Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

Αδιέξοδο

I

Υπάρχει σε μια γωνιά της αχανούς Νέας Υόρκης, σε μια φτωχή μακρινή γωνιά, μακρυά από τους ουρανοξύστες, ένας μικρός δρόμος με ραγισμένη άσφαλτο και παλιά πεζοδρόμια. Μικρά μαγαζιά και παλιά μπλοκ διαμερισμάτων στολίζουν τις πλευρές του δρόμου αυτού και σε μια μισοσβησμένη ταμπέλα που κρέμεται στραβά πάνω σε έναν ξεφτισμένο τοίχο αναγράφεται το όνομά του.

Σε μια άκρη του δρόμου αυτού κάθεται πάντα ένας γέρος νέγρος που τον λένε Πόρτερ. Όσο θυμάται κανείς την πόλη και τον μικρό αυτό δρόμο της, θυμάται τον Πόρτερ να κάνει την ίδια δουλειά: να πουλάει χειροποίητα κρεμαστά σταυρουδάκια. Βαθιά θρησκευόμενος, ο σιωπηλός νέγρος χωρίς να έχει μαγαζί ή λαμπερές διαφημίσεις, είναι αρκετά διάσημος στις φτωχές συνοικίες, ιδιαίτερα σε αυτές που κατοικούν Ισπανόφωνοι, γιατί τα σταυρουδάκια του θεωρούνται τυχερά και θαυματουργά.

Ένα Σαββατιάτικο πρωινό ενός ξηρού καλοκαιριού, όταν ο δρόμος ήταν γεμάτος χώμα και ο αέρας γεμάτος κιτρινωπή σκόνη, ένας νεαρός άνδρας ξεπρόβαλε από το κατώφλι της πολυκατοικίας στο νούμερο 9. Το όνομά του ήταν Ρίτσαρντ και έμενε εκεί τα τελευταία 8 χρόνια, αφότου είχε δηλαδή μετακομίσει εκεί από τη Νέα Ορλεάνη. Ο Ρίτσαρντ έτρεφε μια μεγάλη συμπάθεια για τον σιωπηλό Πόρτερ και πολλές φορές, μιας και ήταν εργένης, προτιμούσε να κάνει παρέα με τον Πόρτερ αντί να πηγαίνει για φαγητό με τους συναδέλφους του μετά τη δουλειά. Μπορούσε να κάθεται ώρες ακουμπισμένος στον τοίχο του αριθμού 14, δίπλα στον Πόρτερ καθιστό στο σκαμνί του και να ακούει μετά από μακρά διαλείμματα σιωπής τον Πόρτερ να του εξηγεί και κάποιο εδάφιο της Βίβλου. Όχι πως ο Ρίτσαρντ ήταν θρησκευόμενος, δεν τον ενδιέφερε ποτέ να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο, του άρεσε απλώς να ακούει τον γέρο νέγρο να μιλάει για άλλες εποχές και άλλα μέρη -και αν αυτά ήταν εμπνευσμένα από τη Βίβλο, λίγο τον ένοιαζε.

Εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό, ο Ρίτσαρντ χαιρέτησε τον Πόρτερ και συνέχισε το δρόμο του προς το συνοικιακό παντοπωλείο. Καθώς πήγαινε προς τα εκεί, έριξε μια ματιά στο στενάκι που χώριζε τον αριθμό 14 και τον αριθμό 12. Δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, ήταν ένα στενό αδιέξοδο δρομάκι χωρίς παράθυρα ή σκαλωσιές στις 3 κλεισμένες πλευρές του, με έναν-δυο κάδους και μερικά σάπια φύλλα. Δεν υπήρχε τίποτα το παράδοξο με αυτό το δρομάκι, ίσως αναρωτιόσουν για λίγο μόνο, τι ήταν αυτή η μικρή κυκλική λακκούβα στο τέλος του αδιεξόδου που έμοιαζε με ρηχό Τούρκικο χαμάμ και είχε το δάπεδο βαμμένο μαύρο. Πέρα από αυτό, ήταν ένα απλό στενάκι όπως άλλα εκατομμύρια σε αυτή την αχανή πόλη και ο Ρίτσαρντ δε θα είχε κοντοσταθεί να το χαζέψει αν δεν τον ενοχλούσε μια μικρή λεπτομέρεια: 8 χρόνια τώρα, δεν είχε προσέξει ποτέ πως το αδιέξοδο δρομάκι ήταν εκεί.

Δυσπιστώντας με τον εαυτό του γύρισε το κεφάλι του να βεβαιωθεί πως τα πόδια του δεν τον είχαν κουβαλήσει παραπέρα στη συνοικία ενώ αυτός είχε χαθεί στις σκέψεις του. Γυρνώντας, είδε πράγματι τον γνώριμο αριθμό 14 και από κάτω τον Πόρτερ να τον κοιτάζει νωθρά. Του φάνηκε όμως πως υπήρχε κάτι περίεργο στα μάτια του γέρο νέγρου, κάτι που δεν άρεσε στον Ρίτσαρντ και ξεχνώντας το παράδοξο του μικρού δρόμου συνέχισε με γοργό βήμα προς το γωνιακό παντοπωλείο.

Στο γυρισμό, σταμάτησε για άλλη μια ματιά στο δρομάκι και πήγε προς τον Πόρτερ.

