Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

For absent friends.


Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Der Turm.

Δεν είναι όλων των ανθρώπων οι λέξεις ίδιες.
Για κάποιους είναι οι ήχοι της αγέλης, οι συλλαβές που μπορούν να αντιγράψουν μαζί με την ψευδαίσθηση της κατανόησης. Είναι η άρθρωση της συμφωνίας τους σε αυτά που δε μπορούν να μάθουν μόνοι τους να γράφουν. Είναι μια σακατεμένη αλφάβητος που ταιριάζει στις σημερινές δηλώσεις ενός παρασιτικού Τώρα, φθόγγοι που αύριο θα μυρίζουν ληγμένα συντηρητικά.

Δεν είναι όλων των ανθρώπων οι σιωπές ίδιες.
Για κάποιους δεν είναι το προϊόν μιας απόφασης, δεν είναι η μήτρα μιας διαδικασίας. Είναι απλώς και ακριβώς όσα μπορούν να πούνε, είναι η τέλεια σιγή ελλείψει εγγενούς θορύβου, ελλείψει μιας αταξίας που θέλει το χρόνο της ώστε να γίνει συμπέρασμα. Για κάποιους η σιωπή δεν είναι επιλογή, είναι η φυσική απουσία οποιουδήποτε εαυτού.

Δεν είναι όλων των ανθρώπων τα δάκρυα ίδια.
Για κάποιους η ροή είναι εκ φύσεως μονοδρομημένη, πάντα και μόνο από τον κόσμο προς αυτούς, πάντα και μόνο με αιτίες που δεν γεννήθηκαν μέσα τους. Ξένες λέξεις, ξένες πράξεις, ξένα ανικανοποίητα: δάκρυα παιδιών, πάντα και μόνο για αυτά που τους συμβαίνουν (ή δεν τους συμβαίνουν ενώ θα ήθελαν) μα ποτέ γι' αυτά που είναι (ή δεν είναι ενώ θα έπρεπε) οι ίδιοι.

Δεν είναι όλων των ανθρώπων η θέληση ίδια.
Για κάποιους υπάρχει μόνο ο στόχος εν συναρτήσει των άλλων, ο ορισμός σύμφωνα με τη θέση του όρου σε μια έτοιμη πρόταση τρίτων. Ψυχρόαιμες αναζητήσεις στην ουσία τους, ετερόφωτες τροχιές στον πυρήνα των αξιών τους. Ένα παζάρι από μπαλώματα και στολίδια που υφαίνεται στο ανδρείκελο ενός εαυτού.

Δεν είναι όλων των ανθρώπων το πεπρωμένο ίδιο.
Για κάποιους είναι η αβασάνιστη πορεία προς ένα αμνημόνευτο τέλος, μια μεγάλη σειρά ατυψεί ανταλλαγών δέρματος για δέρμα, μια αλληλουχία ανώνυμων αναμνήσεων σαν λίστα με βαθμολογίες σε εξετάσεις που δεν μετράνε πουθενά -και τίποτα. Ανώδυνα βήματα, πάντα ανάμεσα και ποτέ προς κάπου, πάντα μέχρι τώρα και ποτέ μέχρι εκεί, ένα νανούρισμα για αυτά τα παιδιά που μπερδεύονται όταν αλλάζει η μελωδία.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι.
Για κάποιους οι λέξεις είναι απλώς χρήσιμες, οι σιωπές η φυσική τους προσφορά. Για κάποιους ανθρώπους τα δάκρυα είναι αντίδραση σε ερέθισμα, το αντανακλαστικό ενός εντόμου. Για κάποιους ανθρώπους ο σκοπός είναι το άθροισμα των ξένων εννοιών, η ομογενοποίηση με το συλλογικό μηδέν και η αφομοίωση με το εκατομμυριοστό τίποτα -και η μοίρα τους είναι να μιμούνται, να ανακλούν και να χρησιμοποιούνται.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι.
Εκτός απ' αυτούς.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Ci?



Ξέρω ακριβώς τι θέλω να σου πω, αλλά δεν ξέρω πώς να αρχίσω.

Η αρχή είναι πάντα το δυσκολότερο κομμάτι, λένε. Υπάρχουν παροιμίες, τσιτάτα για εμψύχωση, ελεγείες και ωδές στο πρώτο βήμα. Υπάρχουν τόσες τοποθετήσεις, τόση παραφιλολογία γύρω από την αρχή όση δεν θα υπάρξει ποτέ για το ενδιάμεσο ή το τέλος. Ακόμα και αυτό τείνει να αντιμετωπίζεται ως η ευκαιρία για νέες αρχές. Και βγάζει νόημα όλο αυτό, το ενδιάμεσο έχει το μονοπάτι για ουρά και το τέλος την πολυτέλεια του αδιεξόδου.

Δεν ξέρω πώς διάολο να αρχίσω. Καιρό τώρα. Ξέρω τι θέλω να σου πω, ξέρω πώς θέλω να τελειώσω. Είναι μέχρι να βρω την πρώτη λέξη, το ξέρω, ή μέχρι να μου τη δώσεις εσύ, αλλά μέχρι τότε θα ανησυχώ πως τέτοια λέξη ίσως και να μην υπάρχει.

Ξέρω πως δε θέλω να σου μιλήσω για τα διάφανα, τα παιδικά μας λάθη. Δεν ήταν πολλά, αλλά ήταν όσα χρειάζονταν. Δεν ήταν μεγάλα, αλλά ήμασταν περήφανοι. Ανηλεείς απέναντι σε όποιον λέρωνε τους εαυτούς μας, ακόμα κι αν ήμασταν εμείς.

Ξέρω πως προσπαθούσες να σβήσεις τις άσχημες λέξεις απ' τα παλιά που βάραιναν τις φλέβες μου. Θυμάμαι το λευκό σου χεράκι να τις τρίβει παραπονεμένα λες και δεν είναι εκεί για πάντα, λες και αρκούσε οποιαδήποτε ποσότητα μέλλοντος για να μουτζουρώσει το παρελθόν. Και όσο προσπαθούσες, τόσο τις πίεζες πιο βαθιά, μα ήμασταν παιδιά και νομίζαμε πως τα χειρότερα είχαν περάσει.

Ξέρω πως η αρχή μας χαρίστηκε και πως το ενδιάμεσο θα κρατήσει για πάντα, έστω σε λέξεις στις άκρες ενός νήματος που δε θυμόμαστε πια ακριβώς από που ξεκινάει. Μας έχουν μείνει τα πορίσματα, το καταστάλαγμα, η φωτογραφία μιας εποχής που θα 'ναι πάντα όμορφη και πάντα αμετάκλητη και κατά φύσιν πια δίχως νόημα. Κάτι σαν ανάμνηση ενός ταξιδιού σε ένα μέρος που πια δεν υπάρχει.

Ξέρω πως πήγαμε ο καθένας πολλά, ή μεγάλα, ταξίδια από τότε. Ξέρω πως είδαμε πράγματα που δεν υπήρξαν ακόμα εκεί που πήγαμε, ίσως να μην υπήρχαν και ποτέ -τώρα τέτοιες αλήθειες είναι ανώδυνες. Δε θα μάθουμε ποτέ πόσα από αυτά ήταν απαραίτητα εν τέλει και δε θα χρειαστούμε ποτέ να το μάθουμε. Δε μας άρεσε ποτέ να θυμόμαστε γιατί ήμασταν τυχεροί, γιατί, σου ξαναλέω, η αρχή μας χαρίστηκε.

Δεν ξέρω πώς διάολο να αρχίσω. Ξέρω τι θέλω να σου πω, ξέρω πώς θέλω να τελειώσω. Είναι μέχρι να βρω την πρώτη λέξη, το ξέρω, ή μέχρι να μου τη δώσεις εσύ, αλλά μέχρι τότε θα ανησυχώ πως τέτοια λέξη ίσως και να μην υπάρχει.

Ξέρω πως αυτό θα μπορούσε να είναι ένα γράμμα από αυτά που αφήνει κανείς στα μνήματα. Και ξέρω πως αν υπήρξε θάνατος, αυτός ήταν για μια φορά τουλάχιστον γενναίος. Από αυτούς τους αμοιβαίους, που οι δρόμοι χωρίζουν μαζί. Το ομορφότερο οξύμωρο στο τέρμα του τέλους.

Και δε μου αρέσει να θυμάμαι, αυτό στο υπόσχομαι, σχεδόν δεν ξέρω πια πώς να το κάνω. Τα δάχτυλά σου θα 'ναι πάντα πάνω στις λέξεις που δεν μουτζουρώθηκαν, μα σαν κι αυτές, είναι απλώς ένα παλιό εισιτήριο.

Ξέρω ακριβώς τι θέλω να σου πω, αλλά δεν έχω πια τις λέξεις που πρέπει κι εσύ δε θα μου τις δώσεις.

Ξέρω τόσα πολλά μα δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να μην τα 'χεις ξεχάσει. Στο κάτω-κάτω, μπορεί να είμαστε ακόμα παιδιά όταν νομίζουμε πως τα καλύτερα έχουν περάσει. Και τα ταξίδια που κάναμε χωριστά, μήπως δεν ήταν όμορφα; Και αλήθεια σου λέω, ξέρω πως ακόμα υπάρχουν αρχές που χαρίζονται και ξέρω καλά και άλλα ενδιάμεσα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν απ' τα παλιά -γιατί, γιατί μπορεί να μας έχει μείνει λίγη τύχη ακόμα.

Και ξέρω τι θέλω να σου πω, θέλω να σου πω πως παρ' όλα αυτά, κανείς δεν ήξερε να πεθαίνει σαν εσένα. Κανένα τέλος, ποτέ, πουθενά, σε κανένα ταξίδι, δεν ήταν πιο αντάξιο του δρόμου, πιο τίμια αποπληρωμή της χαρισμένης αρχής.

Ξέρω ακριβώς τι θέλω να σου πω γαμώτο,
αλλά δεν ξέρω πώς να ξαναρχίσω.