Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Intercity



I

Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μια κανονική, συνηθισμένη μέρα, από αυτές που αποκαλούμε απλώς με το εβδομαδιαίο τους όνομα και που τίποτα άλλο δεν έχουμε να πούμε γι' αυτές, που αν θελήσουμε να τις ξεχωρίσουμε απ' τις συνονόματές τους, απλώς θα κοτσάρουμε δίπλα έναν αριθμό -κάτι στο οποίο δεν θα μπούμε ποτέ στον κόπο να κάνουμε, γιατί κανέναν λόγο δεν έχουμε να θέλουμε να τις ξεχωρίσουμε, μια τέτοια μικρή και παρερχόμενη μέρα ήταν όταν τα τραίνα σταμάτησαν να περνούν.

Τα παιδάκια στα μικρά χωριά δεν χρειάστηκε να διακόψουν το παιχνίδι τους δίπλα στις ράγες για να περάσει σαν σίφουνας η αμαξοστοιχία των 3.47 που καταδεχόταν να σταθμεύσει μόνο σε μεγάλες πόλεις. Κάποιος φοιτητής δεν μπόρεσε να γυρίσει στο σπίτι του για να δει τους γονείς του εκείνη τη μέρα. Σίγουρα κάποια αντιπροσωπεία έχασε πολλά λεφτά επειδή δεν μπόρεσε να κουβαλήσει τα αυτοκίνητα που πουλούσε σε κάποιο επαρχιακό παράρτημα. Και δεν αμφιβάλλω καθόλου, πως κάποιο ερωτευμένο ζευγάρι αναγκάστηκε να αναβάλλει επ' αόριστον μια πολυαναμενόμενη συνάντηση.

Από την άλλη μεριά, ο κύριος που ζούσε στην οδό Αλκυονίδων 14, σίγουρα δεν παραπονέθηκε. Για πρώτη φορά από τότε που μετακόμισε σε εκείνο το σπίτι, δεν ξύπνησε στις 6.13 το πρωί από το τραίνο που περνούσε βουίζοντας λίγα μέτρα έξω από την αυλή του. Και αναμφίβολα δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα με αυτή τη ρουτίνα εάν ο κύριος Αλκυονίδας εργαζόταν πρωί και έπρεπε να διασχίσει ένα μεγάλο μέρος της πόλης που έμενε -μα δυστυχώς η μοναδική δουλειά στην οποία ήταν καλός ήταν να είναι νυχτοφύλακας. Αυτό αποδεικνυόταν εξάλλου και από το γεγονός πως έκανε αυτή τη δουλειά από τα 16 του.
Είχε γίνει πια ειδικός στο να ανεμίζει αυταρχικά το φακό του και να περπατά σαν στρατηγό που επιθεωρεί μια αμφίβολης αποτελεσματικότητας μεραρχία -πράγμα που εκνεύριζε πολύ τις νυχτερίδες και τους αρουραίους μα και που φυσικά τους έδειχνε και ποιος είναι το αφεντικό. Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον κύριο Αλκυονίδα, επαγγελματία νυχτοφύλακα με εμπειρία που θα ζήλευαν πολλοί κοκορόμυαλοι σε επαγγέλματα που την δική του εξουσία την φαντάζονταν μόνο στον ύπνο τους.

Όταν το ρολόι έδειξε 6.04, ο κύριος Αλκυονίδας ένοιωσε την προσταγή της κύστης του να διακόπτει το υπέροχο όνειρο που έβλεπε και στο οποίο πρωταγωνιστούσε αυτός και οι δύο κόρες του γείτονα. Σιχτιρίζοντας που τον έκοψαν (ποιοι;) πάνω στο καλύτερο, ξεκίνησε να βαδίζει μεγαλοπρεπώς -σωβρακοφανέλα και απ' όλα- προς τον πορσελάνινο θρόνο του, στον οποίο συχνά διαλογιζόταν τις αλλαγές που λάβαιναν χώρα συχνά-πυκνά στη ζωή του, όπως πχ τη λάμπα περισσότερων watt που έβαλε στον φακό του και το πως θα έκανε έτσι καψώνι στις νυχτερίδες ή το ποντικοφάρμακο που είχε βάλει μέσα σε λουκανικάκια Φρανκφούρτης -μια διαδικασία τελεσμένη με προσήλωση και προσοχή, που του είχε πάρει αρκετές ώρες καθώς δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχαν αρουραίοι που θα μπορούσαν να προβλέψουν την κίνησή του αυτή. Ο κύριος Αλκυονίδας ήταν πάνω απ' όλα ρεαλιστής και μετριόφρων και δεν υποτιμούσε ποτέ την νοημοσύνη του αντιπάλου του έναντι της δικής του. Ποτέ δεν ξέρεις αν ένας αρουραίος μια μέρα αποδεικνυόταν πιο έξυπνος απ' αυτόν.
Ενώ λοιπόν η ευγενής διαδικασία ολοκληρωνόταν με βιασύνη, μπας και υπήρχε ελπίδα να αναστηθεί το όνειρο από εκεί που αφέθηκε, ο κύριος Αλκυονίδας έκανε την σημαντικότερη κίνηση της ζωής του -ακόμα και αν τότε δεν το γνώριζε ακόμα: κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν 6.06 και ο κύριος Αλκυονίδας έκανε τη λαμπρή σκέψη να περιμένει να ακούσει το τραίνο μια μοναδική φορά ήδη ξύπνιος. Υπολόγιζε, βλέπετε, μέσα στην έκστασή του, στο ότι αυτή τη φορά δεν θα τον έπιανε προ εκπλήξεως, δεν θα τον τάραζε ενώ ήταν στην πιο γλυκειά φάση του λήθαργού του και θα κατάφερνε να κοιμηθεί. Ενθουσιασμένος που κατάφερε να ξεγελάσει με τέτοιο σατανικό τρόπο την φασαριόζικη Νέμεσή του, έστω και κατά λάθος, ο κύριος Αλκυονίδας έτριψε χαρωπός τα χέρια του και κάθισε στο κρεβάτι του με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι στο χέρι του.

6.08. Πέντε ολοστρόγγυλα λεπτά μέχρι την κορύφωση της εκδίκησής του.
6.09. Σε τέσσερα λεπτά θα το άκουγε, θα το άκουγε χωρίς να τον τρομάξει, αγέρωχα.
6.10. "Έλα λοιπόν γαμημένο, σήμερα σε περιμένω. Να δούμε πόσο μετράς τώρα που είμαι προετοιμασμένος".
6.11. Σε δύο μόλις λεπτά θα το ταπείνωνε, θα το εξευτέλιζε. Αυτό θα ερχόταν φουριόζικο να τον αναστατώσει και αυτός θα κοιτούσε το ταβάνι του χαμογελώντας αδιάφορα.
6.12. "Πενηνταοχτώ, πενηνταεφτ...πενηνταεφτά... Πενηνταέξι..."
6.13 "...ΜΗΔΕΝ!!!"

Μαύρη σιωπή έπεσε στον κόσμο. Τα άδοξα δευτερόλεπτα των 6.13 ηχούσαν σε όλο το σύμπαν. Κανένας σουμιές δεν έτριξε. Καμιά πόρτα, κανένας μεντεσές, κανένα βάζο. Οι τοίχοι δεν βούηξαν. Τίποτα.
Ο κύριος Αλκυονίδης καθόταν αποσβολωμένος και κοιτούσε το κενό, με το αδιάφορο χαμόγελο ακόμα παγωμένο στο πρόσωπό του. Η πρώτη του κίνηση ήταν να χτυπήσει ελαφρά το ρολόι του με το δάχτυλό του. Η δεύτερη, να τρέξει στην αυλή και να σταθεί πάνω στις ράγες κοιτάζοντας σαν μανιακός δεξιά και αριστερά. Του είχε ξεφύγει. Τον είχε ξεγελάσει. Προφανώς επρόκειτο για έναν αντίπαλο για τον οποίο οι πατέντες με τα λουκανικάκια Φρανκφούρτης θα αποδεικνύονταν μάταιες.
Ο κύριος Αλκυονίδης δεν κοιμήθηκε εκείνο το πρωινό. Αρνούμενος να παραδεχτεί σε οποιονδήποτε αόρατο παρατηρητή πως το τραίνο δεν πέρασε, έφτιαξε καφέ όπως κάθε άλλη μέρα που η αμαξοστοιχία των 6.13 τον τίναζε από το κρεβάτι. Σχεδίαζε όμως την εκδίκησή του. Απέραντες μεταβλητές στρατηγικών πλημμύριζαν το κεφάλι του, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν την ρεβάνς. Δεν πήρε τα κυάλια του όταν οι κόρες του γείτονα γύρισαν από το σχολείο και ξέχασε να πάρει μαζί του τα λουκανικάκια στη δουλειά. Κλεισμένος σε μια σιωπή τόσο βαρειά όσο και αυτή που τον περικύκλωσε στις 6.13, ο κύριος Αλκυονίδης πήρε την απόφασή του: θα έστηνε καρτέρι. Για όσες μέρες χρειαζόταν. Δεν έκανε άλλωστε καμία διαφορά, θα ήταν όπως τις άλλες φορές που τον ξυπνούσε -ίσα-ίσα που τώρα θα ξυπνούσε και πιο ήρεμα. Κάποια στιγμή το τραίνο θα περνούσε. Αυτό είχε πρόγραμμα, είχε υποχρέωση. Αυτός είχε την πολυτέλεια να το παραμονεύει κάθε γαμημένη μέρα και αυτό θα έκανε. Για κανένα λόγο δε θα έχανε μια τόσο εύκολη όσο και ένδοξη μάχη.

II

Το ρολόι έδειχνε 6.10 όταν ο κύριος Αλκυονίδης καθόταν δίπλα σε δύο άδειες κούπες καφέ και ένα τασάκι με έξι σβησμένα τσιγάρα. Ήταν η τέταρτη κατά σειρά μέρα που το τραίνο δεν είχε περάσει και το σκηνικό ήταν διαφορετικό. Πρώτα-πρώτα, ο κύριος Αλκυονίδης δε φορούσε πια ρολόι. Το είχε πετάξει την προηγούμενη μέρα από το παράθυρο στις 6.14 αφού το χτύπησε ελαφρά με το δάχτυλο (αυτό είχε επίσης ως αποτέλεσμα το τζάμι να είναι σπασμένο). Μια ακόμη αλλαγή ήταν τα μάτια του κυρίου Αλκυονίδη, το ασπράδι των οποίων ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά στολισμένο με πορφυρά δεντράκια αγγείων, αποτέλεσμα της αϋπνίας που του προκάλεσαν η αναμονή, η εμμονή και το ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεσμένου καφέ.

Ο λεπτοδείκτης του ρολογιού κινήθηκε στο λεπτό υπ' αριθμόν 12. Ο κύριος Αλκυονίδης δε μπορούσε φυσικά να το δει αυτό καθώς το ρολόι βρισκόταν χωμένο μέσα στα αγριόχορτα έξω από την αυλή, αλλά δεν είχε καμία τέτοια ανάγκη. Βλέπετε, από την δεύτερη μέρα ο κύριος Αλκυονίδης μετρούσε αντίστροφα τα λεπτά μέχρι τις 6.13 και όταν το τραίνο δεν ερχόταν, ξεκινούσε πάλι για το επόμενο 24ωρο. Φυσικά για να το καταφέρει αυτό έπρεπε να μην λαγοκοιμηθεί ούτε λεπτό (εξού και οι καφέδες) μα και δεν έπρεπε τίποτα να του αποσπάσει την προσοχή -γι' αυτό και δεν είχε πάει καθόλου στη δουλειά του. Αντ' αυτού, καθόταν ολόκληρα 24ωρα ξύπνιος, μετρώντας ξανά και ξανά 86.400 ανακυκλώμενα δευτερόλεπτα.

Την έκτη μέρα ο κύριος Αλκυονίδης κατάλαβε πως είχε ηττηθεί. Όμως δεν επρόκειτο να παραδοθεί ποτέ. Η ώρα ήταν 5.48. Καμπουριαστός πάνω στο τραπέζι, είχε στερεώσει το φακό του έτσι ώστε να φέγγει επάνω στα μάτια του και πλέον μασούσε άκοπο τον καφέ. Μισούσε τα τραίνα, τα ρολόγια, τα πάντα. Μισούσε τους αριθμούς, τα δευτερόλεπτα, το χρόνο που σπαταλούσε σε αυτή την απάνθρωπη μάχη που έπρεπε να κερδίσει για όλες τις αρχές του, φανταζόταν τους αρουραίους να κάνουν πάρτυ πάνω στα αφύλαχτα κιβώτια -έφερε πιο κοντά του τα λουκανικάκια που πλέον ανέδυαν μια φρικτή αποφορά-, φανταζόταν τις νυχτερίδες να χορεύουν καν-καν ενώ οι αρουραίοι έπαιζαν χαρτιά γελώντας χυδαία, φαντάστηκε τις κόρες του γείτονα να φιλιούνται παθιασμένα μεταξύ τους περιμένοντάς τον γυμνές επάνω στα χαρτόκουτα ενώ οι αρουραίοι έπαιρναν μάτι, μα ήταν γι' αυτόν, γι' αυτούς ήταν μόνο τα λουκανικάκια, όχι, ούτε τα λουκανικάκια, τίποτα, δικά του και αυτά, γι' αυτούς τίποτα, θα έδιωχνε και τις νυχτερίδες να μη τους χορεύουν και θα τους έβγαζε τα μάτια να μην βλέπουν τις δύο μικρές, θα τους έβγαζε τα δόντια ενώ θα μασούσε τα λουκανικάκια πλαταγιάζοντας τη γλώσσα του, να έτσι, όπως τώρα, τώρα που τους έτρωγε τα λουκάνικα με μια πείνα έξι ημερών ολοκληρωτικής νηστείας, για να πάρει δυνάμεις, να παρελάσει θριαμβευτικά μπροστά από τους τυφλούς πεινασμένους αρουραίους και τις διψασμένες για αυτόν παιδούλες μόλις θα είχε τελειώσει αυτή η ιστορία, μόλις θα είχαν μπει όλα στη θέση τους και θα ήταν πια ο νικητής σε αυτή τη μάχη με το γαμημένο, το πούστικο κωλότραινο.

Ο κύριος Αλκυονίδης πέθανε από τα δηλητηριασμένα λουκανικάκια στις 6.11.
Δύο λεπτά αργότερα, λίγα χιλιόμετρα μακρυά, το τραίνο των 6.13 περνούσε για 5η συνεχόμενη μέρα από τις νέες γραμμές.
Για την κατασκευή τους, τα δρομολόγια των τραίνων χρειάστηκε να μην πραγματοποιηθούν για μια ημέρα.

1 σχόλιο:

  1. Tσακίσου κάνε ένα profile στο deviant art και βαλτο μέσα. Θέλω να το κάνω φαβορίτα λέμε.

    Απίστευτο, σαρκαστικό, ειρωνικό, χορεύει γύρω από το πτώμα του κύριου Αλκυονίδα-και κάθε κύριου Αλκυονίδα που νομίζει ότι όλα είναι στο πρόγραμμα.

    Όχι ρε. Δεν είναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή