Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

If you had me tomorrow.



Στίχοι με κλικ στην εικόνα.


Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Camadelmar.










She smells like the ocean
Where no ships often sail
And my thoughts of her
Bring back the awe
Of uncharted shores
Little islands of grandeur
Small stops of refuge
In an adventure so boundless
That makes it pointless
To remember it's finite.

She smells like my childhood
Like the odours of spring
In a lifetime where the walls
Were castles in the sand
And the suffering
Was for things wanted
Not lost.

I don't know her secret name
But I find hints in the whispers
I don't know her core
But my fingers grow warm
As I run them down her neck.
And she smells like the depths
Where all voices are useless
And she smells like the sun
As it glitters beneath.

On the shores of her story
I stand; the soul of a child
And the stride of a man
No more a bard of burdens
No more a way for swords.
On the shores of her story
I stand; waiting for the cigarette to burn
Counting breaths
As I wait for the counting to seize
As I wait for a taste of her ocean
And a breath in her deep.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

All the songs after our names.



And though we suffer, we achieve, and though we ache, we rise -even brighter as life inflames us with falling stars and burning dreams: the charred remains of precious heavens once our own, turn into mud as we rinse them with our tears and in that mud we stab the flags, torn as they are, the flags that still call sleep to battle, still rage their voiceless challenge to the morning.

Purposeless and vacant of cause, we learn to wage our wars for the taste of blood alone, the warm reminder of transition. And though we've watched the world go down ablaze and though we saw our peace slip dead between our fingers, the fist they make is never empty, for though devoid of claims, it's ever full of want. Want for the great things that are not there, want for the windmills and the knighted selves, want for gods and for flesh, a drive to consume and be consumed, a thirst for second faces and a billion second bodies, for the holiness and the animal alike. And though we will forget, we never shall. And though we will regret, we never will.

And though we have seen kings turn beggars, we have seen beggars waste empires; when the thought must be taken apart by the breaking of bodies, when the wish must be lashed by the tendons of earth. For though we would forgive, we can't. To the land of no-mores and the one-last-song oceans, we pay tribute; with scorn. To the dead gods of forevers and the memories for the trip, we pay homage; with fire.

And though we suffer, we transcend, and though we ache, we conquer.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Waterdance.



Down
Where the pale river's tight
Yet the shore is left lost
Down
'Tween the banks of release
Where the waterfall drips
Down the tips of your limbs
Down
Down where the flow deepens
Where the drowning is sweet
Where to sink is to offer
Down, one last sip of the wetness
Down, let the moist know your pain
One last call to the bloodlands
One last call to the mammal in trance
Down to the bottom
Down to the last
To the end of the holding of breaths
Down under the surface of skin
Down where the scars lose their names
For one last reach for refuge
Under the dry knowledge of the wind.

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Growing Arrows.



Not all of this can be bad.

There must be a switch, somewhere
A little push on the soft side
A little pressure on a seam
And it will flow
As imagined
Finally unrestrained
A thick river of whispers
That make the skin quake
A pilgrim mass of moans
That bite their wishes
By every sinking scream.

Not all of it can be bad.

The pain will be momentary
Before the flood takes reconsideration
Down, where no bottom is home
For anything but more hunger.

It can't be all bad.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Λοιπόν, πούστη.



Ρε παιδί μου.

Δεν έχω τίποτα με τη θλίψη. Δεν είναι τίποτε άλλο από απότομη μετατόπιση παραγωγικότητας. Παίρνει όλα εκείνα που πρέπει να κάνεις, όλα εκείνα που πρέπει να γίνουν και τα στέλνει στο διάολο. Και κάθεσαι και σκέφτεσαι για άλλα πράγματα, που ως εκείνη την ώρα δε χρειαζόντουσαν σκέψη γιατί δούλευαν καλά. Ε τι να πεις εκεί; "Γαμήσου θλίψη, έχω και δουλειές ε"; Το λες. Στα αρχίδια της. Δε θα φύγει, τι να κάνουμε τώρα, πως να γίνει δηλαδή. Έτσι πάει. Είναι εκεί και κάνει τα πάντα να μην έχουν σημασία. Σου γαμάει τα πλάνα ρε παιδί μου.

Είναι σα να 'σαι σε μια βάρκα και να τραβάς κουπί προς το Χ νησάκι ξερωγώ. Και ξαφνικά τρυπάει η βάρκα και μπάζει νερά. Ε, σε νοιάζει μόνο να κλείσει η τρύπα, χέστηκες για τα κουπιά που πρέπει να τραβάς, χέστηκες για το που πήγαινες, χέστηκες για το από που ξεκίνησες. Είσαι σε μια βάρκα, χεσμένη και γεμάτη νερό και πρέπει να το σταματήσεις. Για λίγο θα 'σαι κουλ, θα πεις "πφσσσιγά τώρα, λίγο νερό, εντάξει, όλα στο παιχνίδι είναι". Ε όσο περνάει η ώρα όμως, το νερό βαραίνει τη βάρκα και η βάρκα γίνεται μπανιέρα ρε μαλάκα, ε δε γίνεται να τραβάς ακόμα κουπί. Δε το λέω ως δικαιολογία, σοβαρά μιλάω, είναι παλούκι να τραβάς κουπί σε τρύπια βάρκα μετά από λίγο. Δεν το 'χω κάνει, αλλά είναι παλούκι.