-Καλημέρα και πάλι, του είπε.
Σταμάτησε. Δεν ήξερε πως ρωτάς κάποιον με τον οποίο έχεις περάσει τόσα χρόνια μαζί, αν αυτό το δρομάκι υπήρχε πάντα δίπλα σας.
Ο νέγρος τον κοίταζε σιωπηλός και περίμενε. Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε πως η ερώτηση παραήταν ηλίθια, οπότε αρκέστηκε απλώς να ρωτήσει
-Γιατί δεν κάνεις περισσότερα από αυτά τα σταυρουδάκια Πόρτερ; Φαίνεται να έχουν ζήτηση. Αν έκανες περισσότερα θα μπορούσες να βγάλεις καλά λεφτά, ίσως να άνοιγες και ένα μαγαζάκι, που ξέρεις.
Ο νέγρος κοίταξε για μια τελευταία φορά τον Ρίτσαρντ και απάντησε απλώς
-Δε μπορώ.
-Γιατί όχι; Εγώ βλέπω πως τα καταφέρνεις μια χαρά.
Το απότομο κλάμα ενός μωρού ακούστηκε μέσα στη μεσημεριανή ησυχία. Μια γάτα τρομαγμένη, πετάχτηκε τρέχοντας από το στενάκι.
Ο Ρίτσαρντ γύρισε να κοιτάξει ενώ συνέχιζε:
-Έλα λοιπόν, μη δικαιολογείσαι, αφού τόση ώρα που σε βλέπω καθ...
Καθώς φαίνεται ο γέρο-νέγρος δεν ήταν δύσκολο να πειστεί. Είχε ήδη βγάλει ένα παλιό σουγιά και σκάλιζε ένα κομμάτι γυαλισμένο κόκκαλο.
Εντυπωσιασμένος με την πειθώ του, ο Ρίτσαρντ χτύπησε φιλικά τον γέρο στον ώμο και ανέβηκε στο διαμέρισμά του.

ΙΙ

Την επόμενη μέρα, πρωί Κυριακής, ο Ρίτσαρντ βγήκε στο παράθυρό του με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι.
Όλα ήταν στη θέση τους στο δρόμο, ο Πόρτερ με το σκαμνάκι και τον πάγκο με τα σταυρουδάκια του, το μπακάλικο στη γωνία, το κουρείο λίγο πιο πέρα... Και το μυστηριώδες στενάκι που φαινόταν να αγνοεί η ματιά του Ρίτσαρντ για 8 ολόκληρα χρόνια. Από εκεί ψηλά που στεκόταν τώρα, μπορούσε να περιεργαστεί λίγο την ανεξερεύνητη περιοχή. Το μόνο αξιομνημόνευτο πράγμα σε αυτό το κατά τα άλλα αδιάφορο στενάκι, ήταν η μαύρη γούβα με τα 2 τούβλινα σκαλοπάτια για να κατέβει κανείς σε αυτήν. Για ποιο λόγο να θέλει να το κάνει κανείς αυτό ή για ποιο λόγο η γούβα αυτή υπήρχε, ο Ρίτσαρντ δε μπορούσε να φανταστεί. Και ακριβώς γι' αυτό το λόγο, λόγω της απόλυτης αχρηστίας της, ο Ρίτσαρντ θέλησε να της ρίξει μια ματιά από κοντά.

Κατέβηκε στο δρόμο, χαιρέτησε τον Πόρτερ και πήγε προς το στενάκι. Στάθηκε λίγο να περιεργαστεί την είσοδό του στον κεντρικό δρόμο και ύστερα ξεκίνησε να περπατάει προς αυτήν όταν ξαφνικά η φωνή του Πόρτερ ακούστηκε μέσα στην πρωινή βαβούρα του κόσμου που βόλταρε.

-Ρίτσαρντ.

Ο άνδρας γύρισε. Ο νέγρος τον κοιτούσε επίμονα και του έκανε νεύμα με το χέρι να πλησιάσει.
Ο Ρίτσαρντ έριξε μια ματιά στο αδιέξοδο και τη λακκούβα του και πήγε στον Πόρτερ.

-Ρίτσαρντ, έχουμε μωρά στη γειτονιά;

Η ερώτηση ήταν τόσο παράδοξη που ο Ρίτσαρντ νόμισε πως δεν άκουσε καλά.

-Δεν είμαι βέβαιος Πόρτερ, δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια, γιατί;
-Χθες ακούσαμε το κλάμα ενός μωρού.

Ο Ρίτσαρντ προσπάθησε να θυμηθεί. Ανεπιτυχώς.

-Δεν θυμάμαι καθόλου Πόρτερ. Γιατί έχει τόση σημασία;
-Έχεις ακούσει ξανά κλάμα μωρού;
-Όχι εδώ, όχι στη γειτονιά μας αν αυτό εννοείς. Ευτυχώς, δεν υπάρχει πιο φασαριόζικο πράγμα.
-Χθες ακούσαμε. Μαζί ήμασταν.
-Εντάξει Πόρτερ, μπορεί. Έχουμε αρκετά παιδιά στη γειτονιά που κάποτε ήταν μωρά, δεν συνεχίζουν να κλαίνε για πάντα. Μπορεί κάποια γειτόνισσα να έκανε παιδάκι, δεν είναι περίεργο.
-Ποια γειτόνισσα;
-Τι εννοείς "ποια γειτόνισσα"; Δεν ξέρω, κάποια.
-Ξέρεις τους κατοίκους εδώ, είμαστε μικρή συνοικία. Όπως και εγώ. Έχεις δει κάποια γνωστή μας έγκυο ή άκουσες κάτι;

Ο Ρίτσαρντ είχε αρχίσει να βαριέται.

-Που το πας Πόρτερ; Τι σημασία έχει;
-Το αδιέξοδο δεν ήταν πάντα εκεί.

