Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Travel Blog



Ο διακριτικός ήχος της προσεδάφισης με ταρακουνάει. Ανοίγω τα μάτια μου, έξω έχει ξημερώσει για τα καλά. Είναι λίγο πριν τις 6.30 τοπική ώρα και έχω μόλις προσγειωθεί στην πρωτεύουσα της Σλοβακίας, την μικρή Μπρατισλάβα.

Πρώτο μας μέλημα είναι φυσικά το συνάλλαγμα. Κατά το γνωστό σύστημα 22Γ-Ψ του ταξιδιωτικού μου κώδικα, η πιο συμφέρουσα συναλλαγματική διαδικασία, είναι να κάνεις 10-15 ευρώ συνάλλαγμα επιτόπου στην χώρα προορισμού σου (αν αυτή έχει πιο αδύναμο νόμισμα) και τα υπόλοιπα τα αλλάζεις σε κάποια τράπεζα μόλις φτάσεις στην πόλη. Καθώς λοιπόν η Σλοβάκικη κορώνα είναι σχετικά αδύναμο νόμισμα και το Ευρώ είναι πρακτικά (διάφορο του "επενδυτικά") το δυνατότερο νόμισμα του πλανήτη (ΠΟΥΣΤΑΚΙΑ ΑΠΟΙΚΟΙ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡΟΦΑΓΟΙ), ψάχνω ανταλλακτήριο στο διεθνές αεροδρόμιο Μπρατισλάβας.

Ο κομμουνισμός όμως έχει πέσει από καιρό και έχουν αποκτήσει εργατικά δικαιώματα και οι Σλάβοι, οπότε και όλα τα ανταλλακτήρια του αεροδρομίου (τα οποία αριθμούσαν ένα) ήταν κλειστά. Χμ. Σύστημα 48Ω-Κ, ανάληψη από ΑΤΜ. Το ένα ΑΤΜ έχει παραδώσει, το δεύτερο, Γερμανικής τράπεζας, μου δίνει ότι του ζητάω σε χαρτονομίσματα. Φυσικά τα εκδοτήρια εισιτηρίων αστικών λεωφορείων είναι κλειστά και τα αυτόματα μηχανήματα δέχονται μόνο κέρματα. Σύστημα 49Ω-Λ, αγοράζεις με ένα χαρτονόμισμα μια ζεστή σοκολάτα, παίρνεις τα ρέστα σε κέρματα, δίνεις τη σοκολάτα σε έναν άστεγο και βγάζεις εισιτήρια. Μέχρι να τα κάνεις αυτά, έχεις χάσει 3 λεωφορεία και μπαίνεις σε αυτό στο οποίο η μοίρα προόριζε να μπούνε τρεις άπλυτοι Σλάβοι, από τον ένα εκ των οποίων, έπεφταν κομμάτια επιδερμίδας. Μέχρι να κατέβουν, σου είχε λείψει το Περιστέρι, η Κυψέλη, οι τουαλέτες της 605 (Σβίλενγκραντ - Αθήνα) και το κλειστό πλέον σουβλατζίδικο "Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ" επί της Λιοσίων.

