Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Ivan the wonderful.

 11 το βράδυ, σπίτι του Ιβάν.

Δεν είναι κανείς νηφάλιος, μάτι βατράχι, μπύρες παντού.
Θες να βγάλεις το κινητό να ειδοποιήσεις ότι ζεις, αλλά το κινητό έχει κάμερα και κάτι μέσα σου σού λέει πως καλό είναι να μην εμφανιστεί τέτοια παράμετρος στην ιστορία.

Δεν είναι κανείς νηφάλιος, έξω τα σύννεφα την έχουν δει υδρορροές, οπότε τι να κάνεις, πίνεις και ακούς τον Ιβάν.

"Με τον πατριό μου δεν έχω πολλά-πολλά" σου λέει. "Λέμε κανένα γεια, ξέρεις, ίσα-ίσα για να μη γαμηθούμε στις μαχαιριές". Ωραία. Πολύ καλά. "Εγώ ξεσκάτιζα τον αδερφό μου, δε μου αρέσουν εμένα αυτά". Και σε ποιον αρέσουν;

Ο Ιβάν είναι από μια πόλη της Κριμαίας. Ήξερα και μια κοπέλα κάποτε από εκεί με την οποία μοιράζονται ακριβώς την ίδια αίσθηση ταυτότητας: "Όταν γεννήθηκα εγώ, Ρωσία ήταν" μου 'χε πει εκείνη. Εγώ τον Ιβάν τον γνώρισα Ουκρανό, πλέον είναι Ρώσος. Ο ίδιος λέει πως είναι 1000% Ρώσος και πως "μια μέρα ήρθανε και μας είπανε ότι τώρα είστε Ουκρανοί και άμα θέλετε τα σπίτια σας, θα πάρετε Ουκρανικά διαβατήρια." Η άποψη του Ιβάν για τους Ουκρανούς συνοψίζεται στο "άνετα έπαιρνα ένα καλάσνικοφ και γάζωνα Ουκρανούς χύμα". Οπότε και αποφασίζω να ξεχάσω τη γεωγραφία που έμαθα και να ακούω τον Ιβάν.

"Αύριο Σάββατο, θα πάω απ' τη γιαγιά μου να φάω. Θα είναι εκεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Παγοδρομιών". Έχω μια γουλιά μπύρας στο στόμα, προσπαθώ πάρα πολύ να μη τη φτύσω, την καταπίνω, το νευρικό γέλιο κρατάει κάνα πεντάλεπτο. Μόλις έχω βρει λίγο την ανάσα μου, ο Ιβάν συμπληρώνει "ναι, πηδιέται με τη γιαγιά μου αυτός." Το νευρικό δεν ξαναφεύγει ποτέ στ' αλήθεια όλη την υπόλοιπη νύχτα.

Ο Ιβάν έχει έναν εξωτερικό σκληρό συνδεδεμένο με μια 20άρα τηλεόραση. Όλη νύχτα ακούμε Cherouvim, Holymen και Kindzadza. Είναι από τις νύχτες που θυμάσαι τον εαυτό σου 10 χρονών και ντρέπεσαι γι' αυτά που ετοίμαζες σε αυτό το παιδάκι. "Τώρα θα σου δείξω φωτογραφίες απ' τη ζωή μου" σου λέει ο Ιβάν και ξέρεις ότι αν πρέπει να φανείς εγκρατής στη ζωή σου μία φορά, αυτή θα είναι στα επόμενα 20 δευτερόλεπτα. Προετοιμάζεσαι όπως-όπως και λες απλώς "βεβαίως".

Η πρώτη φωτογραφία είναι ο Ιβάν έφηβος, μαλλί φράχτης, γυαλί σαν σουτιέν μαύρο τεντωμένο, σπυράκια στη μάπα, χρυσή αλυσίδα (την πούλησε και πήρε ένα φτιαγμένο GLX) και το ίδιο βλέμμα από τότε. "Πόσο είσαι εδώ" ρωτάς. "Το 2008, ωραίες εποχές, κόκες, γκόμενες, λεφτά. Μετά στείλανε τον θείο μου Κορυδαλλό και έχασα τα καλά κονέ". Ωραία. Πολύ καλά. Κιλά; "Κοντέηνερ."

"Εδώ είναι η βίλα της γιαγιάς μου στην Κριμαία". Το νευρικό αναδύεται πάλι γιατί θυμάσαι τον πρόεδρο των παγοδρομιών. Η βίλα έχει ιδιωτικό parking από το οποίο περπατάς κάνα 200άρι μέτρα μέσα από πετρόκτιστο κήπο με μια πισίνα για koi και χρυσόψαρα. Η κανονική πισίνα είναι στον πίσω κήπο. Έχει 2 κουζίνες, μία στο υπόγειο, μία στον όροφο. Κάθε πλάκα ανάμεσα στους ορόφους είναι πενταπλή και "άμα ρίξει βόμβα το αεροπλάνο, από εκεί δεν περνάει, επίτηδες το 'χε κάνει έτσι η γιαγιά, καταφύγιο. Είμαστε τρελοί εμείς οι Ρώσοι. Τα σχέδια είναι κλεμμένα από έναν Έλληνα καλλιτέχνη. Όχι καλλιτέχνη, σχεδιαστή, γλύπτη. Όχι, το άλλο." "Αρχιτέκτονα;" "Ναι μπράβο". Βλέπω φώτο της γιαγιάς ενώ ακούω psytrance. "Και γιατί δεν πας να μείνεις εκεί ρε Ιβάν;" "Γιατί δεν αντέχεται η κωλόγρια". Τον καταλαβαίνω.

Επόμενος φάκελος, ο Ιβάν στο παγοδρόμιο, πέδιλα και απ' όλα. Με πιάνει βήχας απ' το γέλιο.

"Και που τα έβγαλε η γιαγιά τόσα λεφτά ρε μαλάκα;" ρωτάς γιατί έχεις κολλήσει φυσικά με την βίλα.
"Πουστιές εδώ στην Ελλάδα, μάζεψε λεφτά και γύρισε." "Τι πουστιές; Ενδιαφέρομαι."
"Ε απ τα στριπτίζ και τα κονσομασιόν, δεν είναι για μας αυτά".
Δε μιλάς, τι να πεις, όπως η Κριμαία, έτσι και ο σεξισμός έχει παράξενα σύνορα.

"Αυτός είναι ο Γιούρι." Δε θέλω να ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου τον Γιούρι, ας μείνουμε εκεί.

Πας να αλλάξεις θέμα. Παίζουν τρεις πίνακες στο δωμάτιο: δύο με κάτι γκόμενες με ζαρτιέρες και κορσέδες και ένας με κάτι καταρράκτες. Η μάνα του Ιβάν είναι καλλιτέχνις. Όχι αρχιτέκτονας, ζωγράφος. "Αυτόν τον πίνακα με τους καταρράκτες η μάνα σου τον έκανε;" "Ναι, και τους τρεις. Είχα κι άλλον έναν γαμάτο με μια γκόμενα που χόρευε, πολύ ζωντανό αλλά μου τον πήρε. Πρέπει να της τον ζητήσω πίσω, έχω τρελαθεί. Μιλάμε σαν φωτογραφία, υπέρ ρεαλιστικό". Γνέφω, δεν διορθώνω, γνέφω μόνο.

Περνάμε μια περίοδο σιωπής ακούγοντας πράγματα που στα βαθιά 90s θα βγαίνανε στις ειδήσεις των 8.30 με φωτογραφίες αιματοβαμμένων υπογείων και χημικών που χρειάζεται απλώς να τα κοιτάξεις λίγη ώρα μέχρι να σε πιάσουν. Ο Ιβάν σπάει τη σιωπή με κάτι που με συγκινεί βαθύτατα:

"Δεν υπάρχει καλό και κακό ρε μαλάκα."

Τον κοιτάω. Περιμένω. Θα μάθω κάτι όπου να 'ναι.

"Δηλαδή Ιβάν;"

"Αυτό. Αυτό που κάνεις εσύ και λες ότι είναι καλό, για κάποιον άλλο είναι κακό. Ή μπορεί να είναι αυτονόητο για εκείνον. Και εσύ να νομίζεις ότι σου χρωστάει, κατάλαβες; Και αυτός να μη στο ξεπληρώσει και εσύ να νομίζεις ότι είναι μουνόπανο αλλά αυτός να νομίζει ότι είναι καλός. Κατάλαβες;"

"Έχεις δίκιο. Αλλά μπορείς να προσπαθείς να είσαι δίκαιος."

"Άμα σκέφτεσαι πολύ τη δικαιοσύνη τρελαίνεσαι."

Θυμάμαι τον πρόεδρο παγοδρομιών και με ξαναπιάνει νευρικό.

"Τρελαίνεσαι μαλάκα" επαναλαμβάνει βλοσυρά ο Ιβάν και δε μπορώ να αναπνεύσω απ' τα γέλια.

Γυρνάμε το playlist σε ρώσικο gangsta rap. Ο Ιβάν μου απαριθμεί όλα τα οχήματά του.

"...και πριν από το GLX που 'χες ανέβει, είχα ένα 600άρι Honda σιαρκάτι, δίχρονο. Απαγορεύτηκε αυτό γιατί είχε κόψει πολλά λαρύγγια από την απότομη επιτάχυνση." Πρέπει να φύγω. "Όσο του δινες, τόσο έδινε, καληνύχτα. Και το γκάζι μέχρι τη μέση, το 'χα πάει 160 χιλιόμετρα στην πίσω ρόδα, σούζα, καληνύχτα."

Πάω για κατούρημα για 8η φορά, προσπαθώ να πετύχω τα skidmarks των παράγωγων του Ιβάν (boys will know) αλλά παίζει να είναι εκεί περισσότερα χρόνια απ' όσα πίστευα. Βγαίνω.

"Πάμε να φάμε τίποτα και να σε γυρίσω" μου λέει.
"Θα σκοτωθούμε στο δρόμο;" ρωτάω.
"Αφού είμαι οδηγάρα ρε και το εργαλείο τραβάει!"
"Ιβάν, έχω ακόμα πράγματα να κάνω. Έχεις καλοκαιρινά λάστιχα. Έχει βρέξει. Δε θέλω να πεθάνω."
"Μην αγχώνεσαι. Δεν είδες παρκάρισμα πριν;"
"Το άφησες μέσα στη μέση του δρόμου."
"Δε γράφουν εδώ. Είναι δίπλα το μπατσικό. Στη φωλιά του λύκου κάνεις ό,τι θες. Αφού είναι στη φωλιά του."

Παραδόξως ο Ιβάν νομίζει πως αυτά που κάνει στο δρόμο είναι extreme. Ευτυχώς, δεν είναι. Κάποια στιγμή κάνει μια "σφήνα" στην δεξιά λωρίδα, ο τύπος στα δεξιά ήταν περίπου 100 μέτρα πίσω. "Τα κάνεις εσύ αυτά όταν οδηγείς;" με ρωτάει. "Όχι ρε, χέζομαι εγώ με τέτοια" του λέω γιατί οτιδήποτε άλλο θα ακουγόταν ως "άσε ρε γατάκι, πάτα το κι άλλο μέχρι να γίνουμε ένα με τη λαμαρίνα".

Φτάνουμε στο 24ωρο χοντογκάδικο. Η τύπισσα με κοιτάει, τα καταλαβαίνει όλα, χαζογελάει μόνη της. Δε το παίρνω προσωπικά, ίσα-ίσα έτσι όπως γελάει θυμάμαι τις παγοδρομίες και με πιάνει νευρικό μόνο μου μέσα στο μαγαζί. Μου τα δίνει, φεύγω.

"Δεν έβαλες τίποτα στις πατάτες;"
"Της είπα μαγιονέζα, μάλλον δεν άκουσε."
"ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ; ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ;"

Βγαίνει από το αμάξι. Μπαίνει στο μαγαζί.
Τον βλέπω να λέει κάτι δείχνοντας τις πατάτες.
Η υπάλληλος ανασηκώνει τους ώμους και πιάνει τη μαγιονέζα.
Πριν προλάβει να βάλει, βλέπω τον Ιβάν να κοπανάει το χέρι του στις πατάτες.

Πατάτες παντού. Εγώ κοιτάω μέσα από το αμάξι με το χοτ ντογκ στο χέρι.

Η τύπισσα αρχίζει να φωνάζει. Σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω αν εμφανιστεί κάνας μπράβος.
Πριν καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, εμφανίζεται η δεύτερη υπάλληλος με ένα φρέσκο κουτί πατάτες με μαγιονέζα. Εύχομαι να μη το λιώσει και αυτό ο Ιβάν, γιατί δε μου αρέσουν τα κρατητήρια και μου αρέσουν οι πατάτες με μαγιονέζα. Ο Ιβάν το παίρνει, μιλάει λίγο με την υπάλληλο, γελάνε λίγο και οι δύο, εγώ παραδίνομαι μέσα μου, έρχεται.

"Έτσι θέλουν τα αρχίδια, μάθημα. Αλλιώς δε γίνονται άνθρωποι ποτέ."
"Τι της είπες;"
"Άσε τι της είπα, πάρε πατάτες. Ω ρε πούστη καίνε, φταίω εγώ τώρα να πάω μέσα να τη γαμήσω;"

Τρώμε, οδηγεί.

"Άσε με εδώ."
"Εδώ μένεις;"
"Ναι, ένα τετράγωνο δίπλα." Στην πραγματικότητα, θέλω κάνα τέταρτο περπάτημα στη βροχή.
"Ωραίος, μιλάμε."
"Ευχαριστώ για όλα Ιβάν. Να προσέχεις."
"Δεν έχω ανάγκη εγώ."

Κατεβαίνω, δυναμώνει τα μπίτια, φεύγει με σπινιές γαμιώντας.
Συγκινούμαι που πήγαινε σιγά για εμένα και ξεκινάω να περπατάω στη βροχή.

Λίγο πριν φτάσω, θυμάμαι τις παγοδρομίες και με πιάνει πάλι νευρικό.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Lydia.













When Lydia was a little girl, she wanted -like all little girls do- a pony. And, of course, she didn't get one. No little girl who wants a pony ever gets one, cause you're either too poor a family to afford one, or too rich so you probably already own more than just one. Of anything. So, no, Lydia does not get herself a pony in this story. She's not a member of some rich family. Her parents are lower to middle class workers and they do work hard to keep things from falling apart. They're workhorsepeople. So that probably makes Lydia a ponygirl.

But you know, time goes by and Lydia grows up to be a woman. She doesn't flourish, and she doesn't bloom and all that bible-belt fucked-up terminology. She just grows up. Nothing dramatic, too. First sex in highschool, first abortion at 21, first shoot at 24, gets clean when she turns 27, gets a job as a lap dancer (part time) but quits after just 3 months, pregnant again, second abortion 29, that's that.

So you got yourself the average mid-state 30 year old, complete with "There ain't no mileage, only experience" trampstamped and probably with the deluxe set of STDs as well.

And that girl, she wakes up one morning and she thinks, how after all moments of passing glory, missionary, doggie, all that jazz, how after each, well, exultation, she became nothing again. How this happens to everyone, that's what she's thinking. That no matter how desired, worshiped, irreplaceable, unique and complementary you may be for someone when you're doing each other, after the body gives up, after all you're left with is your brain, then you're nothing.

So, with that in mind, she takes a dump and she lights a fag, and decides that she should be someone other than her body. Which was a pretty good decision, cause between guys, there ain't no experience, there's mileage. Straight up use and misuse. Like a car. That's why where people are more conservative girls "flourish" and "blossom" and "bloom" into women. Cause no one wants to say "worn down to".

Anyway, she killed herself like two years later. Found out she'd gotten the big virus somewhere. That wasn't what made her flip, it's cause she tried to call everyone she had sex with to tell them to get tested. She got to a payphone and she was almost halfway down the list, then she ran out of credit. And she couldn't make money cause she couldn't bring herself to screw another guy now. So, she writes down the rest of the names and adds a message too. Then she puts the note in her pocket and jumps in front of a truck.

I kinda think she stopped being that much of a nothing then.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

And her name was Stolichnaya.



Ανοίγω τα μάτια μου και όλα είναι πόνος.

Είμαι ανάσκελα σε ένα κρεββάτι με μπορντώ πάπλωμα και κοιτάω το εσωτερικό μιας ξύλινης στέγης με σοφίτα. Χαμηλώνω το βλέμμα μου και βλέπω την μαρτυρική μορφή που περιφέρεται στο δωμάτιο. Είναι ο Γιάννης, που κατευθύνεται σκυφτός προς μια ξύλινη καρέκλα. Χωρίς να με κοιτάει, ανοίγει το στόμα και ψιθυρίζει φωναχτά "είμαι ένα ράκος". Ανοίγω το στόμα μου για να συμφωνήσω, να του πω πως κι εγώ είμαι ένα ράκος, μα το μόνο που βγαίνει είναι ένα επιφώνημα: "πωωωω...". Προσπαθώ πάλι, προσπαθώ να τον κάνω να καταλάβει, μα και τη δεύτερη φορά με ακούω να λέω απλώς πιο δυνατά το ίδιο "πωωωω...". Συνειδητοποιώ πως αυτό αρκεί. Ο Γιάννης δε χρειάζεται να καταλάβει τίποτα, τα ξέρει ήδη. Δεν υπάρχει τίποτα να πω(ωωω...).

Μου δείχνει το πάτωμα όπου δεκάδες σοκολατάκια ΙΟΝ Noisette είναι σκορπισμένα.

-Τι κάναμε ρε μαλάκα χθες, με ρωτάει, σοκολατοπόλεμο;
-Α, σοκολατάκια, να τι ήταν αυτό το μαύρο κολλώδες πράγμα που ξερνούσα.
-Ναι αλλά γιατί είναι στο πάτωμα;
-Σε κάποια φάση νομίζω στα πετούσα.
-Α ναι, προσπαθούσες να με σκοτώσεις με σοκολατάκια.
-Γιατί;
-Δε θυμάμαι.

Μαζεύουμε τα πράγματα και φεύγουμε σαν κυνηγημένοι από το ξενοδοχείο.
Ο Γιάννης προσπαθεί να κλέψει ένα γατί με τρία καλά πόδια, το γατί δεν ψήνεται.
Φτάνουμε στο αμάξι. Η μπροστά δεξιά πλευρά του, χαμηλά στο φανάρι της ομίχλης, είναι ολόκληρη καλυμμένη με πηχτή λάσπη.

-Εντάξει, δεν έγινε καμιά μεγάλη ζημιά.

Καθαρίζουμε τη λάσπη και φεύγουμε.
Σταματάμε για καφέ και ομελέτα, τσοντάρουμε και μπύρα.

Και αρχίζουμε να θυμόμαστε.

-

22 ώρες πριν:

-Ψήνεσαι για καμιά εκδρομούλα; Κάνα Μαραθώνα να δούμε θάλασσα κι έτσι.
-Πάμε ορεινή Κορινθία.
-ΟΚ.

19 ώρες πριν:

-Καύλα είναι ε, βουνά, λαγκάδια, ομίχλη...
-Κοίτα πάνω στο βουνό που είναι μέσα στο σύννεφο.
-Ναι...
-Εκεί πάμε.
-Στη μαυρίλα, στο χάος.
-Έτσι.
-Δεν κάνει καν τον κόπο να έρθει προς τα εδώ ε, ξέρει ότι θα πάμε.

17 ώρες πριν:

-Να πάρουμε άλλο ένα κρασάκι;
-Ναι, αμέ.
-Όχι το ροζέ όμως, να πάρουμε μπουκάλι.
-Ωραία, θα πάρουμε μια στροφυλιά.

Όσο πίνουμε, τόσο σταματάμε να ελέγχουμε τις σκέψεις.
Η φιλοσοφία της γκρίνιας αυξάνεται αναλογικά με τον ενοχλητικό κόσμο.
Η μαγείρισσα την πέφτει στο Γιάννη ενώ έχουμε βγει για να καπνίσουμε.
Ο επόμενος καλεσμένος στο καπνιστήριο είναι μια χοντρή καθυστερημένη με τον άνδρα της.
Ο άνδρας της μας εξηγεί πως έκοψε το κάπνισμα όταν μια μέρα

"παίρνω ένα πακέτο το πρωί και πάω στο γραφείο. Και το μεσημέρι, πάω να ανάψω ένα τσιγάρο και είναι το πακέτο άδειο. Που πήγαν τα τσιγάρα;"

Παύση γεμάτη αγωνία.

"Τα είχα καπνίσει."

16 ώρες πριν:

Έχουμε πιει μόνο 2 μπουκάλια κρασί διαφορετικού χρώματος.
Και θέλουμε να βάλουμε κάρτα στα κινητά μας. Δεν έχουμε κάποιον να πάρουμε στ' αλήθεια, αλλά εκείνη την ώρα μας αρέσει να μη το σκεφτόμαστε αυτό.

Μπαίνουμε στο αμάξι, σταματάμε σε ένα μπακαλικάκι, τζίφος. Αλλά εκεί δίπλα έχει ένα μπαρ και ο Γιάννης το επισημαίνει. "Γυρνώντας" του λέω. Συνεχίζουμε στο επόμενο χωριό, τζίφος κι εκεί. Ο μαγαζάτωρ έχει μόνο τηλεκάρτες και το καρτοτηλέφωνο είναι κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο, το μισό χαμένο στην ομίχλη και το άλλο μισό στη βροχή. Ο μαγαζάτωρ εξηγεί τους λόγους που δεν έχει κάρτες για κινητά ενώ το κρασί είναι στο max capacity:

-Μα να τις αγοράζω πέντε ευρώ για να τις ξαναπουλάω πέντε; Και να έχω ένα στοκ διακόσα και πεντακόσα ευρώ στο συρτάρι;
-Ε ναι, ΜΑΛΑΚΑΣ ΕΙΣΤΕ;

Αυτός ήμουν εγώ. Ήταν η πρώτη από τις Μεγάλες Κουβέντες που θα ακολουθούσαν.

Γυρνάμε πίσω, παρκάρουμε έξω από το μπαρ.

-Δυο σφηνάκια και φύγαμε, έτσι;
-Ναι μωρέ, ίσα-ίσα για το cult.

15 ώρες πριν:

Το CAFE BAR ΡΟΔΟΝ στα Κάτω (;) Τρίκαλα Κορινθίας, είναι ένα θλιβερό μέρος.
Ο ιδιοκτήτης είναι ένας τύπος προς το μεσήλιξ, που κάθεται όλη νύχτα πάνω από τα πικάπια με τα ακουστικά στα αυτιά προσποιούμενος πως επιλέγει μουσική, ενώ παίζει Kiss FM ή κάτι τέτοιο, κομπλέ με διαφημίσεις τζάμπο. Ο ίδιος τύπος έχει πιει 2 ποτά από την αρχή της σεζόν. Η σερβιτόρα, είναι η Μαρία, 19 χρονών, ντόπιο στοκάδι που δεν έχει ξαναδουλέψει ποτέ σε μπαρ. Βάσει του νέου νόμου, το κάπνισμα απαγορεύεται μέσα στο μπαρ. Οι πελάτες του μαγαζιού είναι ο Γιάννης κι εγώ.

Παίρνουμε πράγματι δύο σφηνάκια βότκα.
Πίνονται σε κλάσματα.

-Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε τώρα;
-Όχι, πληρώνουμε και φεύγουμε.
-Έλα να πιούμε κάτι μωρέ και φεύγουμε.
-Καλά, τι θες;
-Ένα Black Russian, εσύ;
-Ξέρωγω, κάτι με το οποίο δε θα θέλω τσιγάρο, κάνα Bacardi Cola.

Έρχονται τα ποτά. Πίνονται κι όλας.
Παίρνω άλλο ένα, ο Γιάννης δεν έχει τελειώσει το χτυμπακάρδι του.

Κάποια στιγμή σηκώνομαι, με νεύρα, δεν ξέρω γιατί και βγαίνω έξω.
Είναι 11 τη νύχτα περίπου, στα 1000τόσα μέτρα και βρέχει.
Και στέκομαι με το κοντομάνικο στη βροχή και την ομίχλη και το τσιγάρο στο χέρι και δεν κρυώνω καθόλου.

Ο Γιάννης βγαίνει και μου λέει "έλα μέσα, είπαν ότι μπορούμε να καπνίσουμε, μας έβγαλαν τασάκι."
"ΔΕ ΘΕΛΩ!" απαντώ διαλλακτικά και ο Γιάννης ξαναμπαίνει μέσα.

Ξαναμπαίνω μέσα. Ο Γιάννης παίρνει άλλο ένα, εγώ συνεχίζω με σκέτη βότκα, δύο παγάκια, όχι λεμόνι, πως προφέρεται αυτό, στολίσναγια Μαρία, στολινασαγα, στολισναγια Μαρία, δε θα μπορέσω ποτέ να το πω, καλά δεν πειράζει, βάλε τώρα λίγο.

Πίνουμε τη βότκα, κάνουμε πως την πέφτουμε στο 19χρονο για να μάθει να δουλεύει σε μπαρ η αναίσχυντη, Μαρία γκλενφίντιχ δεκαοχτάρι έχετε, τι είναι αυτό, ρώτα τον φοβερό ιδιοκτήτη-dj, δεν είχανε, βάλε 3 σφηνάκια από το 12αρι που βλέπω εκεί, τι τρία, ΤΡΙΑ Η ΚΑΝΕΝΑ, βάζει τρία, πίνει, καίγεται, γελάμε, πλάκα έχει η Μαρία, μου θυμίζει που ήμουνα μικρός και σαλαγούσα κότες στην Εύβοια, να 'σου άλλη μια βότκα κι άλλο ένα βακάρδι, σε κάποια φάση μου λέει ο Γιάννης "στρίψε αυτό που έφερες να το κάνουμε έξω". Όχι του λέω, εδώ θα το κάνουμε, που, μέσα στο μπαρ, ναι μέσα στο μπαρ, τασάκι δε μας φέρανε; Ο Γιάννης παίρνει δύο χαρτάκια, τα κολλάει κάθετα μεταξύ τους, τον ρωτάω τι κάνει, σηκώνει τους ώμους αδιάφορα και μορφάζοντας σαν τον Κλιντ Ήστγουντ όταν του λένε πως οι Απάτσι σκότωσαν την αγαπημένη του, απλώνω 3 χαρτιά στον πάγκο, ρίχνω τον καπνό, ρίχνω και τα σημαντικότερα, "λες κι ήμασταν σε κόφισοπ στο άμστερνταμ ρε μαλάκα", το στρίβουμε το σκάμε και ξαναπιάνουμε κουβέντα με Μαρίες και DJs σα να μην τρέχει μια. Ο Γιάννης σε κάποια φάση κοπανάει τον πάγκο quotάροντας Κώστα Τσάκωνα "ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΡΕΙΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;;;", αργότερα κι ενώ κοιτάω το κενό με σκουντάει λίγο στο χέρι με τα δάχτυλά του για να μου πει κάτι κι ενώ έχει ξεκινήσει να το λέει, του λέω απειλητικά "μη μ' ακουμπάς", τον πιάνει νευρικό, με πιάνει νευρικό, έρχεται η Μαρία να μου υπενθυμίσει πως μπλέκω τα ποτά, πίνουμε άλλα 3 σφηνάκια, ο Γιάννης δεν ακούει καλά τι του λέω κι αποφασίζω να του το γράψω, σπάω έναν πλαστικό αναδευτήρα και χαράζω τη λέξη "ΦΥΤΙΛΙ" στο χέρι μου (κανείς δε θυμάται τι συζητούσαμε), επισημαίνω στο Γιάννη πως πονάει κι ο Γιάννης θέλει να δει πως είναι, έτσι χαράζω μια πεντάλφα στην πλάτη του, η Μαρία μας ρωτάει πως θα γυρίσουμε έτσι που γίναμε κωλοτρυπίδια, εγώ λέω πως εγώ είμαι λιγότερο μεθυσμένος και θα οδηγήσω εγώ, ο Γιάννης σκάει ένσταση, λέει θα το λύσουμε σε μονομαχία, τι μονομαχία ρε μουνή, λέει θα κάνουμε αυτή τη μαλακία με τους αντίχειρες, όποιος παγιδέψει τον αντίχειρα του άλλου, προφανώς σημαίνει πως είναι πιο ξεμέθυστος (αμέ) και άρα οδηγεί. Το κάνουμε, νικάω, έρχεται η Μαρία, μας λέει δε σας βάζω άλλο, της λέω βάλε 3 σφηνάκια και φύγαμε, με ρωτάει αν είμαι σίγουρος ο Γιάννης σηκώνεται πάνω και της φωνάζει

-ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΡΕΙΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ!!!
-Τι;;;
-ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;;;
-Μαρία, βάλε 3 σφηνάκια.

Η Μαρία βάζει 6 σφηνάκια Ούρσους, τα πίνουμε, πληρώνουμε κάτι λιγότερο για τα ποτά από όσα δώσαμε στο εστιατόριο που φάγαμε τον κώλο μας, ο Γιάννης πετάει 5 ευρώ μπροστά στη Μαρία για φιλοδώρημα, η Μαρία λέει όχι ρε συ, κράτα τα, ο Γιάννης λέει πάρτα, η Μαρία λέει είναι πολλά, ο Γιάννης φωνάζει ΠΑΡΤΑ, η Μαρία τα παίρνει, βγαίνουμε έξω και κάθομαι στο τιμόνι. Πρώτη φορά στο τιμόνι ξένου αμαξιού, πρώτη φορά σε τιμόνι μεθυσμένος, αλλά η ώρα είναι 2 παρά και στα χωριά της Ορεινής Κορινθίας δε κυκλοφορεί ούτε μόριο οξυγόνου τέτοια ώρα και μέρα. Εν τω μεταξύ, η ομίχλη κοντεύει να γίνει σούπα.

-Που είναι τα φώτα;
-Χέσε τα φώτα.
-Ρε μαλάκα έχει ομίχλη.
-Χέσε τα φώτα, δε τα χρειάζεσαι.

Βάζω μπροστά και ξεκινάω. Ο Γιάννης γέρνει επάνω μου με ύφος παιδεραστή που ξυπνάει σε παιδική χαρά.

-Μαλάκα, θα σε ΓΑΜΗΣΕΙ η Γαλλίδα αν της τρακάρεις τ' αμάξι μαλάκα.
-Ναι;;;
-ΘΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΑΤΙ ΠΟΥ ΣΕ ΤΡΥΠΑΕΙ ΜΑΛΑΚΑ!

Στην αρχή όλα πάνε καλά. Κάποια στιγμή, μια στροφή παίρνεται λάθος. Και λέγοντας "λάθος", εννοούμε πως δεν παίρνεται σχεδόν καθόλου. Καθ' όλη τη διάρκεια της λανθασμένης μανούβρας, ο Γιάννης, ψυχραιμότατος παρατηρεί πως "δεν το πας καλά, έτσι όπως πας δε θα σου βγει, δεν το- στο είπα." Το αμάξι, κατά τα φαινόμενα, έχει φρενάρει χιλιοστά μπροστά από το κάθετο τοίχωμα του γκρεμού. Ο Γιάννης αρχίζει να επαναλαμβάνει μια από τις διασημότερες φράσεις της βραδιάς. Είναι η ψυχραιμία που την ξεστομίζει που την κάνει τόσο αξιομνημόνευτη: "Δες που είναι ο δρόμος και που είσαι εσύ. Δες που είναι ο δρόμος *παύση* και που είσαι εσύ. Βγες να δεις, που είναι ο δρόμος και που είσαι εσύ." Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. "Μαλάκα, έλα να δεις που είναι ο δρόμος και που είσαι εσύ, έλα να δεις- φέρε τα κλειδιά μαλάκα."

Αλλάζουμε θέσεις. Δε μου αρέσει η ιδέα να πεθάνουμε χωρίς να μας σκοτώσω εγώ, αλλά είχα την ευκαιρία μου και την πέταξα. Ο Γιάννης δε την πετά, μας φτάνει ασφαλείς στο ξενοδοχείο -ο αρχιδάκος, τα άναψε τα φώτα όταν οδήγησε αυτός.
Μπαίνουμε παραπατώντας μέσα, παίρνουμε κλειδιά, μπαίνουμε δωμάτιο, ταβλιαζόμαστε. Ξεχάσαμε τα τσιγάρα στο αμάξι όμως, ο Γιάννης δεν πάει να τα πάρει, μάλλον γι' αυτό του πετούσα τα σοκολατάκια, βγαίνω εξώ, πάω προς την έξοδο της reception, πετάγεται η ρεσεψιονίστ από τα σκοτάδια με ένα σάλι.

-Ψάχνετε κάτι;
-Ξεχάσαμε κάτι στο αμάξι και πάω να το πάρω.
-Δε μπορείτε να βγείτε από εκεί, είναι κλειστά γιατί *εμφανής αλλαγή τόνου* όλοι κοιμούνται τέτοια ώρα.
-Αχά.
-Ελάτε, θα σας ανοίξω να βγείτε από πίσω.

Με οδηγεί στο σκοτεινό ξενοδοχείο, ανοίγει μια πόρτα, σκάλες προς τα κάτω.

-Προσοχή στις σκάλες.

Κατεβαίνω (όλα κομπλέ) φτάνω στο αμάξι, το οποίο κανείς δε σκέφτηκε να τσεκάρει αν όντως ήταν ανέπαφο ή απλώς έτσι νομίζαμε, παίρνω τον καπνό και πάω να γυρίσω. Ανεβαίνω τις σκάλες, στρίβω να μπω στην είσοδο και δεν βλέπω κανέναν. Σκοτάδια παντού. "Η πουτάνα" σκέφτομαι, "με παράτησε μόνο μου". Κάθομαι σα μαλάκας όρθιος και κοιτάω ευθεία μπροστά το τίποτα για κάμποσα δευτερόλεπτα και μετά αποφασίζω πως αποκλείεται να με άφησε μόνο μου και πως κάποιο λάθος έκανα. Βγαίνω από το ντουλάπι-αποθήκη, συνεχίζω να ανεβαίνω τις σκάλες "μπήκατε κάπου λάθος μάλλον" μου λέει το διακριτικό γκομενάκι που με παρατηρούσε όλη αυτή την ώρα, μουγκρίζω κάτι για την αναστάτωση που της προκάλεσα, γυρνάω στο δωμάτιο, ο Γιάννης στρίβει ένα τσιγάρο, αποφασίζει πως δε το θέλει όλο και μου το πετάει στον ώμο από τη σοφίτα, το καπνίζω, πέφτω στο κρεββάτι και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι η αρχή της ιστορίας.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Fishermen's Tales.


Το μεσημέρι ήρθε στην πόλη ο άνθρωπος με τον τρύπιο σκούφο.
Φορούσε πορτοκαλί μανδύα και μεγάλα παπούτσια
Και στα χέρια του κρατούσε δυο λευκά ζάρια χωρίς αριθμούς.
Αμέσως οι δρόμοι γέμισαν αργόσχολους αστούς
Που έκαναν τάχα πως βγήκαν για τη βόλτα τους
Για να χαζέψουν τους πάγκους των εμπόρων
Ή για να επισκεφθούν ανθρώπους που έλειπαν απ' το σπίτι.
Οι ταβερνιάρηδες ήταν κάθετοι και δε σήκωναν λόγια
"Ο καινούριος γελωτοποιός του βασιλιά είναι" βρυχώνταν
Και έστελναν ξανά μέσα τις γυναίκες τους.
Οι γεροντοκόρες τον έβλεπαν μέσα απ' τα παντζούρια
Μα δεν τις έκαιγε ο πόθος πια, μήτε η λησμονιά
Παρά μόνο το μίσος για τον αστείο άνθρωπο
Που αν και σαχλός, αποτελούσε γι' αυτές μια διέξοδο.
Οι αυλικοί χαμογελούσαν σαρδόνια και ειρωνικά
"Ο κουρελής χωριάτης" τον αποκαλούσαν και ύψωναν τη μύτη
Μα απ' τις άκρες των ματιών, το βλέμμα τους πετούσε πάνω του
Γεμάτο από αυτό τον φόβο στον οποίο είχαν συνηθίσει.
Τα παιδιά έτρεχαν πίσω του και του φώναζαν βρισιές
Κάνοντας τους τρελούς της πόλης να φουντώνουν από ζήλια
Μα σαν αυτός γυρνούσε προς τα πίσω να τα κοιτάξει
Τα έλουζε σιωπή έτσι στοργικά που τους χαμογελούσε.
Στο λιμάνι, οι ψαράδες του πρόσφεραν να πιει απ' το κρασί τους
Κι αυτός κοντοστεκόταν και τους κοίταζε με θαυμασμό
Κρασί δεν έπινε, μα βοήθησε κάνα-δυο να ξεμπλέξουν τα δίχτυα
Και όσοι μίλησαν μαζί του, δεν είπαν σε κανένα τι συζήτησαν.
Μια περίπολος έπεσε πάνω του, τον έσπρωξαν βίαια παράμερα
Ο αρχηγός, τυπικός και αμείλικτος τον ρώτησε ποιος ήταν
Κι από που ερχόταν, γιατί φορούσε τρύπιο σκούφο
Αν ήτανε ζητιάνος, κλέφτης ή φονιάς
Αν ήτανε φτωχός ή εγκληματίας
Κι υποκλινόμενος ο άνθρωπος τους είπε σιγανά
"Είμαι ο αγγελιοφόρος".
Τίνος, δεν μπόρεσε κανείς να μάθει.
Τον έριξαν σε ένα μπουντρούμι μέχρι να μιλήσει
Δίχως τροφή, δίχως νερό
"Ίσως να είναι κατάσκοπος" έλεγαν σοβαρά οι ιππότες
Μα το παράταιρο ντύσιμο του ξένου, κόμπιαζε τα λόγια τους.
Ο βασιλιάς έστειλε τον σύμβουλο να του μιλήσει.
"Πες μας ποιος είσαι" του λεγε εκείνος "και θα ζήσεις"
"Πες μας ποιος σε έστειλε και θα σου δώσουμε να φας"
"Πες μας τι ήρθες να μάθεις και δε θα σε ξαναπονέσει κανείς"
Μα ο άνθρωπος, ταπεινά χαμογελούσε και σώπαινε.
Έδωσε μόνο ένα κομμάτι από πηλό στο σύμβουλο και του 'πε
"Δώσε αυτό στον άρχοντά σου: αν καταλάβει, να έρθει να με βρει"
Ο σύμβουλος γύρισε άπρακτος στον βασιλιά
Του 'δωσε τον πηλό και του 'πε τα λόγια του κουρελή
Ο βασιλιάς, όχι πολύ σοφός, όχι πολύ υπερόπτης, το σκέφτηκε
Μα λύση δε βρήκε, ούτε κατάλαβε τίποτα.
"Τρελός είναι" μουρμούρισε και πέταξε το κομματάκι.

Μέρες μετά, ρώτησαν τον άνθρωπο με τον τρύπιο σκούφο
Αν είχε κάποια τελευταία επιθυμία.
"Θέλω να δω το βασιλιά" είπε εκείνος.
Ο βασιλιάς, όχι πολύ σοφός, μα όχι κι αλαζόνας
Τήρησε το νόμο και ήρθε και στάθηκε μπροστά του.
"Ήθελες να με δεις" του είπε, "να 'μαι".
Ο άνθρωπος με τον πορτοκαλί μανδύα υποκλίθηκε.
"Άρχοντά μου" ξεκίνησε "πλούσια είναι η πόλη σου
και οι άνθρωποι σου ζουν καλά. Οι έμποροί σου είναι πλούσιοι,
ψηλοί οι νέοι και όμορφες οι κοπελιές.
Μα τα τείχη της πόλης είναι πολύ ψηλά".
Ο βασιλιάς τον κοίταξε με οίκτο.
"Φτωχέ τρελέ, είσαι κουτός και δεν καταλαβαίνεις
μα τα τείχη είναι ψηλά επειδή ακριβώς η πόλη ευημερεί."
"Από τούβλα και πλίνθους και πηλό τα ύψωσες άρχοντά μου
και δε θα στέκουν για πάντα εκεί. Ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω;
Πέρα απ' τις χρυσελεφάντινες σιδερόφρακτες πύλες σου
Ξέρεις τι γίνεται και τι έχει συμβεί;
Πόλεις σαν τούτη έχουν χαθεί φορές χίλιες χιλιάδων
Τείχη σαν τα δικά σου έχουν χαθεί μέσα στη γη
Και οι πύλες σπάσαν ανάμεσα απ' τις ρίζες των δέντρων.
Λέω λοιπόν βασιλιά: κανένα τείχος δε θα μείνει όρθιο για πάντα.
Όλα όσα μένουν αιώνια στον κόσμο είναι όσα δε φοβήθηκαν.
Αν θες λοιπόν τούτη η πόλη να ζήσει αιώνια, γκρέμισε τα τείχη
γιατί στο λέω εγώ: ο αμυνόμενος είναι ήδη νεκρός για τον κόσμο."

Ο άνθρωπος με τον τρύπιο σκούφο, τα μεγάλα παπούτσια και τον πορτοκαλί μανδύα εκτελέστηκε την ίδια μέρα.
Η πόλη έστεκε περήφανη για πολλά χρόνια και άλλαξε πολλούς βασιλιάδες. Τα λόγια ενός κουρελή τρελού που κρατούσε τρία λευκά ζάρια, πνίγηκαν μέσα σε δυναστείες δόξας και ευημερίας. Μέχρι που κοντά έναν αιώνα μετά, ήρθε ο λοιμός και εξαφάνισε την πόλη. Τα σπίτια ρήμαξαν και κατέρρευσαν, οι δρόμοι άνοιξαν απ' τις βροχές και έγιναν ρεματιές. Δέντρα φύτρωσαν εκεί που κάποτε έστεκαν συντριβάνια και μια πανέμορφη λίμνη ήπιε το παλάτι. Τα τείχη ξέφτισαν και γέμισαν ρωγμές, έλος έγινε η κοιλάδα και σιγά σιγά τα κατάπιε.
Χρόνια μετά το έλος ξεράθηκε και τα τείχη έγιναν η μάντρα ενός βοσκού που έβοσκε τα ζωντανά του πάνω από μια θαμμένη πόλη, το όνομα της οποίας δεν άκουσε ποτέ, ούτε αυτός, ούτε οι γιοί του. Όσοι είχαν δει την πόλη ήταν χρόνια και χρόνια νεκροί, όσοι είχαν μάθει απ' αυτούς ότι υπήρχε, είχαν πεθάνει και στο τέλος, τα μεγάλα τείχη ήταν απλώς ένας φράχτης για πρόβατα, σε έναν κόσμο για τον οποίο η πόλη δεν υπήρξε ποτέ.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Endsieg.



Καλησπέρα, μου λέει και με κοιτά χαμογελώντας.
Καλησπέρα, απαντώ κι εγώ αμήχανα κι ευγενικά, όπως κάθε φορά που η αρχή δεν γίνεται βάσει σχεδίου.
Έχεις ώρα; με ρωτά και εγώ μπερδεύομαι ακόμα περισσότερο.
Είναι εννιά παρά τέσσερα, απαντώ και ελπίζω πως η ακρίβειά μου θα είναι αρκετή πληρωμή.
Νωρίς είναι ακόμα, μου λέει. Θες να πιούμε κάτι;
Γνωριζόμαστε; τον ρωτώ.
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, λέει.
Εμένα όμως με ενδιαφέρουν, πως να σας το πω...
Εμένα δε με ενδιαφέρουν ούτε αυτές, απαντά καθησυχαστικά.
Χαμογελά και κάθε λογική κτίση καταποντίζεται.
Γιατί όχι, απαντώ.

Μέσα σε μερικά λεπτά βρισκόμαστε σε ένα γωνιακό μαγαζί.
Δε βρέχει, ούτε είναι ακόμα εντελώς νύχτα. Το μαγαζί δεν είναι ρουστίκ. Δεν υπάρχει ατμόσφαιρα εδώ.

Θα ξεκινήσω εγώ αυτή τη φορά.

-Μου φαίνεσαι γνωστός. Σίγουρα δεν έχουμε ξανασυναντηθεί;
-Αποκλείεται.
-Μήπως είσαι κανένας γνωστός; Κανένας διάσημος;
-Μπορείς να το πεις αυτό.
-Αχά. Και με τι ασχολείσαι;
-Είμαι κριτικός.
-Κριτικός τίνος πράγματος;
-Τέχνης. Γενικά.
-Υπάρχει γενικ-
-Ξέρεις τίποτα από τέχνη;
-Τα απαραίτητα.
-Είμαι σίγουρος πως ξέρεις. Φαίνεσαι άνθρωπος με καλό γούστο.
-Αυτό δεν έχει σχέση, έχει;
-Ίσως να μην είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις έναν Μανέ από κάποιον πίνακα της σχολής των Φλαμανδών. Ίσως να μην έχεις ιδέα τι είναι μια αντίστιξη και ενδεχομένως να μην έχεις δει ποτέ σου το Μάκβεθ του Βέρντι. Αλλά όλοι οι άνθρωποι με καλό γούστο, δημιουργούν στην κλίμακα που τους αντιστοιχεί τη δική τους τέχνη.
-Ήξερα κάποτε κάποιον που υποστήριζε πως η μεγαλύτερη αξία της ζωής είναι η ομορφιά.
-Αυτό είναι πολύ ανθρώπινη προσέγγιση. Αυτό που μάλλον ήθελε να πει ο γνωστός σου, είναι πως το κίνητρο πίσω από όλο το σύμπαν είναι η αισθητική. Η εξέλιξη είναι απλώς συνεχές ραφινάρισμα. Κάποτε η μόδα ήταν η νεκρή φύση, μετά ήταν ο ρεαλισμός, μετά η αφηρημένη τέχνη, μετά ο κυβισμός. Αυτή τη στιγμή, τολμώ να πω πως είμαστε οι μούσες του σύμπαντος προς τον σουρεαλισμό, ως είδος.
-Ενδιαφέρουσα άποψη.
-Δεν είναι άποψη, είναι γεγονός.
-Ναι αλλά έτσι πάνε άπατοι αιώνιες διανόησης και φιλοσοφίας. Ολόκληρος ο υπαρξισμός χαντακώνεται.
-Δικό του πρόβλημα. Από την γένεση του κινήματος "η τέχνη για την τέχνη" ήταν εξόφθαλμα προφανές πως αυτό βρίσκει άριστη εφαρμογή σε όλες τις πτυχές της ύπαρξης.
-Σχεδόν σε όλες.
-Τι σε κάνει να το λες αυτό;
-Μα, το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ποτέ οποιαδήποτε φιλοσοφική προσέγγιση. Καλά, σχεδόν οποιαδήποτε, υπήρχαν κάτι αστείοι εκεί στα 2000 χρόνια πριν...
-Και ποιο είναι αυτό το πρόβλημα;
-Το Τέλος βέβαια.

Ο μυστηριώδης συνομιλητής μου κάγχασε διακριτικά.

-Το Τέλος ε; Για πες μου, όταν βάζεις φωτιά σε ένα πυροτέχνημα, γιατί το κάνεις; Για να δεις την πορεία του να διαγράφεται στον αέρα; Ή όταν κάνεις σεξ, ποια είναι η βασικότερη ανταμοιβή σου αν όχι το τέλος; Όλες σου οι εμπειρίες σε ξεπληρώνουν μόνο μετά το πέρας τους, εκεί βρίσκεται η συνειδητοποίηση. Οτιδήποτε έχει πεπερασμένη διάρκεια καλέ μου φίλε, την έχει για το τέλος. Όλη η ομορφιά του κόσμου βρίσκεται στο τέλος των πραγμάτων με ημερομηνία λήξης. Μπορεί να μην είναι άμεσα αντιληπτή από την ανθρώπινη ματαιόδοξη φύση μας που γαλουχήθηκε χιλιετίες με την ιδέα της υστεροφημίας και πολλές φορές η ομορφιά αυτή μπορεί να μας φαίνεται σκληρή -όταν είναι εις βάρος μας. Όλοι θαυμάζουμε την τίγρη καθώς ορμά και ξεσχίζει τη γαζέλα, όλες οι ταινίες είναι γεμάτες με εκρήξεις, κάθε φορά που ένα κτίριο κατεδαφίζεται, μαζεύεται ολόκληρο πλήθος για να το δει από κοντά. Τι ώρα είναι;
-Δέκα και είκοσι.
-Έχουμε λίγα λεπτά ακόμα. Έτσι που λες. Όλο το σύμπαν είναι απλώς μια συλλογή από μορφές ομορφιάς που εξελίσσονται -που εξελίσσονται προς το απόγειο της ομορφιάς αυτής, προς την άνθισή τους: προς το τέλος τους. Δεν υπάρχει τέλος που να μην είναι αισθητικά υπέροχο. Και τώρα θα με συγχωρέσεις, πρέπει να βγω για λίγα λεπτά.

Έμεινα να σκέφτομαι τα λόγια του συνομιλητή μου. Από μια αποστασιοποιημένη οπτική γωνία, δεν είχε άδικο. Ο θάνατος, το τέλος, ήταν κάτι που πάντα γοήτευε την ανθρώπινη φύση. Αυτή, έχοντας το προνόμιο (αν είναι προνόμιο) να γνωρίζει πως η κατάληξη επίκειται για τα πάντα, γοητεύτηκε από αυτή τη γνώση περισσότερο απ' όσο τρομοκρατήθηκε. Η έννοια του ηρωισμού, της πίστης, των ιδανικών -όλα αυτά είναι απλώς η στολισμένη υποσυνείδητη ανάγκη του είδους να υπηρετήσει την κοσμική αρχή της αισθητικής στον κολοφώνα της δόξας της, στο τέλος. Για κάποιο υπερκόσμιο ον, οι εκατομμύρια θάνατοι των πάντων στον πλανήτη θα φαίνονται σαν εκρήξεις πυροτεχνημάτων, οι εκατομμύρια γεννήσεις σαν σπίθες σε φιτίλια. Δεν υπάρχει έργο στην ανθρώπινη ιστορία που να μην απεικονίζει το τέλος, από τις πρωτόγονες τοιχογραφίες κυνηγιού, μέχρι τις ταινίες στο σινεμά, γεμάτες χωρισμούς, θανάτους, καταστροφές. Κάθε τι οφείλει να έχει μια κατάληξη και αυτό είναι κάτι που δεχόμαστε αυτόματα εκ γενετής για τα πάντα -με λίγη περισσότερη δυσκολία όταν αφορά εμάς.

Αυτά σκεφτόμουν, όταν μέσα στο γωνιακό μαγαζί μπήκαν τρεις άνδρες με λαδί μπουφάν και μάσκες στο πρόσωπο. Όλοι κρατούσαν όπλα. Πυροβόλησαν τον μπάρμαν, τη σερβιτόρα και μια κοπελίτσα που προσπάθησε να τρέξει προς την έξοδο. Όταν ένας από αυτούς με πλησίασε, άρπαξα το μπουκάλι της μπύρας μου και του το έσπασα στο κεφάλι, άρπαξα το όπλο του και άρχισα να πυροβολώ εναντίων των άλλων δύο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, κάμποσες σφαίρες είχαν ανοίξει πληγές στο σώμα μου το οποίο ένοιωσα να σωριάζεται πίσω στην καρέκλα που καθόμουν. Το πιστόλι έφυγε από το χέρι μου και δεν άκουγα πια τους ήχους των πυροβολισμών, ούτε ένοιωθα τον πόνο από τις νέες σφαίρες που δεχόμουν. Γύρισα αργά το κεφάλι μου και κοίταξα από τη τζαμαρία έξω στο δρόμο. Εκεί, στεκόταν ο μυστηριώδης συνομιλητής μου κοιτώντας το ρολόι του. Μου χαμογέλασε γλυκά και έγνεψε. Κατόπιν, μπήκε στο μαγαζί χωρίς να ανοίξει την πόρτα και χωρίς κανένας να δείξει πως τον πρόσεξε. Με πλησίασε και γέλασε γάργαρα.

-Είδες που το γνώριζες ανέκαθεν; Ακόμα και αν δε θες να συμφωνείς, κάνεις ό,τι μπορείς για να ομορφαίνουν τα πάντα.

Άνοιξα το στόμα μου που ήταν γεμάτο αίμα και χαμογέλασα.

-Για ποιον όμως;
-Μην ασχολείσαι με αυτά. Ποτέ κάτι δε χρειάστηκε θεατές για να είναι όμορφο.

Έκλεισα τα μάτια μου γαλήνιος. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι μια φωνή που έλεγε "ο τύπος είναι άσχημα τραυματισμένος".
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω ώστε να του εξηγήσω πόσο όμορφα τραυματισμένος ήμουν.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Last Cigarette On Earth.



Τέσσερις άνδρες περπατούν σε σειρά. Φοράνε στρατιωτικές στολές και κουβαλάνε σακίδια. Από τους ώμους τους κρέμονται όπλα. Οι αντιολισθητικές τους μπότες σηκώνουν μικρά σύννεφα σκόνης όπου πατάνε το έδαφος. Ιδρώτας κυλάει στα λερωμένα με χώμα πρόσωπά τους και οι πλάτες τους είναι καμπουριασμένες. Είναι όλοι τους νέοι και δυνατοί και σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, θα μπορούσαν να έχουν ραντεβού με τη ζωή τους κάπου στο μέλλον.

Ο πρώτος της ομάδας δίνει το σινιάλο, οι άνδρες κάνουν κύκλο, κάποιος ανάβει τη φωτιά, κάποιος μοιράζει τις προμήθειες.
Οι άνδρες είναι στρατιώτες. Επιστρατεύτηκαν χρόνια πριν, όταν υπήρχε ακόμα πόλεμος. Σήμερα είναι μέρος των επιζώντων.
Συναντήθηκαν μόλις πριν μερικές μέρες. Ακολούθησαν το κοινό σήμα κινδύνου που κατάφερε να εκπέμψει ο άνδρας που περπατά πάντα πρώτος στη σειρά. Δεν έχουν όλοι τους κοινή γλώσσα και κάποτε, δεν ήταν όλοι στην ίδια πλευρά του μετώπου.

Ο πρώτος άνδρας, ονομάζεται Γιόζεφ. Έχει πολύ κοντά ξανθά μαλλιά και γκριζογάλανα μάτια. Η επιδερμίδα του είναι λευκή. Δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός, ούτε πολύ γεροδεμένος, δείχνει όμως νευρώδης και γυμνασμένος. Η στολή του είναι χρώματος σκούρου πράσινου και φοράει έναν μπορντώ στρατιωτικό μπερέ. Στους ώμους του είναι ραμμένος ο βαθμός του ταγματάρχη και έχει ένα τατουάζ κάτω από το αριστερό του αυτί, τέσσερα ψηφία: 0401.

Ο δεύτερος άνδρας ονομάζεται Φρανκ. Είναι και αυτός ξανθός και τα μάτια του είναι σκούρα μπλε. Η επιδερμίδα του είναι λευκή μα μαυρισμένη από τον ήλιο. Είναι στο ίδιο περίπου ύψος με τον Γιόζεφ, μα οι πλάτες του είναι πολύ πιο φαρδιές και χοντρές φλέβες προβάλλουν επάνω στους μύες των χεριών του. Η στολή που φορά είναι στο χρώμα της άμμου και φορά ένα τρύπιο κράνος. Κανένα διακριτικό δεν εμφανίζεται στη στολή του.

Ο τρίτος άνδρας δεν έχει όνομα. Έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια και η επιδερμίδα του είναι μελαμψή. Είναι ο κοντύτερος από τους τέσσερις και αν και μικροκαμωμένος, οι μύες του σώματός του διαγράφονται εύκολα πάνω του. Η στολή του είναι φαρδιά και ολόμαυρη και στο κεφάλι του φοράει ένα λευκό μαντήλι που τυλίγεται στο λαιμό του.

Ο τέταρτος άνδρας ονομάζεται Τσαρλς. Είναι καστανομάλλης και έχει καστανοπράσινα μάτια. Η επιδερμίδα του είναι λευκή. Είναι πολύ ψηλότερος από τους συντρόφους του και με ωραία κορμοστασιά. Φορά στολή στα ίδια χρώματα με του Φρανκ, μα η δική του έχει κεντημένα τρία αστέρια στο πέτο. Στο κεφάλι του συνήθως φορά ένα καπέλο jockey και παίζει σχεδόν μόνιμα με ένα κέρμα άγνωστης προέλευσης.

Καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, οι τέσσερις αυτοί άνδρες μασουλάνε αργά και σιωπηλά τη μερίδα που τους αναλογεί.
Η νύχτα μοιράζεται σε τέσσερις σκοπιές με κλήρο, η φωτιά χαμηλώνει και τρία ζευγάρια ματιών κλείνουν.

ΙΙ.

Ο ήλιος είναι ψηλά και η ξερή γη κυματίζει στον ορίζοντα από τον καύσωνα.
Ο Τσαρλς σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του και κοντοστέκεται για λίγο.

-Γιατί σταματάτε;

Ο Τσαρλς δεν απαντά αμέσως.

-Προσπαθώ να καταλάβω που διάολο είμαστε.
-Καλή τύχη.
-Ξέρουμε έστω σε ποια χώρα είμαστε;
-Ο ταγματάρχης λέει πως είμαστε στην παλιά Σλοβακία.
-Α ναι; Γιατί;
-Ο σταθμός αναμετάδοσης.
-Ε τι; Ήταν κανένα παλιό κάστρο;

Ο Φρανκ ανασηκώνει τους ώμους.

-Δεν έχω ιδέα.

Ο ταγματάρχης λύνει την απορία απαντώντας κοφτά,

-Τα πάντα ήταν γραμμένα στα Σλοβάκικα.

Ο Φρανκ με τον Τσαρλς κοιτάζονται μεταξύ τους αμήχανα.
Κανείς δε λέει τίποτα και συνεχίζουν να περπατάνε.

-Θέλατε να κερδίσετε και τον πόλεμο, λέει χασκογελώντας ο μελαμψός άνδρας.

Ο Φρανκ γυρνά και τον κοιτά απειλητικά μα ο μελαμψός άνδρας απλώς χαμογελά πλατύτερα.

-Κανείς δεν κέρδισε τον πόλεμο μαλάκα, λέει εκνευρισμένος. Και πολύ περισσότερο εσύ, που δεν ξέρουμε καν με ποιανού το μέρος ήσουν.

Ο μελαμψός άνδρας ξαναγελά.

-Αυτό εννοώ, βλέπεις; Αυτό εννοώ, δεν μπορείς καν να ξεχωρίσεις που είναι ορκισμένος κάποιος ακόμα και αν τον έχεις στα 2 μέτρα για τόσες μέρες.

Η απαλή μα επιβλητική φωνή του Γιόζεφ ακούγεται ξανά:

-Ησυχία εκεί πίσω.

-Γιατί να κάνω ησυχία; Επειδή είσαι ταγματάρχης; Ποιανού; Δεν ξέρω αν το πρόσεξες αλλά δε φοράμε τις ίδιες στολές.

-Να κάνεις ησυχία γιατί μας ζαλίζεις, πετάγεται ο μελαμψός άνδρας.

-Εσύ να το βουλώσεις γιατί-

-Ησυχία στρατιώτη.

Η φωνή που ακούστηκε ήταν του Τσαρλς.
Ο Φρανκ γυρνά και τον κοιτά. Σιωπά για λίγο.

-Μάλιστα λοχαγέ.

Η ομάδα συνεχίζει το δρόμο της ήσυχα.


ΙΙΙ.

-Που πάμε ταγματάρχα;
-Κάπου που δεν είναι έρημος.
-Έχετε κάτι κατά νου;
-Προς αυτή την κατεύθυνση υπήρχε κάποτε μια μόνιμη βάση του μηχανικού. Είναι αρκετά πιθανό να υπάρχει κάποιο όχημα εκεί.
-Και μετά;
-Μετά, προς Αδριατική.

Ο Τσαρλς σιωπά.

-Τι είναι αυτό το κέρμα;

Ο μελαμψός άνδρας έχει κάνει την ερώτηση χωρίς να κοιτάξει τον αποδέκτη της.

-Δηνάριο.
-Από που;
-Από την Αλγερία.
-Υπηρετήσατε εκεί;
-Όχι εγώ, ένας παλιός φίλος.
-Ζει;
-Όχι.

Ο μελαμψός άνδρας γνέφει καταφατικά και σιωπά.
Λίγες στιγμές αργότερα, κοιτά τον Τσαρλς.

-Λυπάμαι.

Ο Τσαρλς του χαμογελά.

-Εύχομαι να το εννοείς. Εγώ δεν έχω άλλη λύπη μέσα μου.
-Καταλαβαίνω.

-Λοχαγέ;
-Μη με λες λοχαγό Φρανκ.
-Αφού αυτός είναι ο βαθμός σας.
-Στον πόλεμο ήταν αυτός. Τώρα δεν έχουμε καν πατρίδα, πόσο μάλλον βαθμούς.

Σιωπή.

-Και εσείς όμως αποκαλείτε τον Γιόζεφ "ταγματάρχα".
-Όχι με τον ίδιο τρόπο που με αποκαλείς εσύ "λοχαγό".
-Δεν ξέρω. Τέλος πάντων, ήθελα να σας ρωτήσω...
-Τι;
-Αυτός ο αριθμός που έχει ο Γιοζ... ο ταγματάρχης στο λαιμό του...
-Δεν ξέρω τι είναι.
-Μμμ.
-Γιατί δε τον ρωτάς;

Ο Φρανκ μορφάζει και γνέφει αρνητικά.

-Απλή περιέργεια. Δεν θέλω να τον ενοχλώ.
-Είναι σιωπηλός άνθρωπος, λέει ο μελαμψός άνδρας.
-Τουλάχιστον ξέρουμε το όνομά του, λέει γεμάτος μένος ο Φρανκ.

Ο μελαμψός άνδρας χαμογελά.

-Ξέρετε το όνομα που σας είπε.
-Γιατί να μας πει ψέμματα;

Ένα σύννεφο περνά από τα μάτια του μελαμψού άνδρα.

-Ίσως πιστεύει πως δεν αξίζετε την αλήθεια.

IV. - Τσαρλς

Ένας ψηλός άνδρας φορώντας κάτι που μοιάζει με στολή εξόδου, κάθεται μπροστά σε ένα μικρό τραπεζάκι από σκαλιστό, λουστραρισμένο ξύλο, μέσα σε κάτι που μοιάζει με μέσου επιπέδου εισοδήματος διαμέρισμα στο κέντρο μιας πόλης που μοιάζει με το Λονδίνο και γράφει κάτι που μοιάζει με γράμμα.

"Αγαπητέ Γ.

Πάνε πάνω από 4 μήνες που η Συνθήκη της Ουλμ ανακλήθηκε και δεν έχω μάθει νέα σου. Θέλω να ελπίζω πως είσαι καλά και πως λαμβάνεις τα γράμματά μου. Λίγα νέα φτάνουν σε μας από 'κει αναφορικά με την κατάσταση σας, φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει γίνει κάπως μυστικοπαθής. Ελπίζω μόνο αυτό να συμβαίνει από συνήθεια και όχι για κάποιον καλό λόγο -έχω χορτάσει καλούς λόγους και έχω δει που οδηγούν. Όχι, εγώ δεν θέλω πλέον να έχω σχέση με πραγματικές αιτίες, με μοναδικές λύσεις, με μονόδρομους κατευθύνσεων: δε μπορούν απλώς να κάτσουν όλοι στις θέσεις που οι προηγούμενες μοναδικές λύσεις όρισαν;

Οι μέρες εδώ έχουν χαλάσει. Δεν είναι ο καιρός, αυτό συνηθίζεται αν έχει γεννηθεί κανείς εδώ. Οι άνθρωποι μοιάζουν διαφορετικοί, μοιάζουν διψασμένοι. Ή κουρασμένοι, δε μπορώ να αποφασίσω. Σαν να ανυπομονούν να τελειώσει ένα άσχημο τραγούδι για να πέσουν για ύπνο. Μου φαίνεται πως θα ήταν και πρόθυμοι ακόμα και να το τραγουδήσουν πιο γρήγορα και πιο δυνατά αν αυτό θα εγγυόταν την ανάπαυσή τους. Θυμάμαι κάποτε μου είχες γράψει "το τέλος κρύβεται στις χειρονομίες". Φοβάμαι πως είχες απόλυτο δίκιο.

Έμαθα από τον Τ. πως προβιβάστηκες. Και πως οι στολές σας άλλαξαν, δεν είναι πια στα χρώματα που είχαν οριστεί ως ενιαία από την Επιτροπή. Οι κακές γλώσσες λένε πως θυμίζουν μέρες της ιστορίας που όλοι θέλουν να ξεχάσουν -οι πιο κακές ακόμα, λένε πως "εσείς" δε τις ξεχάσατε ποτέ. Δεν τους αντέχω πια, ακούω χρόνια το εθνικιστικό, αντι-ηπειρωτικό τους παραλήρημα. Όμως δε σου κρύβω πως φοβάμαι. Ο αέρας βαραίνει εδώ φίλε μου και κανένα στέγαστρο δε μοιάζει αρκετά γερό για να τον κρατήσει.

Αγόρασα ένα πιάνο χθες. Βρήκα και τα παλιά σου χειρόγραφα, από τότε που προσπαθούσες να με μάθεις να παίζω σε εκείνο το σαράβαλο που είχαμε βρει στα παλιατζίδικα της Βόννης. Αυτό ευτυχώς (;) είναι καινούριο. Δεν έχει ουρά, μα το αντηχείο του είναι καλό και ο ήχος του ζεστός. Καμιά φορά νομίζω πως η μουσική καλύπτει τις σκέψεις μου και τότε με πιάνω να παίζω πιο δυνατά, πιο γρήγορα και με κλειστά τα μάτια -και τότε θυμάμαι πάλι: το τέλος κρύβεται στις χειρονομίες.

Ίσως δε διαφέρω από τους άλλους. Ίσως θέλω και εγώ να τελειώσει επιτέλους αυτός ο παράφωνος σκοπός. Μα εγώ τον έχω ξανακούσει -αυτοί γιατί φοβούνται;

Επενδύσαμε το ένστικτό μας σε σκέψεις σαθρές καλέ μου φίλε.
Και τώρα, τώρα απλώς περιμένουμε καρτερικά στις θέσεις μας στο θεωρείο.
Περιμένουμε την κατάρρευση.

Ό,τι καλύτερο.
Ο παλιός και παντοτινός φίλος σου,

Τ.

ΥΓ: Να δώσεις ένα ζεστό φιλή στην Ι. από εμένα."

Ο άνδρας αφήνει το στυλό του κάτω και στέκει σιωπηλός. Σηκώνει ελαφρά το χαρτί στο χέρι του, σα να θέλει να το ξαναδιαβάσει, μα γρήγορα το αφήνει πάλι κάτω, το διπλώνει και το βάζει σε έναν σκληρό μπλε φάκελο.

Σηκώνεται και στέκει σιωπηλός μπροστά στο παράθυρο, ώσπου η πόρτα του δωματίου ανοίγει και ένα αγοράκι πλησιάζει ζωηρά, αγκαλιάζοντάς τον.

Ο Τσαρλς χαμογελά για μια στιγμή αφηρημένα και ύστερα αφήνει την αγκαλιά του παιδιού να τον κατακλύσει.

V.

-Εγώ δεν έβαλα ποτέ τσιγάρο στο στόμα μου, λέει ο Φρανκ και κορδώνεται.

Ο ταγματάρχης έχει μόλις ανάψει ένα και εκπνέει τον καπνό στα λόγια του Φρανκ χωρίς να πει τίποτα. Ο Φρανκ είναι καθιστός και γυαλίζει το όπλο του. Συνεχίζει:

-Πολλές φορές μου προτείνανε, αλλά εγώ πάντα έλεγα "όχι, ευχαριστώ". Ξέρετε γιατί;

Κοιτάει γύρω του περιμένοντας κάποιον να ρωτήσει.
Ο μαυροντυμένος άνδρας δίχως όνομα χασμουριέται.

-Γιατί είχα μυαλό, λέει θριαμβευτικά ο Φρανκ.
-Αχά, σχολιάζει μηχανικά ο Τσαρλς.
-Γιατί είχα αποφασίσει πως δε θα πεθάνω σε κάποιο κρεββάτι, ανήμπορος. Είχα ορκιστεί πως θα πεθάνω όρθιος.

Ο μαυροντυμένος άνδρας αναστενάζει ειρωνικά.

-Γιατί ξεφυσάς εσύ;
-Αυτό το τελευταίο που είπες...
-Ναι, τι;
-Μου άρεσε σα σκέψη.

Ο Φρανκ δεν αντιλαμβάνεται την ειρωνεία.

-Εμμ... Ευχαριστώ. Ήταν ανέκαθεν το πιστεύω μου.
-Να ξέρεις πως τάσσομαι υπέρ του.

Ο Φρανκ κοιτά τον άνδρα δύσπιστα.

-Με κοροϊδεύεις;

Ο άνδρας κοιτά τον Φρανκ σοβαρός.

-Καθόλου.

Ικανοποιημένος, ο Φρανκ σωπαίνει και συνεχίζει να γυαλίζει το όπλο του.

Κανείς δε μιλά.

Ο Φρανκ, καλοδιάθετος, ρωτά:

-Εσείς πόσο καιρό καπνίζετε ταγματάρχη Γιόζεφ;

Ήταν πολύ χαρούμενος που είχε βρει επιτέλους πως να αποκαλεί τον άνδρα με την πράσινη στολή. Ταγματάρχη γιατί έτσι τον έλεγε ο επικεφαλής του και Γιόζεφ γιατί δεν ήθελε να μιλά με ολοκληρωτικό σεβασμό σε έναν αντίπαλο, έστω και πρώην.

-Αρκετό.

Τα μάτια του Φρανκ λάμπουν με πονηράδα.

-Αρκετό για τι πράγμα;
-Αρκετό για να πέθαινα ανήμπορος σε κάποιο κρεββάτι.
-Ευτυχώς για 'σας όμως, τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι.

Ο ταγματάρχης λοξοκοιτά για μια στιγμή τον Φρανκ.

-Ναι. Δόξα να 'χει ο μεγαλοδύναμος, θα πεθάνω όρθιος.

Ο Φρανκ δεν καταλαβαίνει, μα κάτι στη φωνή του ταγματάρχη, τον κάνει να σταματήσει να γυαλίζει το όπλο του.

Ο ταγματάρχης τραβά άλλη μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του.

-Τι τυχερός που είμαι, λέει χασκογελώντας.

VI. - Φρανκ

Η μητέρα του Φρανκ κρατά στα χέρια της μια φωτογραφία.
Στη φωτογραφία είναι ένα 8χρονο αγοράκι ντυμένο Άμλετ.

-Τη θυμάσαι αυτή την παράσταση;

Ένας ενήλικας Φρανκ την κοιτά ενώ μασάει μια μπουκιά ρολό.

-Τότε που με είχαν βάλει να λέω ποιήματα δεν ήταν;
-Θεατρικό του Σαίξπηρ σε είχαν βάλει να παίξεις.
-Αυτό τέλος πάντων.

Η μητέρα του Φρανκ γυρνά και τον κοιτά.

-Ήθελες να γίνεις ηθοποιός εκείνη τη μέρα.
-Μμμ.
-Δεν ήθελες να κατέβεις από τη σκηνή μόλις τελείωσε η παράσταση.
-Ναι ε;
-Ήταν το χειροκρότημα. Τα ματάκια σου είχαν γεμίσει χειροκρότημα.
-Χεχ.
-Και να σου υποκλίσεις και να σου χαιρετούρες... Σε είχε συνεπάρει.
-Μμμ...
-Κατέβηκες και μου είπες "Μαμά, αυτό θέλω να κάνω. Αυτό θέλω να κάνω, κάθε μέρα".

Η μητέρα του Φρανκ, αφήνει το χέρι της να πέσει.

-Και τώρα... Πήγες και δήλωσες εθελοντής.
-Μην αρχίζεις πάλι.
-Τι θα πας να κάνεις εκεί κάτω παιδί μου; Τι δουλειά έχεις εσύ εκεί;
-Τα 'χουμε ξαναπεί αυτά μάνα, μας έχουνε ανάγκη.
-Κανέναν δεν έχουνε ανάγκη αυτοί παιδί μου, δεν καταλαβαίνεις;
-Τι να καταλάβω;
-Αν δεν αλλάξουν γρήγορα τροπή τα πράγματα, αν δεν καταλάβει ο κόσμος τι πάει να γίνει, θα καταστραφούμε. Δε θα μείνει τίποτα αυτή τη φορά.
-Άσε μας ρε μάνα, έγινες και εσύ ειδική. Έχεις πιάσει εσύ ποτέ όπλο να ξέρεις;
-Δεν έχω πιάσει όπλο, έχω πιάσει στην αγκαλιά μου παιδί όμως. Και αν συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος, εγώ θα είμαι η μειοψηφία.
-Ποια μειοψηφία; Δηλαδή;
-Βρε παιδάκι μου, γιατί δεν κάθεσαι ήσυχος εδώ; Τι σου λείπει; Πας να φας το κεφάλι σου.
-Τα έχουμε ξανασυζητήσει. Μη με εκνευρίζεις.
-Τι σου λείπει;
-Η συζήτηση τελείωσε.

Η μητέρα του Φρανκ τον κοιτά για λίγες στιγμές απελπισμένη. Ένα δάκρυ αχνοφαίνεται στα μάτια της, μα γρήγορα το σκουπίζει.

-Πάω να δω λίγη τηλεόραση, λέει.

Χωρίς να αφήσει τη φωτογραφία, η μητέρα του Φρανκ πηγαίνει στο σαλόνι, κάθεται στον καναπέ και ανοίγει την τηλεόραση. Εικόνες από βομβαρδισμένες πόλεις, νεκρούς και διαμελισμένους, φωτιές και ερείπια γεμίζουν την ψηφιακή οθόνη. Πολιτικοί βγάζουν λόγους και στρατηγοί κάνουν δηλώσεις, εκπρόσωποι τύπου αποστέλλουν ζωντανά τελεσίγραφα, στρατεύματα παρελαύνουν μέσα σε χωριά, τροχιές πυραύλων και ίχνη αντιαεροπορικών όπλων λάμπουν αχνά στον ουρανό της μικρής τηλεόρασης.

Η μητέρα του Φρανκ κλείνει την τηλεόραση, σηκώνεται και πλησιάζει το μεγάλο στρατιωτικό σακίδιο που γράφει το όνομα του γιου της στο ταμπελάκι. Ανοίγει το φερμουάρ και προσεκτικά τοποθετεί τη φωτογραφία του Φρανκ ντυμένου Άμλετ ανάμεσα στα ρούχα.

Πηγαίνει πάλι στην κουζίνα.

-Πότε θα φύγεις;
-Το γρηγορότερο, όσο νωρίτερα πάω, τόσο νωρίτερα θα με στείλουν στο σταθμό μετάβασης.
-Εντάξει, εγώ θα ξαπλώσω λίγο.
-ΟΚ.

Η μητέρα του Φρανκ ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στην κρεββατοκάμαρα.
Στη μέση περίπου σταματά, γυρνά και κοιτά τον γιο της.

-Φρανκ;
-Μμμ;
-Θυμάσαι τι μου είχες πει όταν μαθαίναμε το ρολάκι σου για εκείνη την παράσταση;
-Ποιο λες;
-Του Άμλετ.
-Αυτό στη φωτογραφία; Όχι, τι σου 'χα πει;
-Με είχες ρωτήσει κάτι. Μου είπες "Πως γίνεται να αναρωτιέται αυτός ο βλάκας αν προτιμάει να ζει ή να μη ζει;"

Ο Φρανκ σηκώνει το κεφάλι και κοιτάει τη μητέρα του.
Εκείνη χαμογελά λυπημένα.

-Σε αγαπάω, του λέει απλά.

Γυρνώντας την πλάτη, συνεχίζει να ανεβαίνει.
Ο Φρανκ μένει να κοιτά τις σκάλες.

VII.

-Θέλετε να τραγουδήσουμε;

Τρία ζευγάρια ματιών στρέφονται πάνω στον μελαμψό άνδρα δίχως όνομα.

-Να τραγουδήσουμε; Τι να τραγουδήσουμε;
-Ό,τι να 'ναι. Δεν αντέχω αυτή τη σιωπή, όχι όσο κινούμαστε τουλάχιστον. Μετά αρχίζει ο πολυβολητής να μιλάει και η σιωπή μου λείπει πάλι.
-Άντε γαμήσου, λέει ο Φρανκ βαριεστημένα.

Παύση.

-Και που ξέρεις πως είμαι πολυβολητής;
-Εσύ ο ίδιος το είπες. Λοιπόν, θα τραγουδήσουμε;
-Δε θυμάμαι να είπα-
-Η ιδέα του πάντως μου αρέσει, λέει ο Τσαρλς.

Ο Φρανκ κοιτά τον ψηλό άνδρα και ανασηκώνει τους ώμους.
-Όπως θέλετε, λέει απλά.

Όλοι κοιτάνε τώρα τον Γιόζεφ.

-Ταγματάρχα;
-Τι με ρωτάτε; Κάντε ό,τι θέλετε, λέει εκείνος και χαμογελά ευγενικά.
-Ε, ή θα τραγουδήσουμε όλοι ή κανείς, λέει ο μελαμψός άνδρας.
-Σωστά, λέει ο Φρανκ, πλέον είμαστε ομάδα.
-Δεν ξέρω πολλά τραγούδια, λέει ο Γιόζεφ σιγανά.
-Ελάτε Ταγματάρχα, δώστε το παράδειγμα. Εσείς ηγείστε της ομάδας.
-Δεν ηγούμαι κανενός, όποιος θέλει να φύγει...
-Δεν είπαμε αυτό ταγματάρχα Γιόζεφ, πετάγεται ο Φρανκ.
-Πράγματι, λέει ο μελαμψός άνδρας, ένα παιχνίδι είναι.
-Ναι, έτσι για να περάσει πιο εύκολα η ώρα της πορείας.

Ο Γιόζεφ χαμογελά αμήχανα.

-Τραγουδήστε εσείς κάτι και αν το ξέρω θα-
-Εσείς είπατε πως δεν ξέρετε πολλά, ξεκινήστε εσείς και αν ξέρουμε εμείς το τραγούδι-
-Ναι, θα συνεχίσουμε μαζί σας.
-Ναι.
-Ορίστε, είμαστε πλειοψηφία, λέει ο Φρανκ.

Ο Τσαρλς κοιτά τον Γιόζεφ και σηκώνει τους ώμους.

-Εντάξει, λέει τελικά ο Ταγματάρχης.

VIII. - Άψινθος

"Δεν ήμασταν πολλοί. Εγώ και άλλοι τέσσερις άνδρες. Σε σύνολο, όλες οι ομάδες μαζί, δεν αριθμούσαν πάνω από 60-70 άτομα. Δεν γινόταν και αλλιώς, ήμασταν, θεωρητικά, το πιο εξειδικευμένο και απόρρητο τμήμα του στρατού της Επιτροπής. Σικάριους μας έλεγαν και κανείς από 'μας δεν είχε όνομα. Και αυτό δεν ήταν απλώς για το εφέ, δεν είχαμε όντως ονόματα. Ήμασταν όλοι ορφανά και κανείς μας δεν ήξερε τους γονείς του ή τον τόπο γέννησής του. Αν δε σας έχω πει το όνομά μου, δεν είναι επειδή δε θέλω, είναι επειδή δεν το ξέρω. Οι λοχίες μας μάς φώναζαν με ονόματα που ήταν ραμμένα στο πέτο μας κατά την εκπαίδευση -μετά, μας τα ξήλωσαν και μας ανακάτευαν με άλλες ομάδες, με αγνώστους. Τα ονόματα ήταν είτε ονόματα πρωτεϊνών, είτε αστερισμών, είτε στοιχείων του περιοδικού πίνακα. Εγώ στην εκπαίδευση ήμουν ο Άψινθος, μα στην ομάδα που ηγούμουν, αυτό το όνομα δεν έλεγε τίποτα. Εκπαιδεύτηκα σε πολλές χώρες του κόσμου, χωρίς να ξέρω ποια ήταν η καθεμιά τους. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για μένα και κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να μάθει, γιατί δεν ήξερα τίποτα να τους πω. Το μόνο που συγκρατούσε την ομάδα μου μαζί, ήταν η άρτια εκπαίδευση που έκανε κάθε απόπειρα συντονισμού περιττή και το λευκό μαντήλι που φοράω -αυτό ήταν το διακριτικό του βαθμού μου. Κατά τα άλλα, μόλις μας άφηναν ελεύθερους, μαζί μας είχαμε μόνο μια λίστα στόχων, καμμένα ακροδάχτυλα και αλλοιωμένο γενετικό κώδικα -κάτι που μας έκανε στείρους. Και όσο για τους στόχους -τίποτα συγκεκριμένο, έπρεπε απλώς όσο διαρκούσε ο πόλεμος να εντοπίζουμε σταθμούς παραγωγής, σταθμούς επικοινωνιών, εργοστάσια εξοπλισμών και υδραγωγεία.

Ήμασταν πολύ καλοί. Το γνωρίζετε καλύτερα από εμένα. Αν δεν ήμασταν εμείς, οι απώλειες της πλευράς μας θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Βέβαια, ίσως αυτό να ήταν ένα διπλωματικό έναυσμα, δεν ξέρω, ίσως αν δεν είχαν απορρίψει τη συνθηκολόγηση όταν νόμιζαν πως η νίκη τους θα ήταν σαρωτική, μπορεί τώρα να μην είχαμε φτάσει εδώ. Ίσως παραήμασταν καλοί στη δουλειά μας -ίσως και να μην παίξαμε κανένα ρόλο. Δεν ξέρω.

Η πλευρά μας δεν γνώριζε τίποτα για εμάς. Ο Τσαρλς και ο Φρανκ κατά πάσα πιθανότητα με θεωρούν εχθρό ή μισθοφόρο -η αλήθεια είναι πως αν δεν είχαμε εξαφανίσει από τον χάρτη ένα δικό σας αεροδρόμιο πριν 7 μήνες, το τάγμα του πολυβολητή, του Φρανκ, τώρα θα ήταν τροφή για τα σκουλήκια. Αλλά τι να του πω; "Γεια σου Φρανκ, με λένε Άψινθο και δεν ξέρω που γεννήθηκα και εκπαιδεύτηκα αλλά είμαι μαζί σας"; Δε τον αδικώ.

Η ομάδα μου χάθηκε πριν μερικές εβδομάδες. Ερχόμασταν όλοι μαζί προς το σήμα που εκπέμψατε. Αρχικά πιστεύαμε πως ήταν κάποια άλλη ομάδα Σικάριων. Δε θεωρούσαμε κανέναν άλλον ικανό να επιβιώσει. Στο δρόμο περάσαμε από μια πόλη, δεν ξέρω ποια. Όμορφη πρέπει να ήταν πάντως. Όπως διαβαίναμε μέσα από τα ερείπια, ακούσαμε έναν θόρυβο μέσα σε κάποια αυλή. Αμέσως ανοίξαμε πυρ προς εκείνη την κατεύθυνση. Όταν πήγαμε για αναγνώριση, ανακαλύψαμε ένα κοριτσάκι, αιμόφυρτο, να μας εκλιπαρεί για βοήθεια. Ήταν δεν ήταν 6 χρονών.

Οι άνδρες αφήνιασαν. Άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, όλοι υποστήριζαν πως κάποιος απ' τους άλλους είχε πετύχει το κοριτσάκι. Όλοι υποστήριζαν πως είχαν πυροβολήσει στον αέρα για εκφοβισμό. Το κοριτσάκι όμως ήταν τραυματισμένο σε τουλάχιστον 2 διαφορετικά σημεία. Ένας από τους άνδρες τράβηξε το πιστόλι του και εκτέλεσε επί τόπου έναν άλλο. Έστρεψε το όπλο επάνω μου και ουρλιάζοντας μου είπε "Πες τους και εσύ ότι δεν πυροβόλησα. Πες ότι με είδες."

Οι υπόλοιποι δυο άνδρες με κοιτούσαν παγωμένοι. Και τότε εγώ έκανα το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κρατήσει την ομάδα μαζί. Πλησίασα το κοριτσάκι που ανάσαινε γρήγορα και βεβιασμένα, τράβηξα το όπλο μου από τη θήκη και άδειασα τον γεμιστήρα στη μικρή του καρδιά.

"Εγώ το πυροβόλησα το παιδί" τους είπα ενώ παρακολουθούσαν μαρμαρωμένοι. Έβαλα έναν νέο γεμιστήρα στο όπλο μου αργά. Ο άνδρας που με απειλούσε είχε πετάξει το όπλο του, είχε καθίσει κατάχαμα και κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Καθώς περνούσα από πίσω του, τον πυροβόλησα μια φορά στο κεφάλι. Ύστερα εγώ και οι άλλοι δύο, ξεκινήσαμε πάλι. Ο ένας αυτοκτόνησε. Ο άλλος εξαφανίστηκε τη νύχτα ενώ φυλούσε σκοπιά. Εγώ ήρθα."

Σιωπηλός, ο Γιόζεφ προσφέρει στον μελαμψό άνδρα τσιγάρο.

-Είστε σίγουρος Ταγματάρχα; Τρία σας έχουν μείνει όλα κι όλα.

Ο Ταγματάρχης γνέφει καταφατικά.

Οι δύο άνδρες καπνίζουν χωρίς να λένε τίποτα. Λίγο παραπέρα, από την άλλη πλευρά της φωτιάς, ο Τσαρλς και ο Φρανκ κοιμούνται μέσα στους υπνόσακούς τους.

IΧ.

Ο Γιόζεφ καθαρίζει το λαιμό του.

-Τι τραγούδι θα μας πείτε ταγματάρχα Γιόζεφ;
-Ένα παλιό, από τότε που υπήρχαν ακόμα πατρίδες.

Ο Τσαρλς κοιτά βλοσυρός το χώμα καθώς περπατά.
Ο Φρανκ κοιτά τον Γιόζεφ με διάπλατα, ανυπόμονα μάτια.
Ο άνδρας δίχως όνομα κοιτά το κενό μπροστά του.

Ο Γιόζεφ ξεκινά να τραγουδά.

"Sag mir wo die Blumen sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Blumen sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Blumen sind:
mädchen pflückten sie geschwind.

Sag mir wo die Mädchen sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Mädchen sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Mädchen sind:
männer nahmen sie geschwind.

Wann wird man je verstehen...
Wann wird man je verstehen.

Sag mir wo die Männer sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Männer sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Männer sind:
zogen fort der Krieg beginnt.

Sag wo die Soldaten sind, wo sind sie geblieben
Sag wo die Soldaten sind, was ist geschehen.
Sag wo die Soldaten sind:
über Gräbern weht der Wind.

Wann wird man je verstehn...
Wann wird man je verstehn.

Sag mir wo die Gräber sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Gräber sind, was ist geschehen.
Sag mir wo die Gräber sind:
blumen blühen im Sommerwind.

Sag mir wo die Blumen sind, wo sind sie geblieben
Sag mir wo die Blumen sind, was ist geschehen
Sag mir wo die Blumen sind:
mädchen pflückten sie geschwind..."

Ο μελαμψός άνδρας κοιτά τον Φρανκ συμπονετικά.

-Ξέρεις Γερμανικά;

Ο Φρανκ γνέφει αρνητικά μέσα στα παιδικά αναφιλητά του.

Ο Ταγματάρχης δεν ξαναμιλά.

Χ. - Γιόζεφ

Ο ψηλός ξανθός άνδρας κοιτά από το πίσω παράθυρο του στρατιωτικού τζιπ και το πρόσωπό του φωτίζεται ολοκόκκινο.

Με πρησμένα μάτια κοιτά καθώς μια πρόσοψη του 17ου αιώνα γέρνει με χάρη και συνθλίβει μια μικρή ομάδα ανθρώπων που τρέχουν -έτρεχαν- στο δρόμο. Μέσα από το τζάμι μοιάζει με περίτεχνη σόλα παπουτσιού που λιώνει κατσαρίδες.

Ο Γιόζεφ γυρνά το κεφάλι του και κοιτά κάτω, στο κοριτσάκι που κρατάει αγκαλιά και που είναι καλυμμένο με ουλές και ακάλυπτο από εγκαύματα. Ένα από τα πλευρικά παράθυρα ραγίζει ακαριαία καθώς κάτι εξοστρακίζεται πάνω του με μεγάλη ταχύτητα. Ο Γιόζεφ δεν δείχνει να το αντιλαμβάνεται.

"Το κέντρο λέει πως όλη η βόρεια μεριά της πόλης είναι κατεστραμμένη" λέει ο συνοδηγός. "Δε θα μπορέσουμε να βρούμε νοσοκομείο, πρέπει να πάμε στην κοντινότερη θέση με ιατρική μονάδα, από εδώ είναι το ΚΧ-12, κοντά στην Gluckstrasse."

Ο Γιόζεφ γνέφει ένα υστερικό ναι.
Ξέρει κατά βάθος πως η κόρη του δεν έχει ελπίδες.
Ξέρει πως οι ιατρικές στρατιωτικές μονάδες δεν έχουν ούτε τα μέσα, ούτε πλέον τα εφόδια για να την βοηθήσουν.

Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Γιόζεφ δεν ξέρει τίποτα.

Ένα αυτοκίνητο εκσφενδονίζεται σε ένα σύννεφο σκόνης, κάθετα προς το τζιπ. Την τελευταία στιγμή, ο οδηγός κάνει έναν απελπισμένο ελιγμό, το αυτοκίνητο χτυπά στο ενισχυμένο αμάξωμα του τζιπ αλλάζοντάς του πορεία, μα το χειρότερο έχει αποφευχθεί. Το τζιπ συνεχίζει την πορεία του.

Πηχτό αίμα τρέχει από τη μύτη και το στόμα του Γιόζεφ. Κοιτά την κόρη του καθώς εκείνη κλείνει αργά τα βλέφαρά της για μια ακόμη φορά. Κάθε φορά που το κάνει, ο Γιόζεφ πεθαίνει και κάθε φορά που τα ξανα-ανοίγει ο Γιόζεφ επανέρχεται με λύσσα στον φλεγόμενο κόσμο.

Το κοριτσάκι ανοίγει τα μάτια στην επόμενη διασταύρωση.

Δεν ξανακλείνουν ποτέ ξανά.

-

Ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, χλωμός και νευρώδης, μπαίνει στην αίθουσα ελέγχου πληροφοριών. Τα μαλλιά του είναι κοντά και ξανθά, σχεδόν άσπρα και έχει έναν μεγάλο πορφυρό λεκέ κάτω από το αριστερό του αυτί.

"Ταγματάρχα Κ." λέει μια γυναικεία φωνή.

Ξέρει τι θέλει. Θέλει να τον ενημερώσει πως η επιτροπή τον περιμένει. Ο Γιόζεφ αναρωτιέται αν θα τον περίμεναν αν ήξεραν τι έχει στο μυαλό του.

Ένας χοντρός άνδρας με ξανθό μουστάκι τον καλωσορίζει στη μεγάλη οβάλ αίθουσα και ο Γιόζεφ κάθεται στην καρέκλα που φέρει το όνομά του.

Ο χοντρός άνδρας καθαρίζει το λαιμό του.

-Ταγματάρχα Κ. θα ήθελα αρχικά να σας εκφράσω τα προσωπικά μου συλλυπητήρια για το χαμό της κόρης σας. Πληροφορήθηκα πως...

Μασάει τα λόγια του

-...πως δεν τα κατάφερε ενώ ήσασταν καθ' οδόν προς βοήθεια. Θέλω να σας εγγυηθώ πως ο χαμός της δε θα είναι εις μάτειν και πως η άνανδρη επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον μας-

-Δε μπορείτε να μου εγγυηθείτε τίποτα.

Το δωμάτιο παγώνει. Ο Γιόζεφ απευθύνεται στον επικεφαλής στρατηγό όλων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.

-Καταλαβαίνω τη θλίψη σας. Λυπάμαι.

Ο χοντρός άνδρας κάθεται στην καρέκλα του. Αντιλαμβάνεται -περιέργως- πως η ασέβεια είναι απλώς μια λέξη που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες μόνο συνθήκες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να φανεί ασεβής.

-Σας καλέσαμε εδώ ταγματάρχα Κ. γιατί είστε ο υπεύθυνος ελέγχου του συστήματος έκτακτης αντεπίθεσης. Φαίνεται πως υπάρχει κάποιου είδους εεε... πρόβλημα;

-Κανένα πρόβλημα.

-Κι όμως, φαίνεται πως η πρόσβαση στο υπόλοιπο εξουσιοδοτημένο προσωπικό έχει ανακληθεί. Ακόμα και στα μέλη του επιτελείου.

-Μάλιστα.

-Ξέρω πως δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από το χαμό που υπέστη το πρόσωπό σας, αλλά μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε μια εξήγηση επί αυτού;

Ο Γιόζεφ κοιτά την επιτροπή.
Σηκώνεται.

-Βεβαίως στρατηγέ.

ΧΙ.

Ο Τσαρλς, ο μαυροντυμένος άνδρας και ο Γιόζεφ κοιτούν το μυώδες σώμα του πολυβολητή Φρανκ καθώς αυτό κείτεται άψυχο στο ξερό χώμα.

Στο χέρι του κρατά ένα πιστόλι. Στο κρανίο του φυλά μια σφαίρα.

-Η αλήθεια είναι πως δεν το περίμενα.

Η ήρεμη φωνή με τη Βρετανική προφορά είναι του Τσαρλς.

Ο μαυροντυμένος άνδρας και ο Γιόζεφ δε λένε τίποτα.

Εν τέλει, ο Τσαρλς σπάει και πάλι τη σιωπή.

-Λοιπόν, νομίζω πως δεν έχουν μείνει και πολλά αποθέματα συναισθηματισμού... Ξεκινάμε;

Λίγα λεπτά μετά, τρία φτυάρια εισβάλλουν στο σκληρό έδαφος. Η σορός του Φρανκ τοποθετείται μέσα στομ ρηχό χάσμα και καλύπτεται με άμμο.

Έχει αρχίσει να χαράζει για τα καλά και ο τάφος του Φρανκ είναι λίγα χιλιόμετρα πίσω από τους άνδρες όταν ο μαυροντυμένος άνδρας μονολογεί "να μια καλή περίοδος για απορίες".

Ο Τσαρλς γυρνά και τον κοιτά ερωτηματικά, ο άνδρας γνέφει πως δεν είναι τίποτα και αφήνει από το χέρι του ένα κομμάτι χαρτί να το πάρει το ελαφρύ πρωινό αεράκι.

Η φωτογραφία ενός μικρού αγοριού ντυμένου Άμλετ.


ΧΙΙ. - Ο Ταγματάρχης

"...μόλις λοιπόν η ισορροπία διαταράχθηκε, μόλις είχαμε εμείς το πάνω χέρι και η νίκη ήταν βέβαιη, η άλλη πλευρά αμέσως το αντιλήφθηκε και ξεκίνησε διπλωματικές διαδικασίες για παράδοση άνευ όρων".

Ο Γιόζεφ κοιτά την επιτροπή καθώς βηματίζει πάνω-κάτω.

-Γιατί σας τα λέω αυτά, θα με ρωτήσετε. Λες και δεν ξέρετε, λες και δεν αποφασίζατε εσείς -εμείς. Θέλω όμως να τα ακούσετε και έχω λόγο που θέλω να τα ακούσετε.

Όταν λοιπόν είχαμε κερδίσει τον πόλεμο -αν και υποψιάζομαι πως η σωστότερη έκφραση θα ήταν να χάνει ή να κερδίζει κανείς την ειρήνη- και είχαμε όλο τον κόσμο στα πόδια μας έτοιμο να μας παραδοθεί χωρίς συνθήκες και προϋποθέσεις, εσείς τι κάνατε;

Ο Γιόζεφ σταματά να βηματίζει.

-Απορρίπτετε την έκκληση. Συνεχίζετε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, επικαλούμενοι ηλίθιες δικαιολογίες περί συνεχών εξεγέρσεων, απόπειρες πραξικοπημάτων, αδυναμία αφομοίωσης πληθυσμών και άλλα τόσα. Και λέτε, στην ουσία, στον απέναντι με την λευκή σημαία στα χέρια "έχασες, θα σε εξοντώσω".

Η ένταση της φωνής του Γιόζεφ ανεβαίνει.

-Μα ο αντίπαλος, όπως κατέστη αργότερα προφανές, είχε έναν άσσο στο μανίκι του. Προτίμησε όμως να παραδοθεί αντι να τον χρησιμοποιήσει -γιατί; Γιατί τουλάχιστον εκείνοι είχαν μια φλίδα συλλογικής συνείδησης ακόμα. Γνώριζαν πως αν έπαιζαν τον άσσο, θα χάνονταν όλα, εκείνοι, εμείς, όλοι. Προτίμησαν να περάσουν σε ένα καθεστώς υπό τον δικό μας έλεγχο από να αφανίσουν και το τελευταίο δίποδο θηλαστικό πάνω στον πλανήτη.

Ο Γιόζεφ ηρεμεί και χαμογελά.

-Και τώρα θερίζετε τους καρπούς της θύελλας που σπείρατε.

Ο χοντρός άνδρας με το μουστάκι έχει αγανακτήσει.

-Δεν είναι στη δική σας αρμοδιότητα να κρίνετε τις αποφάσεις της επιτροπής ταγματάρχα. Δε βρίσκεστε γι' αυτό εδώ, αλλά για να λογοδοτήσετε επί των ενεργειών σας αναφορικά με το συστ-

-Και ένας από τους καρπούς, ήταν η κόρη μου.

Σιωπή.

Ο Γιόζεφ γυρνά και τους κοιτά, τα μάτια του ανέκφραστα, τα χαρακτηριστικά του παγωμένα.

-Χθες, μόλις την τέταρτη μέρα του νέου χρόνου, η κόρη μου χάθηκε. Ευθύνεστε εσείς. Η πόλη μου ισοπεδώθηκε. Ευθύνεστε εσείς. Οι γονείς μου και οι περισσότεροι με ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα, χάθηκαν.

Ο Γιόζεφ τους κοιτά.

-Ευθύνεστε εσείς.

Η επιτροπή επαναστατεί.

-Δεν πυροδοτήσαμε εμείς...
-Η χρήση βιολογικών όπλων...
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να το αποτρέψουμε...
-Επιτέθηκαν σε άμαχο πληθυσμό...

Ο Γιόζεφ δεν προσπαθεί να φωνάξει. Ξέρει πως αυτό που θα πει, θα ακουστεί ακόμα και αν το ψιθυρίσει.

-Εκκίνησα το σύστημα έκτακτης αντεπίθεσης.

Όλος ο κόσμος παγώνει.

Ο Γιόζεφ φτερνίζεται.

-Έχετε 4 ώρες να προσπαθήσετε να πάτε οπουδήποτε θεωρείτε πως είναι ασφαλές.

Χαμογελά.

-Εκτός αν θέλετε να ξοδέψετε μερικές από αυτές με τα διαδικαστικά της εκτέλεσής μου.

Η επιτροπή μένει ακίνητη για λίγες στιγμές.
Μετά αρχίζουν και τρέχουν όλοι προς την έξοδο.

XIII.

-Ωστέ εσύ ήσουν πίσω απ' το εργοστάσιο στη Βαρκελώνη;

Ο Τσαρλς κοιτά με έκπληξη και ίσως λίγο θαυμασμό τον κοντό μαυροντυμένο άνδρα.

Περπατάνε πλέον δίπλα-δίπλα. Κάτι από τις παλιές εποχές τους υπαγορεύει πως είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος να αποτύχει κανείς.

-Δεν είχα ιδέα πως υπήρχε τέτοια μονάδα. Σικάριοι... Ταγματάρχα, εσύ το ήξερες;

Ο Γιόζεφ χαμογελά.

-Χωρίς να μου το πείς;

Ο μαυροντυμένος άνδρας τον κοιτά.

-Τι εννοείτε ταγματάρχα;

-Κάποτε οι υπηρεσίες μας δεν ήταν τόσο μακρυά από αυτές του Τσαρλς. Για την ακρίβεια, συνεργάζονταν.

Ο μαυροντυμένος άνδρας δε δείχνει να εκπλήσσεται.

-Θα αναφωνούσα "περίεργα που έρχονται τα πράγματα" αν δεν το έβρισκα τόσο αναμεν-

Λευκό φως και σκόνη καλύπτει τα λόγια του. Ένας εκκωφαντικός κρότος γεμίζει τα πάντα. Ύστερα, το κενό.

XIV.

Ο Γιόζεφ στέκεται μόνος του στο έρημο κέντρο ελέγχου πληροφοριών. Κοιτά το μεγάλο αναλογικό ρολόι στον τοίχο. Απολαμβάνει την κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη σχεδόν όσο και κάθε ρουφηξιά που παίρνει απ' το τσιγάρο του.

12 λεπτά ακόμα.

Σκέφτεται πως θα ταίριαζε τέτοια στιγμή να σκέφτεται την κόρη του. Πως θα ήταν καλό λίγο πριν το τέλος του κόσμου να είναι αυτό το τελευταίο πράγμα που θα έχει στο μυαλό του όσο η πραγματικότητα μένει η ίδια.

Μα η πραγματικότητα έχει έτσι κι αλλιώς αλλάξει.
Δεν είναι στον κόσμο που αρμόζει να σκέφτεται κανείς ιερά πράγματα. Δεν είναι ακόμα εκεί οι παλιές εποχές που έπαιρνες την ανάσα πριν τη βουτιά.

7 λεπτά ακόμα.

Ίσως να ήταν πιο δόκιμο να τη σκεφτεί μετά. Μετά το μηδέν. Εκεί που ο κόσμος θα άρχιζε να καθαρίζει από τα χοντρά μυστακοφόρα μιάσματα που διέτασσαν θάνατο και αφανισμό. Ίσως να ήταν πιο καθαρές οι σκέψεις του τότε.

4 λεπτά ακόμα.

Θα έπαιρνε λίγο καιρό να τελειώσουν όλα. Το ήξερε αυτό ο Γιόζεφ. Μα μόλις η αντίστροφη μέτρηση τέλειωνε, δεν υπήρχε πια ελπίδα για το είδος του. Μόνο για τα υπόλοιπα, πιο αγνά και αθώα στοιχεία που απαρτίζουν τον πλανήτη.

2 λεπτά ακόμα.

Όταν όλοι θα έχουν φύγει, οι υψηλότερες ηθικές αξίες τους θα έχουν διασωθεί. Ίσως αυτός ήταν ανέκαθεν ο σκοπός. Να βρεθεί το ιδεώδες και να αποσυρθούμε όλοι ώστε να επιτευχθεί. Ακόμα και αν δεν έμενε κανείς να το θαυμάσει μετά. Ή να το ξέρει.

30 δευτερόλεπτα ακόμα.

Ο Γίοζεφ έφερε την κόρη του στο μυαλό του. Προς μεγάλη του έκπληξη δυσκολεύτηκε μερικές στιγμές να θυμηθεί στην εντέλεια το πρόσωπό της. Για κάποιο λόγο αυτό τον γαλήνεψε, του χάρισε μια αίσθηση πως όλα πάνε καλά.

6 δευτερόλεπτα ακόμη.

Ο Γιόζεφ έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και το άναψε.

Έμεινε να κοιτά τον δευτερολεπτοδείκτη που διέτρεχε ακόμη τους κύκλους του, ανήμπορος να γνωρίζει πως εδώ και μερικές στιγμές, δεν είχε πια άλλο νόημα.

XV.

Η έκρηξη σκότωσε τον Τσαρλς ακαριαία. Ήταν αυτός που είχε πατήσει τη νάρκη, οι άλλοι δύο στέκονταν δίπλα του και εκτοξεύτηκαν, σοβαρά τραυματισμένοι, μερικά μέτρα πιο πέρα.

Ο πρώτος που είδε τον ασημένιο απογευματινό ουρανό, ήταν ο Γιόζεφ. Άνοιξε τα μάτια του, ένοιωσε τον πόνο, τα ξανάκλεισε και προσπάθησε να τα κρατήσει έτσι.

Οι φωνές πάνω απ' το κεφάλι του τον έκαναν να τα ξανανοίξει έκπληκτος.

-Ταγματάρχα;;;

Ο Γιόζεφ τον κοίταξε με δυσπιστία.

-Ζεις.

-Και εσείς ζείτε!

-Καλά, περίμενε λίγο ακόμα...

-Μη λέτε τέτοια, μια χαρά είστε.

-Πόσα χέρια έχω;

Ο μαυροντυμένος άνδρας γέλασε.

-Δεν έχετε ακρωτηριαστεί ταγματάρχα. Μόνο μια μικρή πληγή εδώ στο στέρνο έχετε...

Καθώς άνοιγε το πουκάμισο του Γιόζεφ, το χαμόγελο στα χείλη του μαυροντυμένου άνδρα έσβησε.

Ο Γιόζεφ χαμογέλασε πλατιά.

-Είδες που ΄σαι ανυπόμονος;

Ο μαυροντυμένος άνδρας άφησε τη θλίψη να γυαλίσει στα μάτια του μόνο για μια στιγμή.

-Δεν ξέρω τι να πω.

-Δεν χρειάζεται. Δώσε μου ένα τσιγάρο, είναι στην τσάντα μου.

Προσεκτικά, ο μαυροντυμένος άνδρας άνοιξε την τσάντα του Γιόζεφ χωρίς να προσπαθήσει να τη βγάλει από τους ώμους του.

-Έχει μείνει μόνο ένα.

-Μπράβο συγχρονισμός!

Ο μαυροντυμένος άνδρας βάζει το τσιγάρο στα χείλη του Γιόζεφ και το ανάβει.

Ο ταγματάρχης τραβά μια μεγάλη ρουφηξιά.

-Ξέρεις τι...

Ο μαυροντυμένος άνδρας παίρνει το τσιγάρο από τα χείλη του Γιόζεφ για να μπορέσει να μιλήσει.

-Κράτα το.

-Το τσιγάρο;

-Ναι. Είναι το δώρο μου. Εγώ δε θα μπορέσω να το κάνω όλο και είναι κρίμα.

Ο μαυροντυμένος άνδρας δε μιλά.

-Στο χαρίζω. Είναι πολύ πολύτιμο ξέρεις. Είναι, κατά πάσα πιθανότητα, το τελευταίο τσιγάρο στη Γη.

Ο Γιόζεφ σφίγγει τα δόντια και γνέφει για μια ακόμη ρουφηξιά.

Ο μαυροντυμένος άνδρας το βάζει στα χείλη του Γιόζεφ, μα ο ταγματάρχης δε ρουφά.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Αρμοδιότητες III



-Και να 'χω κατέβει τώρα εγώ μέσα στην κωλόζεστη, να φέρνει και ο αέρας όλη την άμμο στη μάπα μου, να ζέχνει ο τόπος κοπριά και ιδρωτίλα και να σκάει μύτη ο Κύριος από 'δω και να μου κάνει χαλάστρα. Τσάμπα όλη η μέρα, τσάμπα ετοίμαζα δηλώσεις, χαρτόσημα, όλες τις γραφειοκρατικές μαλακίες. Και τότε ήταν πολύ περισσότερη η χαρτούρα απ' ό,τι σήμερα ε, σήμερα δυο κλικ κάνω και είμαι οκ.

Ο μαυροφορεμένος χλωμός τύπος έδωσε το τρίφυλλο στον μουσάτο στα άσπρα που καθόταν δίπλα του που είχε διπλωθεί στα δύο απ' τα γέλια.

-Έπρεπε να τον δεις, είπε στον τρίτο της παρέας, έναν μορφονιό με κοστούμι και γένια 2 ημερών, λίγο πριν πάρει τζούρα. Ξανάρχισε να γελάει και συνέχισε μέσα από χασκόγελα:

-Να κάθεται εκεί πάνω από το κουφάρι με τη σοβαρή τη μούρη, κανονικός δημόσιος υπάλληλος φάση, και ξαφνικά σκάω εγώ με το πλήθος απ' έξω...

-Και ο μαλάκας δε με προειδοποίησε, καθόμουν εγώ 2 ώρες και περίμενα το σήμα για την εκφόρτωση, καθόμουν μέσα στο χαμόσπιτο, το στάβλο να πούμε και εκεί που αναρωτιόμουν τι διάολο παίζει, ακούω αυτόν εδώ να λέει με αυτή τη μαλακισμένη επίσημη φωνή του "Εγέρθητι". Τι εγέρθητι ρε πούστη λέω, σε ποιον μιλάει, και ξαφνικά βλέπω το Λάζαρο να σηκώνεται. Πανικοβάλλομαι εγώ, πέφτω πάνω του, κάτσε κάτω ρε γαμιόλη του λέω, που πας; "Με φωνάζουνε" μου λέει αυτός. "Λάζαρε" φώναζε ο άλλος ο χίπης απ' έξω, "Λάζαρε". "Να, ακούς; Με φωνάζει ο Κύριος" μου λέει και πάει να ξανασηκωθεί, αρπάζω ένα σφυρί που ήταν εκεί παραδίπλα, πάω να του το φέρω στο κεφάλι, πατάω ένα κιλίμι, γλιστράω, σκάω κάτω, μου φεύγει και το σφυρί, έχω γίνει ρόμπα τελείως τώρα, ο άγγελος του θανάτου να σκοντάφτει σε κιλίμια και ακούω και τον άλλο τον παπάρα απ' έξω "Λάζαρε, δεύρω έξω!". Μπα γαμώ το σπίτι μου, τι με κατέβασε λέω ο ηλίθιος άμα ήταν να τον κάνει ρημπούτ.

Ο ασπροντυμένος μουσάτος χίπης και ο κοστουμαρισμένος μορφονιός είχαν γείρει ο ένας επάνω στον άλλο και δακρύζανε απ' τα γέλια. Ο Θάνατος τους κοιτούσε μισο-θιγμένος και μισο-γελώντας.

-Κοίτα, κοίτα γελάει ο παπάρας, γελάει. Φάτε εδώ έναν σωτήρα της ανθρωπότητας, να κάνει φάρσες στο θάνατο.

-Έλα μωρέ και 'συ, είπε με δάκρυα στα μάτια ο μορφονιός, σιγά τι έπαθες. Αφού ο Λάζαρος πέθανε 3 μήνες μετά όταν του έπεσε στο κεφάλι εκείνο το δοκάρι στο σπίτι του.

-Α ναι, ήθελε να το φτιάξει κάνα δίμηνο αλλά το ανέβαλλε συνέχεια επειδή είχε χάσει το σφυρί του.

Αυτή τη φορά ξέσπασαν και οι 3 σε νευρικό γέλιο. Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος "να πάτε να γαμηθείτε" αλλά γελούσαν και οι 3 τόσο δυνατά που δεν πήραν καν είδηση την πληγωμένη κραυγή του Λάζαρου.

-Να σου πω ρε συ, είπε ο Θάνατος στον Γιο, εσύ θα αλλάξεις ποτέ γκαρνταρόμπα; Σα φάντασμα φεμινίστριας είσαι με αυτή τη ρόμπα και τα μούσια.

-Ναι ρε συ, πρόσθεσε ο μοδάτος μορφονιός, κάνε κάτι να πούμε.

-Γιατί ρε παιδιά, τι έχω; Εγώ το βρίσκω πολύ κλασσικό.

-Τι κλασσικό ρε 'συ, έχεις δει πως είσαι; Μούσια, άσπρη ρόμπα, σταυρός... Σα ράπερ που 'χει πέσει στη χλωρίνη είσαι ρε. Σε λένε και Γιο, άντε πάρε τη Μαγδαληνή και κάντε κάνα βιντεοκλίπ να πούμε.

-Και τι να φορέσω ρε μαλάκες, κοστούμι; Άμα χέσει το περιστέρι το αρμάνι τι θα κάνω εγώ μετά; Θα με σκίσει η Μάνα μου.

-Γιατί ρε, πετάχτηκε ο μορφονιός, εγώ που 'μαι όλη μέρα μέσα στα καζάνια και τα κάρβουνα πως την παλεύω;

-Εσύ έχεις ατμοσίδερο.

-Αυτό δεν είναι για να πλένει, για να σιδερώνει είναι.

-Καλά σου λέει ρε ανεπρόκοπε. Αλλά τι να περιμένει κανείς, 33 χρονών (χώρια τα 2000 φεύγα) και ακόμα μένεις με τη μάνα σου.

-Εντάξει ρε παιδιά που να το ξέρω. Πάντως να άλλος ένας λόγος να φοράω τη ρόμπα, δε θέλει σιδέρωμα.

-Καλά και εγώ αν πόζαρα συνέχεια σαν κεφαλαίο ταφ δε θα ήθελε σιδέρωμα το κοστούμι. Εσύ δεν είσαι Σωτήρας, κρεμάστρα είσαι.

-Να σου πω ρε Θάνο, πετάχτηκε ο κοστουμαρισμένος.

-Πες μου.

-Έχω μια απορία.

-Για πες.

-Ήθελα να σε ρωτήσω...

-Ναι...

-Είναι κάτι που δεν έχω καταλάβει.

-ΘΑ ΜΟΥ ΣΠΑΣΕΙΣ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΤΩΡΑ; ΛΕΓΕ.

-Να, αναρωτιόμουν, ρε παιδί μου, πες πως σε 5 λεπτά πεθαίνει κάποιος στη Μογγολία, ωραία;

-Ναι.

-Και ας πούμε πως την ίδια στιγμή πεθαίνει κάποιος και στη Χιλή.

-Ναι...

-Πως την παλεύεις να πηγαίνεις και στους δύο;

-Ε δεν είναι ανάγκη να πάω την ίδια στιγμή και στους δύο.

-Α, πας στον Χιλιανό ας πούμε 5 λεπτά μετά.

-Ναι.

-Αλλά μέσα σε αυτά τα 5 λεπτά πεθαίνει και κάποιος στην Αυστραλία.

-Που το πας;

-Το πάω στο ότι αναβολή στην αναβολή, πεντάλεπτο στο πεντάλεπτο, υπάρχει κάποιος αυτή τη στιγμή που μιλάμε που έχει ζήσει 40 χρόνια περισσότερο επειδή εσύ δε μπορείς να κουμαντάρεις το φόρτο εργασίας.

-Ρε 'συ, δίκιο έχει.

-Τι δίκιο μωρέ, αφού υπάρχουν καταστάσεις. Όποιος ήταν να διακομιστεί έχει διακομιστεί.

-Και ποιος τις ελέγχει τις καταστάσεις;

-Τι ποιος τις ελέγχει, κανείς. Εγώ τις ελέγχω.

Ο μορφονιός ανασήκωσε με νόημα τα φρύδια του και δεν είπε τίποτα.

-Κάτσε ρε, εεε, κάτσε ρε μαλάκα, τι λες τώρα; Λες ότι κλέβω; Αυτό λες;

-Όχι, δε λέω αυτό. Λέω πως ΑΝ έκλεβες, δε θα μπορούσε να το ξέρει κανείς.

-Πως δε θα μπορούσε, αφού ο Γιο είναι πανταχού παρών.

-Πανταχού παρών εις την τρίτη παρακαλώ, συμπλήρωσε περήφανα ο μουσάτος.

-Τι πανταχού παρών ρε μαλάκα; Ο ένας είναι κάτι τρισεκατομμυρίων χρονών, εδώ τον ρώτησαν πως τον λένε και δε θυμόταν, τους είπε "δεν έχω όνομα γιατί είμαι μοναδικός". Αλτσχάημερ σε τελικό στάδιο. Ο άλλος είναι εδώ μαζί μας και την πίνει και ο τρίτος είναι περιστέρι. Τι πανταχού παρών και μαλακίες; Πιο πανταχού παρόντα είναι τα καγκουρώ στην Γροιλανδία παρά αυτός.

Γύρισαν και κοίταξαν τον Γιο. Αυτός, αφαιρεμένος και συνειδητοποιώντας την ξαφνική σιωπή, γύρισε προς το μέρος τους.

-Μμμ; Τι; Ποια Γροιλανδία;

Ο μορφονιός κοίταξε δικαιωμένος τον Θάνατο.
Αυτός με τη σειρά του κοίταξε τον Γιο.

-Να του το πω;

-Δε γαμιέται, φιλαράκι είναι.

-Α ΜΑ ΝΑΙ, ΒΕΒΑΙΑ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ ΚΟΛΛΗΤΗ.

-Εντάξει μωρέ, κάναμε και 'μεις μια μαλακία κάποτε και μας έμεινε η ρετσινιά.

-Τέλος πάντων, μου έχει δοθεί ένα μοναδικό χάρισμα. Δηλαδή όχι ακριβώς μοναδικό, το 'χεις και 'συ σε έναν ορισμένο βαθμό...

-Δηλαδής;

-Να, ξέρεις πως όταν τους παρουσιάζομαι για να τους πάω βόλτα, εμφανίζομαι σαν ένας απ' αυτούς;

-Ναι. Ο κλασσικός κανόνας "θνητό όχημα για τον θνητό κόσμο" κτλ.

-Ναι, λοιπόν, μπορώ να το κάνω με περισσότερες από μια μορφές ταυτόχρονα.

-Τι δηλαδή... Να χωρίζεσαι; Σαν αμοιβάδα;

-Νννναι, σε ψυχοπνευματικό επίπεδο. Μπορώ να είμαι δύο θνητά σώματα ταυτόχρονα. Ή περισσότερα.

-Μπορείς να κάνεις παρτούζα με τον εαυτό σου δηλαδή;

-Ρε μαλάκα Λου, μιλάμε σοβαρά τώρα.

-Δεν έχεις τίποτα ανάμεσα στα πόδια σου, γι' αυτό δε το βρίσκεις σοβαρό. Και να σου πω, δηλαδή μπορείς να είσαι ταυτόχρονα στην Αυστραλία και τον Καναδά πχ;

-Ναι. Θεωρητικά μπορώ να είμαι σε κάθε ζωντανό οργανισμό στον πλανήτη. Καλά, όχι σε κάθε ζωντανό οργανισμό, οκ, μόνο σε ανθρώπους.

-Τι λες ρε μαλάκα; Καταλαβαίνεις τι λες;

Ο Λου είχε αναψοκοκκινίσει.

-Τι λέω;

-ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ... ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΟΤΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ;

-...Ναι.

-ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ, ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΜΕΝΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ; ΣΤΟ ΕΤΣΙ; ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙΣ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ; ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΑ;

-Ναι.

-ΚΙ ΕΓΩ ΘΕΛΩ!

-Ναι, ακριβώς επειδή εσύ ΘΕΛΕΙΣ δε μπορείς. Για μένα που αυτό μεταφράζεται σε ΔΟΥΛΕΙΑ και ΑΓΓΑΡΕΙΑ όμως μαλάκα, όσοι λιγότεροι πεθαίνουνε, τόσο καλύτερα.

-ΜΕ ΓΑΜΗΣΕΣ ΤΩΡΑ. ΜΕ ΓΑΜΗΣΕΣ. ΧΑΛΑΣΤΗΚΑ ΑΣΧΗΜΑ.

-Κάτσε ρε Λου, πετάχτηκε ο Γιο. Χαλάρωσε, άμα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα δε θα 'χε πλάκα.

-ΠΟΙΑ ΠΛΑΚΑ ΡΕ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΕ ΚΑΙ 'ΣΥ; ΠΟΙΑ ΠΛΑΚΑ; ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΚΑΝΩ Ο,ΤΙ ΚΑΝΩ;

-Όχι;

-ΟΧΙ ΗΛΙΘΙΕ. ΕΓΩ ΕΧΩ ΣΚΟΠΟ. ΕΓΩ ΕΧΩ ΕΝΑ ΙΔΕΩΔΕΣ. ΕΙΜΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΤΗΣ ΕΓΩ. ΕΙΜΑΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ.

-Πόσο κάπνισε ο παπάρας;

-ΓΙΑΤΙ ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΡΕ; ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ; ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΕΦΥΓΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΔΕΜ ΚΑΙ ΚΑΤΕΛΗΞΑ ΝΑ ΞΕΡΟΨΗΝΩ ΤΙΠΟΤΕΝΙΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ ΣΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΟΝ;

-Νόμιζα πως το διασκέδαζες.

-Καλά, ναι, από ένα σημείο και ύστερα συνηθίζεις και βρίσκεις το καλό στο κάθε τι, ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ ΜΩΡΕ; Και να σας πω, υπάρχει και άλλος που μπορεί να το κάνει αυτό;

Ο Λου κοιτάχτηκε με τον Γιο.

-Όχι, μόνο εμείς οι δύο. Οι τέσσερις τέλος πάντων, δεν ξέρω για πόσους μετράει ο Γιο.

Ο Λου είχε ασπρίσει.

-Δηλαδή... Δηλαδή είναι όλα μάταια.

-Έλα;

-Εννοώ πως ακόμα και αν κατάφερνα να διαφθείρω όλες της ψυχές, αυτός εδώ ο χίπης θα μπορούσε απλώς να τις καταλάβει και να τις... να τις ελευθερώσει, ξέρω 'γω.

-Μμμμναι, θεωρητικά θα μπορούσα. Αλλά δε το κάνουμε ποτέ αυτό.

-Δεν;

-Όχι. Δε θυμάσαι τον κατακλυσμό; Τα Σόδομα και τα Γόμορρα; Την Αίγυπτο, την Ιεριχώ, τη Χιροσίμα; Απλώς τους σκοτώνουμε.

Ο Θάνατος έβγαλε έναν βαριεστημένο αναστεναγμό στο άκουσμα της φράσης.

Ο αποσβολωμένος Λου κοιτούσε τον Γιο με γουρλωμένα μάτια.

-ΓΙΑΤΙ;;; φώναξε εν τέλει.

Ο Γιο ανασήκωσε τα χέρια του.

-Σου είπα, αλλιώς δε θα είχε πλάκα.

-Μαλάκα Γιο, υποτίθεται πως ΕΓΩ είμαι ο κακός της υπόθεσης!

-Έχεις μείνει πολύ καιρό με τους ανθρώπους και έχεις αρχίσει να υιοθετείς την εννοιολογία τους. Θυμήσου, "άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου".

-Ωραία, και ποιες είναι αι βουλαί του Κυρίου γαμώ;

Ο Γιο πήρε μια τζούρα και πέρασε το τρίφυλλο που δεν τέλειωνε ποτέ, στον Θάνατο. Ανασήκωσε τους ώμους του.

-Μαλάκα, δεν έχω ιδέα.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

397



"Ένας άνδρας μπαίνει σε ένα υποκατάστημα τράπεζας και παίρνει από το μηχάνημα το χαρτάκι προτεραιότητας. Ο αριθμός είναι το 397 και στο ψηφιακό ταμπλώ γράφει 382. Ο άνδρας βγαίνει έξω από την τράπεζα και ανάβει ένα τσιγάρο. Καπνίζει ρίχνοντας τακτικές ματιές στο ταμπλώ. Στο 389, το τσιγάρο του έχει τελειώσει και στο 395 σβήνει το δεύτερο -και τελευταίο του πακέτου- και μπαίνει στην τράπεζα. Η ταμίας αλλάζει το χαρτί σε έναν dot matrix εκτυπωτή, τον εξυπηρετεί και ο άνδρας βγαίνει έξω και βαδίζει προς το περίπτερο για να πάρει τσιγάρα. Στο δρόμο, κοντοστέκεται και δένει το κορδόνι του παπουτσιού του. Παίρνει τα τσιγάρα, μπαίνει στο αυτοκίνητο και γυρνάει στο γραφείο του. Εκεί ακούει τον τελευταίο χτύπο του τηλεφώνου να σβήνει πριν προλάβει να το σηκώσει. Ύστερα από 3-4 ώρες, επιστρέφει σπίτι."

Λευκό διάφανο καύσιμο στο φτηνό ποτήρι και τα μάτια του αφηγητή επάνω στον φακιδομούρη νεαρό.

-Από εκείνη τη στιγμή, αλλάζει η ζωή του.

Ο φακιδομούρης νεαρός γνέφει.

-Έχεις σκεφτεί ποτέ πως θα ήταν αν τα πράγματα πήγαιναν αλλιώς;
-Ένα παράλληλο σύμπαν;
-Κάτι τέτοιο. Πως θα ήταν το σήμερα, που θα ήμασταν αν ο άνδρας της ιστορίας είχε το 392; Αν δεν είχε πάει για τσιγάρα, αν δεν του είχε λυθεί το κορδόνι. Αν ο εκτυπωτής στην τράπεζα είχε χαρτί και αν τον έπιανε ένα φανάρι λιγότερο.
-Θα προλάβαινε το τηλεφώνημα.
-Θα προλάβαινε, ναι.

Ο φακιδομούρης νεαρός σβήνει τη γόπα.

-Ξέρεις, υπάρχουν αυτοί που γκρινιάζουν για το "νόμο στις κυλιόμενες".
-Μμ;
-Αυτό το "στέκεστε δεξιά, ανεβαίνετε από αριστερά".
-Α.
-Ναι, λένε πως το κέρδος είναι μόλις μερικά δευτερόλεπτα.
-"Μόλις";
-Ναι. Δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως για μερικά δευτερόλεπτα μπορεί να χάσεις το λεωφορείο -αμέσως τα λιγοστά δευτερόλεπτα γίνονται δεκαπέντε λεπτά. Ή ακόμα και δεκαπέντε ευρώ αν χάσεις το τελευταίο δρομολόγιο...

Γουλιά και αναπτήρες.

-Και αν ήσουν στον προορισμό σου δεκαπέντε λεπτά πιο πριν, ίσως προλάβαινες κάτι. Ίσως και να μην είχε σημασία. Ίσως να μην έχασες το λεωφορείο αλλά να έκανες μια βόλτα από τη στάση ως το σπίτι, ίσως να μη φταίει κανείς.
-Σίγουρα κάποιος ευθύνεται.
-Ναι, αν είσαι τυχερός, θα βρεθεί μια ευθύνη.

Η σερβιτόρα αλλάζει το τασάκι.

-Είναι κάπως...
-Πιεστικό;
-Ναι. Αγχωτικό, δεν ξέρω. Να ξέρεις πως όλες οι δυνατότητες έχουν έναν αριθμό κολλημένο πάνω τους, μια πιθανότητα και να ξέρεις πως συνεχώς αλλάζει βάσει του πιο απαρατήρητου γεγονότος.
-Και ταυτόχρονα λαμβάνουν χώρα χιλιάδες γεγονότα...
-Ναι, ακριβώς και δεν μπορείς να προβλέψεις ή να αποκλείσεις τίποτα με βεβαιότητα και ταυτόχρονα, δε μπορείς να ξέρεις τι υποκινεί η κάθε πράξη του ίδιου σου του εαυτού.

Λεφτά στο τραπέζι.

-Υπερβάλλεις λίγο, αλλά στέκει αυτό που λες.
-Πως ξέρεις ότι μόλις περάσουμε την πόρτα δε θα μας χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο που έχασε τον έλεγχο;
-Πως ξέρεις πως δε θα το οδηγεί η γυναίκα της ζωής σου;

Χαμογελάνε.

-Πάω τουαλέτα και φεύγουμε.
-Περιμένω έξω.

Αυτοκίνητα περνάνε νωχελικά το δρόμο.
Ανάμεσά τους, περνά αστραπιαία μια εικόνα, ένας άνδρας στο δρόμο, γράφει με το αίμα του στην άσφαλτο "Έκπληξη". Η εικόνα περνάει και στρίβει δεξιά στην επόμενη διασταύρωση.

Η πόρτα τρίζει πίσω από την πλάτη. Κάποιος ίσως έρχεται από την τουαλέτα, ίσως κάποιος χρεοκοπημένος που οπλοφορεί, ίσως ο φακιδομούρης νεαρός, ίσως μια σεξομανής κοκκινομάλλα, ίσως κάποιο παιδάκι, ίσως η σερβιτόρα γιατί έκαναν λάθος στα ρέστα, ίσως ο αέρας.

Ένα χέρι ακουμπάει στον ώμο, μια σκηνή αργής κίνησης προσγειώνεται στα μαλλιά, το χέρι του να μπαίνει στο σακάκι, να τραβά το πιστόλι, να γυρνά, να κοιτά, να τραβά και να αφήνει να πέσει, να απλώσει, να βάψει και να μείνει εκεί. Πριν ο κόσμος να ξεπαγώσει, νοιώθει τον δείκτη να αγκαλιάζει τη σκανδάλη και τη χούφτα να σφίγγει την ψυχρή λαβή.

-Έλα, ήρθα.

Η φωνή πλημμυρίζει το σύμπαν και τα μάτια γεμίζουν ατμούς.
Τα χείλη σαλεύουν.

-Ίσως έπρεπε να είχα κινητό.
-Τι;
-Τότε δε θα είχε σημασία αν ο εκτυπωτής είχε χαρτί.
-Μη το σκέφτεσαι τώρα αυτό.
-Αποδίδω ευθύνες.
-Είναι αργά.

Το χέρι σέρνει αργά το πιστόλι έξω από το παλτό.

-Ποτέ δεν είναι αργά.
-Δε θα αλλάξει τίποτα με το να τα σκέφτεσαι αυτά.

Η θαλάμη καλωσορίζει μια σφαίρα.

-Ό,τι δεν αλλάζει, τελειώνει.
-Τι κρατάς ρε; Τι πας να κάνεις, τρελάθηκες;

-

Ένας άνδρας μπαίνει σε ένα υποκατάστημα τράπεζας και παίρνει από το μηχάνημα το χαρτάκι προτεραιότητας. Ο αριθμός είναι το 416 και στο ψηφιακό ταμπλώ γράφει 382. Ο άνδρας βγαίνει έξω από την τράπεζα και ανάβει ένα τσιγάρο. Καπνίζει ρίχνοντας τακτικές ματιές στο ταμπλώ. Στο 389, ο άνδρας χάνει την υπομονή του και φεύγει. Μπαίνει στο αυτοκίνητό του και οδηγεί προς το γραφείο του. Στο δρόμο, αποφεύγει την τελευταία στιγμή ένα αυτοκίνητο που παραβιάζει την προτεραιότητα και που εξ' αιτίας του αναγκάζεται να αλλάξει δρόμο. Δευτερόλεπτα αργότερα ένα περιπολικό ακολουθεί με τη σειρήνα να ουρλιάζει. Ο άνδρας φτάνει στο γραφείο του, μένει εκεί για 3-4 ώρες και επιστρέφει σπίτι του. Το βράδυ, βλέπει στις ειδήσεις το πρόσωπο ενός φακιδομούρη νεαρού άνδρα που συνέλαβαν οι αρχές αφ' ότου είχε εισβάλλει σε ένα σπίτι μετά από καταδίωξη. Οι ένοικοι του σπιτιού έλειπαν. Η γυναίκα που κάθεται δίπλα στον άνδρα κλείνει την τηλεόραση και μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Το κίτρινο καλάθι.



ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΜΙΛΟ Leigh Richmond ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΟΓΕΡΟ ΠΡΟΕΔΡΑ ΤΗΣ Møller - Mærsk.
-

Αγαπητοί παπάρες.

Σήμερα, 12/10/2009 στις 13.30, βρισκόμουν τακτικά στο κοντινότερο υποκατάσημα NETTO επί της οδού Fiolstræde.

Έπρεπε να αγοράσω μπύρες, πατάτες, γάλα, παπί τουαλέτας, αυγά, κι άλλες πατάτες και πρασινάδες για σαλάτα.

Αρχικά, θέλω να κάνω μια παράκληση, σας παρακαλώ να φέρνετε γαμημένο καπουτσίνο στην κωλοφάκην αλυσίδα σας. Αυτό το πράγμα που μοιάζει με καλγκονίτ και το οποίο βάζετε στα ράφια ανάμεσα σε πλαστικές παντόφλες, φουσκωτά σουβέρ, ροδάκια-στρακαστρούκες και άλλες φοβερές μαλακίες, δεν είναι καπουτσίνο. Αυτό είναι κάτι που βάζεις να πιεί ο διάδοχος του θρόνου για να πάει στην τουαλέτα μέσα στο επόμενο τρίλεπτο και να τον δαγκώσει η οχιά που έχεις κρύψει στη χέστρα. Παρακαλώ να φέρνετε αυτό της Νεσκαφέ τον στιγμιαίο που φέρνει και το Fakta -και δε θα ήταν άσχημο να φέρνετε και αυτή την πατατοσαλάτα που φέρνει το ίδιο κατάστημα. Επίσης αν αποφασίσετε να με εισακούσετε, κατά τη διαδικασία της παραγγελίας, θα προσέξετε πως η Νεσκαφέ έχει γύρω στα 40 διαφορετικά προϊόντα στιγμιαίου καφέ, συμπεριλαμβανομένων μόκα με σοκολάτα, καφέ ο σοκολά, καφέ ο λε, παντελή καφέ και εσπρέσσο νερατζάκι. Αυτά να τα πιείτε εσείς που δε μπορεί να σας συμβεί τίποτα χειρότερο, αλλά παρακαλώ φέρτε και λίγο κανονικό καπουτσίνο που μου αρέσει κι εμένα του Μεσόγειου. Ας κάνει και 30 κορώνες το κουτάκι, δεν πειράζει, εμένα μ' αρέσει. Είχα καθησυχαστεί γιατί έφερνε το ψιλικατζίδικο στο δρόμο που μένω, αλλά κι αυτός πούστεψε και άρχισε να φέρνει αυτές τις εξωτικές γεύσεις που μοιάζουν με αντιβίωση ανακατεμένη με κινίνο. Οπότε φέρτε καπουτσίνο.

Ένα δεύτερο παράπονό μου αφορά τους υπαλλήλους σας. Παρ' όλο που σε γενικές γραμμές περνάνε απαρατήρητοι σαν θλιβερά σκουλήκια σε μεγάλο λιβάδι, μερικοί από αυτούς είναι φοβερά αγενείς. Τις προάλλες ένας από αυτούς έσπρωχνε με το δεξί πόδι κάτι πατηκωμένες κούτες από τη μια μεριά του καταστήματος στην άλλη, που υποθέτω πως είναι οι αποθήκες και το σπίτι των εν λόγω υπαλλήλων. Εγώ αυτόν τον είχα επισημάνει και είχα αποφασίσει να μη μπω στο δρόμο του από αλτρουισμό, δεν ήθελα να τον εμποδίσω, καταλαβαίνετε. Επιπλέον αυτές οι κούτες πρέπει να είχαν μέσα αυτόν τον καπουτσίνο που φέρνετε εσείς γιατί βρωμούσαν φοβερά. Άρχισα λοιπόν εγώ τα σλάλομ ανάμεσα στους διαδρόμους, κάνοντας πολλά χιλιόμετρα διαδρομής για μια απόσταση μερικών μέτρων. Μπορείτε να το εξακριβώσετε από τις κάμερες ασφαλείας αυτό. Ο υπάλληλος όμως, θες επειδή βαρέθηκε να πάει τις κούτες απ' τον ίδιο δρόμο που τις πήγαινε κάθε μέρα, θες επειδή με είδε και τον έπιασε το κυνηγητικό του ένστικτο όπως πιάνει τα αδεσποτόσκυλα, βρέθηκε αίφνης μπροστά μου. Εγώ αναγνωρίζοντας τον λανθασμένα ως μέλος του ίδιου είδους με μένα (δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια κοκ) αντί να πισωπατήσω πανικόβλητος ανεμίζοντας σπασμωδικά τα χέρια μου, έκανα στην άκρη αφήνοντας του χώρο να περάσει αυτός, οι κούτες του και ένας μικρός σχετικά πλανήτης. Ο μαγικός υπάλληλος όμως με εμβόλισε με φοβερή ακρίβεια (εγώ πρόλαβα και πιάστηκα από το ραφί με τα φυστίκια) και μετά με προσπέρασε σα να είχε κοπανήσει σε κάτι της φαντασίας του. Αμέσως εγώ του φώναξα αυτόματα "που πας ρε γαμημένε γαμώ το σπίτι σου" στο οποίο απάντησε με ένα βλέμμα (ειλικρινούς νομίζω) απορίας "χαεουλουφρ γκαεστραφλουγκ σκουλτ". Δεν ξέρω τι ακριβώς μου είπε αλλά η αίσθηση οίκτου που μου δημιούργησε η ηλίθια φάτσα του σε συνδυασμό με τους αξιοθρήνητους Κθουλιανούς φθόγκους που ξεστόμισε, με έκαναν απλά να τον μουτζώσω και να φύγω.

Το τρίτο μου παράπονο αφορά το ότι κάθε φορά που έρχομαι να ψωνίσω μόνος μου, με ψάχνετε. Και κάθε φορά με ψάχνει ή αυτός ο στραβοξυρισμένος μελαμψός τύπος ή η άλλη η γκαμήλα που περπατάει λες και της ξεβίδωσαν τη λεκάνη. Αυτή δε η δεύτερη σήμερα ζήτησε να μου κάνει και σωματικό έλεγχο (όχι ότι κατάλαβα τι έλεγε, αλλά πήγε να απλώσει χέρι) αλλά μάλλον το βλέμμα μου ήταν επαρκώς επεξηγηματικό. Αλλά το καρότσι πάλι το ψάξανε. Και εντάξει, καταλαβαίνω γιατί δεν ψάχνεις κάποιον όταν τον βλέπεις με γυναίκα. Και μέχρι ενός σημείου καταλαβαίνω γιατί να ψάξεις έναν τύπο με τη δική μου εμφάνιση. Αλλά ρε όμιλε Leigh Richmond, πες μου εσύ που είσαι και στην πιάτσα, εσύ πόσες φορές δικαιολογείς να ψάξει ο ίδιος άνθρωπος Α τον ίδιο άνθρωπο Β; Δηλαδή στο τέλος θα γίνουμε φίλοι με τα παιδιά εκεί και θα την ψάχνουμε παρέα. Γεια σου Σβεν τι κάνεις, σου έφερα ένα κρασάκι έτσι για το ψάξιμο, για το καλο βρε αδερφέ. Ρε σοβαρευτείτε ρε. Την άλλη φορά θα κρύψω αράχνες στο καρότσι να χεστείτε πάνω σας να ξεμυρίσει ο καπουτσίνο που φέρνετε.

Επίσης έχω προσέξει πως πολλές φορές διάφορα προϊόντα τελειώνουν. Το οποίο πέραν του ότι είναι ηλίθιο γιατί σημαίνει πως αγοράζονται άρα άμα φέρνατε περισσότερα θα πουλούσατε περισσότερα, πέραν του ότι είναι βλαμμένο γιατί στις νορμάλ χώρες οι αποθήκες δεν είναι για κούτες που αιματοβάψατε πάνω σε αθώους πελάτες αλλά για προμήθειες και στις χώρες αυτές δε θα πας σε σουπερμάρκετ και θα έχει τελειώσει κάτι. Και δε μιλάω τώρα για κάτι εξεζητημένο που σπάνια θα σκάσει κάποιος καυλωμένος να το ξεσηκώσει, μιλάω για βασικά αγαθά. Να, προχθές ας πούμε είχαν τελειώσει οι πατάτες. Οι πατάτες. Οι πατάτες γαμώ το σπίτι. Δηλαδή, σοβαρευτείτε. Οι πατάτες. Το σουπερμάρκετ δεν είχε πατάτες. Σας ακούγεται νορμάλ αυτό εσάς; Παίζει στο Ιράν να είναι παράνομο ρε να μην έχουν τα σουπερμάρκετ πατάτες. Και σήμερα πήγα και πήρα 3 σακούλες πατάτες γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Και να σας πω, μένω στον τρίτο και τα τελευταία σκαλιά είναι για ακροβάτες. Λοιπόν, δε ψήνομαι να ανεβάζω κάθε φορά όλη την παραγωγή της κωλοφάκην Πτολεμαΐδας επειδή εσείς δεν τρώτε πατάτες. Οι πελάτες σας τρώνε. Εκτός αν τις παίρνετε εσείς και φτιάχνετε καπουτσίνο πατάτα. Να τον βάλετε στον κώλο σας άμα το κάνετε αυτό, ανώμαλοι, διεστραμμένοι. Σε φάση σήμερα που με ψάξατε πάλι, φοβήθηκα, λέω πάει, θα δούνε τις πατάτες και θα νομίζουν πως τις πουλάω στη μαύρη. Λοιπόν, σοβαρευτείτε.

Επίσης αυτό το πράμα που ρωτάτε αν θέλουμε την απόδειξη. Μπορεί να τη θέλουμε, μπορεί να μη τη θέλουμε. Άστην εσύ εκεί με τα γαμημένα τα ρέστα και άμα θέλω θα την πάρω. Άμα δε την πάρω, σημαίνει πως δε τη θέλω. Επίσης όταν λέω "νάη τακ" σημαίνει (απ' όσο ξέρω) όχι ευχαριστώ. Τι με κυνηγάς να μου τη δώσεις ρε πούστη, αφού με βλέπεις, προσπαθώ να χωρέσω τις πατάτες. Πόσες φορές γύρισε κάποιος να σας τραμπουκίσει επειδή εσείς αφήσατε την απόδειξη αλλά αυτός δεν την πήρε; Εδώ δε σας λένε τίποτα για τον βρώμιο καπουτσίνο ρε, για τις αποδείξεις θα σας πούνε; Και κάτι άλλο, η σειρά που τοποθέτησα τα σκατά που ψώνισα στο διάδρομο ήταν μπύρες-πατάτες-παπί-γάλα-πρασινάδες-αυγά. Αυτό μπορεί να φαντάζει ως τυχαία αλληλουχία, αλλά υπάρχει μια λογική σε αυτήν την οποία εγώ θεωρώ προφανή: τα βαριά κάτω, τα ελαφριά και εύθραυστα πάνω. Το να βλέπω να έρχεται γάλα, αυγά, πατάτα, μπύρα, παπί, πατάτα και πατάτα, εμένα μου λέει πως παίρνετε πρωτοβουλίες και εγώ δε θέλω να παίρνετε πρωτοβουλίες. Εγώ ήθελα να χτυπήσεις πρώτα τις μπύρες και τελευταία τα αυγά ρε. Και τα έβαλα και σε σειρά για να μην προβληματιστείς και κάψεις το μονοφασικό σου.

Λοιπόν, την άλλη φορά που θα έρθω, θέλω να βλέπω παντού πατάτες, παντού νεσκαφέδες και να με ψάξει κάποιος άλλος.

Α, και άμα δω κανένα να με κυνηγάει με κούτες, θα τον κοπανήσω με αυτά τα μοσχαρίσια μπούτια που έχετε στα ψυγεία σας και θα του γεμίσω τον κώλο κατεψυγμένο αρακά.

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.