Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Μεθαδόνη.



Τα χείλη άσπρισαν λίγο στο σημείο που τα έσφιξε μεταξύ τους.
Σκούπισε τσαντισμένη τα μάτια της, παρασέρνοντας μαζί με τα τεκμήρια της θλίψης και αρκετή ποσότητα σκιάς. Με δάχτυλα που σταμάτησαν να τρέμουν μόλις το βλέμμα της έπεσε πάνω τους, έπιασε το πακέτο τσιγάρων μέσα στην τσάντα. Έπιασε ένα από το λευκό του φίλτρο και το τράβηξε έξω αργά, περιστρέφοντάς το με τα όμορφα, μακρυά της δάχτυλα.

Το κλικ του αναπτήρα, η φωτιά, το τσιτσίρισμα του καπνού.
H εκπνοή.
Όλα στο πρόγραμμα.
Και σε λίγες μέρες και υπό έλεγχο.

Είχε έναν μεγάλο πανικό μέσα της. Μια αίσθηση πως υπήρχε εκεί βαθειά στο στέρνο της κάτι, κάτι που ως τώρα ήταν διπλωμένο και ζεστό, μα τώρα κρύωσε και άρχισε να ξετυλίγεται και απλωνόταν, απλωνόταν στους ορίζοντες του στέρνου της ασταμάτητα. Την άγχωνε αυτό, προσπάθησε πολλές φορές να το παραλληλίσει με κάτι, να του φτιάξει μια εικόνα και να το αντιστοιχήσει με αυτήν, αλλά μάταια. Σκέφτηκε πολλές φορές τον βασιλιά που ζει σε μια καλύβα στην έρημο, μα η καλύβα του γκρεμίζεται και πλέον δεν έχει την πολυτέλεια να μη νοιάζεται για το βασίλειό του, σκέφτηκε τον νομπελίστα που πήρε σύνταξη και δεν ήξερε τι να κάνει πια με τον μεγάλο του χρόνο, αλλά τίποτα από αυτά δεν παραλληλίστηκε ποτέ εντελώς με την αίσθηση άγχους μέσα της.

Χθες το βράδυ, είχε καθήσει ανάσκελα στο κρεββάτι της και σκεφτόταν. Είχε φτάσει σε ένα ισχυρό στάδιο εκλογίκευσης όλων των αποτελεσμάτων, είχε φτιάξει ένα πυκνό αλλά λειτουργικό σύστημα αίτιων και αιτιατών, είχε μια απάντηση στο κάθε "γιατί". Μόνο δύο πράγματα δε μπορούσε να ελέγξει: πρώτον, την ανάγκη της να νοιώσει πως αγαπιέται από κάποιον και δεύτερον, μια ευχή που δεν ήξερε από ποια παιδική χαρά ερχόταν, να ήταν τα πράγματα αλλιώς.

Το δεύτερο την έθλιβε πάρα πολύ. Ήταν εντελώς ηλίθιο, σε όλη της τη ζωή υπήρξε κυνική και ρεαλίστρια, ήξερε πως τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι και αν σου αρέσουν. Αυτή τη φορά (υπέθετε), τα πράγματα ήταν και πάλι όπως ήταν, αλλά αυτή είχε καταφέρει να τα βιώσει διαφορετικά. Ένοιωθε πως τόσο καιρό, είχε στα χέρια της ένα κομμάτι ξερής λάσπης και έπαιζε μαζί του όπως θα έπαιζε με χρυσό. Και ήταν σαφές πως ήταν έτσι πια, δεν έψαχνε να βρει ούτε ψίχουλα χρυσού στη λάσπη, ούτε ένοιωθε πια τόσο άσχημα για το λάθος που είχε κάνει -στο μέλλον θα πρόσεχε. Αυτό που πονούσε, ήταν πως παρά το ότι η αφορμή ήταν ψεύτικη, αυτά που είχε περάσει, ήταν αληθινά. Και πάλι, ήξερε πως όλες αυτές οι εμπειρίες δεν ήταν κάτι μοναδικό, εξάλλου πήγαινε ήδη πολύς καιρός που τις είχε ζήσει. Ένοιωθε την ίδια θλίψη για τις φορές που όντως κρατούσε στα χέρια της χρυσό, τις έλειπαν στιγμές που όντως είχαν αμφίδρομη ουσία και δεν ήταν απλώς χαρούμενα όνειρα. Και ήξερε πως θα ξαναζούσε τέτοιες στιγμές, ήταν σχεδόν καταδικασμένη να ζει τέτοιες στιγμές, αλλά την πείραζε... τι την πείραζε; Το ξέχασε. Προσπάθησε να θυμηθεί. Α ναι, ότι τώρα δεν τις είχε. Το οποίο θα διορθωνόταν εύκολα αν-

Αν ένοιωθε πως κάποιος την αγαπούσε. Ήξερε βέβαια πως είχε φίλους που το έκαναν αυτό, ήξερε πως αρκεί να έλεγε "δεν είμαι καλά" και αμέσως θα περιστοιχίζονταν από ανθρώπους γεμάτους μυαλό, κατανόηση και ουσιαστική θέρμη (ήταν σχεδόν ένας χρόνος από τότε που τα άφησε αυτά για τη μεγάλη ψευδαίσθηση) που θα την έκαναν όντως να θυμηθεί ποια είναι, τι κουβαλάει, τι έχει περάσει και τι έχει καταφέρει. Αρκούσαν αυτές οι 3 λέξεις τρυφερής ομολογίας για να καταλάβει πάλι απ' την αρχή πως απλώς έκανε μια λάθος επένδυση αγαθών που δε χάνονται.

Το πρόβλημα όμως, ήταν πως δεν ήθελε να χρειάζεται κάτι τέτοιο. Είχε ήδη μιλήσει σε δύο ανθρώπους που την αγαπούσαν και τους είχε αδικήσει και συγκινήθηκε βαθειά από το πόσο πηγαία και αληθινά την συγχώρεσαν και θα ήταν έτοιμοι να της σταθούν αν το ζητούσε. Και πήρε μια ακόμα βαθύτερη ρουφηξιά όταν σκέφτηκε πως τους είχε αδικήσει για την ίδια ψευδαίσθηση που αδίκησε τον εαυτό της. Αλλά όπως και να είχε, δεν ήθελε να χρειάζεται κάτι τέτοιο. Δεν ήθελε να χρειάζεται "αγάπη" και δεν ήθελε να χρειάζεται στήριξη. "Πιο εύκολα κρεμιέσαι απ' ότι στέκεσαι" επαναλάμβανε συνεχώς μέσα της, προσπαθώντας να θυμάται πάντα πως είχε σταθεί και σε χειρότερες, πιο αληθινές καταστάσεις. Είχε χάσει σημαντικά πράγματα στο παρελθόν, πραγματικά σημαντικά, είχε στερηθεί απτές πραγματικότητες. Δε χρειαζόταν βοήθεια τώρα για να ξεπεράσει το γεγονός πως ξύπνησε από ένα ωραίο όνειρο.

Έπρεπε απλώς να θυμηθεί πως και ο κόσμος στον ξύπνιο της, είχε φροντίσει να είναι πλούσιος. Θα έπαιρνε λίγο χρόνο γιατί το όνειρο ήταν βαθύ και κράτησε πολύ, αλλά στο τέλος, ήξερε, θα κατέληγε να της θυμίζουν οι φίλοι της πως κάποτε το είδε.

Μέχρι τότε, θα απολάμβανε την αίσθηση της θλίψης με τη στυγνή υποσυνείδητη εκμετάλλευση μιας εφηβείας που είχε μόνιμα ετοιμοπόλεμη.

Σκέφτηκε για λίγο πως ήταν σα να παίρνεις φωτογραφίες το πτώμα σου και χαμογέλασε λίγο ένοχα που ήταν ικανή να βγάλει και ρέστα από όλο αυτό.

Έσβησε το τσιγάρο πάνω στο άγχος της.
Δυστυχώς, όλα θα πήγαιναν και πάλι καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου