Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

Cain's heresy.


(Η ιστορία είναι αφιερωμένη στη Δανάη.)

Ι.


Ο Henry πήρε τη σκοτεινή ματιά του από την αντικειμενοφόρο πλάκα και έσπρωξε απαλά το μικροσκόπιο μακρυά του.
Ήθελε να αναστενάξει. Ήθελε τόσο πολύ να βρει το κουράγιο, όχι, την εντιμότητα που χρειαζόταν κανείς για να αναστενάξει. Μα ο μαύρος λεκές που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε στο στέρνο του, έπνιγε και λυγμούς και αχρείαστα βαθειές ανάσες. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Henry, ήταν να διπλώσει τα χέρια του στο στήθος του και να ανάψει ένα μακρύ αρωματικό πούρο. Αφού τράβηξε μερικές ρουφηξιές, έβγαλε από το συρτάρι το παλιό δερματόδετο ημερολόγιό του.

-12 Φεβρουαρίου, 1885

Η σκιά δεν φεύγει. Σκεπάζει τη σκέψη και το νου μου, πέφτει βαρειά πάνω σε ό,τι στηρίζω τη ματιά μου. Σέρνω ένα μεγάλο σκοτάδι πίσω μου που δε μπορώ να απολέσω γιατί ο κόμπος που γίναμε, αυτό και εγώ, είναι άλυτος και άφθαρτος. Ό,τι κερδίζει το σώμα μου, το χλωμό καχεκτικό μου σαρκίο, την ατέλειωτη ενέργεια που δε χρειάζεται πια παρά ελάχιστο ύπνο και ακόμη λιγότερη τροφή, τα υπερδιπλάσια χάνει το πνεύμα μου. Τα πάντα μέσα μου καταρρέουν άφωτα και πανώρια, ενώ ο κόσμος γύρω μου δεν αλλάζει. Αυτή είναι η κατάρα, αυτή είναι η κατάρα -να αλλάζεις μόνος σου πετσί, να αλλάζεις μόνο εσύ μάτια. Αυτή είναι η κατάρα και ο θεός να με βοηθήσει, ο Θυμός δεν αργεί.


H.J.


-Πάλι ξημεροβραδιάζεσαι πάνω από τα κουρελόχαρτα;

"Η φωνή της αγάπης", σκέφτηκε διασκεδάζοντας την απελπισία του.

-Δεν αργώ καλή μου, σε δέκα λεπτά θα είμαι μαζί σου στο κρεββάτι.
-Μην κάνεις τον κόπο, δε θα λείψεις και σε κανέναν. Ήρθα μόνο να σου πω πως αύριο, όσο θα λείπεις, θα έρθουν μερικές κυρίες για τσάι.
-Εντάξει αγαπημένη μου.
-Δε θα με ρωτήσεις καν ποιες θα έρθουν; Στο ίδιο μας το σπίτι;
-Αφού ξέρεις πολύ καλά πως δε θα θυμάμαι ούτε μια από αυτές, η αφηρημάδα μου...
-Καλά, καλά αρκεί. Είσαι άξιος της μοίρας σου.

Η πόρτα έκλεισε με βρόντο.

Μια καληνύχτα σχηματίστηκε στα χείλη του Henry, μα καμιά ανάσα ή ήχος δεν βγήκε να την τραγουδήσει.
Μέσα του, όλα ακινητούσαν μέσα στο δροσερό σκοτάδι.


ΙΙ.

Την επόμενη μέρα, περπατούσε αργά προς το νοσοκομείο που εργαζόταν.
Η πρωινή ομίχλη του Λονδίνου έπλεε ανάμεσα στα χαμηλά παράθυρα και τις ψηλές στέγες, έκρυβε τις άκρες των μικρών δρόμων και αποκάλυπτε θεατρικά τις διόλου θεατρικές μορφές των πρωινών περαστικών.
Μια από αυτές, μισοκρυμμένη στην ομίχλη, περνώντας μερικά βήματα από τον Henry, τον καλημέρισε ευγενικά, με μια μάλλον τραχιά φωνή.
Ο Henry κοντοστάθηκε, σήκωσε ελαφρά το ημίψηλό του και χαιρέτησε και αυτός ευγενικά τον περαστικό, ο οποίος τον έσπρωξε βίαια στον τοίχο και άρχισε να του φωνάζει σαν άγριο ζώο "Τι νομίζεις ότι κάνεις ελεεινέ; Τι νομίζεις ότι κάνεις;"

Παγωμένος από την έκπληξη και την τρομάρα, ο Henry προσπάθησε να γυρίσει το πρόσωπό του προς αυτό του αγριάνθρωπου, μα συναντώντας Ηράκλεια αντίσταση από το χέρι που του κρατούσε το σβέρκο, αρκέστηκε να ρωτήσει με τη ματωμένη μύτη του πιεσμένη στον τοίχο:

-Τι... Τι εννοείτε κύριε; Τι θέλετε από εμένα;
-Αρχίδια! Αρχίδια θέλω από εσένα σιχαμένο ανθρωπάριο! Θυμάσαι τι είναι; Ε; Θυμάσαι για τι πράγμα μιλάω;

Βέβαιος πια πως είχε μπλέξει με κάποιον παράφρονα, ο Henry άρχισε να φωνάζει για βοήθεια.
Ο θύτης του τον ξαναχτύπησε στον τοίχο.

-Αυτό εννοώ! Αυτό εννοώ, ποιον φωνάζεις; Ποιον φωνάζεις, τη μαμά σου ή τη σκύλα που έχεις για γυναίκα;
-Σας παρακαλώ κύριε αν θέλετε λεφτά...
-ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΤΙ ΘΕΛΩ ΑΠΟ ΣΕΝΑ! ΗΜΟΥΝ ΕΝΤΕΛΩΣ ΞΕΚΑΘΑΡΟΣ!
-Δεν... Δεν μπόρεσα να σας καταλάβω...
-Ζήτα μου να φύγω.
-Τι;
-ΚΟΥΦΟΣ ΕΙΣΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΟΥ; ΖΗΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΦΥΓΩ.
-Πα... Πα... Παρακαλώ... Αν έχετε την καλοσύνη να συνεχίσετε τον δρόμο σ...

Νέο χτύπημα στον τοίχο. Όλη αυτή η βία πονούσε χίλιες φορές περισσότερο επειδή ήταν άδικη.

-Μη! Μη, όχι, πονάω, μη με χτυπάτε... Σας παρακαλώ, αφήστε με ήσυχ...

Το κόκκαλο της μύτης του ράγισε. Και κάτι άλλο βαθύτερο άρχισε να σπάει.

-ΜΗ! ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΕ ΜΟΥ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ... ΣΕ ΙΚΕΤΕΥΩ...

Καινούριος λεκές αίματος στόλισε τον τοίχο. Όλα έγιναν κόκκινα.

-ΜΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΟΥ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ, ΚΑΛΑ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΩ ΘΑ ΣΟΥ ΞΕΡΙΖΩΣΩ ΤΑ ΕΝΤΕΡΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΤΑ ΔΩΣΩ ΝΑ ΤΑ ΦΑΣ!

Η νέα απόπειρα να συναντηθεί ο τούβλινος τοίχος με το πρόσωπο του Henry απέτυχε. Ο τελευταίος, έβαλε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του και με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε την πένα που είχε στο πέτο του και την κάρφωσε τυφλά στον διώκτη του. Ο τελευταίος χαλάρωσε τη λαβή του, πισωπάτησε και ο Henry ήταν επιτέλους ελεύθερος.

-ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΩΡΑ ΡΕ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ...

Γύρισε. Κανείς.
Μόνο αυτός, το αίμα και η ομίχλη.

-Έτσι, τρέξε μπάσταρδε, κρύψου να μη σε βρω.

Σκούπισε το αίμα, μάζεψε γρήγορα τον χαρτοφύλακά του και συνέχισε με νευρικό βήμα προς το νοσοκομείο.
Πέρασε φουριόζος από την υποδοχή, ανέβηκε δύο ορόφους, ξεκλείδωσε γρήγορα και αμίλητα την πόρτα που έγραφε το όνομά του του και μπήκε μέσα.
Κάθισε στην μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα του γεμάτος υπερένταση.
Πάνω στο μεγάλο εβένινο γραφείο του, η πένα που είχε αφήσει στη σάρκα του διώκτη του είχε φτύσει το μελάνι της ανάκατο με λίγο αίμα σε ένα χαρτί:

"Παρακαλώ."


ΙΙΙ.

Η μέρα του Henry στο εργαστήριο ήταν μια μεγάλη αποτυχία. Δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί ούτε στο ελάχιστο στη δουλειά του, έκανε το ένα λάθος πίσω απ' το άλλο και τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που αποφάσισε πως θα ανέθετε σε κάποιον μαθητευόμενο να αναλάβει τους ασθενείς του -για το δικό τους καλό. Ήταν ευτυχής σύμπτωση που σήμερα είχε μόνο απλές υποθέσεις στο πρόγραμμα.

Όταν το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και οι λάμπες έφεγγαν θαμπά στα γυαλιστερά από υγρασία πεζοδρόμια, ο Henry αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάει σπίτι και να κάνει ένα μεγάλο, ζεστό μπάνιο. Κανονικά δε θα έπρεπε να γυρίσει για τις επόμενες τρεις ώρες, μα ήταν εντελώς ανούσιο να παραμένει εκεί στην κατάστασή του, νευρικός και αχρείαστος. Πριν αναχωρήσει όμως, άνοιξε το μεγάλο του ημερολόγιο και έγραψε μερικές σειρές:

-13 Φεβρουαρίου, 1885

Στο δρόμο για τη δουλειά, κάποιος εκμεταλλεύτηκε την ομίχλη για να μου επιτεθεί. Δεν τολμώ να γράψω τις χυδαιολογίες που αυτός ο αλήτης μου γκάριζε ενώ με χτυπούσε και ντρέπομαι να αναπαράγω ακόμα και κάποιες δικές μου. Τέτοια περιστατικά δε σπανίζουν στην όμορφη πόλη του Λονδίνου και θα έπρεπε να είμαι ικανοποιημένος που έχω την υγεία μου και έφυγα μόνο με μερικούς μώλωπες στο πρόσωπο, μα μου κάνουν φοβερή εντύπωση δύο πράγματα: πρώτον, πως ο αγροίκος αυτός δεν φάνηκε να θέλει τα χρήματα ή τα υπάρχοντά μου, παρά μόνο να με πονέσει (αν είναι ποτέ δυνατόν) και δεύτερον, πως εγώ... Πως μπόρεσα να βρω τέτοια οργή μέσα μου ώστε να πληγώσω και να απωθήσω έναν τέτοιο χειροδύναμο άνδρα. Όταν αντιστάθηκα, ένοιωσα πραγματικά ένα ρίγος φόβου, όχι, ψέμματα, το μύρισα, μύρισα τον φόβο του. Και η ανάμνηση αυτού του παράδοξου συναισθήματος, κάνει εμένα να τρομοκρατούμαι ακόμα περισσότερο.


Η. J.

Στο δρόμο για το σπίτι, κοντοστάθηκε στο σημείο που είχε δεχτεί την επίθεση και χάζεψε τον τοίχο που ήταν ακόμα στολισμένος με το αίμα του.
Πλησίασε το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από τους καφετιούς λεκέδες, μια απόσταση που γνώριζε καλά πλέον και εντελώς αψυχολόγητα, οσμίστηκε τον τοίχο. Θα ορκιζόταν πως τα πνευμόνια του γέμιζαν αργά από μια βαρειά, μεθυστική μυρωδιά που τον έκανε να θέλει να γελάσει χαρωπά. Παραξενεμένος με τον εαυτό του, πισωπάτησε διστακτικά.

-Ωραία γυναίκα έχεις, είπε μια φωνή πίσω του.

Ο Henry δεν περίμενε. Τράβηξε το νυστέρι που είχε βάλει στην τσέπη του φεύγοντας και γύρισε.
Είδε το περίγραμμα του άνδρα στις σκιές, κολλημένο στον τοίχο. Η μυρωδιά από το αίμα στα τούβλα είχε αποκτήσει ρυθμό, υγρασία, γεύση.
Ο Henry κοιτούσε τη γιγαντόσωμη σκιά και ένοιωθε τη θέρμη από τις φλέβες και τις αρτηρίες. Με τις ιατρικές του γνώσεις έβλεπε τα μεγάλα αγγεία και τις διακλαδώσεις, με τη δίψα του ένοιωθε κάθε γουλιά οξυγόνου που έσφιγγε η ξένη καρδιά στους παλμούς της.

-Έλα πιο κοντά, είπε ο Henry με μια φωνή που έκανε το φως να τρεμοπαίξει.
-Πολύ ωραία γυναίκα, συνέχισε απτόητος ο άλλος.
-Έλα πιο κοντά, συλλάβισε σχεδόν ο Henry ενώ πολύ αργά βημάτιζε προς τα εμπρός.
-Ξέρεις ότι τη γαμάω ε; Ξέρεις ότι αυτά με τις κυρίες και το τσάι είναι μαλακίες.

Το πέλμα του μικρόσωμου άνδρα εγκατέλειψε το έδαφος. Με ένα απότομο άλμα, χύμηξε στη μεγάλη σκιά με το νυστέρι σφιγμένο στο αριστερό του χέρι. Το μυαλό του είχε ήδη σχηματίσει την τροχιά της λεπίδας, από το χέρι του ως την απέναντι καρωτίδα.

Και τότε ο μεγαλόσωμος άνδρας έκανε ένα βήμα μπροστά.
Ο Henry αποβολωμένος έκοψε τη φόρα του πάνω στον γιγάντιο ώμο του άνδρα και ανακτώντας την ισορροπία του, πέταξε μακρυά το νυστέρι.

Ένα χαμόγελο γεμάτο σπασμένα δόντια, μια ουλή στο αξύριστο μάγουλο και μια τεράστια πλάτη που έσβηνε αργά στο σκοτάδι.

Ο Henry κοιτούσε αμίλητος τον άνδρα που έφευγε και που λίγο πριν εξαφανιστεί στο σκοτάδι μούγγρισε "παρακαλώ."


IV.

Οι μεντεσέδες τραντάχτηκαν. Τα σκαλοπάτια έτριξαν.
Μια γυναίκα που ο Henry θυμόταν αμυδρά εμφανίστηκε στην είσοδο της κρεββατοκάμαρας.
Γυμνή.

"Γιατί γύρισες από τώρα; Δεν έπρεπε να είσαι στο νοσοκομείο;" του στρίγγλισε επικριτικά.

-Γύρισα, είπε απλά εκείνος.
-Αυτό το βλέπω, γιατί ρωτάω.

Ο Henry ξεσκόνισε φλεγματικά το ημίψηλό του.

-Δε σου έλειψα;
-Πιωμένος ήρθες;Τι πράγματα είναι αυτά που λες;

Και πάλι,

-Γιατί γύρισες τόσο νωρίς;
-Δεν το έκανα για να σε πιάσω να γαμιέσαι πάντως.

Σιωπή.

-Έχεις μαγειρέψει τίποτα;

Αναστέναξε. Για πρώτη φορά μετά από καιρό.

-Αναρωτιέμαι, γιατί έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα στο πήδημα και το μαγείρεμα, λες και κάνεις τίποτα απ' τα δύο καλά και σε μονοπωλεί.

Πήγε προς την κουζίνα και άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια.
Μετά από λίγα λεπτά, η γυμνή γυναίκα μπήκε μέσα.

-Ναι.

Την κοίταξε λες και κοιτούσε καβαλίνες.

-Τι "ναι";
-Ναι. Σε απατάω. Έχω εραστή.
-Μη μου πεις, απάντησε εκείνος συνεχίζοντας να ψάχνει τα ντουλάπια.
-Είναι πραγματικός άντρας Henry. Όχι σαν εσένα. Ο Edward ξέρει τι χρειάζεται μια γυναίκα.
-Σαν εσένα.
-Πως τολμάς; Πως τολμάς να κατηγορείς εμένα για το δικό σου φταίξιμο!

Ο Henry άρχισε να γελάει. Στο στόμα του ένοιωθε πάλι την γεύση του τούβλινου τοίχου.

-Για το δικό μου φταίξιμο;
-Ναι! Για το δικό σου φταίξιμο, που είσαι ένας καχεκτικός γιατρουδάκος, που είσαι ένα ασθενικό σακί με κόκκαλα και σκέψεις, μόνο σκέψεις, πολύτιμες σκέψεις που εμείς οι απλοί θνητοί δεν μπορούμε να καταλάβουμε! Νομίζεις δεν ξέρω πόσο με περιφρονούσες; Νομίζεις δεν ξέρω πόσο αφ' υψηλού με κοιτάς; Η "γυναικούλα", η "νοικοκυρούλα", αυτά δεν είμαι για σένα; Ε; Μεγάλε επιστήμονα; Ε λοιπόν μάθε πως υπάρχουν πραγματικοί άνδρες όπως ο Edward που με βλέπουν ως αυτό που πραγματικά είμαι, ως αυτό που...

Άγγιξε τον μηρό της. Η λαβή ενός κουζινομάχαιρου προεξείχε από εκεί και ζεστό αίμα έρεε αργά στους καλοσχηματισμένους της αστραγάλους.
Κοίταξε έντρομη τον Henry που την πλησίαζε μουρμουρίζοντας μια χαρούμενη μελωδία.

"You should see me dance the polka/You should see me cover the ground..."

-Henry, τι κάνεις;;; Τι κάνεις εκεί;

Ένα δεύτερο κουζινομάχαιρο χώθηκε με χάρη και σβελτάδα στο δεξί πόδι της γυναίκας.

"You should see my coat tails flying/As I jump my partner round..."

-Henry!!! Henry... Aγάπη μου, σε παρακαλώ, σε παρακ...

Ένα "κρακ" ακούστηκε καθώς το αλαβάστρινο και καλοσχηματισμένο σαγόνι της συναντούσε τη μπότα του Henry και έφευγε από τη θέση του.

"When the band commences playing/My feet begin to go..."

Σκούροι λεκέδες αίματος στολισμένοι με λευκά δόντια κάλυπταν το γυαλισμένο ξύλινο πάτωμα.
Μέσα σε λυγμούς η σακατεμένη γυναίκα πρόλαβε να δει την αρπακτική παλάμη του Henry που τώρα φάνταζε τεράστια, να πλησιάζει το πρόσωπό της.

"For a rollicking romping polka..."

Ο Henry έκανε μια παύση για να χαμογελάσει.

"...is the jolliest fun I know!"


V.

-14 Φεβρουαρίου, 1885

Δεν υπήρξε στιγμή που δεν ήμουν ο εαυτός μου. Δεν υπήρξε ανάσα που δεν πήρε τον σωστό δρόμο.
Θα θελήσετε να μπλέξετε τις στιγμές αδυναμίας με έναν άμυαλο εαυτό, με ένα άρρωστο πνεύμα. Το ξέρω. Σας ξέρω. Γνωριζόμαστε καλά. Εγώ θα είμαι το τέρας και εσείς οι κριτές. Και ας πάει στο διάβολο αυτό, εντάξει, η αισθητική μας διαφέρει.

Αλλά δε θα δείτε ποτέ την αλήθεια, δε θα παραδεχτείτε ποτέ την απλότητα -φοβάστε.
Ένας πράος καχεκτικός άνθρωπος που σπάει κόκκαλα στη μέση και ανοίγει πληγές με τα νύχια -όχι! Κάτι άλλο συμβαίνει! Αποκλείεται να είναι αυτό. Αυτό θα μπορούσε να είμαστε και εμείς! Κάτι άλλο συμβαίνει!

Οφείλετε να εφηύρετε ένα τέρας, οφείλετε να φτιάξετε έναν Όρο.
Αλλιώς, θα σας χωράει και τους ίδιους η Έννοια. Και αυτό σας τρομάζει, δεν είναι έτσι;

Βρείτε τα αρχίδια σας.
Και πείτε μου να φύγω.


Μέχρι τότε,

Edward Hyde

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου