Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Istegade.



Είμαστε τώρα στην όμορφη Κοπεγχάγη και τα πίνουμε. Και είμαστε εμείς και δυο κοπελιές, η μία άρρωστη, η άλλη γεννημένη στη Δανία αλλά μισή από την Ουγγαρία και μισή από την Ιαπωνία. Και η έμπνευση της στιγμής που καλύπτει προσωπικά γούστα, μπουκωμένες μύτες και πολιτιστικά κενά, είναι να φτιάξουμε ρακόμελο, γηέεεη. Αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε ρακή.

Εδώ, αγαπητέ αναγνώστη και δυνητικέ Κρητικέ, είναι Δανία. Η ρακή δεν είναι αυτά που ξέρουμε για Κρήτη και Αμοργό και δε συμμαζεύεται. Εδώ η ρακή είναι πατρογονική υπόθεση και αν φέρνει μια λέξη στο μυαλό, αυτή είναι "Τουρκία". Ξεκινάω λοιπόν γνωρίζοντας πως ψάχνω όχι γιενί ρακί με γλυκάνισο, αλλά τη σκέτη, γνωστή ως σούμα ρακή ή έφε ρακή.

Υπάρχει εδώ κοντά στο σπίτι, στο καρακέντρο της παλιάς πόλης, μια ωραία γκλάμουρ κάβα. Πηγαίνει λοιπόν ο ήρωας της ιστορίας μας (εγώ) από 'κει μπας και του κάτσει η καλή, μιας και είναι κάβα υψηλού κύρους -έχει 4 διαφορετικά είδη αψεντιού, αμέ. Αλλά ο ήρωας της ιστορίας μας βρίσκει την κάβα κλειστή. Πετάγεται μέχρι το Ελληνικό εστιατόριο, βρίσκει τον Γιώργο τον Ντεσπεράντο, του λέει θέλω να φτιάξω ρακόμελο και ψάχνω ρακή, αλλά χωρίς γλυκάνισο. Ή τσίπουρο. Ή κάτι τέτοιο. Ο Γιώργος ο Ντεσπεράντο δεν έχει ιδέα. Ο ήρωας της ιστορίας μας παίρνει σβάρνα τα μαγαζιά με κεμπάμπ και ξεκινάει το γκάλοπ.

-Γεια σας, μιλάτε αγγλικά;
-Ναι.
-Είστε Τούρκος;
-Όχι.
-Ευχαριστώ, γεια σας.

Αυτό γίνεται πεντέξι φορές μέχρι που πετυχαίνει Τούρκο ντονερά.

-Θέλω ρακή.
-Δεν έχω, μόνο αναψυκτικά και αριάνι.
-Που θα βρω;
-Θα πας πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, στην οδό Istegade.

Η οδός Istegade αγαπητέ αναγνώστη, είναι από τα πιο κυριλέ και ντελικάτα μέρη της Κοπεγχάγης. Πρέζες, κόκες, πουτάνες, μπουρδέλα, νταβατζιλίκια μπράβων, μη τα πολυλογώ, τα πιο φίνα παλικάρια εκεί κάνουν τσάρκα, στο ethnic μακρύ οδόστρωμα της Istegade και των γύρω δρομακίων.

Σκάει μύτη ο ήρωάς μας στην Istegade. Αμφίεση νορμάλ, τζινάκι μαύρο, μπλούζα sonisphere, κοντό δερμάτινο τζακετάκι, ακουστικά, σιγαρέττο. Βλέπει ένα ψιλικατζίδικο, μπαίνει μέσα και πετάει το catch phrase: Είστε Τούρκος;

Στην αρχή κανείς δεν είναι. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι η ρακή.
Ο ήρωας μας προχωρά βαθύτερα στην Istegade. Και αφήνει πίσω του, κομμάτι-κομμάτι, την γνώριμη Κοπεγχάγη.

Ο πρώτος που σκάει μύτη μοιάζει σα να θέλει τσιγάρο. Μου λέει κάτι που δεν ακούω κάτω από τους ράμσταη, κάνει και κάτι σπαστικά με το κεφάλι, κοιτά παντού εκτός από εμένα, τζέντλεμαν από τους λίγους. Βγάζω ακουστικά, γουάτ του λέω, μου λέει ψάχνεσαι για κόκα; Όχι του λέω, ντάξει είμαι, ξαναβάζω ακουστικά, συνεχίζω, "είστε Τούρκος, είστε Τούρκος" σε κάποια φάση με ακούει μια μαύρη κι όπως βγαίνω από το μαγαζί μου λέει "εγώ είμαι Τουρκάλα, 250 κορώνες". Την κοιτάω, της κάνω "300 αλλά θέλω ρακή". "Τι είναι αυτό μου κάνει" και βλέπω πως προσπαθεί να θυμηθεί αν της το 'χουν κάνει ποτέ αυτό το ρακή κι αν πονούσε. Την παρατάω, συνεχίζω, έχω κάνει 400 μέτρα σε ευθεία, 800 σε ζιγκζαγκ για να μπω σε όλα τα ψιλικατζίδικα και μίνι μάρκετ, έχω προσπεράσει δυο φορές την ίδια παρέα τύπων που είχαν ρίξει κάτω έναν και του έδειχναν τι γερά παπούτσια έχουν, έχουν έρθει τουλάχιστον έντεκα-δώδεκα τύποι να μου πουλήσουν ντρόγκια, σχεδόν πάντα κόκα και το πήρα και λίγο πάνω μου που δε με περνούσαν για φτηνιάρη, πουτάνες παντού, η ταρίφα ίδια, ρακή πουθενά.

Σε κάποια φάση φορτώνω, λέω τι γελοίοι Τούρκοι είστε εσείς, μόνο καρλσμπεργκ και αριάνι, αρχίζω και μπαίνω παντού. Σε σεξ σοπ, σε παλιατζίδικα που πουλούσαν πορσελάνες, σε χασάπικα, μέχρι και σε ένα κουρείο που οι πελάτες καπνίζαν ναργιλέ ενώ τους κούρευαν. Μπήκα σε σουπερμάρκετ που είχε θάλαμο για καπνιστές και απ' έξω είχε παρκαρισμένο ένα αμάξι γεμάτο μαύρους από αυτά τα φτιαγμένα που πάνε πάνω-κάτω, μπήκα σε ντονεράδικα, σε μανάβικα, μπήκα σε χαρτοπαικτική λέσχη με κάτι σημαδεμένους στην πόρτα, ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΠ' ΟΛΟΥΣ ΔΕ ΘΑ ΠΙΝΕ ΡΑΚΗ; Μπήκα ακόμα και σε ένα καφενέ που είχε ταμπέλα "πολιτιστική λέσχη Τουρκίας-Δανίας" ή κάτι τέτοιο και φώναξα "ψάχνω ρακή, ποιος ξέρει που θα βρω" αλλά κανείς δεν ήξερε να με στείλει κάπου που δεν είχα ήδη πάει. Εκεί με ρώτησαν πρώτη φορά από που είμαι και μάλλον χάρηκαν μόλις το άκουσαν, αλλά εγώ είχα απελπιστεί γιατί ήξερα πλέον πως ρακή χωρίς γλυκάνισο δεν υπάρχει στη Δανία. Τον τελευταίο βαπόρα πρέπει να τον άγχωσα λίγο γιατί μόλις μου είπε πάλι για ναρκωτικά εγώ του είπα ψιλοπαρμένος "Raki. I want fucking raki. Just raki." και απομακρύνθηκε πετώντας ένα αινιγματικό και προβληματισμένο "No names man, no names".

Πήγα την Istegade από τη μια άκρη ως την άλλη, κι απ' τις δύο μεριές, ρακή πουθενά και ενώ κάθομαι αποκαμωμένος στη στάση σταματάει μπροστά μου ένα Lada Niva (δεν έχω ξαναδεί ποτέ Lada στη Δανία) με έναν τύπο στο τιμόνι 2 μέτρα ύψος και ενάμιση φάρδος και με ρωτάει, με μια προφορά αποθηκάριου στο Ιρκούτσκ, αν ψήνομαι να αγοράσω κανένα όπλο. Όχι του λέω, έχω τέσσερα (τι να του πω) οπότε ο τύπος με ρωτάει στο ίδιο "μήπως ξέρεις τι ώρα είναι" στυλ αν θέλω ναρκωτικά. KUN VODKA! του λέω και γελάει με έναν τρόπο που πρέπει να είμαι από τους λίγους που τον άκουσαν και ζουν για να το πουν, γκαζώνει και φεύγει.

Το λεωφορείο τελικά σκάει μύτη, μπαίνω μέσα και το τελευταίο πράγμα που βλέπω πριν κλείσω τα μάτια μου αναστενάζοντας, είναι για τρίτη φορά, τους ίδιους τύπους να κλωτσάνε τον πεσμένο. Και δε μου βγάζει κανείς απ' το μυαλό πως αν κάποιος ήξερε που θα βρω ρακή χωρίς γλυκάνισο, ήταν αυτός.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

OCd



There is a combination that solves the world.
There's a special way you must walk
When the sun shines the right way
Between the apartment buildings
A special path you must follow
On a special pace
Walk on certain tiles
And there's a pattern in your breathing
You must follow
Then you reach an intersection
You must wait for the light to go green
A specific amount of times
Before you cross
And then the tiles are different
And the pattern's changed
And when you reach your door
Use only your left hand
Lock and unlock the secret number of times
The speak the word you must
And open it
Let the door slide and run to the kitchen
You must be there before it's shut
And then stand still with your eyes closed
Until it slams
Find the button on the oven
The lever in the sink
Go up the stairs, two steps at a time
One step back down for each pair
Hop on one foot to your bed
Jump down towards it
Half a turn midair will do
And lie still the way you landed
For the correct amount of time
You'll hear a click from somewhere inside
And everything will be new
For there's a combination, yes
That solves the world.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Sketching Directions.



Two hundred centuries -one name
From beneath the city comes the hum
The roads are calling again
Dreams and mirages, the memories
Trails of absolution in the nightsky
Iron angels with economy seats
I can't wait to get out.

There's a city, somewhere
And its name is Bratislava
Pretty girls and old cell mates
Cheap cigarettes, block apartments
A castle on top of a hill
And I can't wait to visit again.

There's a city, somewhere
An eternal city called Rome
Glory flows down the sidewalk
Where the spilled cappuccinos
Stain designer shoes of hearty folk
And I can't wait to laugh there again.

There's a city, somewhere
People call it Paris
A cathedral, a river
A racial blur and a white hill
Funny accents and coffee
And I can't wait to be there.

Two hundred centuries -one failure
Four million houses can't make a home
But there's a city, somewhere
And its name is Vienna
Where the people remember a dance
Where the bakeries smell in the morning
And a man without name works the tap.

There's a city, somewhere
And its name is Prague
Inexpensive high heels
Inexpressive blond thrills
A hangover gone medieval
And I can't wait for the next.

There's a city somewhere
The folks call Budapest
A spine of steel, a smell of sex
Where my own continent ends
And the intimate strangers await
For me, just for one more time.

Two hundred centuries -one life
Four million hearts can't make a friend
But there's a city, somewhere
And its name is Amsterdam
Where God and Devil drink together
On a cloud blown by hookahs and bongs
And I can't wait to rejoin them.

There's a city somewhere
And its name is Bucharest
One more red castle to fall
Where the people won't stay
And the people won't go
And yet still, I can't wait.

There's a city somewhere
And it's name is Riga
Where the snow falls majestic
And it smells of absinthe and wool
Where the tongue is hard
And the beds are soft
For my body to dent again.

Two hundred centuries -one airport
Four million minds can't make an excuse
But there's a city, somewhere
And its name is Berlin
Where history heaves the sunlight
And the air smells of cycles and change
And I'll always be there again.

There's a city somewhere
And its name is Lisbon
Where the havens hail the black sea
And the stray cats prey on caught fish
Where the winding roads lead up the castles
I will be with my heart still in place.

There's a city somewhere
And it's name is Seville
It is brown and it looks like blood
Music plays on the streets
And the dusty roads jingle
As they'll do when I walk them again.

Two hundred centuries -one chain
Four million reasons can't make a cause
But there's a city, somewhere
And its name is Copenhagen
Where there's nothing for most
But pretty old buildings
And petty gray rain
Yet it tears me apart
Every day I'm not there.

Two hundred centuries -one mother
Four million tumors can't make a disease
For there's a city, somewhere
And its name has always been Athens
Where the blankets smell of teargas
And the water tastes like despair
The central piece always falls loose
But of all harms and all evils
This succubus city
Is what I can't quit inflicting on me.