Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

La Chute.



Ι.

Ο άνδρας με το κυπαρισσί παλτό περπατά βιαστικός με τα χέρια στις τσέπες. Στα χείλη του σφίγγει ένα σαλιωμένο τσιγάρο που κοντεύει να τελειώσει. Οι πλάτες του είναι γειρτές, το πρόσωπό του βλοσυρό και τα πυκνά μαύρα φρύδια του σκιάζουν τις βαθουλωμένες κόγχες των ματιών του.

Κοντά στη μέση της γέφυρας κοντοστέκεται, το κορμί του ισιώνει, ένα ανεπαίσθητο ανασήκωμα των φρυδιών του αφήνει το φως από τις λάμπες φυσικού αερίου να γυαλίσει κίτρινο στο υγρό των ματιών του -μόνο για μια στιγμή. Σκύβοντας πάλι τους ώμους και ρουφώντας το τσιγάρο του, προσπερνά τον άνδρα που ετοιμάζεται να πηδήξει από τη γέφυρα και μουρμουρίζει βαριεστημένα και με σφιχτά χείλη "όπως τη βρίσκει κανείς".

Ο άνδρας που ετοιμάζεται να πηδήξει γυρνά και κοιτά τον άνδρα με το κυπαρισσί παλτό -τον έχει ακούσει- και μετά από ένα μικρό δισταγμό φωνάζει "τότε εύχομαι να κολυμπούσες από κάτω".

Ο άνδρας με το κυπαρισσί παλτό γυρνά και κοιτά τον άνδρα που ετοιμάζεται να πηδήξει, ρουφά το τσιγάρο του και αρχίζει να περπατά πίσω προς την άκρη της γέφυρας.

ΙΙ.

-Το κάνεις στα σοβαρά;
-Όχι, το κάνω για πλάκα κάθε δεύτερο Σάββατο.

Ο άνδρας με το κυπαρισσί παλτό κοιτά βλοσυρός.

-Ναι, σοβαρά το κάνω.
-Γιατί;
-Για πλάκα.

Ο άνδρας που ετοιμάζεται να πηδήξει δεν αστειεύεται.

-Τι δουλειά κάνετε;
-Είμαι ξενοδόχος.
-Εγώ είμαι λογιστής.
-Θα μπορούσαμε να συνεργαζόμασταν αν τα πράγματα ήταν αλλιώς.
-Ναι, μα εσείς θα πηδήξετε.
-Βεβαίως.

Ο άνδρας με το κυπαρισσί παλτό πιάνει το κρύο κιγκλίδωμα και περνά από πάνω του.
Στέκεται δίπλα στον άνδρα που ετοιμάζεται να πηδήξει.

-Τι κάνετε;
-Είναι το δεύτερο Σάββατο του Φλεβάρη...
-Αφήστε με ήσυχο λοιπόν, τι ζητάτε από εμένα;
-Τίποτα.
-Γιατί με εμπαίζετε; Δε μπορώ να έχω την τελευταία στιγμή για μένα;
-Ίσως αν τα πράγματα ήταν αλλιώς.

ΙΙΙ.

-Μην προσπαθείτε να με σταματήσετε.
-Δεν προσπαθώ και δεν σκοπεύω να το κάνω.
-Τότε τι κάνετε εδώ διάβολε;
-Ειλικρινά;
-Ναι, ειλικρινά.
-Έχω σκεφτεί χιλιάδες φορές να κάνω αυτό που κάνετε. Μα όπως η παρουσία μου καθιστά προφανές, δεν το έχω κάνει ποτέ. Απλώς το σκεφτόμουν.
-Δε θα ήθελα να με ζηλεύετε.
-Ω, ορίστε, χαμογελάτε, χαμογελάτε. Γι' αυτό είμαι εδώ.
-Είπατε πως δε θα προσπαθήσετε-
-Τουναντίον αγαπητέ μου, εύχομαι να είστε συνεπής στο λόγο σας.
-Γιατί λοιπόν; Τι έχετε να κερδίσετε εσείς από την πτώση μου;
-Όπως σας έλεγα, δεν έχω τολμήσει ποτέ να κάνω αυτό που κάνετε τώρα. Με το να βρίσκομαι εδώ, με το να μην έχει αλλάξει τίποτα στη δειλή μου θέληση να το κάνω, είναι σα να το ζω λίγο πιο πραγματικά απ' ότι στη φαντασία μου...
-Μα εν τέλει δε θα πηδήξετε.
-Ναι, γι' αυτό ελπίζω πως θα πηδήξετε εσείς. Εγώ θέλω να πηδήξω, στέκω εδώ στο χείλος της γέφυρας, το τέλος με περιμένει πολλά μέτρα και πολλούς βαθμούς κελσίου χαμηλότερα, μα εν τέλει...
-Εν τέλει θα πηδήξω εγώ.
-Σωστά. Θα το έχω ζήσει λίγο παραπάνω απ' ότι στη φαντασία μου, μια πλήρης πράξη, η ευχή, η γέφυρα, οι δισταγμοί και στο τέλος... Στο τέλος, η πτώση. Δεν έχει σημασία ποιανού, απλώς μια πτώση.
-Δεν έχετε άδικο. Στο τέλος, απλώς κάποιος πρέπει να πέσει.

IV.

-Και τι σας οδήγησε εσάς, έναν καλοντυμένο ξενοδόχο...
-Η ανία.
-Η ανία.
-Μάλιστα, η ανία.
-Αδυνατώ.
-Τα έχω όλα καλέ μου κύριε. Είναι πιο ξεκάθαρο τώρα;
-Ομολογώ πως μάλλον με μπερδέψατε περισσότερο...
-Δεν μένει τίποτε άλλο να επιτύχω. Να κερδίσω. Να κυνηγήσω.
-Να σας συμβεί όμως;
-Κάτι κακό σίγουρα, κάτι καλύτερο αποκλείεται.
-Είστε πάντα τόσο βέβαιος;
-Είμαι διαισθητικός τύπος.
-Έχετε ωραίο χαμόγελο.
-Το εξασκούσα καιρό για να το πετύχω.
-Και ακόμα και μια κακή αλλαγή δηλαδή, δε θα σας ικανοποιούσε... Αυτό δε λέτε;
-Μια κακή αλλαγή για κάποιον που τα έχει όλα, είναι απλώς ένα πισωγύρισμα.
-Ναι μα τότε θα έπρεπε να ξανακερδίσετε κάτι.
-Δεν ενδιαφέρομαι, το κέρδισα μία φορά, η φιλοδοξία πληρώθηκε, έληξε.
-Καταλαβαίνω δίχως να σας συμπονώ.
-Εσείς; Γιατί;
-Γιατί το σκέφτηκα;
-Γιατί δε το κάνατε.

Ο άνδρας με το κυπαρισσί παλτό κοιτά τον άνδρα που ετοιμάζεται να πηδήξει και στα παχιά του χείλη δύει ένα αδρό χαμόγελο.
-Για την πλάκα.

V.

Δυο άνδρες στέκονται στο χείλος μιας γέφυρας και συζητούν κοιτώντας την απέναντι όχθη.
Τέσσερα μισά σόλας πατούν στη σιδερένια δοκό, τέσσερα μισά σόλας βρίσκονται στον αέρα.

-Να σας προσφέρω ένα τσιγάρο;
-Δεν καπνίζω.
-Τι σημασία έχει τώρα πια;
-Θα ήταν πισωγύρισμα.
-Α, σωστά, έχετε δίκιο.
-Και τι βρίσκετε διασκεδαστικό;
-Διάβολε, μου έπεσε ο αναπτήρας στο ποτάμι.
-Μπορούμε να ζητήσουμε φωτιά από κάποιον περαστικό.

Οι δυο άνδρες ανταλλάσουν συνωμοτικά χαμόγελα.

-Διασκεδαστικό είναι να βλέπεις τον μοναδικό, κάθε φορά, τρόπο που το μικρό καρυδότσουφλο που έχει ο καθένας μας για ζωή, γλυτώνει από τον καταποντισμό του εκάστοτε μεγάλου κύμματος. Άλλοτε καταπίνεις νερό, άλλοτε χάνεις ένα κουπί, ξέρετε τώρα, τίποτα δεν είναι χωρίς απώλειες... Χτίζεις ένα σπίτι και σου λιώνει ένα τούβλο το δάχτυλο, υπογράφεις ένα συμβόλαιο και βάζεις κάτι υποθήκη, πας να τα τελειώσεις όλα και εμφανίζεται ένας τύπος που σπέρνει αναπτήρες σε ποτάμια... Μα στο τέλος δε μπορείς παρά να εκτιμήσεις την εφευρετικότητα της ζωής και την απίστευτης καλαισθησίας ειρωνεία της -ακόμα κι αν είναι εις βάρος σου. Σιωπάτε, σας κάνω να πλήττετε τις τελευταίες σας στιγμές;
-Καθόλου, συνεχίστε.
-Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω... Δε τα λέω για να σας πείσω άλλωστε, δεν είμαι δικηγόρος... Ούτε και ποιητής. Έχω μονάχα μια ερώτηση.
-Ακούω.
-Εσείς που ως επάγγελμα έχετε να ημερεύετε φιλοδοξίες, έχετε καταφέρει ποτέ να αρκεστείτε;

Ο άνδρας που είναι έτοιμος να πηδήξει κοιτά τον άνδρα με το κυπαρισσί παλτό.

-Είπατε πως δε θα προσπαθήσετε να με σταματήσετε.
-Και σας είπα πως θέλω την πράξη πλήρη. Τίποτα το ασυνείδητο δεν είναι πλήρες.

Ο άνδρας που είναι έτοιμος να πηδήξει περνάει το ένα του πόδι πάνω από το κιγκλίδωμα.

-Δεν έχετε άδικο κύριε. Το να καταφέρνεις ό,τι έχεις βάλει στο νου σου, είναι απλώς μια αναβολή -του να καταφέρεις εν τέλει τον ίδιο το νου σου.

Ο άνδρας που είναι έτοιμος να πηδήξει περνά και το άλλο του πόδι -στέκεται τώρα στην ασφαλή μεριά.

-Ελάτε, πάμε να σας κεράσω έναν καφέ...

Γυρνά στον άνδρα με το κυπαρισσί παλτό που πια δεν είναι εκεί.
Μερικές στιγμές αργότερα, ακούγεται ο ήχος ενός μεγάλου αντικειμένου που πέφτει στο νερό.


~


Credits στην Ειρήνη που μου επεσήμανε πως η αρχή του La fille sur le pont της έφερνε στο νου την Πτώση του Albert Camus.

4 σχόλια:

  1. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν επιλέγουν μια γέφυρα πάνω από δρόμο ή φαράγγι και πάνε σε ποτάμια.

    Φοβούνται μήπως ότι θα πεθάνουν στα σίγουρα?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε γενικές γραμμές, αν το ύψος είναι επαρκές, η επιφανειακή τάση του νερού αντισταθμίζει την σκληρότητα του εδάφους. Επιπλέον, τα ενδεχόμενα πνιγμού κάποιου που είναι ημιαναίσθητος (ή εντελώς αναίσθητος) στο νερό φορώντας χειμωνιάτικα ρούχα και η σχεδόν βέβαιη υποθερμία...

    Ενδιαφέρεσαι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Άρα παίζει και μαζοχισμός στη μέση.

    Όχι.Ποτέ δεν ξέρεις όμως τι μπορεί να φανεί χρήσιμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "Μερικές στιγμές αργότερα, ακούγεται ο ήχος ενός μεγάλου αντικειμένου που πέφτει στο νερό."

    "Διάολε! Μου έπεσαν και τα τσιγάρα μου!"

    (ποτέ δεν μου άρεσαν τα comments κάτω από τα κείμενα, ειδικά στην περίπτωση που θυμίζουν και σε μένα την Πτώση)

    ΑπάντησηΔιαγραφή