Και δε μπορείς και να την κατηγορήσεις. Σε φάση, τρύπες γίνονται. Θα βρεθούν κι άλλες τρύπες, όλες φτιαγμένες για βούλωμα, άλλες επειδή πρέπει, άλλες επειδή θες και κάνα δυο γιατί έχεις πιει παραπάνω, αλλά το 'χε δει σωστά ο μαλάκας ο Αγγελάκας, μόνο τρύπες. Η μαγκιά είναι να υπάρχει διέξοδος όμως. Να μπορείς να πεις "έχω και το τάδε να κάνω" και να σε νοιάζει και το τάδε. Να 'χεις ένα βιβλίο πάνω στη βάρκα ρε παιδί μου, ένα παζλ, κάτι που γουστάρεις να κάνεις. Όχι μόνο κουπί γιατί πρέπει. Θα μου πεις, και άμα γεμίζει κανείς τη βάρκα του με μαλακίες για να ασχολείται, πάλι δε βαραίνει; Ε ναι, άμα ξεχάσει την τρύπα, άμα την αγνοήσει ναι. Γι' αυτό ήταν μαλακία αυτή η εβδομάδα, φαινόταν από μακριά, αλλά τι να πεις. Κουμάντο σε ξένες βάρκες; Ε όχι, δημοκρατία.

Απλά μια ένσταση έχω. Ρε παιδί μου, έχω γνωρίσει κάμποσους ανθρώπους στη ζωή μου. Μερικοί ήταν αξιόλογοι, οι περισσότεροι αδιάφοροι και κάμποσοι ήταν μαλάκες. Λοιπόν, άμα πρέπει ντε και καλά να δω κάποιον στον ύπνο μου, θα ήθελα να ήταν κάποιος αδιάφορος. Το να ξυπνάς επειδή κάποιος μαλάκας σου βαράει μισή ώρα το κουδούνι και να σου μένει η γεύση ενός αξιόλογου ανθρώπου, είναι κακό. Εμένα σήμερα μου βαρούσαν μισή ώρα το κουδούνι και έβλεπα μια μαλάκω όμως. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Φαντάσου, να σε ξυπνάνε και να 'χεις και τη μαλάκω στο μυαλό σου. Πως το εξηγείς αυτό στο δικαστήριο. Ή στον ψυχολόγο ξέρωγω. "Ωραία πόδια είχε και γενικά ωραία γκόμενα, αλλά μαλάκα, δεν. Σε φάση, δε με νοιάζει, γιατί τέτοιο μπαράζ;" Όταν ήμουν 10 έβλεπα μεσαιωνικές μάχες και διαστημόπλοια, όταν ήμουν 15 έβλεπα τσόντες, τώρα θα βλέπω τη μαλάκω; Έτσι πάει; Δηλαδή άμα φτάσω 30 τι θα βλέπω, τον Τσοχατζόπουλο;

Λοιπόν, φτάνει ε. Ο καθένας με την καύλα του να πούμε. Θέλω αυτό, δε θέλω εκείνο, δεν ξέρω αν θέλω το άλλο... Ε στο μπούτσο μου κι εμένα. Υπάρχει πρόβλημα;

Α, πρόβλημα!

Ε άντε γαμηθείτε.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Sandra.



Our next Queen
Will be dressed in rags.
A bearer of wishes unfulfilled
A dreamer of unoffered things petty
Her holiness, flesh
Her scepter, flesh
Her counsel, silence.

Our next Kingdom
Will starve.
They will know our hunger
As a state default
They will know our scorn
As royal attention
And a handful of praise
As the payment of service.

Our next King
Will be dead and alone.
His kiss will taste bitter and forced
And his smile will be lost
In the folds of disdain.
A meager lord of mistrust
By choice incapable of missing
The princely days
When he was willing to give
More than enough
When he was willing to spend
Everything.

'Tis for others to want for completion
Through alien skin and words that are wind
'Tis for others to cling to the hoping
That everything might be enough.
Our next war will be for nothing
And our efforts, for us.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Regret.



I want to lean on the prow
Of an anchored ship
Set to sail come morning
Set to sail for a land I don't know
Whose language I don't know
Who does not know my own.

With cigarette in hand
And some smoke in the night
There's always fire within
And a need for forgiveness
For all those things that no one
Ever considers to be wrong.

I want to leave everything
Start anew in a corner of earth
That only exists for beginnings
Me and a thousand nameless brothers
Bound to the same vague escape
Sworn to the same deliverance.

But I know that come dawn
My place in the prow will be empty
I'll be buying tobacco ashore
In the set price of docked salesmen
With the same coin that everyone uses;
Maybe I'll buy a map with the change.

In the whole wide world there's no place
No place I can die a different man
No place I will not wish for ships once again
There's not a single land to teach me
The crippling feeling of regret
For leaving everything behind.
Not a single mound of earth or flesh
To make me feel that, once, I was someone
Whose loss was irreparable enough
That no cigarette, ship or faraway land
Could ever hope to wash away.

House rules.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Red Night



Το ντουλάπι μου παραβιάστηκε. Έμεινε μέσα μόνο ένα μαγνητάκι από ένα σουβλατζίδικο. Ελπίζω να ήταν περισσότερα από ένα άτομα που το έκαναν. Δε μπορώ να φανταστώ ποιος θα κρατούσε για τον εαυτό του σημειώσεις για τον καρκίνο του μαστού, ένα βιβλίο του Μαρκέζ κι ένα ζευγάρι παπούτσια, τόσο γεμάτα αίμα και αντισηπτικό που ακόμα και η φωτιά που θα τα έκαιγε, έπρεπε να καεί για λόγους υγιεινής. Δε νομίζω πως υπάρχει άτομο με τέτοιο εύρος ενδιαφερόντων. Ακόμα κι εγώ που ήμουν ο κάτοχος, σιχαινόμουν αυτά τα κωλοπάπουτσα. Τα κρατούσα μόνο για να τα πετάξω. Είχε συμβολισμό μέσα, δεν ήταν τόσο ηλίθιο όσο ακούγεται.

Η 16χρονη αθίγγανη φωνάζει πως πονάει. Η Σομαλή με την αποκόλληση πλακούντα που μας έκανε να ντυνόμαστε τροχάδην προς το χειρουργείο, άρχισε επιτέλους να ρίχνει την πίεση. Η Ελληνίδα με το αλλεργικό σοκ, προτιμά να κοιμάται με το φως ανοιχτό. Αυτό το αποκρουστικό μπλε φως που βρίσκει κανείς μόνο σε σχολεία τις πρώτες ώρες της μέρας και σε νοσοκομεία τις τελευταίες της νύχτας. Αυτό το γαμημένο φως που με σκοτώνει.

Κοιτούσα τα χέρια μου. Ο ιδρώτας σε αφήνει να διακρίνεις το δέρμα σε σημεία, κάτω από τα λευκά γάντια. Στην αρχή, γιατί μετά καμιά ματιά δε φτάνει κάτω από το αίμα. Αυτά τα γάντια κάνουν όλα τα χέρια να φαίνονται όμορφα. Και το αίμα κάνει όλα τα χέρια να φαίνονται χρήσιμα. Κοιτούσα τα χέρια μου, το λευκό και το κόκκινο και κρατιόμουν να μη γελάσω. Απ' έξω φαίνονται όλα τόσο σημαντικά, τόσο σοβαρά. Ντύνεσαι με μια στολή που έχει περάσει από κλιβάνους και ακτινοβολίες, φοράς μια μάσκα που δεν αφήνει τα κατάλοιπα της ανάσας σου να αγγίξουν τίποτα, φοράς τα λευκά γάντια σου και είσαι έτοιμος να ανταποδώσεις για λίγο το νόημα της ζωής σου. Ήθελα τόσο πολύ να γελάσω. Ήθελα να φωνάξω κάτω από τη μάσκα "τι μαλακίες κάνουμε εδώ;" και να γελάσω, να σηκωθούμε όλοι να φύγουμε, οι σοβαροί, οι αναίσθητοι, οι αναισθητοποιημένοι, όλοι, να σηκωθούμε να φύγουμε και να προλάβουμε να κάνουμε κάτι με το χρόνο που μας έμεινε. Κάτι που δε θα ήταν γεμάτο προσποιητές σημαντικότητες.

Αν μάθαμε κάτι στην βραχύβια παραμονή μας εδώ, είναι να ξεχνάμε και να μετονομάζουμε την αρρώστια γύρω μας. Μάθαμε να πιστεύουμε πως το φυσικό είναι όμορφο, γιατί καταφέραμε να κλείσουμε το φυσικό έξω και μακρυά μας. Κι όλα όσα βλέπουμε μέσα από τηλεσκόπια, μικροσκόπια και μάτια που δεν κλαίνε εκλιπαρώντας για λίγες ενδορφίνες, τα ονομάσαμε θαύματα.

Είμαι ένα δωμάτιο δίπλα από ένα τέτοιο θαύμα. Ένα θαύμα που αυτή τη στιγμή ουρλιάζει το όνομά μου, από έναν πόνο που σε δύο ώρες, όλοι θα θεωρούμε πανέμορφο. Έναν πόνο που θα αναπαράγει πόνο που θα αναπαράγει πόνο, όπως τα πάντα στη φύση ξέρουν να κάνουν και να ξεχνούν.

Και όταν φοράω τα γάντια μου και μπαίνω μέσα στον πόνο αυτό, όταν τον κάνω μετρήσιμο, τον κάνω εκατοστά και ώρες και σταγόνες ανά λεπτό, κρατιέμαι να μην ρωτήσω "γιατί τα κάνουμε όλα αυτά ρε κορίτσι μου;"

Αλλά δε το κάνω. Λέω το παραμύθι, κρατάω τα νούμερα για τον εαυτό μου και αλλάζω γάντια.

Ξανά και ξανά και ξανά.