η φωλιά. Διαλέγω πάλι το δεύτερο. Το μόνο που χάθηκε είναι η ταξονομία που λέγαμε, τώρα οι λύκοι έχουν την ίδια γεύση με τα πρόβατα. Τα υπόλοιπα είναι λέξεις. Και οι λέξεις ξεχνιούνται, αλλάζουν και σβήνονται. Θυμώνω με τις τελευταίες που έχω να πω γιατί κάθε λέξη είναι πια μικρή μπροστά στην τυφλή, ελεύθερη σειρά πράξεων που με όρκισε αδέσποτο. Θυμώνω με το στόμα μου όταν μιλάει, τώρα που ξέρω τον πραγματικό του σκοπό.

Κι όταν χαμογελάει με τον καινούριο του τρόπο, καταλαβαίνω πως δεν ξέρω τι θα γίνει [ότ]αν ξεχάσω το θυμό, τον έρωτα και την πείνα. [Ότ]αν οι λέξεις ξεχαστούν και αλλάξουν και η φωλιά της επιλογής γίνει αγέλη του εαυτού μου που δε θυμάται τίποτε άλλο από το να ζει και να κοιμάται μέσα στην πείνα, τον έρωτα και τον θυμό, μες στην αγρύπνια των άλλων.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Ενυδρείο.













Είσαι εσύ. Είσαι κομμάτια. Είναι νύχτα. Χέυδεν, Πατησίων, Σολωμού, Αχαρνών. Στα ωραία. Και είσαι κομμάτια. Έλεγες πριν καν γαμήσεις πρώτη φορά ότι η ομορφιά υπάρχει παντού, μπορείς να τη βρεις σε μια ρόδα αυτοκινήτου βουτηγμένη μέχρι τη μέση στα σκατόνερα. Ισχύει, αλλά επειδή το έλεγες τότε που το λεγες, έλεγες μαλακίες.

Ύπνος στη στάση του λεωφορείου. Οι κάδοι βρωμάνε κάτουρο, έχουν επάνω αφίσες που δε θα ξεκολλήσουν ποτέ, σαν αφροδίσιο ή σαν τις μαλακίες που θυμάσαι κατά καιρούς. Απέναντι περνάει ένα κοριτσάκι από το ανατολικό μπλοκ. Ανήλικο είναι, αλλά ξέρεις τη φάση. Ένας τύπος κλαίει πάνω σε κάτι κούτες, δίπλα σε κάτι παλιά σκυλοσκατά. Εσύ περνάς, ψέμματα, εσύ διασχίζεις.

Έχει κάτι ασπρόμαυρα Α3 που βουλώνουν τα φρεάτια, το νερό βρωμάει. Η πλατεία είναι φωτισμένη, τσάμπα ρεύμα. Κάνα δυο σε κόβουν, οι μισοί ασφαλίτες, οι άλλοι μισοί σουγιά, μαλάκες όλοι. Τι θα σου κάνουν; Έχεις προλάβει.

Αύριο θα 'σαι κάπου με κάποια κοπελίτσα και θα πίνεις καπουτσίνο μέτριο. Και θα μιλάτε για ιδέες, θα της λες ότι ακόμα και μια σαμπρέλα καουτσούκ γεμάτη σκατά μπορεί να είναι ωραία. Η μισή θα θέλει να συμφωνήσει, η άλλη μισή θα πίνει και αυτή καπουτσίνο όμως. Ένα κρεββάτι ολόκληρη και η πρώτη τζούρα ξένη, αλλουνού. Του τύπου που ξερνάει στον κάδο και σκουπίζεται στο μανίκι του. Αυτού που μιλάει ευγενικά στον περιπτερά που θέλει να σκοτώσει.

Όλοι οι δρόμοι τα ίδια σκατά, ζέχνουν την ίδια εξωτική ομορφιά. Αφού δεν είσαι για εδώ. Όλα τα συλλέγεις και τίποτα δεν είναι δικό σου. Θα θυμάσαι τον τύπο που πάλευε κάνα δεκάλεπτο να βρει φλέβα μαζί με πλίνθινα σοκάκια σε κάποια χώρα παραπέρα. Θα θυμάσαι βραδιές όπερας μαζί με νοικιασμένα αμάξια που οδηγούσες μέσα από καταυλισμούς. Ο μισός πεθαμένος, ο άλλος μισός ξεσκονόπανο για τα περασμένα. Ολόκληρος κανένας.

Αράζεις σε καταλήψεις. Πιάνεις κουβέντες με μπάτσους. Ακούς γιατί οι γυναίκες είναι πουτάνες από τους λέκτορες στην πιάτσα ταξί. Μαθαίνεις και το ξέρεις, μαθαίνεις όλα τα λάθη με την ελπίδα να προλάβεις να κάνεις την εις άτοπον απαγωγή. Αύριο θα ερωτευτείς κάποια ξεπλυμμένη, κάποια πυρηνοκέφαλη, κάποια μακρυμαλλούσα, κάποια πρασινομάτα και δε θα θες να συλλέξεις, θα θες να σε περισυλλέξουν και να χαμογελάς ακόμα, θα θες να σε απαγάγουν οι φωνές τους όταν τις κάνεις να τελειώνουν. Και η πρώτη τζούρα θα 'ναι πάλι γη.

Δεν ξέρεις αν υπάρχει φυγή. Δεν ξέρεις τι είναι, δεν ξέρεις πως βγαίνει κανείς εκεί από Βικτώρια, δε σε νοιάζει. Δεν έχεις από τι να φύγεις. Έχεις καβάτζα τα ξύδια σου, τις άκρες σου, τα κοριτσάκια στα σεντόνια σου, τον καπουτσίνο στο ψυγείο σου που ξηγιέται ποίηση σε κιλοβατώρες. Θα βρεις κάτι να κλάψεις άμα δεις ότι πας να το χάσεις, θα βρεις καμιά μαλακία να γελάσεις για να νοιώσεις κομμάτι του παζλ. Έχεις πράγματα να πεις. Έχεις τόσα πράγματα να πεις. Θυμήσου τα, σίγουρα έχεις. Σίγουρα έχεις. Όλοι έχουν.

Ζευγαράκια χαζεύουν την Ακρόπολη. Η Διονυσίου Αρειοπαγίτου έχει γίνει τράπεζα σπέρματος, σιχαίνεσαι να αναπνεύσεις την ανθρωπίλα που κρεμάστηκε πάνω στον εαυτό της σαν αυνανισμένο σφαχτάρι. Αλλά αυτό έχουμε, αυτό κάνουμε, δε γαμιέται. Ευτυχία. Λειτουργεί, αλλά δεν υπάρχει αντιπροσωπεία. Δεν υπάρχει εγγύηση. Θα το πεις στη γκοθού που σε κόβει σε λίγο, θα σε πιπώσει δίπλα στο θερινό σινεμά και μετά θα λέτε μαλακίες με Μαλαματίνες. Θα γυρίσεις σπίτι και αν είσαι τυχερός θα 'χεις ξεχάσει τι χρειάστηκε να σκέφτεσαι για να χύσεις.

Έξω απ' τα μετρόπολις σου ζητάνε ψιλά. Δίνεις, σε ευχαριστούν, σε ευχαριστούν ειλικρινά, να 'σαι καλά ρε 'συ, είσαι ωραίος, είσαι ωραίος. Κοιτάς και τα μάτια σου λάμπουν και δεν είναι συμπόνοια, είναι θαπεθάνεις, θαπεθάνεις, θαπεθάνεις, πάρε 50 λεπτά, θαπεθάνεις, θαπεθάνεις. Τελείωνε. Έχεις 50 λεπτά να πεθάνεις.

Σε όλους τους τοίχους, σε όλους τους γαμημένους τοίχους, έχει γράμματα. Έχει λέξεις. Παντού. Πόσο να κοιτάς το πεζοδρόμιο; Κι αυτοί οι τύποι που τις γράψανε, τώρα τι σκατά κάνουν; Την πίνουν και αναλύουν τα κινηματικά τους; Πηδάνε καμιά πάνκισσα που έχει να σηκωθεί πρωί να πάει σπίτι να ξυπνήσει την αδερφή της για το σχολείο; Και μετά τι, θα 'χουν περάσει κάνα δυο δεκαριές χρόνια και θα διαβάζει η επόμενη βάρδια τις ίδιες προκηρύξεις; Θα μου ζητάνε οι γιοι των ίδιων μπάτσων ταυτότητα; Θα θυμάμαι τι σου ψιθύρισα το πρωί πριν φύγεις; Θα θυμάμαι πόση ζάχαρη ήθελες στον καπουτσίνο σου μικρή μου και πόσο μέσα έπρεπε να μπω για να πονέσεις;

Πόσα χρόνια μπορεί ένας άνθρωπος να πίνει την ίδια μπύρα; Να ζητάει τα ίδια πράγματα, να πληρώνει με τα ίδια χέρια, να γερνάει στο ίδιο δέρμα; Πόσες διαφορετικές κολώνιες νομίζεις ότι υπάρχουν και πόσα χρώματα μαλλιών και πόσα ονόματα και πόσες συλλαβές στις ίδιες οδούς; Πόσες λέξεις νομίζεις ότι σου 'χουν μείνει αβίαστες; Πόσες ρόδες χωμένες σε σκατά και πόσους καφέδες στη βεράντα μπορεί να θυμάται κανείς, πόσες γεύσεις που στάξανε στη γλώσσα σου ανάμεσα απ' τα πόδια, πόσα χαμόγελα που έβγαλες από πάνω σου σαν ξεραμένο αίμα όταν η πληγή δεν είχε άλλο να δώσει;

Αύριο την ξέρεις τη φάση. Πρώτα οι καύλες, μετά τα σάλια, μετά τα δάκρυα. Το πρωί βλέμμα "γάμησέ τα" στον καθρέφτη, το κοινό κοινότυπο μυστικό που το 'χουν όλοι σημαία στους καφετί πνεύμονές τους. Χέυδεν, Πατησίων, Αχαρνών, Βασιλίσσης Όλγας, Κάρολου Κουν, Πολυτεχνείου, Σκουφά, Λένορμαν, Ηφαίστου. Κάπνισε όσο θες, τα ονόματα δεν πρόκειται να κάτσουν στα κουτάκια τους στο ράφι όσα πακέτα κι αν φύγουν. Ο μισός δε θα κοιμάται ποτέ μόνος, ο άλλος μισός πάντα έτσι θα ξημερώνεται.

Δε γαμιέται. Έχεις τίποτα άλλο να κάνεις;
Τράβα για την επόμενη στιγμή να μιλάς για τις προηγούμενες. Ζήτα τον καπουτσίνο μέτριο, πίστεψέ τες πως κανείς δε τις γάμησε έτσι πριν, φάε τα φράγκα σου σε μπύρες με τους ανθρώπους που λένε ότι σ' αγαπούν για όσο το λένε.

Καλού-κακού όμως κράτα κάνα 50λεπτο καβάτζα.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Chain to the sun.












Σε είχα δει στον ύπνο μου
Πριν πολλά, πολλά χρόνια
Παρακαλούσα να μην ξυπνήσω
(Γιατί αν ξέρεις κάτι
Το ξέρεις απ' την αρχή)
Κι ήξερα πως δε γινόταν να μείνω
Ούτε να 'ρθεις μαζί μου
Μα είχαμε μια νύχτα
Και τη ζήτησα ολόκληρη:
Η τελευταία μου πράξη αθωότητας.

Μου έμοιαζες πολύ
Γιατί έτσι θα σε γνώριζα
Ο ίδιος μαλάκας, από τότε.

Δεν έμαθα ποτέ πώς μυρίζεις
Λένε πως στα όνειρα δεν υπάρχουν μυρωδιές
Ίσως έτσι να ορίζονται βέβαια
Κάπως πρέπει να τα ξεδιαλέγουμε
Απ' τις αναμνήσεις.

Κάπως έτσι δια/ξε/απο-χωρίζουμε
Αυτά που δεν έχουμε
Απ' αυτά που δεν έχουμε πια.

Αν είσαι όντως κάπου εκεί μέσα
Ίσως να 'χεις συνηθίσει κι εσύ
Να μη θυμάσαι τα όνειρά σου
Και ίσως να 'χεις προσπαθήσει κι εσύ
Να ονειρευτείς το παρόν
Που θες να μη χρειαστεί να ξεχάσεις ποτέ.
Δεν είχες όνομα
Είχαν όλοι οι άλλοι
Μα εγώ προσπάθησα να τους βαφτίσω
Σαν εσένα.

Αν είσαι ακόμα κάπου εκεί μέσα
Δεν είσαι πια η λύση,
η λήθη,
η λήξη μου.

Ελπίζω να μη σε βρω ποτέ:
Κάποτε θα περίσσευες
Σήμερα περιττεύεις
Και δεν υπάρχει λέξη
Για τη συγγνώμη που χρωστάς.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Hauptstadt














I walked tonight
Beneath the stars and ancient ruins
Among elated crowds
Laughing old men
Staring young women
Travelers and tourists
And locals and people like me
In-between-men.

And my city let me know
Or perhaps I let her say
That, finally, she knew me.

And I drew her breath
When the breeze was off course
The remnant of a thousand gifts
I took so much for granted
For too long.

I bled in foreign places
Some strange, some small
Revisiting small dents
In the low doors of memory.

And this place
Was always a point in my head
For departures or retreats
Never a home, mostly a castle
Where the spoils would be brought
To be feasted upon.

But I walked on her skin
And for a second, she crept beneath my own
Spreading the warmth of a million wars
A city that can suffer anything
And still remain eternal
A city feared by those outside
Who know simplicity as order
A city where the girls wear no masks
A right you earn under a teargas sun
And as I sank in her skin
Like the smallest of lovers
Like a mite on the left hand of god
I drank, again and again
I drank and I slid
Slid from her lips down to her bosom
No longer a man of in-between
No longer a lie scrawled on the mirror
I slid into what I could do
And with our common lips, I smiled.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Miss Feuerzeug


As the last unused bedheets are spread on the bed
The image lingers for a minute
Like a miracle explained
A deja-vu with photographic evidence.
Like your body, undressed
We strip our days to knowledge.
With all glory unsung
The present flows through our veins
Never again magical
Never again surprising
But on the contrary, expected
Demanded
Deserved.
With a disdain for words as absolute
As only memories allow
I let my fingers loose upon your skin
As surefooted and swift
As only habit can forge.
The endwords of our ritual
We've said aloud a hundred times
We've heard them spoken past a thousand
And we mourned for the loss of the singular
The unique, the high, the final missing piece.
The one in the billion, complementary and needed
Has slipped between our fingers times untold.

As the last unused bedsheets are spread on the bed
The image lingers for a minute
Like a trodden path behind my back.

Death becomes it well
For you cut deep in your scorn for fairytales.
As the last unused bedsheets are spread on the bed
I laugh at the child the years have made me become
Yearning for things unsolvable rather than bright
But death becomes me well
As do all ends.

So I let my cigarette end on my pillow
Let the fire feast on my dreams.
I have done, I have been
I have named and have been named:
Our words and our fingers
Have echoed in thoughts and slithered on faces
Of an army of ghosts and meat.
Buried deep in our silence
We keep the log of every round
With losses and gains
Stacked in the same column.
And as the bed shakes down its cinders
As the sheets turn to smoke
I let my self lay on the blaze
Invincible in my smile.

I lay there, midst the fire
Warm in my past
And safe in your present.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Control.

And if my fingers trembleIt is not fear, it is not worry.
It is disorder's call
For a lash of purpose;
It is the hounds of collapse
Howling for my leash.

And if my gaze heaves
It's not despair, nor is it doubt.
It is the thousand paths
My war can tread on;
It is the aimless future
Waiting for my cause.

I will engrave my will
On the skin of rebel thoughts;
I will build up my cause
With the ashes of failure.

And if my lips don't move
It is not loss for words, nor absence.
It is the minefield of my silence
Where petty woes lose limbs;
It is the ground of calculation
For the optimal march.

And though I dress myself for war
It is not war I am preparing.
For should the world obey me not
There's always gas and matches;
And though my fingers may tremble
Pay them heed:
They will close the eyes
Of the odds against our favour.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

crotto








Τα μάτια του Φάμπιο είναι σχεδόν χρυσαφί
Όταν τα χτυπάει το φως.
Μερικές φορές, όταν κάθεται στην αυλή
Με ένα τσιγάρο στο στόμα
Παίρνουν ένα κεχριμπαρένιο χρώμα
Που ο ίδιος μάλλον δεν έχει δει ποτέ.
Κοιτάνε το κενό, νωρίς το απόγευμα
Όταν η ζέστη αρχίζει να γλυκαίνει
Και ο Φάμπιο αναρωτιέται
Λογής λογής μικρά πράγματα
Αν έβγαλε όλα της τα άνθη η τριανταφυλλιά
Αν θα έχει σήμερα πυροτεχνήματα στη λίμνη
Αν θα βρει χρόνο να ξύσει το μεγάλο ταψί
Αναρωτιέται αν υπάρχουν υπόνομοι στη Σελήνη
Κι αν ένας ουροβόρος παχαίνει ή αδυνατίζει
Αναρωτιέται γιατί η σιωπή κάνει θόρυβο
Αν υπάρχει υλικό αρκετά στεγανό
Για να ταφείς μαζί με την ευτυχία σου
(Κάτι σαν γυάλινο τσιμέντο, έτσι το σκέφτεται).
Και τα χρυσαφιά μάτια του Φάμπιο
Γίνονται ρετσίνι καθώς αναρωτιέται
Τι γεύση έχει το αλάτι για τα ψάρια
Και αν τα μυρμήγκια έχουν μυρμήγκια-φίλους
Αναρωτιέται αν υπάρχει κάποιο μέρος
Κάποιο ψηλό ή βαθύ μέρος
Που το φως είναι έτσι φτιαγμένο
Που δεν κάνεις σκιά
Αλλά δε σε τυφλώνει κι όλας
Αναρωτιέται αν όταν κοιτάς τα χέρια σου
Βλέπεις τίποτα
Ή όταν ξυπνάς το πρωί
Πονάς αλλά δε το νοιώθεις
Αυτά αναρωτιέται ο Φάμπιο
Όταν ένας νεαρός με κοτσίδα μπαίνει στην αυλή
Και τον ρωτά αν η κουζίνα σερβίρει.
Αλλά είναι ακόμα πολύ νωρίς
Και αφού φεύγει
Ο Φάμπιο προσπαθεί να ξαναπιάσει τις σκέψεις του
Αλλά είναι ακόμα πολύ αργά
Το τσιγάρο του έχει τελειώσει
Και τα μάτια του είναι πάλι λαμπερό χρυσαφί.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Pillowfight.








But the dreams won't go
But the dreams won't go

They will linger, like the scent
Of thyme and trodden poppies
Humbled by the cloven hoof
Of forest demigods.

The dreams won't go
The dreams won't go

For the summon was old
And the words were unused
And the sea drank the sun
With the white city burning.

And the moon was half-dead
And the stars were of smoke
When the end of the world
Fell upon me, lips tender.

No, the dreams will not go
By the smearing of bedsheets
And the cleansing of breaths
I know the dreams won't go.

My lost Sodom rebuilt
With the charred bones of God
No more salt for the gazer
No more burns on the back.

For the dreams will not go
The dreams will not go

For our name has been whispered
As our cities collapsed
In the depths of a promise
That the dreams will not go.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

γιατιδομοκορεπουστη

Έχω μέσα μου, κάπου κοντά στην ανάσα
Μια παράξενη θέρμη
Μοιάζει με μια στρατιά από πλάτες
Πίσω απ' τη δική μου
Μοιάζει με στέγη και με κρεββάτι
Και μου θυμίζει μακροβούτι
Απ' αυτά που η ανάσα κρατούσε για πάντα
Και κάτω απ' τα δάχτυλα
Η άμμος ακόμα περίσσευε.

Έχω μέσα μου, κάπου πιο κάτω απ' το λαιμό
Την κορυφή μιας φωτιάς
Μοιάζει με στάλες βροχής
Στο παράθυρο του συνεπιβάτη
Μοιάζει με κρύο σεντόνι
Τα καλοκαιρινά απογεύματα
Κι ίσως να θύμιζε χαρά
Αν η χαρά κρατούσε τόσο.

Έχω μέσα μου, λίγο πιο μέσα απ' όλο το σώμα
Μια απόρθητη μέρα
Μοιάζει με το φως στα μαλλιά σου
Τα πρωινά όταν κοιμάσαι
Θυμίζει το γέλιο σου
Όταν ξεχνάς για λίγο πως γελάς
Και ίσως να λεγα πως μοιάζει με κουράγιο
Αν δεν ήξερα ακριβώς τι είναι.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Thirst









Silence the voices
That whisper of the night
Silence the noises
That slide between my eyes
Shades that yearn for the sight of you
Skin under skin on exhalation;
Burn down the fear across the limbs
Tear down the clockwork and all words
And on the killing fields of lashing tongues
Strained back to swallow terms of moisture
Hold me suspended, strained and whole
In the dark pulsing depths between the lids
As the blood drums all your callings
In the deep, in the deep
Where the breathing collapses in glory
Where bodies heave from the weight of wings
And thus in rapture let the maps grow forever
As the valleys of flesh allow time to draw change
In the cracks and the ridges of the days yet to come
Let us watch as the voices are silenced
Let us watch as the noises are smashed
For a summer eclipse on the rims of your eyes
Let us drink, let us drink
As the bright constellations on the tip of your lips
Learn their names under layers of skin
In the deep, in the deep
Let the world dance until the moon falls asunder
Let all ends come in their billionth rematch
No more sleep, no more sleep
Only the sound of old, white dreams laughing
As they sink, drunk and drowning
In the bottomless ocean of our bedsheets
Rinsed by the first light of day.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Υπενθύμιση MMVIII









Υπάρχει, λένε, διαφορά
Ανάμεσα στο να ξεχνάς
Και το να μη θυμάσαι.

Δεν ξέχασα ποτέ τίποτα.
Κι άμα θυμάμαι, θυμάμαι τα καλά
Κι άμα μιλάω, λέω μόνο τα δόκιμα
Τα δίκαια, τα αρμόζοντα
Τα προφανή, τα δεδομένα
Τα συμβάντα
Μα μη γελιέσαι καριόλη
Δεν ξέχασα ποτέ τίποτα.

Η εικόνα που έχω κρατήσει
Μπορεί να 'ναι εικόνα αγάπης
Μα δεν υπάρχει θλίψη σε αυτήν.
Και τα λόγια που σου είπα
Μένουν πάντα αλήθειες
Μα δίχως μετάνοια.

Όλα όσα ήσουν
Όλα όσα έκανες
Τίμια, άτιμα ή κατά λάθος
Ίσως είναι οι πλίνθοι μου
Μα μη γελιέσαι καριόλη
Δε σου χρωστώ τίποτα.

Δεν ξέχασα ποτέ τίποτα
Και αν έψαξα τη λέξη
Για το λερό ευχαριστώ
Αν έψαξα ψηλά για τα ρέστα
Δεν βρήκα παρά τις λέξεις αυτές
Και μη γελιέσαι καριόλη
Εσένα σου περισσεύουν.

Ξανά και ξανά, ίσως για πάντα
Να βρίσκω τις ραφές σου
Στα μαύρα σεντόνια
Ξανά και ξανά, γιατί όχι
Ίσως να βρίσκω στα χέρια πληγές
Από τότε που γλιστρούσα στη γη σου
Μα μη γελιέσαι καριόλη
Τώρα πια δεν κοιμάμαι στα μαύρα
Τώρα πια η πληγή είσαι εσύ.

Δεν ξεχνώ ρε τα λόγια που είπες
Τα καλά, τα κακά, τα μικρά, τα μεγάλα
Τις σιωπές, τις κραυγές, τους ψιθύρους
Όλο τον θόρυβο της πανέμορφής σου ψυχής
Που δε λυπήθηκες να βιάσεις μπροστά μου
Δεν ξεχνώ τα δάχτυλά σου στον ύπνο μου
Μια στο μέτωπο και μια στο λαιμό
Δεν ξεχνώ την αγάπη που μου 'χες
Και πως την μίανες νομίζοντας πως αρκούσε.

Και μη γελιέσαι καριόλη
Δεν ξεχνώ τους λυγμούς το πρωί
Δεν ξεχνώ το νερό απ' τα μαλλιά σου
Δεν ξεχνώ πόσο ζύγιζε η θλίψη σου
Κι ούτε ένα απ' τα αστεία μου ονόματα
Ούτε ένα από όσα θέλησες να 'μαι
Δεν έχω ξεχάσει στιγμή.

Κι είναι όλα καλά όπως είναι
Αξέχαστα!
Μα έχε το νου σου καριόλη.

Το νου σου μη με κάνεις να θυμηθώ.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

All the songs after our names.



And though we suffer, we achieve, and though we ache, we rise -even brighter as life inflames us with falling stars and burning dreams: the charred remains of precious heavens once our own, turn into mud as we rinse them with our tears and in that mud we stab the flags, torn as they are, the flags that still call sleep to battle, still rage their voiceless challenge to the morning.

Purposeless and vacant of cause, we learn to wage our wars for the taste of blood alone, the warm reminder of transition. And though we've watched the world go down ablaze and though we saw our peace slip dead between our fingers, the fist they make is never empty, for though devoid of claims, it's ever full of want. Want for the great things that are not there, want for the windmills and the knighted selves, want for gods and for flesh, a drive to consume and be consumed, a thirst for second faces and a billion second bodies, for the holiness and the animal alike. And though we will forget, we never shall. And though we will regret, we never will.

And though we have seen kings turn beggars, we have seen beggars waste empires; when the thought must be taken apart by the breaking of bodies, when the wish must be lashed by the tendons of earth. For though we would forgive, we can't. To the land of no-mores and the one-last-song oceans, we pay tribute; with scorn. To the dead gods of forevers and the memories for the trip, we pay homage; with fire.

And though we suffer, we transcend, and though we ache, we conquer.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Λοιπόν, πούστη.



Ρε παιδί μου.

Δεν έχω τίποτα με τη θλίψη. Δεν είναι τίποτε άλλο από απότομη μετατόπιση παραγωγικότητας. Παίρνει όλα εκείνα που πρέπει να κάνεις, όλα εκείνα που πρέπει να γίνουν και τα στέλνει στο διάολο. Και κάθεσαι και σκέφτεσαι για άλλα πράγματα, που ως εκείνη την ώρα δε χρειαζόντουσαν σκέψη γιατί δούλευαν καλά. Ε τι να πεις εκεί; "Γαμήσου θλίψη, έχω και δουλειές ε"; Το λες. Στα αρχίδια της. Δε θα φύγει, τι να κάνουμε τώρα, πως να γίνει δηλαδή. Έτσι πάει. Είναι εκεί και κάνει τα πάντα να μην έχουν σημασία. Σου γαμάει τα πλάνα ρε παιδί μου.

Είναι σα να 'σαι σε μια βάρκα και να τραβάς κουπί προς το Χ νησάκι ξερωγώ. Και ξαφνικά τρυπάει η βάρκα και μπάζει νερά. Ε, σε νοιάζει μόνο να κλείσει η τρύπα, χέστηκες για τα κουπιά που πρέπει να τραβάς, χέστηκες για το που πήγαινες, χέστηκες για το από που ξεκίνησες. Είσαι σε μια βάρκα, χεσμένη και γεμάτη νερό και πρέπει να το σταματήσεις. Για λίγο θα 'σαι κουλ, θα πεις "πφσσσιγά τώρα, λίγο νερό, εντάξει, όλα στο παιχνίδι είναι". Ε όσο περνάει η ώρα όμως, το νερό βαραίνει τη βάρκα και η βάρκα γίνεται μπανιέρα ρε μαλάκα, ε δε γίνεται να τραβάς ακόμα κουπί. Δε το λέω ως δικαιολογία, σοβαρά μιλάω, είναι παλούκι να τραβάς κουπί σε τρύπια βάρκα μετά από λίγο. Δεν το 'χω κάνει, αλλά είναι παλούκι.

Και δε μπορείς και να την κατηγορήσεις. Σε φάση, τρύπες γίνονται. Θα βρεθούν κι άλλες τρύπες, όλες φτιαγμένες για βούλωμα, άλλες επειδή πρέπει, άλλες επειδή θες και κάνα δυο γιατί έχεις πιει παραπάνω, αλλά το 'χε δει σωστά ο μαλάκας ο Αγγελάκας, μόνο τρύπες. Η μαγκιά είναι να υπάρχει διέξοδος όμως. Να μπορείς να πεις "έχω και το τάδε να κάνω" και να σε νοιάζει και το τάδε. Να 'χεις ένα βιβλίο πάνω στη βάρκα ρε παιδί μου, ένα παζλ, κάτι που γουστάρεις να κάνεις. Όχι μόνο κουπί γιατί πρέπει. Θα μου πεις, και άμα γεμίζει κανείς τη βάρκα του με μαλακίες για να ασχολείται, πάλι δε βαραίνει; Ε ναι, άμα ξεχάσει την τρύπα, άμα την αγνοήσει ναι. Γι' αυτό ήταν μαλακία αυτή η εβδομάδα, φαινόταν από μακριά, αλλά τι να πεις. Κουμάντο σε ξένες βάρκες; Ε όχι, δημοκρατία.

Απλά μια ένσταση έχω. Ρε παιδί μου, έχω γνωρίσει κάμποσους ανθρώπους στη ζωή μου. Μερικοί ήταν αξιόλογοι, οι περισσότεροι αδιάφοροι και κάμποσοι ήταν μαλάκες. Λοιπόν, άμα πρέπει ντε και καλά να δω κάποιον στον ύπνο μου, θα ήθελα να ήταν κάποιος αδιάφορος. Το να ξυπνάς επειδή κάποιος μαλάκας σου βαράει μισή ώρα το κουδούνι και να σου μένει η γεύση ενός αξιόλογου ανθρώπου, είναι κακό. Εμένα σήμερα μου βαρούσαν μισή ώρα το κουδούνι και έβλεπα μια μαλάκω όμως. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Φαντάσου, να σε ξυπνάνε και να 'χεις και τη μαλάκω στο μυαλό σου. Πως το εξηγείς αυτό στο δικαστήριο. Ή στον ψυχολόγο ξέρωγω. "Ωραία πόδια είχε και γενικά ωραία γκόμενα, αλλά μαλάκα, δεν. Σε φάση, δε με νοιάζει, γιατί τέτοιο μπαράζ;" Όταν ήμουν 10 έβλεπα μεσαιωνικές μάχες και διαστημόπλοια, όταν ήμουν 15 έβλεπα τσόντες, τώρα θα βλέπω τη μαλάκω; Έτσι πάει; Δηλαδή άμα φτάσω 30 τι θα βλέπω, τον Τσοχατζόπουλο;

Λοιπόν, φτάνει ε. Ο καθένας με την καύλα του να πούμε. Θέλω αυτό, δε θέλω εκείνο, δεν ξέρω αν θέλω το άλλο... Ε στο μπούτσο μου κι εμένα. Υπάρχει πρόβλημα;

Α, πρόβλημα!

Ε άντε γαμηθείτε.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Regret.



I want to lean on the prow
Of an anchored ship
Set to sail come morning
Set to sail for a land I don't know
Whose language I don't know
Who does not know my own.

With cigarette in hand
And some smoke in the night
There's always fire within
And a need for forgiveness
For all those things that no one
Ever considers to be wrong.

I want to leave everything
Start anew in a corner of earth
That only exists for beginnings
Me and a thousand nameless brothers
Bound to the same vague escape
Sworn to the same deliverance.

But I know that come dawn
My place in the prow will be empty
I'll be buying tobacco ashore
In the set price of docked salesmen
With the same coin that everyone uses;
Maybe I'll buy a map with the change.

In the whole wide world there's no place
No place I can die a different man
No place I will not wish for ships once again
There's not a single land to teach me
The crippling feeling of regret
For leaving everything behind.
Not a single mound of earth or flesh
To make me feel that, once, I was someone
Whose loss was irreparable enough
That no cigarette, ship or faraway land
Could ever hope to wash away.