Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Το σάρκινο λάστιχο.

Αυτό το κείμενο γράφτηκε υπό την επήρρεια βαρεμάρας.
Είναι το αιτιατό της κατάστασης -ή έλλειψης κατάστασης- αυτής.

Τα παρακάτω γράφτηκαν ελλείψει φαντασίας και οποιασδήποτε συγκεκριμένης επιθυμίας οπότε είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως τα επίπεδα ντοπαμίνης δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη δόμηση του κειμένου.


Στην απόπειρα ανατόμησης της βαρεμάρας, θα χρειαστεί να κάνουμε ορισμένες -εμπειρικές ως επί το πλείστον- παραδοχές τις οποίες αργότερα θα αντιμετωπίζουμε ως αυταπόδεικτα δεδομένα-βάσεις, σαν ένα μαθηματικό αξίωμα αλλά στη φιλοσοφική του μορφή!

Ξεκινάμε.

Αξίωμα πρώτο: η βαρεμάρα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το αίσθημα πληρότητας και κάλυψης βασικών αναγκών.

Δεν νομίζω οι άστεγοι να βαριούνται -δε νομίζω τα παιδάκια της Σομαλίας να βαριούνται. Ένας σημαντικός παράγοντας που αντιτάσσεται σε αυτή τη λογική είναι βέβαια ο Χρόνος, αλλά μιας και η βαρεμάρα χωράει και σε έναν αναστεναγμό, όποτε και αν σκοτώσει η σηψαιμία κάποιον ζητιάνο ή το AIDS κάποιο Σομαλάκι, θα είχε την ευκαιρία να τη βιώσει έστω και μια φορά. Αμφιβάλλω όμως αν αυτό συμβαίνει. Πόρισμα: δεν βαριέται κανείς μη έχοντας εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Αξίωμα δεύτερο: η βαρεμάρα είναι μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο του υλικού πλουραλισμού.

Σε γενικές γραμμές, ο εχθρός της βαρεμάρας είναι η διάθεση. Η μαμά της διάθεσης είναι το κίνητρο, κάτι που αποκαλύπτεται από την απαρεμφατική σύνταξη του "έχω διάθεση να κάνω κάτι". Όταν το κίνητρο απουσιάζει, αυτή την μικρή ψυχική πολυθρόνα που μένει κενή, την καταλαμβάνει η βαρεμάρα. Είναι δόκιμο λοιπόν να υποθέσουμε πως όταν οι υλικές μας επιθυμίες έχουν υπερκαλυφθεί τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, η διάθεση περαιτέρω ανάπτυξης και επανάληψής τους φθείρεται.

Αξίωμα τρίτο: η βαρεμάρα είναι το μοναδικό ατελέσφορο συναίσθημα.

Αυταπόδεικτο -κάτι που αντιτίθεται σε κάθε μορφή συνειδητής ή μη δημιουργικότητας, είναι απλώς χαμένος ζωτικός χρόνος. Ακόμα και η απελπισία, η οργή και η ζήλεια μπορούν να εκφραστούν δημιουργικά ή έστω να δημιουργήσουν την αυτοδιάθεση να καταπολεμηθούν -η βαρεμάρα είναι διάφορη της αυτοδιάθεσης.

Ο Αρθούρος Σοπενάουερ, χρησιμοποιούσε την ύπαρξη της βαρεμάρας ως αποδεικτικό στοιχείο για την ματαιότητα της ζωής. Όση περιττή και αν θεωρώ πως είναι μια τέτοια απόδειξη μετά από 10.000 χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών εύρεσης ενός ενιαίου συλλογικού νοήματος της ύπαρξης, η προσέγγιση ήταν καλή. Υποστήριζε λοιπόν, ο παρεξηγημένος Αρθούρος, πως εάν η ζωή είχε νόημα, θα βρίσκαμε την επάρκεια μόνο μέσω του ζειν -η βαρεμάρα ήταν η απόδειξη του ατελούς, της έλλειψης μιας καθολικής ουσίας στο να ξυπνάει κανείς κάθε μέρα μέχρι να μην είναι πια στο χέρι του.

Ο Χάιντιγκερ επέμενε πως η αιτία της βαρεμάρας είναι η αναμονή. Δεν είχα την ευκαιρία να γνωριστώ με τον κύριο και μαθαίνω πως τελευταία δεν είναι ιδιαίτερα ομιλητικός, αλλά φοβάμαι πως θα διαφωνήσω προτάσσοντας την εκδικητική μου φύση: μπορώ να ανυπομονώ περιμένοντας και όταν ανυπομονώ, δεν βαριέμαι.

Η διάρκεια της αναμονής βέβαια, εντάσσει στην κουβέντα την γριά αδερφή της, την υπομονή και αναπόφευκτα και τον κύριο Κίρκεγκαρντ ο οποίος -σε πλήρη συμφωνία με τον γράφων- είχε διατυπώσει αρκούντως έμμεσα πως κάθε στιγμή της ζωής μας διακατέχεται εκ βαθέων και εξ ορισμού από βαρεμάρα. Η αφελής μα και χαριτωμένη του παρατήρηση πως δεν υπάρχει τρόπος αναπαράστασης της υπομονής σε καμία τέχνη θα μπορούσε να παραπέμπει σε αυτό του το πιστεύω -προσωπικά προτιμώ απλώς να θεωρώ την υπομονή ως το άθροισμα πολλαπλών παραγόντων όπως αντιμετωπίζεται και η σοδειά σε ένα χωράφι, είναι απλώς μακρυπρόθεσμα σχεδιασμένος συγχρονισμός που η ανθρώπινη εγωπάθεια διαχώρισε από την αναμονή: είναι το ίδιο πράγμα, απλώς κατά την υπομονή η επιθυμία του αποτελέσματος είναι μεγαλύτερη.

Έχουμε λοιπόν 3 διαφορετικές αντιμετωπίσεις από 3 διαφορετικούς υπαρξιστές.
Ο κος Σοπενάουερ χρησιμοποιεί την βαρεμάρα όπως θα χρησιμοποιούσε μια -συγχωρήστε τα Γαλλικά μου- κουράδα. Για να υπάρχει αυτή, υπάρχει και ο βόθρος.
Ο κος Χάιντιγκερ είναι πιο αισιόδοξος: την αντιμετωπίζει ως ασθένεια και προσπαθεί να βρει την αιτία και επαγωγικά τη θεραπεία.
Τέλος ο κος Κίρκεγκαρντ με μια εντελώς καλοπροαίρετη προσέγγιση, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την βαρεμάρα, κατατάσσοντάς την στα "απλώς και a priori υφιστάμενα".

Τα ένσημα φυσικά πάνε στον κύριο Χάιντιγκερ που πυροβόλησε το φάντασμα.

Έχοντας λοιπόν έναν άνθρωπο, έναν αστό του 2008, με καλυμμένες τις βασικές του ανάγκες και με μια σχετική πολυτέλεια ζωής, είναι εντελώς δόκιμο -παρά την τήρηση των 2 αξιωμάτων που θέσαμε αρχικά- να επισκοπούμε το παράδοξο: τι παραπάνω χρειάζεται κανείς για να μην βαριέται; Χρειάζεται μήπως την έλλειψη; Είναι η δυναμική ισορροπία ύλης-πνεύματος που κάνει το δεύτερο να εκκενώνεται όταν το πρώτο ξεχειλίζει; Κάποιος με την δυνατότητα να αξιοποιήσει κάθε ενδιαφέρον του δημιουργικά, μήπως περιορίζεται από την πολυτέλεια που του χαρίζει η δυνατότητα αναβολής αυτού;

Προσοχή όμως: η βαρεμάρα ίσως έχει πηγή -έχει όμως ερέθισμα; Ο χαμός ενός αγαπημένου, οι ζαρτιέρες, η Bayern Munich στην κορυφή του Champions League και το λαχανόρυζο για δείπνο αποτελούν το καθένα ένα ερέθισμα για το αντίστοιχο συναίσθημα. Η βαρεμάρα, τι έχει ως ερέθισμα;

Την έλλειψη όλων των υπολοίπων.
Το cliche πόρισμα λοιπόν, παραμένει το ίδιο: η βαρεμάρα δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος, ούτε ψυχολογικά ούτε ορμονικά -μόνο μέσω της απουσίας κάποιου συναισθήματος υπολογίζεται. Και εικάζω πως πολλά μικρά πράγματα τα οποία ποτέ δεν είχαν την τιμή να χαίρουν της σημασίας μας μπορούν να γεμίσουν ένα μεγάλο κενό.

Γράφω τόση ώρα για τη βαρεμάρα -έχω σταματήσει να βαριέμαι από το πρώτο λεπτό.
Είναι το ίδιο ένα λεπτό σιγής από το προηγούμενο, αλλά απείρως πληρέστερο.
Και το απείρως νοείται κυριολεκτικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου