Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Βορά

Θα πουν για μενα πως δεν έκανα πολλά.
Πως δεν ξεβράστηκα στις όχθες των ονείρων
Πως ακολούθησα τον δρόμο τον πλατύ
Πως έφαγα μόνο απ'το κάρπισμα των στείρων.

Θα πουν για μένα πως δεν έκλαιγα πολύ
Πως δεν χρειάστηκε ποτέ να λύσω μάγια
Πως δεν περπάτησα ποτέ μες στη βροχή
Κι απ' τα καράβια προτιμούσα τα καρνάγια.

Θα πουν πως έζησα μιαν ήσυχη ζωή
Και πως δεν ήλπιζα ποτέ ούτε ευχόμουν.
Κανείς δεν με έψαξε ποτέ μες στη γιορτή
Ήτανε σίγουροι, θα πουν, πως δε θα ερχόμουν.

Θα πουν για μένα πως δεν έζησα αρκετά
Και πως ξοδεύτηκα σε τοίχους να με χτίζω
Ποτέ δεν πήγα όσο έπρεπε μακριά
Και έτσι δεν έμαθα ποτέ πώς να γυρίζω.

Θα πουν για μένα πως δε μου άρεσε το φως
Και πως με βόλευε τα τζάμια να μαυρίζω:
"Δεν ήξερε η νύχτα ότι έχει δόντια, ο αγαθός;"
Μα στο σκοτάδι εγώ ο ίδιος με ταΐζω.

Θα πουν για μένα πως δεν ήμουν αρκετά
Πως θα μπορούσα άλλα τόσα να 'χω γίνει
Πως αν πουλούσα τις πληγές μου για χαρά
Ίσως μονάχος να μην είχα απομείνει.

Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Ποτέ δεν έμαθα τον δρόμο τον πλατύ
Ποτέ δεν χώρεσα στα ξέπνοα πανιά τους.
Και αν δεν περπάτησα μαζί τους στη βροχή
Είναι γιατί βρωμάνε, όταν μουσκεύουν, τα όνειρά τους.

Θα πουν για μένα πως δεν ήξερα να ζω
Με γέλιο πως δεν ήξερα τις μέρες να στολίζω
Και δεν κατάλαβαν ποτέ πως κι αν πεινώ
Κάλλιο με κόκκινες μπουκιές τις νύχτες να ταΐζω.

Θα πουν για σένα πως δεν ήξερα να σ' αγαπώ
Και το σκοτάδι μου πως με όρκισε στο ψέμα.
Στη δόλια νύχτα τους, το φως φέγγει θαμπό
Κι έχουν ξεχάσει τ' άστρα που τους έκαψαν το βλέμμα.

Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Όπου κι αν πήγα, πάντα εδώ ξαναγυρνώ
Στη γη όπου σκιάζουν, διπλωμένα, τα φτερά τους.
Κι όπου γιορτάσαν τη σπορά, ποτέ δεν μ' είδες να περνώ
Γιατί βρωμάνε, όταν ανθίζουν, τα όνειρά τους.

Μην τους ακούς, εσύ που ζεις ακόμα ανάμεσά τους.
Δεν έλειψα ποτέ, ούτε ανάσα, απ' τη γιορτή
Κι αν δεν με γνώρισαν ποτέ, ήμουν μπροστά τους.
Και τρέμω, κάποτε, μην ζήσω όπως αυτοί
Και μην πεθάνω όπως γεννιούνται τα παιδιά τους.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

I was gentle.

When their first evening came
I did not flinch
I did not run
But offered all my mornings
Extinguished my small sun
And I was gentle.

And when their first night came
I was not frightened
And did not reach for fire
But laid down all my days
Put out my own dim moon
And I was gentle.

And when true darkness fell
I was not angry
Nor did I feel the light was owed
I joined the dark with my own
Weighed with my young dead stars
And I was gentle.

And when the morning came
I was elated to be richer
An altar worthier of sunsets
But in the light they ran
And they hid and they cowered
And still, I was gentle.

I built myself into a thing unlit
No sun, no moon, no stars, no fire
All gone but scent and touch and words
And still it was too bright
And still it was too warm
Though I was gentle.

So now when the days begin to fall
I rudely shine my brightest
Unkindly burn my hottest
And make the shadows deeper for them all
I doubt they'll know this is my one way left
Of being gentle.

And should the winter bring them back
Should they retrace their course upon the snow
I really, really, gently hope
They do not face me now at all
And know to stand behind me
Where they might think me gentle, still.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Χίλιες καμιά νύχτες.

Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Με στολή παραλλαγής και κουρασμένο βλέμμα
Είναι κρυμμένος, όπως κι εγώ, από το πρώτο φως
Βαθειά κάτω απ' τη γη, στο θολό ενδιάμεσο
Της παλιάς νύχτας και της νέας, ολόιδιας ημέρας.

Και σίγουρα θα έρθει μια στιγμή στη ζωή του
Από αυτές, της ημινηφάλιας ανασκόπησης
Όταν μεταξύ σοβαρού και αστείου
Ρωτάμε δυνατά πότε περάσαν τόσες ανατολές
Και πόσο από εμάς αδειάσαμε μέσα τους.

Και σίγουρα, σίγουρα, θα θέλει να το πει
Στον άνθρωπο που θα είναι δίπλα του τότε
"Θυμάμαι εκείνη τη μέρα, ακόμα δεν είχε ξημερώσει
Και στεκόμουν όρθιος στο βαγόνι και μετρούσα
Πόσα άλλα μέρη υπήρχαν που θα ήθελα να είμαι."

Και σίγουρα, σίγουρα, μέσα του θα ξέρει
Ότι κανείς δεν θα νοιαστεί πραγματικά.

Κανείς δεν νοιάζεται για τις ξένες ιστορίες
Για τις πρωινές στιγμές που δεν επέζησε ο ίδιος
Κι αν από ευγένεια τις ακούει, θα τις ξεχάσει
Και αν μέσω δικών του ιστοριών τις συγκρίνει
Δεν βρίσκει τίποτα κοινό, όπως με όλα τα κοινότυπα.

Πες πόσο θες οι ιστορίες σου να αλλάξουν τον κόσμο
Και πώς καμία ανάμνηση δεν ξεθωριάζει στα αλήθεια
Και πως κανένα παραμύθι δεν κάνει το επόμενο παλιό
Μα σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Κανείς, ποτέ, δεν νοιάζεται.

Στο μέσο προσδόκιμο της φούσκας μας
Τίποτα πέρα από την επικάλυψη δεν φέρει κύρος
Κανένα γεγονός, ποτέ, δεν θα είναι κοσμογονικό
Παρά μόνο για τους παρόντες ή/και τους μάρτυρες
Γιατί όσοι έλειπαν, δεν θα νοιαστούν.

Όπως κι αυτούς δε θα τους μνημονεύσει κανείς.

Η μεγαλύτερη χαρά σου και η βαθύτερη λύπη σου
Όλα όσα σε όρισαν και σε οδήγησαν εδώ
Αυτά που άφησες να σε γκρεμίσουν
Απλώς γιατί ήλπιζες να το αξίζουν εν τέλει
Είναι για πάντα, για όλους, ασήμαντα.

Υπάρχει ένας κύριος στο βαγόνι μου
Που θα προτιμούσα να κοιμάται
Και να μην έχει πράγματα να πει
Είναι δύσκολο να τραγουδάς ωραία
Όταν έχουν όλοι έναν στίχο να θυμηθούν.

Και σίγουρα, έχεις ήδη αναρωτηθεί
Πόσα θα 'χες προλάβει να δεις
Αν δεν είχες διαβάσει τις λέξεις μου
Και σίγουρα, σίγουρα μέσα σου θα ξέρεις
Πόσο πολύ δεν νοιάζεσαι γι' αυτές
Κι από που ήρθαν.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Darkness given hunger.

The omnivore river has eaten through bone.

This is no world where victory applies
These are no times when wars truly end
Yet I smile as I put out my cigarette
On iridescent wings and broken mandibles
I smile as I still stand
Inedible and whole.

I knew then, when my days were happy
That the child would be slain
The flesh would be poisoned
The sight would be tainted
I knew then, before the insects came
That to wake is to lose
That to rise is to break.

The omnivore night has eaten through herself.

And now I stand right where it began
No more a promise to carrion
No more a billion bites to nothingness
Under my heels lies an army
Under my wounds rages new blood
On my shoulder rides immunity
And my blunted years are stained
With my tutor's ichor.

The omnivore river did eat to the bone
But there's a small piece of darkness in there
Deep in the heart of my marrow
A darkness with a taste of its own
A blind, relentless anti-will to persevere
A symbiont that drains me in order to survive
And the buzzing river tasted much like my blood.

-

This is no world where victory applies
Nor are these times where wars may end
But I'm back on a road with a horizon
I am back on my way, away.
And though sometimes I wonder
When will this skin belong to me no longer
I cannot wait, not anymore:
I serve a darkness given hunger
And I have rivers to eat.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Ivan the wonderful.

 11 το βράδυ, σπίτι του Ιβάν.

Δεν είναι κανείς νηφάλιος, μάτι βατράχι, μπύρες παντού.
Θες να βγάλεις το κινητό να ειδοποιήσεις ότι ζεις, αλλά το κινητό έχει κάμερα και κάτι μέσα σου σού λέει πως καλό είναι να μην εμφανιστεί τέτοια παράμετρος στην ιστορία.

Δεν είναι κανείς νηφάλιος, έξω τα σύννεφα την έχουν δει υδρορροές, οπότε τι να κάνεις, πίνεις και ακούς τον Ιβάν.

"Με τον πατριό μου δεν έχω πολλά-πολλά" σου λέει. "Λέμε κανένα γεια, ξέρεις, ίσα-ίσα για να μη γαμηθούμε στις μαχαιριές". Ωραία. Πολύ καλά. "Εγώ ξεσκάτιζα τον αδερφό μου, δε μου αρέσουν εμένα αυτά". Και σε ποιον αρέσουν;

Ο Ιβάν είναι από μια πόλη της Κριμαίας. Ήξερα και μια κοπέλα κάποτε από εκεί με την οποία μοιράζονται ακριβώς την ίδια αίσθηση ταυτότητας: "Όταν γεννήθηκα εγώ, Ρωσία ήταν" μου 'χε πει εκείνη. Εγώ τον Ιβάν τον γνώρισα Ουκρανό, πλέον είναι Ρώσος. Ο ίδιος λέει πως είναι 1000% Ρώσος και πως "μια μέρα ήρθανε και μας είπανε ότι τώρα είστε Ουκρανοί και άμα θέλετε τα σπίτια σας, θα πάρετε Ουκρανικά διαβατήρια." Η άποψη του Ιβάν για τους Ουκρανούς συνοψίζεται στο "άνετα έπαιρνα ένα καλάσνικοφ και γάζωνα Ουκρανούς χύμα". Οπότε και αποφασίζω να ξεχάσω τη γεωγραφία που έμαθα και να ακούω τον Ιβάν.

"Αύριο Σάββατο, θα πάω απ' τη γιαγιά μου να φάω. Θα είναι εκεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Παγοδρομιών". Έχω μια γουλιά μπύρας στο στόμα, προσπαθώ πάρα πολύ να μη τη φτύσω, την καταπίνω, το νευρικό γέλιο κρατάει κάνα πεντάλεπτο. Μόλις έχω βρει λίγο την ανάσα μου, ο Ιβάν συμπληρώνει "ναι, πηδιέται με τη γιαγιά μου αυτός." Το νευρικό δεν ξαναφεύγει ποτέ στ' αλήθεια όλη την υπόλοιπη νύχτα.

Ο Ιβάν έχει έναν εξωτερικό σκληρό συνδεδεμένο με μια 20άρα τηλεόραση. Όλη νύχτα ακούμε Cherouvim, Holymen και Kindzadza. Είναι από τις νύχτες που θυμάσαι τον εαυτό σου 10 χρονών και ντρέπεσαι γι' αυτά που ετοίμαζες σε αυτό το παιδάκι. "Τώρα θα σου δείξω φωτογραφίες απ' τη ζωή μου" σου λέει ο Ιβάν και ξέρεις ότι αν πρέπει να φανείς εγκρατής στη ζωή σου μία φορά, αυτή θα είναι στα επόμενα 20 δευτερόλεπτα. Προετοιμάζεσαι όπως-όπως και λες απλώς "βεβαίως".

Η πρώτη φωτογραφία είναι ο Ιβάν έφηβος, μαλλί φράχτης, γυαλί σαν σουτιέν μαύρο τεντωμένο, σπυράκια στη μάπα, χρυσή αλυσίδα (την πούλησε και πήρε ένα φτιαγμένο GLX) και το ίδιο βλέμμα από τότε. "Πόσο είσαι εδώ" ρωτάς. "Το 2008, ωραίες εποχές, κόκες, γκόμενες, λεφτά. Μετά στείλανε τον θείο μου Κορυδαλλό και έχασα τα καλά κονέ". Ωραία. Πολύ καλά. Κιλά; "Κοντέηνερ."

"Εδώ είναι η βίλα της γιαγιάς μου στην Κριμαία". Το νευρικό αναδύεται πάλι γιατί θυμάσαι τον πρόεδρο των παγοδρομιών. Η βίλα έχει ιδιωτικό parking από το οποίο περπατάς κάνα 200άρι μέτρα μέσα από πετρόκτιστο κήπο με μια πισίνα για koi και χρυσόψαρα. Η κανονική πισίνα είναι στον πίσω κήπο. Έχει 2 κουζίνες, μία στο υπόγειο, μία στον όροφο. Κάθε πλάκα ανάμεσα στους ορόφους είναι πενταπλή και "άμα ρίξει βόμβα το αεροπλάνο, από εκεί δεν περνάει, επίτηδες το 'χε κάνει έτσι η γιαγιά, καταφύγιο. Είμαστε τρελοί εμείς οι Ρώσοι. Τα σχέδια είναι κλεμμένα από έναν Έλληνα καλλιτέχνη. Όχι καλλιτέχνη, σχεδιαστή, γλύπτη. Όχι, το άλλο." "Αρχιτέκτονα;" "Ναι μπράβο". Βλέπω φώτο της γιαγιάς ενώ ακούω psytrance. "Και γιατί δεν πας να μείνεις εκεί ρε Ιβάν;" "Γιατί δεν αντέχεται η κωλόγρια". Τον καταλαβαίνω.

Επόμενος φάκελος, ο Ιβάν στο παγοδρόμιο, πέδιλα και απ' όλα. Με πιάνει βήχας απ' το γέλιο.

"Και που τα έβγαλε η γιαγιά τόσα λεφτά ρε μαλάκα;" ρωτάς γιατί έχεις κολλήσει φυσικά με την βίλα.
"Πουστιές εδώ στην Ελλάδα, μάζεψε λεφτά και γύρισε." "Τι πουστιές; Ενδιαφέρομαι."
"Ε απ τα στριπτίζ και τα κονσομασιόν, δεν είναι για μας αυτά".
Δε μιλάς, τι να πεις, όπως η Κριμαία, έτσι και ο σεξισμός έχει παράξενα σύνορα.

"Αυτός είναι ο Γιούρι." Δε θέλω να ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου τον Γιούρι, ας μείνουμε εκεί.

Πας να αλλάξεις θέμα. Παίζουν τρεις πίνακες στο δωμάτιο: δύο με κάτι γκόμενες με ζαρτιέρες και κορσέδες και ένας με κάτι καταρράκτες. Η μάνα του Ιβάν είναι καλλιτέχνις. Όχι αρχιτέκτονας, ζωγράφος. "Αυτόν τον πίνακα με τους καταρράκτες η μάνα σου τον έκανε;" "Ναι, και τους τρεις. Είχα κι άλλον έναν γαμάτο με μια γκόμενα που χόρευε, πολύ ζωντανό αλλά μου τον πήρε. Πρέπει να της τον ζητήσω πίσω, έχω τρελαθεί. Μιλάμε σαν φωτογραφία, υπέρ ρεαλιστικό". Γνέφω, δεν διορθώνω, γνέφω μόνο.

Περνάμε μια περίοδο σιωπής ακούγοντας πράγματα που στα βαθιά 90s θα βγαίνανε στις ειδήσεις των 8.30 με φωτογραφίες αιματοβαμμένων υπογείων και χημικών που χρειάζεται απλώς να τα κοιτάξεις λίγη ώρα μέχρι να σε πιάσουν. Ο Ιβάν σπάει τη σιωπή με κάτι που με συγκινεί βαθύτατα:

"Δεν υπάρχει καλό και κακό ρε μαλάκα."

Τον κοιτάω. Περιμένω. Θα μάθω κάτι όπου να 'ναι.

"Δηλαδή Ιβάν;"

"Αυτό. Αυτό που κάνεις εσύ και λες ότι είναι καλό, για κάποιον άλλο είναι κακό. Ή μπορεί να είναι αυτονόητο για εκείνον. Και εσύ να νομίζεις ότι σου χρωστάει, κατάλαβες; Και αυτός να μη στο ξεπληρώσει και εσύ να νομίζεις ότι είναι μουνόπανο αλλά αυτός να νομίζει ότι είναι καλός. Κατάλαβες;"

"Έχεις δίκιο. Αλλά μπορείς να προσπαθείς να είσαι δίκαιος."

"Άμα σκέφτεσαι πολύ τη δικαιοσύνη τρελαίνεσαι."

Θυμάμαι τον πρόεδρο παγοδρομιών και με ξαναπιάνει νευρικό.

"Τρελαίνεσαι μαλάκα" επαναλαμβάνει βλοσυρά ο Ιβάν και δε μπορώ να αναπνεύσω απ' τα γέλια.

Γυρνάμε το playlist σε ρώσικο gangsta rap. Ο Ιβάν μου απαριθμεί όλα τα οχήματά του.

"...και πριν από το GLX που 'χες ανέβει, είχα ένα 600άρι Honda σιαρκάτι, δίχρονο. Απαγορεύτηκε αυτό γιατί είχε κόψει πολλά λαρύγγια από την απότομη επιτάχυνση." Πρέπει να φύγω. "Όσο του δινες, τόσο έδινε, καληνύχτα. Και το γκάζι μέχρι τη μέση, το 'χα πάει 160 χιλιόμετρα στην πίσω ρόδα, σούζα, καληνύχτα."

Πάω για κατούρημα για 8η φορά, προσπαθώ να πετύχω τα skidmarks των παράγωγων του Ιβάν (boys will know) αλλά παίζει να είναι εκεί περισσότερα χρόνια απ' όσα πίστευα. Βγαίνω.

"Πάμε να φάμε τίποτα και να σε γυρίσω" μου λέει.
"Θα σκοτωθούμε στο δρόμο;" ρωτάω.
"Αφού είμαι οδηγάρα ρε και το εργαλείο τραβάει!"
"Ιβάν, έχω ακόμα πράγματα να κάνω. Έχεις καλοκαιρινά λάστιχα. Έχει βρέξει. Δε θέλω να πεθάνω."
"Μην αγχώνεσαι. Δεν είδες παρκάρισμα πριν;"
"Το άφησες μέσα στη μέση του δρόμου."
"Δε γράφουν εδώ. Είναι δίπλα το μπατσικό. Στη φωλιά του λύκου κάνεις ό,τι θες. Αφού είναι στη φωλιά του."

Παραδόξως ο Ιβάν νομίζει πως αυτά που κάνει στο δρόμο είναι extreme. Ευτυχώς, δεν είναι. Κάποια στιγμή κάνει μια "σφήνα" στην δεξιά λωρίδα, ο τύπος στα δεξιά ήταν περίπου 100 μέτρα πίσω. "Τα κάνεις εσύ αυτά όταν οδηγείς;" με ρωτάει. "Όχι ρε, χέζομαι εγώ με τέτοια" του λέω γιατί οτιδήποτε άλλο θα ακουγόταν ως "άσε ρε γατάκι, πάτα το κι άλλο μέχρι να γίνουμε ένα με τη λαμαρίνα".

Φτάνουμε στο 24ωρο χοντογκάδικο. Η τύπισσα με κοιτάει, τα καταλαβαίνει όλα, χαζογελάει μόνη της. Δε το παίρνω προσωπικά, ίσα-ίσα έτσι όπως γελάει θυμάμαι τις παγοδρομίες και με πιάνει νευρικό μόνο μου μέσα στο μαγαζί. Μου τα δίνει, φεύγω.

"Δεν έβαλες τίποτα στις πατάτες;"
"Της είπα μαγιονέζα, μάλλον δεν άκουσε."
"ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ; ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ;"

Βγαίνει από το αμάξι. Μπαίνει στο μαγαζί.
Τον βλέπω να λέει κάτι δείχνοντας τις πατάτες.
Η υπάλληλος ανασηκώνει τους ώμους και πιάνει τη μαγιονέζα.
Πριν προλάβει να βάλει, βλέπω τον Ιβάν να κοπανάει το χέρι του στις πατάτες.

Πατάτες παντού. Εγώ κοιτάω μέσα από το αμάξι με το χοτ ντογκ στο χέρι.

Η τύπισσα αρχίζει να φωνάζει. Σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω αν εμφανιστεί κάνας μπράβος.
Πριν καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, εμφανίζεται η δεύτερη υπάλληλος με ένα φρέσκο κουτί πατάτες με μαγιονέζα. Εύχομαι να μη το λιώσει και αυτό ο Ιβάν, γιατί δε μου αρέσουν τα κρατητήρια και μου αρέσουν οι πατάτες με μαγιονέζα. Ο Ιβάν το παίρνει, μιλάει λίγο με την υπάλληλο, γελάνε λίγο και οι δύο, εγώ παραδίνομαι μέσα μου, έρχεται.

"Έτσι θέλουν τα αρχίδια, μάθημα. Αλλιώς δε γίνονται άνθρωποι ποτέ."
"Τι της είπες;"
"Άσε τι της είπα, πάρε πατάτες. Ω ρε πούστη καίνε, φταίω εγώ τώρα να πάω μέσα να τη γαμήσω;"

Τρώμε, οδηγεί.

"Άσε με εδώ."
"Εδώ μένεις;"
"Ναι, ένα τετράγωνο δίπλα." Στην πραγματικότητα, θέλω κάνα τέταρτο περπάτημα στη βροχή.
"Ωραίος, μιλάμε."
"Ευχαριστώ για όλα Ιβάν. Να προσέχεις."
"Δεν έχω ανάγκη εγώ."

Κατεβαίνω, δυναμώνει τα μπίτια, φεύγει με σπινιές γαμιώντας.
Συγκινούμαι που πήγαινε σιγά για εμένα και ξεκινάω να περπατάω στη βροχή.

Λίγο πριν φτάσω, θυμάμαι τις παγοδρομίες και με πιάνει πάλι νευρικό.

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Terribly right.

Δε θα μαθαίναμε ποτέ επαρκώς και εγκαίρως
Τον τρόπο που ο όρος "παράδοξο"
Είναι εγγενώς οξύμωρος, κάθε φορά.
Πώς ο αποκλεισμός μπορεί να στελεχώσει
Την πληρότητα
Πώς το ελάττωμα είναι συστατικό
Της τελειότητας
Και πως για κάθε ενδεχόμενο μηδενικό
Και κάθε αδιαχείριστη λεπτομέρεια
Είναι το πλήρες και το τέλειο
Που χρωστάει σε εμάς.

Δε θα μαθαίναμε ποτέ τους χίλιους τρόπους
Που στεφανώνουν εγγύηση την έλλειψη
Που κάνουν τον αποχαιρετισμό, υπόσχεση
Που θέτουν τους κανόνες ως πρόκληση εύρεσης
Αυτού στο οποίο δεν έχουν εφαρμογή.

Δε θα μαθαίναμε ποτέ τι θα μπορούσαμε να είμαστε
Αν δεν σκοτώναμε εμείς τα όνειρά μας
Δε θα μαθαίναμε ποτέ να περπατάμε αν δεν φεύγαμε
Ούτε θα ξέραμε τον δρόμο του γυρισμού.

Δεν λέω πως όλα έγιναν σωστά
Ούτε κηρύσσω κάποιο κακό αναγκαίο
Μα έπρεπε να ενοικιαστούμε στο λάθος
Πριν το αποκρουστικό του χέρι
Μας επιστρέψει, αν όχι τα χρωστούμενα
Τα πλέον επάξια.

Δε θα μαθαίναμε ποτέ
Αν δεν το κάναμε μόνοι μας
Δε θα μαθαίναμε ποτέ
Αν δεν νομίζαμε πως το κάνουμε για εμάς.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Passenger seat.

 Δεν είχα λέξεις
Κι ας μιλούσα πολύ.
Δεν είχα λέξεις
Κι ας τις χρειαζόμουν όλες.

Δεν είχα λέξεις
Γιατί πίστεψα στη σιωπή.
Δεν είχα λέξεις
Γιατί τις έκρυβαν τα ημερολόγια.

Χίλιες φορές κοίταξα
Και όλες τους, σε Είδα.
Χίλιες φορές τον ίδιο δρόμο
Από την ίδια μία αρχή του.

"Φτάσαμε" είπα και έλεγα ψέμματα:
Ποτέ δεν φτάσαμε ολόκληροι.

Κι έπρεπε να σε ξυπνήσω.
Και δεν θέλω πια να κοιμηθώ.

Δεν είχα λέξεις
Συγγνώμη
Δεν είχα λέξεις
Μόνο αυτές που έφτιαξαν οι τρελοί
Οι πεινασμένοι
Λέξεις που εφηύραμε
Για να ακούγονται πάνω απ' τον θόρυβο του κόσμου
Αν τύχαινε ποτέ και μίκραινε όπως απόψε
Έστω για λίγο, έστω και τώρα, πάντα ξανά.