Κάθε τρίχα στο κορμί του Ρίτσαρντ είχε σηκωθεί όρθια. Κοιτούσε αποσβολωμένος τον γέρο που κάπνιζε ράθυμος ένα τσαλακωμένο τσιγάρο κοιτώντας το κενό.

-Τι εννοείς; Πως ξέρεις... Τι λες;
-Ξέρω πως δεν είσαι θρησκευόμενος άνθρωπος Ρίτσαρντ. Μα θες να ακούσεις μια ιστορία που δε θα βρεις κανέναν να σου τη διαβάσει από τη Βίβλο;
-Τι ιστορία; Για το στενάκι; Τι σχέση έχει η Βίβλος; Πως ήξερες πως εγώ δεν είχα...

Μα ο Πόρτερ δίχως να περιμένει απάντηση ξεκίνησε να αφηγείται.

-Στο τέλος του στενού υπάρχει μια μικρή κυκλική λακκούβα, με μαύρο πάτο και δύο τούβλα για σκαλοπάτια που σε κατεβάζουν σε αυτή. Είναι πραγματικά ρηχή και δε θα μπορούσε να είναι ούτε παλιά Ρωμαϊκή ή Οθωμανική μπανιέρα αν βρισκόταν κάπου στην Ευρώπη. Πολύς κόσμος που δεν είχε προσέξει πριν το στενάκι μπήκε να την περιεργαστεί, σε ένα μέρος σαν αυτό υπάρχει πολύ ανία και ακόμα και κάτι τόσο αδιάφορο όσο μια χτιστή λακκούβα σε ένα στενάκι που δεν έχεις προσέξει, σου τραβάει την προσοχή. Είδα πολύ κόσμο να μπαίνει σε αυτό το στενάκι, σαστισμένο και έκπληκτο κόσμο, άλλους συνοφρυωμένους από την περιέργεια και άλλους χαμογελαστούς απ' την έκπληξή τους που δεν είχαν δει το στενάκι τόσο καιρό. Μα ποτέ δεν είδα κανέναν να βγαίνει από εκεί.

Ο Ρίτσαρντ γέλασε ψεύτικα.
-Μα φυσικά Πόρτερ. Δεν βγαίνει καμία πόρτα στο στενάκι.

Ο γέρος κοίταξε τον νεαρό άνδρα. Κράτησε το βλέμμα του μέσα στο βλέμμα του Ρίτσαρντ για μερικά δευτερόλεπτα και στο τέλος είπε απλά

-Όλοι θέλουν να μπουν άπαξ και το προσέξουν. Όλοι θέλουν να μπουν και τους είδα όλους να μπαίνουν.

ΙΙΙ

Ο Ρίτσαρντ αναδεύτηκε μέσα στα σκεπάσματα. Ξύπνησε και ανάβοντας το φως του κομοδίνου, πήγε στην κουζίνα.
Γέμισε ένα ποτήρι γάλα και κοίταξε την ώρα. 3.46. Δεν μπορούσε με τίποτα να τον πάρει ο ύπνος. Πήγε στο παράθυρο.
Τίποτα δεν φαινόταν πέρα από τον φωτεινό κύκλο του δημοτικού φωτισμού. Το στενάκι ήταν χαμένο στο σκοτάδι όπως τόσα χρόνια.
Ο Ρίτσαρντ ήπιε το γάλα του και έπεσε στο κρεββάτι. Κάθισε για λίγο ανάσκελα σκεφτικός πριν όλα τα φώτα σβήσουν ταυτόχρονα.
Χρησιμοποίησε αυτή τη διακοπή ρεύματος ως αφορμή για να ξαναπροσπαθήσει να κοιμηθεί.

Την επόμενη μέρα, γυρνώντας απ' τη δουλειά, χαιρέτησε βιαστικά τον Πόρτερ και ανέβηκε να ετοιμάσει το μεσημεριανό του. Αφού έφαγε, σκότωσε την ώρα του ανάμεσα στην τηλεόραση, το τηλέφωνο και το παράθυρο, στο οποίο πήγαινε ενοχικά γιατί ο νέγρος τον κοιτούσε κάθε φορά λες και περίμενε πότε θα φανεί. Μετά από πολλούς κύκλους μέσα στο σαλόνι του και ενώ ο ήλιος κόντευε να δύσει, ο Ρίτσαρντ δεν άντεξε. Βγήκε έξω στο απογευματάκι. Ήταν αποφασισμένος να δει από κοντά αυτή τη μυστηριώδη χτιστή λακκούβα με το μαύρο δάπεδο και δεν θα άφηνε τον γέρο-θρήσκο να τον αναστατώνει με τις φανταστικές ιστορίες του ξανά.

Προς μεγάλη του έκπληξη όμως ο Πόρτερ δεν ήταν εκεί. Για την ακρίβεια, κανείς δεν ήταν εκεί, ο δρόμος ήταν έρημος και εντελώς ήσυχος. Ακόμα και ο Πόρτερ, τον οποίο ο Ρίτσαρντ δεν είχε δει ποτέ να λείπει από το πόστο του, έλειπε. Επιπλέον, ήταν λες και κάποιος είχε κλέψει τον αέρα. Όλη η συνοικία έμοιαζε σαν να είχε εγκαταλειφθεί ήσυχα και ομαδικά.

Ο Ρίτσαρντ δεν ήταν και ο πιο θαρραλέος άνθρωπος του κόσμου. Αυτή η ξαφνική αλλαγή, αυτή η απέραντη μοναξιά που απλώθηκε αιφνιδίως γύρω του, τον τρομοκρατούσε. Όμως η περιέργειά του και το γεγονός πως η ανοιχτή ακόμα πόρτα της πολυκατοικίας του ήταν μόλις απέναντι απ'το δρόμο, τον κράτησαν σε αυτόν. Πέρασε απέναντι και άρχισε να περπατάει προς το αδιέξοδο δρομάκι.

Πλησιάζοντας, είδε την γωνία φωτισμένη από ένα αμυδρό θαμπό φως. Θα μπορούσε να είναι το φως του ήλιου που έδυε αν δεν ήταν ελαφρώς μπλε. Ο Ρίτσαρντ περπατούσε σαν υπνωτισμένος προς τη γωνία, το θαμπό μπλε φως να τρεμοπαίζει όσο πλησίαζε.

Ο Ρίτσαρντ δεν ήξερε από που ερχόταν.
Ο Ρίτσαρντ ήξερε από που ερχόταν.
Με μια απότομη στροφή, έστριψε στο στενό.

Την ίδια στιγμή, στο ίδιο μέρος, στον γεμάτο βοή από απογευματινούς περιπατητές δρόμο από τον οποίο είχε στρίψει ο Ρίτσαρντ, ο Πόρτερ με ένα λυπημένο βλέμμα πήρε το μάτι του από το στενάκι που μόλις είχε δει το φίλο του να στρίβει και περίμενε.
Ήταν μια μέρα με σχετικά δυνατό αέρα και η φασαρία από τον κόσμο ήταν μεγάλη για να ακούσει κανείς κάτι καθαρά, μα ο Πόρτερ είδε την γάτα που πετάχτηκε τρέχοντας από το στενάκι περνώντας μπροστά από έναν περαστικό.
Σιωπηλός, έβγαλε το σουγιά του και ξεκίνησε να σκαλίζει ένα κοκκάλινο σταυρουδάκι.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Hate mail.

Εύα, ξέρω πως αυτό το κείμενο έπρεπε να είναι δικό σου. Μα για σένα έχω να πω μόνο καλά και επιπόλαια, χαρούμενα και ουσιώδη. Και σήμερα, τώρα, δεν μπορώ να μιλήσω για οτιδήποτε που συμπλέει με την πλευρά του κόσμου που αγαπώ. Συγγνώμη -αλλά στο έχω υποσχεθεί και θα το έχεις.

Διαβάζω πολύ καιρό blogs αλλά έκανα μόλις πρόσφατα. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ποτέ κάτι να πω σε κανέναν, μιλούσα μόνο με τον εαυτό μου, χρόνια τώρα και το μόνο συναφές με την λεκτική αλληλεπίδραση με κάποιον τρίτο περιοριζόταν στον βομβαρδισμό συμπερασμάτων από τους δικούς μου μοναχικούς διαλόγους. Και αν το συμπέρασμα ήταν επαρκώς απόλυτο για να προκαλέσει την περιέργεια του απέναντι, τότε ακολουθούσε η παράθεση του συνειρμού -συνήθως ήταν θαυμάσια πολυσύνθετος ή όμορφα απλός. Ως εκ τούτου, κανείς δεν εστιάζε είτε στο πόρισμα είτε στο στοχασμό, οι κοπελιές έβρισκαν έναν δυνητικό γκόμενο ή καλό φίλο και οι μαντράχαλοι έναν σύμβουλο ή έναν ανταγωνιστή. Εμένα από την άλλη μου άρεσε απλώς να λύνω πράγματα, οπότε κάποια στιγμή πριν μερικά χρόνια, απλώς σταμάτησα να μιλάω. Και για κάποιον που θέλει να μιλάει μόνο στον καθρέφτη του, προφανώς το notepad ήταν ασύγκριτα πιο ταιριαστός φίλος από ένα blog.

Κάποια στιγμή όμως, συνειδητοποιείς πως οι αφορμές να μιλάς, έρχονται μιλώντας. Όχι επειδή θα ακούσεις κάτι καινούριο, αν θέλετε οπτιμισμό έχει μείνει λίγο στην κατάψυξη, αλλά επειδή υπάρχει αυτή η ανεπαίσθητη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που θα μιλήσεις σε κάποιον για κάτι και στον τρόπο που θα μιλήσεις στον εαυτό σου. Ακόμα και το περιτύλιγμα και οι λεκτικές κορδέλες που ο εαυτός σου δεν χρειάζεται για να συμφωνήσει, αλλά θα επιστρατεύσεις στις ρητορείες σου, είναι μια χαρά λόγος να συνεχίσεις να μιλάς, ακόμα και από τη ναρκισσιστική σκοπιά.

Αλλά.

Το γεγονός πως μπορεί ο καθένας να γράφει γνωρίζοντας πως έχει την πιθανότητα να διαβαστεί, είναι κάτι που η σαθρή αυτογνωσία μας δεν είναι έτοιμη να διαχειριστεί αξιοπρεπώς. Όπως το κάθε ασπόνδυλο που εμφανίζεται σε κάποιο μεσημεριανό δελτίου ενός τεταρτοκλασσάτου σταθμού, όπως τα 15χρονα μαζεύονται σε αγέλες μπροστά στις δημοσιογραφικές κάμερες στα εξωτερικά ρεπορτάζ, έτσι και η ψευτοκουλτουριάρα αδερφή του ίδιου πρωτογενούς κόμπλεξ, χτυπάει τα blogs. Με μια φράση, η δυνατότητα δημόσιας ανάρτησης μιας έκφρασης, έχει επισέλθει στην ίδια μοίρα με το δικαίωμά της να αντιμετωπίζεται ως ενδιαφέρουσα. Βλέπω παντού αποτυχημένους συγγραφείς, γλοιώδεις αριστερίσκους -όχι επειδή είναι αριστεροί, επειδή είναι -ίσκοι- ελεεινούς wannabe λόγιους που αναρτούν στιχάκια που ούτε ο Γονίδης δε θα άγγιζε και φυσικά περσόνες που φτιάχτηκαν μέσω μιας εικόνας που προωθούν μα ποτέ δεν αποδεικνύουν. Υπάρχει μια καταπληκτική τάση θαρρώ, που επηρρεάζει όλο το ανθρώπινο είδος, να εξισώνει κανείς την δυνατότητα με την αξία του πράττειν -ενώ κατά την ταπεινή φασιστική μου άποψη, το 95% θα έπρεπε να στερείται δικαιωμάτων πολύ βασικότερων της ομιλίας. Είναι σαν να δίνεις σε κάποιον μια κάμερα -αυτόματα νομίζει πως είναι άξιος να φέρεται σαν ιερό τέρας, σαν να δίνεις σε κάποιον μια στολή και ένα όπλο, αυτόματα θεωρεί πως είναι αποδεδειγμένα ο κατάλληλος να πυροβολεί. Και υπάρχουν εκτοπλάσματα σαν τον Νίκο Δήμου ή τον Πιτσιρίκο ή τη γκόμενα που έγραψε το "Ο Ιούδας Φιλούσε Υπέροχα", που τους δίνεις τη δυνατότητα να εκφράζονται ελεύθερα και δημόσια και ξαφνικά είναι αυτοί οι οποίοι χρίζονται αρμόδιοι να μιλάνε για τα όσα πραγματεύεται ο όποιος Δήμου ή η όποια γκόμενα. Επειδή έχουν έναν υπολογιστή, είναι πολιτικοί αναλυτές, χρηματιστές, τροχονόμοι, πυρηνικοί φυσικοί, ιστορικοί, λόγιοι, σοφοί, σημαντικοί. Και δεν υπάρχει ούτε μια ουγγιά αυτοσαρκασμού, δεν υπάρχει ούτε μια γρατζουνιά στο χέρι που ξεσπαθώνει, γιατί στο μικρό χωριάτικο μυαλουδάκι τους, το γνώθι σαυτόν είναι κάτι που έχουν αφήσει χιλιόμετρα πίσω.

Πριν λίγο πέτυχα ένα παρακλάδι της θλιβερής και πνευματικά καμπουριασμένης αυτής φάρας, διάφορα τυπάκια που βγάζουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες από κάδους σκουπιδιών ή όμορφα airbrushed ηλιοβασιλέματα, εντυπωσιακά σωστά φωτισμένα πορτραίτα και σπανιότερα, μερικές πολύ καλές ιδέες που ξεφεύγουν των cliche. Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με το να μοιράζομαι το οξυγόνο μου με τέτοιους ανθρώπους, αν δεν αυτοαποκαλούνταν "φωτογράφοι". Δε θα είχα κανένα πρόβλημα με τον κάθε μεταλλά με καθυστερημένη εφηβεία να αναρτεί στιχάκια από 'δω και από 'κει, στιχάκια που προβλέπεις την επόμενη φράση από τον συνειρμό που του προκάλεσε η προηγούμενη -και στον οποίο ξέρεις πως θα υποκύψει- στιχάκια που είναι κατά τα 9/10 στοιχειώδη Αγγλικά/Ελληνικά και και ξαφνικά πετάγεται και μια λέξη που άκουσε και του άρεσε (πολλές φορές η ίδια η αιτία συγγραφής όοοολου του συνόλου) ή είδε στο λεξικό. Ας το κάνουν, και ο Καβάφης μέχρι τα 40 του ήταν απλός στιχουργός, καμία σχέση με τις ανατριχίλες που μας προσέφερε μετά. Αλλά όταν αποκαλούν κάτι τέτοιο "ποίημα" τη στιγμή που τον ίδιο όρο θα χρησιμοποιούσαν για τον Baudelaire, την Dickinson και τον Rilke αν τους ήξεραν, όχι. Όχι, όχι. Εκεί τους πυροβολείς στο κεφάλι από απόσταση που δε θα σε πιτσιλίσουν.

Δεν είναι κακό να γράφει κανείς ερασιτεχνικά, τουλάχιστον εγώ δε νοιώθω τύψεις τόση ώρα που το κάνω.
Και δεν είναι μεμπτό να νομίζεις πως γράφεις καλά. Δεν είναι κακό να προσπαθείς για την τέλεια ρίμα.
Δεν σε κάνει κομπλεξικό το να βγάζεις φωτογραφίες που βλέπεις και σου αρέσουν.
Επί προσωπικού π.χ. θεωρώ πως μερικές φορές γράφω όμορφα. Και κάποιες φωτογραφίες μου τις επιδεικνύω με καμάρι.

Το πρόβλημά μου δεν είναι με όσους υπερεκτιμούν τον εαυτό τους, το πρόβλημά μου δεν είναι με όσους είναι νοητικά υποδεέστεροι του μεσημεριανού μου και νομίζουν πως είναι κάτι παραπάνω: είναι με αυτούς που φέρονται και αναλόγως.

Οπότε αν γράφετε στίχους και θεωρείτε πως γράφετε ποίηση, αν έχετε κάποιο blog και πιστεύετε πως η άποψή σας έχει μια χ βαρύτητα επιπλέον, αν βγάζετε φωτογραφίες και θεωρείτε τον εαυτό σας καλλιτέχνη φωτογράφο, μαγκιά σας. Την επόμενη φορά που θα φερθείτε ως κάτι που δεν είστε όμως, να είστε έτοιμοι να σας αντιμετωπίσουν σαν αυτό που είστε πραγματικά.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Αφορισμός #1

Τα πάντα είναι πολύ πιο απλά απ' όσο φαίνονται -και γι' αυτό είναι τόσο δύσκολο να τα αποδεχτούμε ως τέτοια.
Ποιος θα χωνέψει ποτέ πως γεννήθηκε για τα ευκολονόητα;

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Alles für etwas!

Πρώτη χαρμόσυνη μέρα στο νοσοκομείο για τα ολοκαίνουργια εργαστήρια της σεζόν. Μετά από την τεθλιμμένη αποχώρηση του έτερου ήμισυ και την παραδοσιακή αποχαιρετιστήρια τελετή εμφάνισης πυρετού της Χρύσας (αφροδίσια μεταδιδόμενο στέλεχος-παραλλαγή του πυρετού του χρυσού) ήγγικεν και πάλι η ώρα για συναρπαστικά εξάωρα στο εξωτικό Αλεξάνδρα.

Αυτή τη φορά, η περιπετειώδης εργαστηριακή πορεία μας ξεκινάει με τον συναρπαστικό κόσμο της πτέρυγας υψηλού κινδύνου. Οκτώ διαφορετικοί θάλαμοι, οκτώ διαφορετικές διαστάσεις περικλείουσες 19 κρεββάτια, 19 πίστες, αυλαίες, ονειροδρόμια έκστασης και νοήματος, όλα θεμελιωμένα μέσα στη διακριτική μυρωδιά οινοπνεύματος, αντισηπτικών και συνοδευόμενα από τους ήχους καρδιακών παλμών νέων ζωων (ηθελημένη απουσία τόνου) που ανυπομονούν να σπάσουν αμνιακούς σάκους, να ξεχυθούν στη δαιδαλώδη κολπική ευθεία και αποκηρύσσοντας κάθε παθολογία του μητρικού ξενιστή τους, να σκίσουν θριαμβευτικά το περίνεο κραυγάζοντας το νικηφόρο "ουαααααα".

Η δική μου δουλεία, ο δικός μου πίδακας αδρεναλίνης σε αυτό το μυστηριακό πολυεπίπεδο ονειρόκοσμο είναι να κάνω νοσηλεία, να καταγράφω εμβρυικούς παλμούς και μητρικές συστολές και να μαζεύω γόπες από τη λεκάνη με τη γλώσσα μου.
Για να επιτελέσω αυτή τη δύσκολη και θαυμαστή αποστολή, έχω στη διάθεσή μου 6 σετ των 60 λεπτών. Αν κάποια ευτυχής συγκυρία όπως το να μην γίνει πυρηνικός πόλεμος και να μην εισβάλλουν οι Νεφελίμ στον θάλαμο για να κλέψουν τη μπογιά από τα ντουβάρια, μου επιτρέψει να επιτελέσω επιτυχώς το καθήκον μου σε λιγότερο από 6 ώρες, τότε μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, όπως το να βολτάρω πάνω-κάτω στο διάδρομο, να διώχνω γιαγιάδες που μασάνε τις διακοσμητικές φτέρες, να παρακολουθώ τα τζάμια περιμένοντας να ξαναγίνουν άμμος, να κυνηγάω την φανταστική ουρά μου και να φαντάζομαι πως θα ήταν αν υπήρχε η στοιχειώδης λογική να με αφήσει κάποιος να πάω σε κάποιον χώρο καπνιστών. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα ασχολία είναι να δοκιμάζω τα νυστέρια στις φλέβες μου και να κάνω γονατοπατινάζ στο αίμα μου τραγουδώντας Έλβις.
Στατιστικές έδειξαν πως η φράση "ουμπά-μπαμπαλούμπα-ουμπά-μπαμπού" κατά την τέλεση μιας ιατρικής πράξης, αφήνει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης στους ασθενείς προς τη ζωή και τις ομορφιές της γενικότερα.

Αν κάποια στιγμή καταβληθώ από τις ριπές των ευθυνών που έχω λεοντόκαρδα ζωστεί, το ντουλάπι με την συνθηματική (προς αποφυγή κλοπών από ασθενείς) επιγραφή "ΦΑΡΜΑΚΑ", μας παρέχει με πολλά διαφορετικά σκευάσματα σιδήρου και βιταμινών καθώς και αντιβιοτικών. Τα τελευταία δεν έδειξαν την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα βέβαια όταν χορηγήθηκαν σε ενοχλητικούς επισκέπτες -όλοι επέζησαν παρά την ελπιδοφόρα ονομασία του σκευάσματος. Η χορήγηση μητροσυσπαστικών έδειξε να αποδίδει περισσότερους καρπούς, αλλά αναγκάστηκα να σταματήσω μετά τα απειλητικά γράμματα της καθαρίστριας.

Η προνοητικότητα των προϊσταμένων για την ασφάλεια του προσωπικού αποτελεί έναν θεμέλιο λίθο για το ηθικό μας και μια άσβεστη πηγή ενέργειας για το κουράγιο μας. Η ιδιοφυής τακτική του να μην ξέρεις ποτέ αν η τοποθέτηση φλεβοκαθετήρα προκαλεί τον θεό της ηπατίτιδας C και αν η μυρωδιά που αφήνει η σκουρόχρωμη μετανάστρια δεν είναι από τη σκορδαλιά αλλά τη γάγγραινα που σου κλείνει το μάτι, εμπνέουν ένα suspence που θα ζήλευε και ο Τζος, ο καρχαρίας από την ομώνυμη ταινία.

Η στιγμή του αποχαιρετισμού είναι πάντα μια δύσκολη και συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση με μια μικρή αλλά άξια κερδισμένη ολοκλήρωση. Η πραγμάτωση μιας αποδοτικής μελαγχολίας που παρηγορεί τον εαυτό της μέσω της γνώσης πως αύριο θα έχει πάλι την ευκαιρία να ανταγωνιστεί με τα πεπραγμένα και κεκτημένα του σήμερα. Μόνο γνωρίζοντας πως έχει τέσσερις ευκαιρίες ανά βδομάδα να υπερβεί τον εκάστοτε εαυτό του, μπορεί κάποιος στη θέση μου να παρηγορείται για το τέλος μιας τέτοιας συναρπαστικής, ουσιώδους και αλησμόνητης ημέρας.

Ευχαριστώ Αλεξάνδρα. Ευχαριστώ θάλαμε υψηλού κινδύνου.
Ευχαριστώ όλους όσους δε φοράνε καπότα.
Ευχαριστώ την ιατρική επιστήμη που μας επιτρέπει να είμαστε 6.5 δισεκατομμύρια χρήσιμες, όμορφες και άξιες λαμπρές ζωές.
Ευχαριστώ.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

post-it

Να βαλσαμώσω τα τσαλακωμένα σεντόνια
Να βρέχω 2 φορές τη μέρα την οδοντόβουρτσα
Να υπάρχει πάντα ζεστό ρακόμελο, σωστά βρασμένο
Να στρίβω τα τσιγάρα πιο ίσια και με γαλάζια χαρτάκια
Να θυμάμαι να επιστρέφω τις ταινίες
Να φτιάχνω καφέ με άρωμα φουντούκι
Να αγκαλιάζω το μαξιλάρι και να σου λέω πως σ' αγαπώ
Να ανάβω πολλά ρεσώ στις διακοπές ρεύματος
Να εισβάλλω στο μπάνιο
Να υπάρχουν παντού πολύχρωμα κοκκαλάκια για τα μαλλιά
Να μαγειρεύω για δύο
Να τρώω για μισό
Να έχω τζιν στην κάβα
Και κακάο στο ντουλάπι

Και να σταματήσω
Να σταματήσω επιτέλους

Μήπως και ξεγελαστώ.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

I got tha powah.

Κάθεστε στον υπολογιστή σας. Κάνετε ό,τι κάνετε, ή αν είστε σαν και μένα, απλώς εκείνη τη στιγμή δεν κάνετε κάτι άλλο, εκμεταλλευόμενοι το ατυχές δικαίωμα του να σπαταλάει κανείς τα νιάτα του κάνοντας απολύτως τίποτα. Τέσπα, κάνετε κάτι στον υπολογιστή που σας ευχαριστεί, έχετε κλειστεί έξω από τον κόσμο, μιλάτε με το ελενάκι_91 ή με τον κτηνάρας_datsun, ή κατεβάζετε μακρόπουλο σε remix agoraphobic nosebleed. Οι μέρες που η μαμά σας σάς έδερνε επειδή αλείφατε την παραπληγική γιαγιά σας με μερέντα, η πρώτη φορά που συνειδητοποιήσατε πως το προηγούμενο βράδυ πηδηχτήκατε με άτομο του ίδιου φύλου, η δέκατη φορά που δε σας σηκώθηκε και η τελευταία φορά που μιλήσατε με τον έρωτα της ζωής σας, ξεφτίζουν με κάθε κλικ αποβλάκωσης. Δυαδικά ρυάκια λήθης ρέεουν γλυκά-γλυκά στις φλέβες σας και ο χρόνος έχει σταματήσει να έχει σημασία, κυλά δεν κυλά. Στη μέση ενός κλικ, τα πάντα μαυρίζουν.

Κοιτάτε γύρω σας. Για τους τύπους κυρίως, γιατί δεν διακρίνετε ούτε ένα σημείο πιο ανοιχτού μαύρου -πόσο μάλλον κάτι πιο ευδιάκριτο. Ψαχουλεύετε με αυτή τη χάρη και βεβαιότητα που μας έχει χαρίσει η φύση μέσω των ανεπτυγμένων μας αισθήσεων. Πιάνετε το ποντίκι, λίγο πιο 'κει το τασάκι, το κουτί με τα μπισκότα, τον αναπτήρα, ξαναπιάνετε το κουτί με τα μπισκότα και τρώτε ένα, πάτε να ξαναβρείτε τον αναπτήρα αλλά δεν είναι εκεί που νομίζατε πως θυμόσασταν πως ήταν μερικά δευτερόλεπτα πριν, πιάνετε ένα πάκο σιντί, ένα σφηνάκι, ένα κουρδιστό χιμπατζή που χτυπάει ταμπούρλο (εδώ ήταν, είχα φάει τον κόσμο προχθες) και εν τέλει βρίσκετε τον αναπτήρα. Που είναι άδειος.

Στην άλλη άκρη του σπιτιού επικρατεί σιγή. Σταδιακά, ένα αχνό "τσιφ. τσιφ. τσιφ." ακούγεται στο βάθος. Όλο και πλησιάζει. Τσιφ. Τσιφ. Τσιφ. Σπίθα-σπίθα, έχοντας πάει το ανθρώπινο είδος 10.000 χρόνια πίσω, όταν οι Bic δεν υπήρχαν και το γρασίδι ήταν πιο πράσινο, το φως πιο λαμπρό, η γεύση πιο γλυκιά με φίλους περιστοιχισμένους, φτάνετε στον πίνακα του ηλεκτρικού. Ψαχουλεύετε, πιάνετε τη σειρά από ασφάλειες, όλες σηκωμένες. Χεχε. Συνεχίζετε, πιάνετε τον γενικό, όρθιος. Ψαχουλεύετε λίγο πιο πέρα και πιάνετε ένα βυζί. Πάτε παρακάτω... Τι; Τι βυζί ρε; Γυρνάτε πίσω, αλλά όπως και με τον αναπτήρα το βυζί έχει κάνει φτερά μες στο σκοτάδι. Συνεχίζετε απογοητευμένος το ψαχούλεμα για να βρείτε εν τέλει το ρελέ. Σηκωμένο.

"Διακοπή" συμπεραίνετε μεγαλοφυιώς. Αν δεν ήταν σκοτάδι ίσως βλέπατε και το προφεσορικό σήκωμα του δεξιού σας φρυδιού.

Κατά τον τρόπο που περιγράψαμε προηγουμένως, και αφού έχετε πιάσει διάφορα τρομακτικά πράγματα στο σκοτάδι, όπως τον Κθούλου, τον Αλαβάνο, τη Σαπφώ Νοταρά, το μπουρλότο, τον κομιστή και την τσιπούρα που είχατε προσπαθήσει να ψήσετε το '97 αλλά σας ξέφυγε, βρίσκετε τα κεριά. Τα ανάβετε και εύχεστε να είχατε γκόμενα και κρασί. Αγνοείτε την παρατήρηση του συνόλου των ζωντανών εγκεφαλικών σας κυττάρων πως οι διακόπτες φωτισμού μπορούν επίσης να κλείνουν τα φώτα -μεταξύ πολλών άλλων!- και πως δεν χρειάζεται να γίνει διακοπή για να ανάψετε κεριά. Εσείς εύχεστε να είχατε μια γκόμενα και ένα κρασί. Θα πίνατε λίγο στο πάτωμα, αυτή με την σατέν τουαλέτα της να γνέθει αστραπές ερωτισμού καθώς το φως των κεριών θα χορεύει πάνω της, εσείς άνετος, με τα 2 πάνω κουμπιά του πουκαμίσου ανοιχτά, το ένα πόδι λυγισμένο και το χέρι να στηρίζεται χαλαρά στο γόνατο. Αυτή χαϊδεύει το λαιμό της. Εσείς την ξεσκίζετε. Ωραίο πράμα οι διακοπές ρεύματος.

Τον έχετε παίξει ήδη 3 φορές, υποθέτουμε πως σας πήρε κάνα δεκάλεπτο η φορά, άλλα 15 λεπτά τα 2 κενά, μια ώρα έχει περάσει και το ρεύμα δεν έχει έρθει. Πάτε να κάνετε ένα μπάνιο, έχει ζεστό νερό γιατί τα καλοριφέρ ήταν αναμμένα. Βάζετε τα κεριά σε σειρά, γεμίζετε τη μπανιέρα, μπαίνετε μέσα. Σκέφτεστε τι ωραία που θα ήταν να είχατε μια γκόμενα τώρα εκεί. Αυτή απεναντί σας, καλυμμένη μέχρι τη βάση του λαιμού σαπουνάδες. Το ποτήρι κρασί στο χέρι, δεν είναι κάτι που αφήνουμε. Προσωπικά άμα δεν υπάρχει πλυμμένο κρασοπότηρο να κρατάω, εγώ δε μπορώ να χέσω. Εσείς κρατάτε το μπουκάλι επειδή το μπάνιο είναι για πιο μποέμ καταστάσεις, το γόνατό σας είναι και πάλι στήριγμα του μπράτσου σας και τα 2 πάνω κουμπιά του πουκαμίσου ανοιχτά. Αυτή σας προτείνει να το βγάλετε ενώ κάνετε μπάνιο. Εσείς την ξεσκίζετε. Ωραίο πράμα οι διακοπές ρεύματος.

Ξυπνάτε μια ώρα μετά, τυφλωμένος από το ταυτόχρονο άναμμα όλων των φωτιστικών, μέσα σε μια μάζα υγρού πάγου, δίπλα σε κεριά που έχουν στάξει λιωμένα παντού. Το τροφοδοτικό σας έχει καεί, έχετε πάθει πάρεση από την ψύξη και άμα γουστάρω, στην επόμενη πρόταση σας έχω γλιστρήσει κι όλας. Εύχεστε να μην είχατε ξεσκίσει δυο γκόμενες δίπλα σε κεριά και μέσα στο μυαλό σας, να μην είχε μείνει εκείνο το κλικ στη μέση, να μη σας έδερνε η μάνα σας μικρό, να μην είχατε γαμήσει το Μπάμπη, να σας είχε σηκωθεί έστω και με τη δέκατη προσπάθεια και ο έρωτας της ζωής σας να μην ήταν συνδικαλίστρια υπέρ των απεργιακών κινητοποιήσεων της ΔΕΗ.

Σελαβί.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Old skool.

Strip the hero of his skin
and see the freak show within
An attic space in the house of sin
With pompadours and paraffin
She strokes your hair and says with a grin
"Here's the door but don't come in
Come back when you're younger"

Someone asked me, "Why is youth
Wasted on the rude and uncouth
Blinded on cheap vermouth
A would be poet in Duluth
Short on time, long in the tooth
Fantasies of John Wilkes Booth
Come back when you're younger
Come back when you're younger"

She dreams of an older man
Who holds delusions he still can
Deny he's an also-run
Clutching to an empty plan
"Come and sit on my divan
Don't say a word I'm your biggest fan"
Come back when you're younger

Better minds and bigger hearts
Larger scale and cheaper parts
Faded patrons of the arts
High heeled post-operation tarts
Bitter ale and blunted darts
Sliding quickly down the charts
Come back when you're younger
Come back when you're younger
Come back when you're younger