Κάπως ο θεός της όσφρησης σου επιτρέπει να φτάσεις υγιής στη γέφυρα που χωρίζει την παλιά πόλη της Μπρατισλάβας με τη νεότερη. Θυμάσαι πως δε θες να πας ποτέ στη ζωή σου στη νεότερη, με τις σοβιετικές υπερπολυκατοικίες, κατεβαίνεις στη γέφυρα, το κόβεις προς την καλή μεριά και λίγο το ότι έχεις ξανάρθει, λίγο το ότι η πόλη είναι μικρότερη από την Πλάκα, πας στα καλά μέρη, ανεβαίνεις και στο κάστρο να δεις την πόλη καλοκαίρι, θαυμάζεις τις Σλοβάκες, μερικές Σλοβάκες θαυμάζουν εσένα (επειδή είσαι μπιρμπιλομάτης σκουρομάλλης, μην το πάρεις και πάνω σου) πίνεις βαρελίσιες Κόζελ και Πίλσνερ Ούρκβελ, ζητάς γενικά πίβο τσέσκι και βόντα νεπερλίβα, λες στους περιπτεράδες "τσίκι τσίκι ελεκτρίτσκι χλαβνί ναντράζνι" εννοώντας "εισιτήριο για το τρόλευ για τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό", φτάνεις στον παραπάνω σταθμό, ίδιος έμεινε, πας στο φαρμακείο να πάρεις ένα Βιεννέζικο παυσίπονο που γαμάει χανγκόβερζ για πλάκα, δεν το έχουν, η κοπελίτσα από πίσω σου δείχνει άλλα 10 Σλοβάκικα, ψήνεσαι, της λες αυτό, αλλά δεν έχεις πια κορώνες, μόνο ευρώ, η κοπελίτσα δε δέχεται ευρώ, έχασες το χρόνο σου, αλλά να θυμηθείς να γράψεις όλη τη φάση στο μπλογκ να χάσει και κάνας άλλος το χρόνο του, μη νοιώθεις μόνο εσύ μαλάκας, πας στο σταθμό.

Αποβάθρα 3, αναχώρηση σε 35 λεπτά.
Πας στην αποβάθρα, στήνεσαι, περιμένεις, τα λεπτά περνάνε, τα φτηνά Σλοβάκικα τσιγάρα τελειώνουν, έχουν περάσει 50 λεπτά και τραίνο δε βλέπεις. Πας στον πίνακα ανακοινώσεων, καθυστέρηση 40 λεπτά, γαμώ τη μάνα σας Σλοβάκοι, παίρνεις άλλο ένα πακέτο και μια Κόζελ, διώχνεις τους ζητιάνους, περνάει άλλη μισή ώρα και έχεις αρχίσει να φορτώνεις, πας στον πίνακα, +60 λεπτά καθυστέρηση. Δεύτερο γύρο με τη μάνα σας Σλοβάκοι, πας πίσω, βάζεις τη βαλίτσα στις καρέκλες, ξαπλώνεις και την κάνεις μαξιλάρι, πατάς πλέη, ξεκινάει το Stein um stein, κλείνεις τα μάτια και αναστενάζεις.

Όταν τα ξανανοίγεις, είσαι στη μέση του επόμενου δίσκου και πάνω στην ώρα για να δεις το τραίνο σου να φεύγει -από την αποβάθρα 1. Πετάγεσαι πάνω, πιάνεις τον ελεγκτή, του λες κάτι πολυπολιτισμικό στις γραμμές του "γαμώ το χριστό σου πουτάνας γιε, εδώ λέει linia -τρία δάχτυλα-, was werde ich jetzt machen, δε με νοιάζει, ΨΑΞΕ, SEARCH, GLEICHZEITIG!!!"

Ο κακόμοιρος βαράει τα δάχτυλα σε μια συσκευούλα, σου λέει δεν έχει άλλα τραίνα για σήμερα, θα πας στο τάδε κωλοχώρι, θα κατέβεις, θα περπατήσεις 3 χιλιόμετρα προς το άλλο κωλοχώρι και από εκεί θα πάρεις άλλο τραίνο. Προσέχεις πως τα κωλοχώρια έχουν απίστευτα παρόμοια ονόματα, είσαι βέβαιος πως θα ρωτάς και θα σε στέλνουν από το ένα στο άλλο ("scrive, schreib, write it down, ΓΡΑΦΕΕΕΕ") και μπαίνεις στο τραίνο.

Κάπου στη μέση της διαδρομής, ο ίδιος τυπάκος μπαίνει στην κουκέτα σου, κάθεται δίπλα σου και βγάζει ένα τευτέρι. Αρχίζει να σου λέει πως θα κατέβεις σε έναν άλλο σταθμό τελικά όπου έχεις 3 λεπτά να προλάβεις να αλλάξεις τραίνο. Εσένα σε πιάνει νευρικό γιατί θυμάσαι το ίδιο σκηνικό ένα καλοκαίρι πίσω, σε ένα τραίνο από την Πράγα προς το Hradec Kralove, είσαι βέβαιος πως θα μείνεις σε αχυρώνα και ο Σλοβάκος απέναντι δεν αξίζει τα ισόβια.

Τα Σλοβάκικα τραίνα δεν είναι πολυτελή. Τα χερούλια των παραθύρων λείπουν και αν καταφέρεις να τα κατεβάσεις, θα πιάσει μια μπόρα που θα σε κάνει λούτσα επειδή αποκλείεται να καταφέρεις να τα ξανακλείσεις. Οι πόρτες των βαγονιών δεν κλείνουν, οπότε μπορείς να κάθεσαι στα σκαλιά και να καπνίζεις ενώ το τραίνο βαράει 100 χλμ/ώρα και πίσω σου έχεις ελεγκτές και σταθμάρχες που παίζουν χαρτιά σε ένα δωματιάκι. Παρ' όλα αυτά, είναι γρήγορα. Έφτασα στο σταθμό αλλαγής 2 λεπτά πιο πριν, έτρεχα κουβαλώντας βαλίτσες και φωνάζοντας σε έναν χοντρό σταθμάρχη "BUDAPEEEEEEST" και εν τέλει κατάφερα να μπω στο 2ο αγροτικό τραίνο, με προορισμό τον μικρό σταθμό Nyugati της Βουδαπέστης.

Μετά από την άφιξη στο σταθμό, τις χριστοπαναγίες σε άλλους 20 επίμονους ζητιάνους και την γνωστή διαδικασία απόκτησης συναλλάγματος, συνειδητοποιώ πως το χόστελ είναι μόλις μια στάση από αυτόν τον σταθμό, ενώ από τον κεντρικό θα είχα γερό ταξίδι. Χαίρομαι, μπαίνω στο τραμ, κατεβαίνω στην επόμενη στάση και βλέπω μπροστά μου το Θησείο. Σικάτες καφετέριες, μπυραρίες, Ούγγρες, Ούγγρες παντού, τακούνια, τουαλέτες, μπύρα, Ούγγρες, βότκα, σαμποτάζ, μποϋκοτάζ, βραχυκύκλωμα, άρπες αγγέλων. Περπατάω υπνωτισμένος ως το νούμερο 4, κοιτάω πάνω, βλέπω μια βίλα. Μπαίνω μέσα, δεν είναι βίλα, ανάκτορο είναι, μάρμαρα παντού, σκάλες, κάγκελα, σκαλιστά, τι διάολο. Συγχαίρω τον εαυτό μου, μπαίνω στο δωμάτιο, παίρνω τα συγχαρητήρια μερικώς πίσω, αλλά το μπάνιο είναι καθαρό και πάνω από το κρεββάτι έχει ταβάνι οπότε δε θέλω τίποτε άλλο.

Οι μέρες στη Βουδαπέστη ήταν ονειρικές. Ήταν μέρες γεμάτες gourmet specialite, βαρελίσιας Κοζελ και Ντρεχερ, βόλτες στο Δούναβη, γνωριμίες με γαμάτο κόσμο και κραιπάλες με μια κάποια Ilka η οποία για κάποιο λόγο μιλούσε και λίγα Ελληνικά -αλλά αυτά προσπεράστηκαν, έχω τύχει και σε χειρότερα. Γενικότερα καταπληκτικότητες, σίγουρα μέσα στην αγία τριάδα των πόλεων που θα μπορούσα να μείνω για πάντα, μαζί με το Βερολίνο και τη Βιέννη. Γενικά οι πόλεις που αρχίζουν από "Β" θα ήταν ύποπτα τέλειες αν στο εγγύς μέλλον μου τότε, δεν παραμόνευε το Βουκουρέστι.

Μετά από μια πενθήμερη παραμονή στην πανέμορφη Βουδαπέστη λοιπόν, έχοντας αφήσει ένα μεγάλο και ζουμερό κομμάτι της καρδιάς μου εκεί, ξεκινάμε ένα λαμπρό πρωινό για τα σύνορα Ουγγαρίας - Ρουμανίας. Φτάσαμε μέχρι την συνοριακή Oradea σχετικά γρήγορα, απ' όπου και πήραν σειρά τα Ρουμάνικα τραίνα (με τους cult Ρουμάνους ελεγκτές). Τα Ρουμάνικα τραίνα είναι το ακριβώς ανάποδο των Σλοβάκικων: είναι πλήρως εκσυγχρονισμένα, σαν τα καινούρια βαγόνια του Intercity και κάποιες γραμμές με βαγόνια ίδια με του προαστιακού. Το πρόβλημά τους είναι ότι πάνε πιο αργά από συνταξιούχο ανάπηρο. Μετά από αρκετές αιωνιότητες, φτάσαμε λίγο πριν αρχίσει να δύει ο ήλιος στην πρωτεύουσα της Τρανσυλβάνιας, το απαίσιο Cluj-Napoca. Έδρα της Ρουμάνικης Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής και με μια συμπαθητική πλατεία και έναν (έναν) ωραίο δρόμο, στον οποίο και έμενα, είναι ένα μέρος για το οποίο το μοναδικό καλό πράμα που μπορώ να πω είναι πως δεν έκατσα πολύ. Και πως δεν είχε ΠΑΟΚτζήδες ίσως. Φαγητό σε Ούγγρικο εστιατόριο (αναστεναγμοί) και πούλο την επόμενη για Brasov.

Το Brasov λοιπόν, είναι διάσημο. Σε φάση, είναι ο τουριστικός προορισμός μιας χώρας που πέρα από την Costanza, δεν έχει διαφημισμένους τουριστικούς προορισμούς. Πράγμα εντελώς ηλίθιο για μια χώρα στην οποία βρίσκονται τα Καρπάθια και το δέλτα του Δούναβη, αλλά τι να κάνεις, ούτε μια εικοσαετία δεν έχουν κλείσει από τότε που τους άφησε ήσυχους ο κομμουνισμός. Όπως και να 'χει, το Brasov είναι για τη Ρουμανία ό,τι και το Borovets για τη Βουλγαρία: πολυτελέστατο θέρετρο σκι που απομυζεί ματσωμένους τουρίστες. Το καλοκαίρι, τα πράγματα είναι πιο ήρεμα, οι Ρουμάνοι (και οι Ρουμάνες) είναι πιο εξευρωπαϊσμένοι, η πόλη είναι πλούσια και όμορφη και όσο φαίνεται το δεύτερο, άλλο τόσο φαίνεται και το πρώτο, η μαύρη εκκλησία είναι ετοιμόρροπη επειδή είναι καθολική και να πάνε να γαμηθούνε οι καθολικοί -αλλά η είσοδος για να μπεις, είσοδος και μάλιστα 10 leu. Τα οποία είναι κάτι λιγότερο από 3 ευρώ, αλλά παίρνεις δύο μισόλιτρες βαρελίσιες με αυτά, οπότε αντιλαμβάνεσαι πως αν δεν είσαι ο θείος από την Ελλάδα με τα λαχταριστά ευρώ, είναι ακριβή. Για ετοιμόρροπη εκκλησία.

Περνάς δυο μέρες στο Brasov, πετάγεσαι ως το Bran να δεις το περίφημο και_καλά κάστρο του Vlad III που ο Bram o Stoker τον έκανε το διασημότερο βαμπίρι του κόσμου. Ωραίο κάστρο, έχουν υπάρξει και καλύτερα (ωραίος ο παράδεισος, αλλά σα τη Χαλκιδική...) μα σε γενικές γραμμές γερό πράμα. Και το πανηγυράκι από κάτω χαριτωμένο, ωραία, ωραία όλα. Πάμε και Βουκουρέστι τώρα, όσο πιο γρήγορα γυρίσω στην Αθήνα, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψω στη Βουδαπέστη. Πας Βουκουρέστι, διώχνεις τους ζητιάνους κτλ αμολάς βαλίτσες, πας κέντρο, διώχνεις τους ζητιάνους, θαυμάζεις την ασχήμια της πόλης, διώχνεις τα πρεζάκια και φτάνεις στη βουλή.

Η βουλή της Ρουμανίας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο του πλανήτη. Το πρώτο είναι το πεντάγωνο. Στις Αποικίες, όχι στη Μεσογείων. Και πραγματικά, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο του πλανήτη, είναι ΜΕΓΑΛΟ. Ο Νικολάκης ο Τσαουσέσκου ισοπέδωσε το ένα έκτο του Βουκουρεστίου για να κάνει χώρο να φτιαχτεί αυτό το αχανές πράγμα, η ξενάγηση στο εσωτερικό παίρνει περίπου 5 ώρες και θα πατεντάρω ξεναγούς σε αμαξάκια του γκολφ όταν μεγαλώσω. Χαζεύεις λίγο, αράζεις σε ένα εστιατόριο, η σερβιτόρα είναι πάρα πολύ εξυπηρετική και εκτός καθηκόντων, διώχνεις ασταμάτητα ζητιάνους (στο επόμενο λέβελ θα το κάνεις όχι απλώς επαγγελματικά, αλλά μόνο με τη χρήση του μυαλού σου) και γυρνάς σπίτι μετά από μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τέσσερις Πακιστανούς στη στάση που περίμεναν έναν φίλο τους που είχε πάει "να σκοτώσει τη γυναίκα του". Λυπάσαι πολύ που δε θα τον προλάβεις εννοείται, αλλά προτιμάς να φύγεις όσο γίνεται πιο γαμημένα μακριά. Εξάλλου ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται άμα σου τελειώσουν τα τρακαστράτος για τους Πάκηδες.

Την επόμενη μέρα συμβουλεύεσαι τον Vlad. Ο Vlad είναι ο οικοδεσπότης σου που σου πετάει 2 κεφάλια, μιλάει με παχύ λάμδα και είναι ΙΔΙΟΣ ο Cristopher Lee. Στη Ρουμανία. Και τον λένε Vlad. Σου λέει λοιπόν με το γερό του λάμδα και ενώ εσύ κοιτάς την ασύλληπτης αρχιτεκτονικής μύτη του, πως καλά τα 'χεις προγραμματίσει αλλά να πας και από εδώ και από εκεί και να δεις και εκείνο και αφού φας να πας εδώ γιατί μέσα είναι γαμάτα και τέλος πάντων, σου βγάζει μια διαδρομή που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έχει καμιά σύμβαση με παπουτσάδικο και σου λιώνει εσκεμμένα τις σόλες. Παρ' όλα αυτά, ακολουθείς τη συμβουλή του και βλέπεις παλιές ορθόδοξες εκκλησίες που ουδεμία σχέση έχουν με τις δικές μας ορθόδοξες εκκλησίες, βλέπεις το όμορφο κέντρο του Βουκουρεστίου (φάση Πανεπιστήμιο - Σύνταγμα - Πλάκα), μπαίνεις στο μέγαρο μουσικής τους όπου και μένεις σέκος από την ομορφιά και την πολυτέλεια, πας στην αψίδα του θριάμβου (;;;) και στο μεγάλο εθνικό πάρκο, διώχνεις τους ζητιάνους και γυρνάς σπίτι για το τελευταίο μεγάλο φθηνό φαγοπότι και την τελευταία πραγματικά καλή μπύρα που θα πιεις σε μαγαζί.

Στο αεροπλάνο, χαζεύεις την Αθήνα που πλησιάζει και εκνευρίζεσαι που μετά από όσα έχεις δει, συνεχίζεις να είσαι τόσο παράφορα ερωτευμένος μαζί της. Και ας μην έχει kult τραίνα, Ούγγρες και φθηνές σπεσιαλιτέ από την Transylvania.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου