Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Airport Shuffle



Εμπρός για νέες περιπέτειες.

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

As Long As We Have Wings [Abstract].



Let us repeatedly forget of all this warzone

And through the rain of rancid hormones let us end
Until this void becomes this meaning
And work towards that total moment of rebirth
When everything makes sense.

Until it’s crimson, let us dance
For through that carnal intersection
The lifeless highways ghostly stretch
And blend in loving curves with all death coming
For every time, that drunk with lust, we disappear
We have been there
And we will never, ever, die.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Σημείωση.



Ανακαλύφθηκε το αποτελεσματικότερο soundtrack για υπερεντατικό, καμικαζένιο και λυσσαλέο διάβασμα εξεταστικής.
Αποτελείται από μια τζούρα εκκλησιαστικές ψαλμωδίες στο Winamp και λίγο drum n' bass να βαράει στο VLC ταυτόχρονα. Προτιμώνται καθολικές ψαλμωδίες, baroque γραμμές όπως ακολουθίες του Bach και του Palestrina και οτιδήποτε σε Γρηγοριανές φόρμες ή από το Ρωσικό Πατριαρχείο. Όσο για το drum n' bass, όσο πιο noise, τόσο καλύτερα.

Αυτή τη στιγμή, τα ηχεία βαράνε μισά το Missa Ecce ego Johannes και άλλα τόσα, Πολωνικό drum n' bass του Igor.

Δουλεύει, μη γελάτε.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Warsteiner.



Έχω τον Πόλεμο στο μυαλό μου
την Ήττα στις φλέβες μου
τη Νίκη στα χέρια μου
την Ηρεμία στις ευχές μου.

Σπάσε με -θα με διαλύσω
Χτύπα -θα με πονέσω εγώ.
Μη με πιστεύεις -θα με κάνω Λάθος
θα με χωρίσω σε χιλιάδες συντρίμμια
και θα κόψω τις κατευθύνσεις
σε φλόγινες τροχιές.

Θα σε χαϊδέψω -να καις
Θα σε φιλήσω -να δαγκώσεις
Θα ζήσω για σένα -είδωλο να 'σαι
και θα με κάνω σκόνη λεπτή
που θα 'ναι ο ίσκιος
για κάθε χαμόγελο άγνοιας.

Έχω τον θάνατο και το τέλος εδώ.
Κυλάνε μαζί μου με τις πρώτες μου λέξεις.
Η σκανδάλη μ' αγκαλιάζει σαν γάντι
Και το χώμα σαν κρεββάτι μυρίζει.

Όσα λόγια κι αν πεις, μόνο αυτιά συναντάνε
Μα τα χέρια μου φτάνουν και σάρκα και αίμα
Κι αν το μέλλον χλευάσεις, υποθέτεις και θέλεις
Μα εγώ χρόνια προσμένω ένα λόγο καλό
Κάθε "θα" να αποτρέψω.

Η ευχή μένει η ίδια και το τέλος γνωστό
Ούτε όνομα αλλάζει, ούτε αγάπη:
Ειρήνη, με τη μια ή την άλλη, θα την έχω.
Με τη μια ή με την άλλη, ο Πόλεμος
θα τελειώσει μαζί μου.

Ράγισέ με -τη ρωγμή θα θεριέψω
Μάτωσέ με -την πληγή θα αμβλύνω
Δωσ' μου λόγους, εκατό θα τους κάνω
Μα ο Πόλεμός μου θα λήξει
Και καμιά σημασία δε θα 'χει
"Νικητής" αν θα λέει ή "χαμένος"
το μελάνι, το δάκρυ, η ρυτίδα.

Έχω το θάνατο και το τέλος εδώ
Όσα κι αν εσύ αφήσεις
Αυτά είναι ραμμένα στο αίμα μου.

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Inflicting Life.



There was a boy who used to say
In a soft voice, with ageless hue
"The end will come as a result of boredom".
And that being said, he'd run along
Towards a field of dirt that seemed so vast
He'd kick the ball towards a friend
And soon forget about the end.

There was a young man with a claim
Of those whose clarity is not aging
"The end will come as a result of weakness".
And thus declared, the words gave way
To the next set of lips to nest upon his own
To kiss away and give away and ever spend
Anything but the promise of the end.

And then there's me without a clue
Guilty of all the time that since has flown
The end won't come; as a result of Being.
But, I too, have my petty speculations
That I discard with deft and with routine
And simply laugh at harms that may impend
And turn my back against the end.

But in my dreams, there is this boy
Who, laughing carelessly, sings on
"The end will come, as a result of boredom!"
And shoots the football through my door
And smile at me and pity me and say
"Having no plans or faults or walls left to amend;
pray, you've achieved a flawless end."

And there is also this young man
Who speaks to me when I'm asleep
"I used to yell the ending comes
as a result of weakness -then I'd finish
and hate myself and pity me and cry
but you have naught inside left to defend;
and thus reserved a guiltless end."

And then I wake without a clue
And still my heart and still my mind and know
"The end will come as a result of ending.
The fiery claws of saturation shall spring sharp
And in a red delirium shall sweep the world ablaze
Not once again to pause or briefly to suspend
Such rage will only come to End."

"The end will come as a result of freedom.
When every bliss and tear will have expired
The end will come in wrath and blood and pain
And sirens and alarms and yells and screams
An epilogue of local television broadcast news
Shall sing away the gain and loss I ever yearned
And teach the boys and adolescents how to End."

The Gods Of Incoherence.



With elliptical precision I commence the aortic mitosis.
Should a morning to come, ever try to cancel today,
this line already defined by two points,
a geometrical groupsex agenda,
will cut through the dilemmas
like veins cut through skin.

The luminous darkness falls with my lids
and the small speck of light in the corner,
right by the slightly broken wall plug,
is the next fluorescent day to come:
with the lists on the fridge and the dentists
and the unleaded prices and phone rings
and my hand dripping red, red! Like,
like the sun when I met you.

There is peace in my breathing but there's death in my eyes
There is kindness in gestures but there's death in my eyes
There is light out the window -death in my eyes
There is you and there's me
And the rest, in my eyes
For the rest, death, for the rest, death, death, death
drip fucking drip sing the fingers
slash fucking slash roar the arms
click bloody click sighs the trigger
bang fucking bang go the ticks and

There is love in my thrusting and there's care in my touch
There is all I could hope for and there's death in my eyes
And your face, and your eyes and your hair and your lips
And your skin and your legs and your neck and your moisture
And your fingers, your lingers, your whimpers, your moans
And your head and your feet and your words and your nails
And the rest, and the rest, and the rest is but death
Drip fucking slash, click bloody bang
Elliptical precision -aortic decision
A geometrical gangbang agenda that will cut through dilemmas
Like carbon alloy steel cuts through flesh and bones as

The luminous darkness soars out my lids
And the small speck of light in the corner
Right by the raging beast-god Electricity
drowns, oh it drowns and shivers and curves up and ends
and the lists paper-cut the children of dentists
and the unleaded gas burn the towns and the cities
and my hand dripping red
red like the sun when I met you
lies there with the filth and the trash
I will take out tomorrow
before you wake up and
after I've made you breakfast.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

What if the first time's for ever?

Το παρόν blog, σταματάει από σήμερα να ανανεώνεται. Ευχαριστώ όλους όσους στους οποίους θα λείψει, ήταν όμορφο να μοιράζομαι μαζί σας τις μαλακίες μου.

Καλή συνέχεια σε όλους. =)

edit, μπα.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Εύα.



2723 Μ.Χ.


Ο ανθρώπινος πληθυσμός έχει σταθεροποιηθεί στα 9 δισεκατομμύρια ακολουθώντας τη συνθήκη της Αγίας Πετρούπολης για πληθυσμιακό έλεγχο βάσει καρυοτυπικών αλγόριθμων εξάλειψης δυσμενών προδιαθεσικών παραγόντων. Η παγκόσμια ειρήνη έχει επιτευχθεί και ο έκτος παγκόσμιος πόλεμος, η τελευταία μεγάλης κλίμακας σύρραξη, αποτελεί πλέον ιστορία δύο και πλέον αιώνων.


Κάποια στιγμή, κατά την κρίσιμη καμπή της οικουμενικής περιβαλλοντολογικής πολιτικής στις αρχές του τέταρτου αιώνα της χιλιετίας, το σύνδρομο της Χαϊδελβέργης αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως γονιδιακά επικρατώς κληρονομούμενη ανωμαλία. Αρχικά είχε υποτεθεί πως τα μαζικά και σε παγκόσμιο επίπεδο συμπτώματα, ήταν απλώς το αποτέλεσμα της αύξησης του ποσοστού των δικλωθηρανών υδρογονανθράκων στον ατμοσφαιρικό αέρα, του μόνου δυσμενούς αποτελέσματος της οικιακής ψυχρής σύντηξης. Όταν έγιναν μελέτες και διαπιστώθηκε πως οι εξωγενείς παράγοντες δεν επηρέαζαν την εξέλιξη των συμπτωμάτων, καταχωρήθηκε ως μια εκ γενετής φερόμενη μετάλλαξη κάποιου γονιδίου. Θεωρίες για μια απλή εξελικτική διαδικασία που ήθελε το ανθρώπινο μάτι να προσαρμόζεται στην έλλειψη ικανών χρωματικών ερεθισμάτων και να αυτορυθμίζει την αξιολόγηση του υφιστάμενου κορεσμού, δεν φάνηκαν ικανές να στηρίξουν την απότομη και παγκόσμιας κλίμακας μεταβολή.


Παρά το πλήθος των επαναστατικών ανακαλύψεων στους τομείς της βιολογίας και της ιατρικής, το σύνδρομο της Χαϊδελβέργης παρέμενε ένα μυστήριο για αιώνες. Με το πέρασμα αυτών των αιώνων και την πανανθρώπινη υποταγή στα συμπτώματα, το σύνδρομο της Χαϊδελβέργης σταμάτησε να αποτελεί μυστήριο, πρόκληση -ακόμα και να θεωρείται ασθένεια- και οι θεωρίες περί εξελικτικής προέλευσής του ήταν το μόνο εναπομείναν συμπέρασμα στο οποίο μπορούσε να καταλήξει το ανθρώπινο είδος μετά την αποτυχία του να ιαθεί.


Όταν η ανθρωπότητα υποδέχτηκε το έτος 2552 Μ.Χ. η δυνατότητα και του τελευταίου ζεύγους ανθρώπινων ματιών να διακρίνει χρώματα πέραν των διαβαθμίσεων του γκρι, είχε οριστικά χαθεί.

Ι.

Η Εύα ξύπνησε για ακόμα μια φορά βήχοντας και προσπαθώντας να αναπνεύσει κανονικά. Χτύπησε εκνευρισμένη με το χέρι της το μαξιλάρι ενώ ταυτόχρονα τραντάζονταν ολόκληρη από τους πνευμονικούς της πυροβολισμούς και πνιχτές βρισιές βγήκαν από το στόμα της με τη μορφή ακατανόητων ήχων.

Για πολλοστή φορά την τελευταία εβδομάδα, η Εύα είχε ξυπνήσει από το ίδιο όνειρο. Έβλεπε πως κολυμπούσε σε ένα πεπερασμένου μα τεραστίου μεγέθους ενυδρείο, κάτω από την επιφάνεια του νερού. Περικυκλωμένη από καρχαρίες, η Εύα προσπαθούσε να ανακαλύψει την σωστή διαδρομή προς τα πάνω, τη διαδρομή που θα την έφερνε ακίνδυνα στην επιφάνεια και το οξυγόνο.

Το πρόβλημα ήταν πως η Εύα κρατούσε την αναπνοή της και στην πραγματικότητα, οπότε κάποια στιγμή η ανοξία που επέβαλλε στο σώμα της, την ξυπνούσε αγενώς και απότομα. Επιπλέον, όσο και αν η Εύα ήθελε να ξεφορτωθεί αυτό το κακό όνειρο που της χαλούσε τον ύπνο, ήταν βέβαιη πως σήμαινε κάτι, πως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως το έβλεπε τόσο συχνά και τακτικά στον ύπνο της. Το υποσυνείδητό της προσπαθούσε κάτι να της πει, μα τι;

Και ήταν και κάτι άλλο, κάτι πολύ περίεργο στο όνειρο που η Εύα δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει. Μια αίσθηση διαφορετικότητας που ξεπερνούσε την συνήθη απόσταση πραγματικότητας και ονειρόκοσμου, μια υπερκόσμια αντίληψη του περιβάλλοντος που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να περιγράψει, να μιμηθεί ή ακόμα και να θυμηθεί ακριβώς. Αναπνέοντας γρήγορα και εκνευρισμένα, αποφάσισε πως ήταν καιρός να μιλήσει κάπου.

ΙΙ.

Η Εύα ανακάτεψε τον καφέ της και κοίταξε αφηρημένα το αμυδρά όρια του μεγάλου ενιαίου πεδίου που κάλυπταν με ανελέητη στοργή το βράχο της Ακρόπολης και τον κατάλευκο κύκλο του ήλιου που φωτοβολούσε πίσω από τα γκρι σύννεφα. Μόλις είχε σταματήσει να μιλάει. Ο Κύρος την κοίταξε προβληματισμένος.

-Κοίταξε να δεις, εγώ γενικά πιστεύω πως τα όνειρα σημαίνουν κάτι... Με την έννοια πως μπορεί να μας λένε κάτι που ξέρουμε και δε θέλουμε να παραδεχτούμε ή μια εκδοχή για κάποιο θέμα την οποία δεν είχαμε σκέφτει... Ξέρεις, τέτοια πράγματα, να είναι μια μορφή ερμηνείας καταστάσεων που ζούμε.
-Μμμ, συμφωνώ.
-Σε προφητικά όνειρα και τέτοια, δεν πιστεύω. Άμα δεν μου πει κανείς ξεκάθαρα "είδα να με πυροβολεί διαστημόπλοιο στις 4 του μήνα" και να γίνεται, εντάξει, όχι. Και εγώ μπορεί να δω στον ύπνο μου μια κουκουβάγια και 4 δέντρα και να πω μετά "αααα το είχα προβλέψει". Αλλά αυτά είναι πίπες.
-Μμμ.
-Μούξινος. Το θέμα ρε Εύα όμως είναι πως δε μπορώ να αντιστοιχήσω αυτό που είδες με κάτι που συμβαίνει. Ξέρω τι γίνεται στη ζωή σου επειδή είμαι κολλητός σου, τα βλέπω πιο αντικειμενικά επειδή δεν είμαι εσύ, αλλά και πάλι, δε μπορώ να κάνω τη σύνδεση. Καρχαρίες και ενυδρεία και δεν ξέρω και 'γω τι άλλο που...

Η Εύα γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το δρόμο. Έψαξε έντονα με τα μάτια της για κάτι, αλλά η ματιά της γυρνούσε πάντα σε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο που είχε βγει βόλτα μαζί με τον ιδιοκτήτη του. Ο Κύρος γύρισε και αυτός να κοιτάξει παραξενεμένος. Η χροιά στη φωνή της Εύας έσταζε αβεβαιότητα:

-Το είδες αυτό;
-...Ποιο;
-Δεν ξέρω.
-Α ναι ρε 'συ, το βλέπω συχνά.
-Ε; Ποιο βλέπεις συχνά;
-Δεν ξέρω.
-Με δουλεύεις ρε Κύρο;
-Εγώ ή εσύ με δουλεύεις μωρέ; Με ρωτάς αν είδα κάτι που δεν ξέρεις τι ήταν;

Η Εύα ξεκίνησε πάλι να ψάχνει έχοντας ως κέντρο της αναζήτησης το λυκόσκυλο.

-Τον σκύλο κοιτάς; Τι κοιτάς;
-Δεν ξέρω, είδα κάτι... Κάτι περίεργο...
-Τι περίεργο; Πως ήταν;
-Δε μπορώ να σου εξηγήσω... Ήταν αλλιώς...
-Ε πως αλλιώς γαμώτο; Είχε φτερά, είχε προβοσκίδα, κέρατα, πως ήταν;
-Το στόμα του...
-Ε;

Η Εύα σιώπησε. Κοίταξε το μεγάλο λυκόσκυλο που είχε κάτσει στα πίσω του πόδια και λαχάνιαζε. Η μεγάλη του γλώσσα κρεμόταν έξω από το στόμα του καθώς το όμορφο ζώο ξεκουραζόταν. Η Εύα έμεινε καρφωμένη πάνω του για λίγες στιγμές ακόμα και μετά γύρισε πάλι στον Κύρο.

-Τέλος πάντων, γάμα το. Της φαντασίας μου θα ήταν.

ΙΙΙ.

Την επόμενη μέρα η Εύα ξύπνησε πάλι από το ίδιο όνειρο, πλύθηκε όπως πάντα, έφαγε το ίδιο πρωινό όπως κάθε άλλη μέρα και κάνοντας τη μοναδική εξαίρεση στην συνήθη πρωινή της ρουτίνα, ξεκίνησε για το πανεπιστήμιο. Σε μια καφετέρια έξω από την είσοδο είδε τον Κύρο να κάθεται με μια κοπέλα που δεν ήξερε. Αν ο Κύρος δεν ήταν ανοιχτά γκέυ, η Εύα θα το σκεφτόταν και δεύτερη φορά πριν αποφασίσει να κάτσει μαζί τους, μα όπως είχαν τα πράγματα, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάποιου είδους χαλάστρα. Τους πλησίασε και τους χαιρέτισε χαμογελώντας νυσταγμένα.

-Καλημέρα παιδάκια. Τι κάνετε;
-Ωπ, τι κάνεις εσύ εδώ ρε; Ποιος φούρνος γκρεμίστηκε;

Η κοπέλα δίπλα στον Κύρο ανακάθισε και ρώτησε χασκογελώντας,

-Αλήθεια αυτή η έκφραση από που έχει προκύψει;
-Νομίζω πως "φούρνοι" ήταν κάποιες συσκευές πριν πεντακόσια και βάλε χρόνια, που ετοίμαζαν το φαγητό χρησιμοποιώντας ακατέργαστη θερμότητα.

Ο Κύρος χαμογέλασε περήφανα και δείχνοντας την Εύα, είπε

-Χρύσα, να σου συστήσω την Εύα, τον μεγαλύτερο ξερόλα της ηπείρου. Εύα, από 'δώ η Χρύσα, η πηγή των πιο απρόβλεπτων και μυστήριων αποριών της οικουμένης.
-Χάρηκα πολύ Εύα.
-Και εγώ, έχεις και ωραίο όνομα.
-Το "Χρύσα"; Σ' αρέσει;
-Ναι, έχει κάτι το αρχαϊκό.
-Αλήθεια; Δεν ξέρω καν τι σημαίνει.
-Βγαίνει από το "χρυσό", ήταν ένα μέταλλο, κατά βάση άχρηστο...
-Χαχαχα ευχαριστώ ρε!
-...περίμενε! Κατά βάση άχρηστο, μα φοβερά πολύτιμο. Σκέψου ότι κάποτε και για πολλές χιλιετίες, ήταν η μόνη οικονομική μονάδα που δεν έχανε την αξία της.
-Και διαλέξανε ένα άχρηστο μέταλλο για κάτι τέτοιο;
-Ναι... Δεν ήταν σκληρό, δεν ήταν ιδιαίτερα ελαφρύ ή ιδιαίτερα ηλεκτραγώγιμο...
-Και του δώσανε και ένα όνομα που μόνο εύηχο δεν είναι!
-Καλά, αυτό ναι...

Ο Κύρος μπήκε στην κουβέντα.

-Ναι, να σας πω, αν αρχίσετε εσείς να λέτε τα δικά σας, εμένα θα με πάρει ο ύπνος. Εύα, θα κάτσεις ή θα στέκεσαι σα το χάρο από πάνω μου;
-Καλά, θα αράξω λίγο.
-Μην αρχίσετε να λέτε για ονόματα πάλι.
-Όχι, θα πίνω ήσυχη τον καφέ μου σαν καλό κορίτσι.

Ένα πονηρό χαμογελάκι σχηματίστηκε στα χείλη της Χρύσας.

-Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί τον λέμε "καφέ";

Την κοίταξαν με κενό βλέμμα.
Αυτή άρχισε να γελάει.

-Εντάξει πλάκα κάνω, δεν το 'χω όντως απορία, είπαμε.
-Προς στιγμήν νόμιζα πως μιλούσες σοβαρά και λέω πάει, μετά θα ρωτήσει γιατί "γάτα", γιατί "τοίχος", γιατί "πορτοκάλι"...

Η Εύα και η Χρύσα ξέσπασαν σε ταυτόχρονα γέλια την ώρα που η σερβιτόρα ήρθε στο τραπέζι να ρωτήσει την Εύα αν θα πάρει κάτι. Εκείνη, χασκογελώντας ακόμα, ζήτησε έναν καπουτσίνο με λίγη κανέλλα και γύρισε πάλι προς την παρέα της. Χαμογέλασε στη Χρύσα και ετοιμαζοταν να μιλήσει στον Κύρο, όταν ξαναγύρισε απότομα το κεφάλι της και κοίταξε ξανά την Χρύσα. Εκείνη ξαφνιασμένη και ανήσυχη έκανε το κεφάλι της μερικά εκατοστά πίσω.

-Τι...;
-Βασικά...

Η Εύα δε μπορούσε να καταλάβει.
Ο Κύρος κοιτούσε και αυτός με ένα παραξενεμένο χαμόγελο.

-Εύα; Την πέφτεις στη Χρύσα;

Η Χρύσα χασκογέλασε ζεστά μα λίγο αμήχανα και δεν έπαιρνε το βλέμμα της από την Εύα που την κοιτούσε λες και έψαχνε απελπισμένα κάτι στο πρόσωπό της.

-Τι είναι ρε 'συ; Τι έχω;
-Ρε δεν πάω καλά... Τα μάτια σου...
-Τι έχουν;
-Δεν ξέρω... Τίποτα. Αλλά για λίγο μου φάνηκαν πολύ ωραία.

Ο Κύρος πετάχτηκε:

-Δε σου πα 'γω, στην πέφτει...
-Ρε όχι, σοβαρά, όχι, Χρύσα έχεις ωραία μάτια, όντως, απλώς για λίγο νόμισα πως είδα...
-Τι;
-Δεν ξέρω ρε γαμώτο, δε μπορώ να το περιγράψω. Είναι σαν έκτη αίσθηση, σα να βλέπω κάτι...
-...που δεν υπάρχει.
-Σκάσε ρε Κύρο.
-Τα ίδια έκανες και χθες μωρέ, που κοιτούσες εκείνο το λυκόσκυλο λες και έβλεπες δεινόσαυρο.
-Είναι η ίδια αίσθηση...

Κόμπιασε λίγο στη συνειδητοποίηση.

-...η ίδια αίσθηση που έχω όταν βλέπω αυτό το όνειρο.

Η Χρύσα, προσπάθησε να καταλάβει ενώ ο Κύρος ξεφυσούσε.

-Πως είναι αυτή η αίσθηση;

Η Εύα δίστασε.

-Όμορφη...

Η Χρύσα συνέχισε να την κοιτά σιωπηλή.

-...αλλά τόσο, μα τόσο εξώκοσμη.

Η Εύα αναστέναξε και βύθισε το πρόσωπό της στις παλάμες της.
Η φωνή της βγήκε από μέσα τους πνιγμένη.

-Μαλάκα, το χάνω.

IV.

Εννιά μέρες αργότερα, η Εύα ξυπνούσε προσπαθώντας να βρει την αναπνοή της. Μια έκφραση απέραντης ανίας ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό της, ερχόμενη σε αντίθεση με το βίαιο λαχάνιασμα και τις βροντές στο στήθος της. Ετοιμάστηκε πρόχειρα και περπατώντας βαριεστημένα, βγήκε στο δρόμο και κίνησε προς τον κοντινότερο σταθμό τηλεφορείου. Στην έκτη στάση στην οποία είχε τηλεμεταφερθεί το ευρύχωρο όχημα, ανέβηκε η Χρύσα. Τα μάτια της συνάντησαν την Εύα που καθόταν απαθής και ισορροπούσε ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο και πήγε προς το μέρος της.

-Εύα;

Η Εύα σήκωσε αργά τα μάτια της και χαμογέλασε.

-Επ, γεια σου όμορφη. Τι κάνεις;

Φιλήθηκαν σταυρωτά.
Η Χρύσα έκανε μια γρήγορη επισκόπηση στο πρόσωπο της Εύας και τη ρώτησε χωρίς περιστροφές

-Τι έχεις;
-Δεν κοιμάμαι πολύ καλά...
-Το όνειρο που έλεγες τις προάλλες;
-Ναι...
-Θες να έρθεις σπίτι για ένα καφέ να μου τα πεις; Εκεί πάω τώρα, είμαστε 2 στάσεις.
-Έλεγα να πάω για ψώνια μωρέ...
-Έλα μωρέ, ένας καφές είναι.
-Καλά, αλλά να θυμάσαι πως εσύ πήγαινες γυρεύοντας!

Η Χρύσα χαμογέλασε ζεστά και σκύβοντας, έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της Εύας, που αμέσως σκούρυνε και κατέβασε το βλέμμα χαμογελώντας.

-

Η Χρύσα μπήκε στην κρεββατοκάμαρα κρατώντας μια κούπα καφέ στο κάθε χέρι. Η γυμνή κοριτσίστικη σιλουέττα της έμοιαζε να λάμπει κάτω από το πάλλευκο φως του πρωινού ήλιου. Κάθησε στο κρεββάτι δίπλα στην Εύα, που σκεπασμένη ως το λαιμό με ένα σεντόνι, προσπαθούσε να καταλάβει που έπρεπε να βρίσκεται η κάθε τούφα των ανακατεμένων και κατάμαυρων μαλλιών της. Η Χρύσα άφησε τον ένα καφέ στο κομοδίνο.

-Για πες.
-Το όνειρο;
-Μμμ.

Η Εύα αναστέναξε. Έπιασε το τσιγάρο που σιγόκαιγε δίπλα της στο τασάκι, πήρε μια τζούρα και ξεκίνησε να λέει στη Χρύσα για το ενυδρείο και τους καρχαρίες. Όταν τελείωσε, γύρισε, κοίταξε τη φίλη της στα μάτια και πρόσθεσε κάπως επισταμένα:

-Απλώς έχει κολλήσει το κεφάλι μου. Κατά βάση δεν είναι και τίποτα συγκλονιστικό.
-Ναι, σεναριακά αν το δεις, δεν έχει πολύ ψωμί...

Η Εύα γέλασε.

-Άντε χέσου ρε, εγώ σου ανοίγω την καρδιά μου και εσύ με δουλεύεις...
-Ε τι να σου πω ρε Ευάκι, έτσι όπως το 'χες παρουσιάσει νόμιζα και εγώ πως είχες δει κανένα θρίλερ. Και εσύ ονειρεύεσαι πως είσαι χρυσόψαρο.
-Έλα, ρώτα με τώρα γιατί τα λένε χρυσόψαρα...
-Ξέρω γιατί, γιατί είναι σαν εμένα.
-Μικρά και με μεγάλα χείλη;
-Όχι, όμορφα και με ασθενή μνήμη. Ξεχνάνε εύκολα, ακούς;;;

Γελώντας η Εύα, έριξε μια απαλή τσιμπιά στον ώμο της Χρύσας.
Η τελευταία, άφησε τον καφέ στο κομοδίνο και έσκυψε αργά προς την Εύα. Έπιασε με τα δυο της χέρια το πρόσωπο της Εύας που είχε σιωπήσει και κοιτώντας την έντονα και με δέος, έσκυψε προς τα χείλη της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Εύα άρχισε να ουρλιάζει.

Έντρομη η Χρύσα τινάχτηκε προς τα πίσω αφήνοντας την Εύα στο κρεββάτι που προσπαθούσε να καλυφθεί όπως-όπως με το σεντόνι.

-Τι έγινε; Εύα; Εύα τι έχεις;
-Τα μάτια σου! Τα μάτια σου!
-Τι έχουν... Εύα τι λες, είσαι καλά; Πονάς;
-ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ!!!

Πανικόβλητη και μπερδεμένη η Χρύσα έτρεξε ως το μπάνιο, πλησίασε τον καθρέφτη και κοίταξε σε αυτόν τα μάτια της. Βολβός, ίριδα, κόρη, όλα στη θέση τους. Βλεφάρισε μια-δυο φορές, έκλεισε πρώτα το ένα μάτι, μετά το άλλο, τα γούρλωσε, τα μισόκλεισε... Όλα καλά. Τι διάολο την είχε πιάσει την άλλη;

Περπατώντας αργά, γύρισε στο δωμάτιο.

-Εύα...
-ΜΗ ΜΕ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙΣ!
-Εύα μου τι σε έπιασε; Τι έπαθες;
-Τα είδες;;;
-Τα μάτια μου;
-ΝΑΙ! ΤΑ ΕΙΔΕΣ;
-Ναι, γι' αυτό πήγα στο μπάνιο. Για να κοιταχτώ στον καθρέφτη.

Η Εύα έκλαιγε με αναφιλητά χωρίς να αφήνει τη Χρύσα από τα μάτια της.
Η Χρύσα έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

-Ευάκι...
-ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ! ΜΗ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙΣ!
-Εντάξει, εντάξει. Ορίστε, πάω πίσω στην πόρτα.
-ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ!
-Εντάξει, δε σε πλησιάζω. Να, εδώ στέκομαι.
-Μη πλησιάσεις!
-Όχι.
-Τι είναι αυτό στα μάτια σου;
-Εύα μου, δεν ξέρω τι λες. Δεν έχουν τίποτα τα μάτια μου.
-ΨΕΥΤΡΑ! ΑΦΟΥ ΤΑ ΒΛΕΠΩ!
-Τι βλέπεις;
-ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ!
-Φυσικά και δεν είσαι ομορφιά μου, φυσικά και όχι...
-ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ!
-Δεν είσαι τρελή...
-Το ξέρω! Εσύ κάτι έχεις στα μάτια σου!

Η Χρύσα αναστέναξε κουρασμένα.

-Τι έχω στα μάτια μου;
-Δεν ξέρω.
-Πως δεν ξέρεις, αφού επιμένεις πως κάτι έχω.
-Δεν ξέρω τι είναι.
-Πως είναι;
-...
-Εύα; Πως είναι;
-Δεν ξέρω γαμώτο. Δεν ξέρω πως λέγεται.
-Είναι το σχήμα τους; Το μέγεθός τους;
-Όχι. Είναι το... Η σκιά τους. Η σκιά τους δεν είναι σωστή.
-Η σκιά τους;
-Ναι. Εμένα πως είναι τα μάτια μου;
-Όπως όλου του κόσμου.
-Σκούρο γκρι;
-Ναι.
-Εσένα δεν είναι γκρι.
-Δεν είναι γκρι; Τι είναι;
-ΔΕΝ ΞΕΡΩ! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ!

Εκείνη τη μέρα, η Χρύσα είχε καλύτερα πράγματα να κάνει από το να ηρεμεί γυμνές, ψυχωσικές 25χρονες. Εκείνη τη μέρα επίσης, η Χρύσα απλώς γούσταρε την Εύα σαν άτομο και της άρεσε η εμφάνισή της. Η Εύα, με το να επιμένει πως έβλεπε περίεργα πράγματα στα μάτια της Χρύσας και με το να κάθεται ζαρωμένη και τρομοκρατημένη μυξοκλαίγοντας, άλλαζε και τις δύο αυτές παραμέτρους. Ήταν λογικό επόμενο λοιπόν για τη Χρύσα να της πει εν τέλει

-Ίσως θα ήταν καλύτερα να πας σπίτι σου να ηρεμήσεις.
-Δεν είμαι τρελή Χρύσα...
-Ναι, αλλά ίσως πρέπει να φύγεις.
-ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ!
-Εύα, σε παρακαλώ, φύγε.

Η Εύα σηκώθηκε κλαίγοντας, φόρεσε τα ρούχα της και έφτασε στην πόρτα της εισόδου προσπαθώντας να κρατήσει την απόσταση ανάμεσα στην ίδια και τη Χρύσα όσο γινόταν μεγαλύτερη. Στάθηκε στην κάσα της πόρτας, κοίταξε για μια ακόμη φορά τη Χρύσα και ψιθύρισε κλαίγοντας

-Αλήθεια δε τα βλέπεις και 'συ ρε γαμώτο;
-Εύα, φύγε από το σπίτι μου σε παρακαλώ. Με τρομάζεις.

Η Εύα γύρισε την πλάτη της στη Χρύσα και τράβηξε πίσω της την πόρτα. Η Χρύσα, όρθια στη μέση του δωματίου, αναστατωμένη και γυμνή, ίσα που ξεχώρισε την σπασμένη φωνή της Εύας να ψιθυρίζει για τελευταία φορά

-Δεν είμαι τρελή...

V.

Η Εύα βύθισε με μια αργή, μεθοδική κίνηση το ξυράφι στον καρπό της. Μόλις ικανοποιήθηκε από το βάθος της πληγής, το έσυρε γρήγορα και απότομα μέσα από το χέρι της, κόβοντας οτιδήποτε την κρατούσε δέσμια της παράνοιάς της.

Με το χαμόγελο κάποιου που αποδεικνύεται σωστός, η Εύα κοίταξε τη μικρή λιμνούλα αίματος στο λευκό πάτωμα καθώς αυτή απλωνόταν όλο και πιο πολύ. Ήταν λοιπόν ολοκληρωτικά τρελή, αυτό συνέβαινε. Ακόμα και το ίδιο της το αίμα είχε αυτή την τρομακτική σκίαση, αν και διαφορετική από αυτή που είχαν τα μάτια της Χρύσας. Αυτή έμοιαζε περισσότερο με αυτή που νόμιζε πως είχε δει εκείνη τη μέρα στο στόμα του λυκόσκυλου. Καλά, όχι πως είχε σημασία, απλώς εγκυκλοπαιδικές παρατηρήσεις...

Έπιασε ένα κομμάτι χαρτί και ένα στυλό με το δεξί της χέρι και άφησε ένα γρήγορο σημείωμα στον Κύρο:

"Δεν ήμουν ποτέ καλή στο να καταλαβαίνω τα όνειρά μου."

Πέταξε το χαρτί στο κρεββάτι, ξάπλωσε δίπλα του και συνέχισε να χαζεύει τη λιμνούλα που μεγάλωνε.
Λίγο πριν την πάρει ο παράξενος ύπνος, σκέφτηκε πως αυτή η σκιά της τρέλας της, δεν ήταν και τόσο άσχημη. "Ίσως ο κόσμος να μπορούσε να είναι ωραίος ακόμα και αν δεν ήταν όλος ασπρόμαυρος", σκέφτηκε πριν κλείσει τα μάτια της και γίνουν όλα το πιο σκούρο δυνατό γκρι.

~

Το κείμενο είναι, φυσικά, αφιερωμένο στην Εύα.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Eldorado.



Μια μέρα ένας περιπλανώμενος ιππότης, συνάντησε στο δρόμο του έναν γέρο χωρικό που κουβαλούσε στις πλάτες του έναν μεγάλο σάκο από πλεγμένα χόρτα. Ο σάκος ήταν πολύ ογκώδης για τις στενές πλάτες του μικροκαμωμένου γέρου και πρέπει να ήταν και πολύ βαρύς, γιατί ο γέρος παραπατούσε συχνά πάνω στα λυγισμένα του γόνατα και κάτω από τη σκυφτή του πλάτη, προσπαθώντας να κρατήσει τα βήματά του ίσια. Το μπαστούνι που κρατούσε μάλλον έδειχνε να εμποδίζει παρά να βοηθά τη θλιβερή πορεία του κακόμοιρου γέροντα.

Ο ιππότης ξεπέζεψε και τον πλησίασε με σταθερό βήμα.

-Γέροντα, βλέπω πως κουβαλάς βαρύ φορτίο. Εγώ είμαι νέος και ξεκούραστος και το άτι μου είναι δυνατό. Δώσε μου για λίγο τον σάκο σου να τον φορτώσω πάνω του και έλα να καθήσεις μπροστά από μένα στη σέλα να μεταφέρουμε το φορτίο σου παρέα.

Ο γέρος χωρικός, συνηθισμένος περισσότερο σε ληστές παρά σε βοήθειες, κοίταξε λίγο καχύποπτα τον ιππότη και σφίγγοντας τη μαγκούρα του, κοντοστάθηκε.

-Από το Θεό να το βρεις το καλό που μου προσφέρεις νέε ιππότη, αλλά να με συγχωρείς, δε μπορώ να το δεχτώ. Καλή σου μέρα.

Και ξεκίνησε πάλι να περπατά κουτσά-στραβά με τον σάκο στην πλάτη.

Ο ιππότης, με την απορία ζωγραφισμένη εκεί που πριν λίγο ήταν ζωγραφισμένο το χαμόγελό του, έτρεξε πάλι πίσω από τον γέρο.

-Μα γιατί; Δε μου κάνει κανέναν κόπο και εσύ, γέροντα, φαίνεσαι κουρασμένος. Και εγώ θα ήμουν κουρασμένος αν κουβαλούσα αυτό τον βαρύ σάκο, πόσο μάλλον εσύ που έχεις ζήσει και τόσο περισσότερο αυτή την βασανιστική ζωή που ο Θεός μας χαρίζει.

Ο γέρος έκανε μερικά βήματα παραπέρα πριν απαντήσει, χωρίς να σταματήσει να απομακρύνεται:

-Μπορώ και μόνος μου.

Ο ιππότης άρχισε να θυμώνει.

-Δεν είπε κανείς πως δεν μπορείς ξεροκέφαλε γέρο, το βλέπω πως μπορείς. Είμαι βέβαιος πως αυτό το κάνεις από όταν εγώ ήμουνα παιδάκι και έπαιζα με ξύλινα σπαθιά. Δε το προτείνω επειδή είσαι ανήμπορος, το προτείνω για να μην κουράζεσαι.

-Έχω συνηθίσει.

Ο ιππότης σκέφτηκε να κάνει στα γόνατα του γέρου ό,τι έκανε και στους άπιστους στους Αγίους Τόπους, τότε ο παλιόγερος δε θα μπορούσε να πει ότι θα τα κατάφερνε και χωρίς αυτόν. Μα ο θυμός πέρασε γρήγορα, ο ιππότης παραμέρισε πάλι τον εγωισμό του και παρακαλώντας τον Θεό για κουράγιο, ξαναπλησίασε το γέρο.

-Λοιπόν, έλα, πάμε.

Έπιασε το σάκο και έκανε να τον πάρει από τις πλάτες του γέρου. Μια φοβερή μαγκουριά προσγειώθηκε σαν αστραπή στο κεφάλι του ιππότη και τον έκανε να πισωπατήσει.

Κρατώντας με το ένα χέρι το κεφάλι του και προτάσσοντας το άλλο σε άμυνα, ο ιππότης κοίταξε έξαλλος τον γέρο που τον κοιτούσε με ένα βλέμμα φοβερής ευθιξίας.

-Είσαι με τα καλά σου διαβολόγερε;;; Γλύτωσα από τους άπιστους στην πολιορκία της Δαμασκού για να με ξεκάνεις εσύ στον ίδιο μου τον τόπο με το μπαστούνι σου; Δεν ήξερα να φοράω το κράνος μου όταν είναι να βοηθάω τους γέροντες και τις γυναίκες!

Ο γέρος δεν είπε τίποτα, παρά ξεκίνησε πάλι να προχωράει.

-Στάσου γερό-ξεκούτη, στάσου επιτέλους! Δεν είμαι ληστής, δε με βλέπεις;

-Τεύτονας είσαι, χειρότερος από ληστή. Φύγε γιατί θα σου βαθουλώσω την πανοπλία σου με το μπαστούνι μου, ακούς; Φύγε!

-Μα για το καλό σου νοιάζομαι, με το μέρος σου είμαι! Έλα, αν φοβάσαι μη σου κλέψω τίποτα από το σάκο, κάτσε πίσω μου και κράτα τον πάνω σου.

Ο γέρος δεν απάντησε τίποτα.
Ο ιππότης ήθελε από τη μία να τον σκοτώσει παραπάνω από μία φορά, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει τον γέρο άνθρωπο να κουράζεται έτσι άδικα. Μπορούσε πράγματι ο τρελόγερος να τον κουβαλάει τον σάκο, το 'χε αποδείξει, αλλά πόσο χαζό ήταν να το ξανακάνει με τον ίδιο κουραστικό τρόπο ενώ δίπλα του έστεκε ένας νέος ιππότης με το αγέρωχο του υποζύγιο; Ο ιππότης σκέφτηκε λίγο και μηχανεύτηκε ένα τέχνασμα για να πείσει τον πεισματάρη γέρο -το οποίο δεν ήταν παρά να πει όλη την αλήθεια.
Έτρεξε πάλι από πίσω του.

-Γέροντα...

Σιωπή.

-Γέροντα.

Καμία απόκριση.

-Ε! ΠΑΛΑΒΕ ΑΝΘΡΩΠΕ! ΑΚΟΥΣ;
-Μα τι θες επιτέλους παλικάρι μου; Γιατί δε με αφήνεις στην ησυχία μου;
-Άκου... Δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου... Εγώ... Ε ΣΤΑΣΟΥ ΛΙΓΟ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!

Ο γέρος απίθωσε τον σάκο στο χώμα. Περιφρονητικά στάθηκε και έκανε νόημα στον ιππότη να συνεχίσει.

-Λοιπόν... Δεν είναι ότι ήθελα να σε βοήθησω... Δηλαδή δεν είναι μόνο αυτό.
-ΝΑ ΜΕ ΚΛΕΨΕΙΣ ΗΘΕΛΕΣ ΛΟΙΠΟΝ, ΟΡΙΣΤΕ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΕΣΑΙ!!!
-Όχι βρε διαβολόγερε, δεν ήθελα να σε κλέψω! Απλώς ήθελα και εγώ τα ανταλλάγματά μου...
-Να σε πληρώσω;;; Αμ δε σφάξανε, δεν είμαι δα και τόσο γέρος και ανήμπορος! Όπως σου 'πα, μια χαρά τα καταφέρνω και μοναχός μου!
-Θα σταματήσεις επιτέλους; Αυτό που εγώ εννοώ ως αντάλλαγμα, είναι η συντροφιά σου. Περιπλανώμαι πολύ καιρό μόνος.

Ο γέρος τον κοίταξε περίεργος.

-Η συντροφιά μου;
-Ναι.
-Μόνο αυτό;
-Ναι.
-Δε θες λεφτά;
-Όχι.

Ο γέρος έδειχνε να το σκέφτεται.

-...Δηλαδή, δεν είναι ότι εγώ σε έχω ανάγκη;
-Όχι, εσύ δε με έχεις ανάγκη. Απλώς μπορώ να σε ξεκουράσω, τίποτα παραπάνω.

Ο γέρος φωτοβόλησε από περηφάνεια.

-Εσύ με έχεις ανάγκη λοιπόν, ε Τεύτονα;
-Όχι γέρο, ούτε εγώ σε έχω ανάγκη. Απλώς μπορείς να με ξεκουράσεις.
-Πρώτη φορά μου το λένε αυτό.
-Αναρωτιέμαι γιατί, έχεις τόσο γοητευτική προσωπικότητα.
-Βρε άει στο διάολο, θα με ειρωνευτείς κι όλας. Θα μπορούσα να 'μαι πατέρας σου.
-Ο Θεός με λυπήθηκε. Θα 'ρθεις μαζί μου λοιπόν;

Ο γέρος κοίταξε μια φορά τον ιππότη και μια φορά τον σάκο. Κοίταξε το άλογο και τον δρόμο μπροστά. Ξανακοίταξε τον ιππότη και γύρισε και κοίταξε για πολλή ώρα πίσω του, το δρόμο που είχε κάνει ως εκεί. Αναστενάζοντας, γύρισε και είπε στον ιππότη,

-Άκουσε να δεις. Αν είχαμε ξεκινήσει μαζί, δε θα σου έκανα τον δύσκολο τώρα. Αλλά μόνος μου ξεκίνησα και μόνος μου πρέπει να τελειώσω.

Ο ιππότης προσπάθησε να καταλάβει τη λογική του γέρου.

-Γιατί "πρέπει";
-Γιατί είμαι περήφανος!
-Μα δεν είμαι ανάγκη, διευκόλυνση είμαι. Ξέρω ότι μπορείς και χωρίς εμένα. Και εγώ μπορώ χωρίς συντροφιά, μα θα 'ναι καλύτερα και για τους δυο μας αν...

Ο γέρος ζεύτηκε πάλι το σάκο του.

-Σε ευχαριστώ ευγενικέ μου ιππότη. Αν θες να με διευκολύνεις και θες τη συντροφιά μου, περίμενέ με στο πανδοχείο του επόμενου χωριού. Εσύ θα φτάσεις πριν από μένα. Αν κάνεις υπομονή, εκεί θα μου πάρεις κάτι να φάω και εγώ θα είμαι εκεί να σου κάνω παρέα. Αλλά ως εκεί, θα φτάσουμε χώρια.

Ο ιππότης σκεφτόταν ταυτόχρονα και αρμονικά, πρώτον πως η βλακεία είναι αήττητη και δεύτερον πως έστω και βλακώδης, αυτός ο τρόπος που πρότεινε ο γέρος ήταν ένας συμβιβασμός σχετικά δίκαιος. Κοίταξε αναστενάζοντας τον γέρο που τραβούσε μπροστά φορτωμένος και χαμογέλασε λυπημένα με το πόσο δέσμιος μιας ποταπής ηλίθιας σκέψης ήταν ένας τόσο περήφανος άνθρωπος. Ανέβηκε στο άλογό του και προσπέρασε αργά τον σκυφτό γέροντα.

-Στο επανιδείν γέροντα! Θα σε περιμένω στο πανδοχείο.
-Εντάξει. Μη και γυρίσεις να με βρεις, θα έρθω εγώ εκεί.

Ο ιππότης έκανε το άλογο να καλπάσει πριν ο πειρασμός να δείρει τον γέρο τον κατακλύσει.

~

Πολλές ώρες μετά, ο ιππότης καθόταν μόνος του στο έρημο πανδοχείο και έπινε το στυφό κρασί που του αναπλήρωνε κάθε τόσο ο χοντρός πανδοχέας. Ο γέρος δεν είχε φανεί ακόμα και ο ιππότης είχε σταματήσει να τον περιμένει εδώ και ώρα. Καθόταν απλώς στο τραπέζι του και έπινε κρασί γιατί δεν είχε πια ούτε σπίτι να γυρίσει, ούτε σταυροφορία προς την οποία να ξεκινήσει. Το νόημα είχε εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί από την τσαλακωμένη ύπαρξη του ιππότη πριν αυτός κουραστεί -αυτό ήταν και το πιο λυπηρό.

Ενώ ο ιππότης έκανε αυτές τις σκέψεις, ο γέρος μπήκε στο πανδοχείο με τον σάκο του στην πλάτη. Παραπάτησε ανάμεσα στα τραπέζια, με μόνο σταθερό σημείο την γκρινιάρικη έκφραση στο πρόσωπό του, ώσπου έφτασε μπροστά στο τραπέζι με τον ιππότη, που σκυφτός, ατένιζε κάτι μακρυνό στον πάτο του ποτηριού του.

Ο υπόκωφος γδούπος του σάκου στο τραπέζι, έκανε τον ιππότη να σηκώσει το κεφάλι του.

-Ήρθες τρελόγερε; Δεν το περίμενα.
-Αφού στο είπα, δεν στο είπα;
-Νόμιζα ότι το είπες μόνο και μόνο για να σε αφήσω ήσυχο.
-Μη με θυμώνεις γιατί θα πιάσω πάλι το μπαστούνι μου. Εσείς οι κατσαρόληδες νομίζετε πως μόνο εσείς έχετε λόγο τιμής.

Ο ιππότης χαμογέλασε.

-Τελικά τι κουβαλούσες που ήταν τόσο πολύτιμο;

Ο γέρος άδειασε τον σάκο στο πάτωμα δίπλα στην καρέκλα, που γέμισε χαλίκια, πέτρες και μικρά λιθάρια. Ο ιππότης ήταν πλέον βέβαιος πως ο γέρος ήταν ολοκληρωτικά

-...Τρελός. Είσαι εντελώς τρελός.
-Χεχεχεχεχεχε....
-Αυτά φοβόσουν μη σου κλέψω;
-Δε φοβόμουν μη με κλέψεις, ανησυχούσα μήπως θέλεις να με κλέψεις. Όπως βλέπεις, δεν είχα τίποτα που να θες.
-Και γιατί τα κουβαλάς αυτά τρελόγερε;
-Για να ξέρω ανά πάσα στιγμή πως μπορώ. Ανεξάρτητα από το αν ένας ευγενικός και δυνατός ιππότης προσφερθεί να με βοηθήσει, εγώ πρέπει να μπορώ να το κάνω μόνος μου.

Ο ιππότης σιώπησε. Θαύμαζε τη δύναμη του γέρου μα ήταν απελπιστικά ανόητο αυτό το σκεπτικό. Στο τέλος, μούγκρισε νυσταγμένα:

-Απλώς φοβάσαι γέρο.
-Εγώ; Εγώ φοβάμαι; Τι φοβάμαι;
-Φοβάσαι πως το να κάνεις κάτι μια, δύο, δέκα φορές, δεν αρκεί ως απόδειξη για να ξέρεις πως μπορείς να το ξανακάνεις όποτε θελήσεις. Είναι σα να σου λέω εγώ πως δεν πιστεύω στον εαυτό μου και πως δεν είμαι άξιος της Τάξης μου. Και εσύ θα μου πεις πως το αν είμαι άξιος ή όχι, το απέδειξα στους Αγίους Τόπους και πάρα πολύ δίκιο θα 'χεις. Αυτό σου έλεγα και εγώ στο μονοπάτι ώρες πριν, πως έχεις κουβαλήσει τόσες φορές το φορτίο σου, το να δεχτείς βοήθεια δε σημαίνει πως δεν μπορείς να τις ξανακουβαλήσεις. Φοβάσαι πως το να δεχτείς τη συντροφιά κάποιου όταν είσαι στις δυσκολίες σου, είναι σα να παραδέχεσαι πως δε θα μπορούσες να τα βγάλεις πέρα μόνος σου. Αλλά δεν είναι έτσι γέροντα. Το να δεχόσουν τη βοήθειά μου στο μονοπάτι, αν έπρεπε οπωσδήποτε να σημαίνει κάτι, θα σήμαινε πως έχεις επιτέλους αποδεχτεί πως αρκετά κουράστηκες και πως δε μένει τίποτε άλλο να αποδείξεις σε κανέναν, πόσο μάλλον στον εαυτό σου.

Ο ιππότης σώπασε και ο γέρος δεν απάντησε.
Πέρασαν έτσι αρκετές στιγμές, μέχρι που ο γέρος φώναξε ξαφνικά

-Και εσύ ωραίος ιππότης είσαι, να με αφήνεις έτσι φορτωμένο σα μουλάρι μόνο και μόνο επειδή σου 'πα εγώ να το κάνεις!

Ο ιππότης έβαλε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, μα πριν προλάβει να το τραβήξει, το κεφάλι του έπεσε βαρύ πάνω στο τραπέζι και τον πήρε ο ύπνος. Στον ύπνο του είδε πως την επόμενη μέρα, ο γέρος ήταν ακόμα εκεί.

7248



I was dragged by two familiar and tired instruments of Service, through seemingly endless junctions and corridors. Immensely complicated routes, through planes and scenes remotely different yet altogether similar. Immensely complicated routes; after a bit it seemed more like as if we were falling, rather than moving horizontally. Then in the end, we stood before a door, it was inscribed rather ridiculously



"Court Number Seven Thousand Two Hundred Fourty Eight".



Around me, all along the corridors, each door bore an inscription.

Remotely similar but altogether different.

And by that, I mean more than just the numbers.

I knocked. Someone knocked back. We entered.

Inside there was a mirror and facing it a chair.

Between them,

on the floor,

a mass of broken glass.

I sat upon the chair as instructed.

I don't really remember by who, although

I do remember

it made little difference.

They placed some kind of headphones in my ears.

Then, they told me to really open my eyes.

I saw the mirror. My head flooded with voices

immensely different

and unique.

Yet altogether singular.

I screamed in a futile attempt to cover them.

But the more I screamed, the more the voices were becoming.

As if each scream was an addition.

I fell upon my knees, and hit the broken glass.

Then, they told me to really wake up.

The voices vanished. The pain flashed dead.

Only plain,

clear words

remained inside my ears.

"We hereby sentence you to serve the penalty of self destruction, as all the jury members have unanimously decided. You have the right to plead yourself not guilty; if so, the charges shall be lifted of you, so as to set you free once more. If you however do acknowledge your punishment as just, we can relieve you of your painful duty to confess. We know, perhaps as well as you yourself, that it will hurt your pride and its subterfuge, confusion, to plead yourself guilty. If we are right, coward, you may remain silent after I finish talking. And if you do, then we will punish you as desired."

What could I say?

I was dragged through one sole door into an almost vacant cell.

Upon the wall facing the door, was one large painting.

It showed a cause for which to suffer.

Besides the painting was a plate,

like those one can find

in art galleries.

It named a reason to suffer for the cause.

On the floor, was a catalogue of instruments of torture.

It would provide me with the means

to suffer for a reason and a cause.

Upon the door was an inscription. It read "You need only to flee, and we will strip you of your crimes."

I gave myself pain. After a while, the wounds grew numb to torment. And this enlarged the shame I felt.

So I had to hurt deeper.

After long hours spent in punishment,

I thought

that I was really free to leave.

Each time my palm would touch the key, I would return.

Always for one hit more. Just one hit more, just to be sure.

I'm here now. Inside the room. I'm pretty certain I'm alone, they were as sure as I that this would work.

And when I get to think that I have bled enough to slip outside the keyhole, another reason calls me back.

Immensely different yet altogether just the same.

I'm here now. I scream pretending I can suffer still.

Each time that I fake it, I feel the need to suffer harder.

Up until now, each scream of need, was an addition.

And every time I see the writing on the door,

I feel the need to make my leaving worth it.

Don't let it be just a retreat.

Up until now, each dream of flight, was an audition.