Χίλιες φορές να χαθώ
Είναι το ίδιο ανεξήγητο που με βρίσκει
Χίλιες φορές να μου χαριστείς
Δεν θα 'χω λέξεις ποτέ
Τις ίδιες που δεν έχεις κι εσύ
Αυτές που σαν εμάς, τις φυλάμε ανείπωτες
Πολύτιμες όχι παρ' όλο
Μα επειδή είναι περιττές.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

XIX

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/a/a3/Giant_prominence_on_the_sun_erupted.jpg

Είδα σήμερα στον ύπνο μου
Ότι σε έσερνα απ' τα μαλλιά
Λες και δεν ήξερες να φεύγεις
Λες και δεν ήξερες να περπατάς.
Και θυμάμαι να σκέφτομαι
Πως μερικά όνειρα δεν τελειώνουν
Θυμάμαι να λέω πως η αιωνιότητα
Δεν είναι αυτό που διαρκεί για πάντα
Μόνο αυτό που επαναλαμβάνεται.
Θα μπορούσα να σου μιλήσω τώρα
Για το πώς όλα αυτά είναι λέξεις
Φτηνής τετραδιάστατης χλεύης
Και πως η αιωνιότητα υπάρχει
Σε χίλιες μορφές -απλώς όχι για εμάς.

Είδα σήμερα στον ύπνο μου
Ότι έκλαιγες στα κρυφά
Λες και δεν ήξερα πως μπορείς
Λες και δεν ήξερα πως ευθύνομαι.
Και θυμάμαι να σκέφτομαι
Πως στα όνειρα δεν τελειώνουμε
Θυμάμαι να λέω πως ο ύπνος
Είναι το τελευταίο παράνομο καταφύγιο
Ένα μικρό κάστρο από κόκκους δευτερολέπτων.
Θα μπορούσα να σου μιλήσω τώρα
Για το πώς όλα αυτά είναι λέξεις
Λέξεις όπως εσύ, όπως εγώ
Και πως μερικοί άνθρωποι
Μιλάνε στον ύπνο τους.

Σήμερα δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ
Χθες δεν θα είμαι ποτέ ξύπνιος
Και αύριο
Αύριο ήμουν εγώ το όνειρο.

Είδα σήμερα στον ύπνο μου
Ότι είπα μονάχα λίγες λέξεις
Λες και ήξερες να ακούς
Λες και ήξερες να πιστεύεις.
Και θυμάμαι να σκέφτομαι
Πώς οι νεκροί μπορούν να βοηθούν
Και πως ένα μνήμα στο φως
Μπορεί να είναι ένα μήνυμα τη νύχτα.
Σήμερα δε θα κοιμηθώ
Ποτέ ξανά με κανέναν
Κι αν δω στον ξύπνιο μου κάποιο όνειρο
Θα το σύρω απ' τα μαλλιά ως τον ήλιο
Λες και θα ξέρει να μην καίγεται
Λες και θα ξέρει να μην κλάψει
Όταν δει πώς εδώ δεν έχει σκιά.

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Than serve in Heaven.



The savage truth is that the goodness that we preach
Revolves around the notion of an absent evil
Involves the blind spot of a will that perceives
Itself as something self-excluding
Dissolves in words that are too many or too few
To constitute a structure impervious to thirst.

The mindless youth is burdened with the blame
Regarding chance assaults on chance itself
Concerning its own with perpetuating
The temporary
Converting the reality of flesh to a core belief
Of egotistic selflessness, immune to evolution.

Draw blood then soothe; the seeds of peace
Take root in conflict, loss and absence
Kill enough of yourself so the rest may grow
Lose enough of your god so the ape may find shelter
Never forget not to remember
And the path will turn into a way.

The savage truth is that the apotheosis we seek
Is still undeserved by our incoherent, limping psyche
And runs its humble course through avenues of tissue
Residing in our primate language, in our wet, raw tongue
And into sinew and muscle and tendon and nerve
This passing temple is itself the only idol it can hold.

For your skin is the conduit of will
For your words are the last true commandments
For the absence of evil is to acknowledge the flesh
The half-circle to reason: the means to a beginning
Of a kingdom that's come and will ever become;
So swallow the tail of your serpentine thoughts
For only a beast that is fed is truly your own.