Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

Rue Morgue



"Δε θα μου πεις πως μ' αγαπάς;"
Λες και άκουσε την ερώτηση με αυτά, τα χείλη της συσπάστηκαν ελαφρά. Γύρισε -με μια κίνηση που κράτησε χρόνια, τα καλύτερα χρόνια- και με κοίταξε.
"Δεν έχεις ανάγκη εσύ" μου είπε. Θα ήταν γλυκό το ψέμα
-αν ήξερε να λέει ψέμματα.
Ξαναγύρισε στο παράθυρο. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα, ήταν ψηλά, σε εκείνο το ύψος που έχεις συνδυάσει με υγρή άμμο παραλίας, οδήγηση προς το Σπίτι και ενίοτε μια σιδηρά γαλήνη που ακόμα και αναπόφευκτη, ήταν ευπρόσδεκτη.
Το ένα της μάτι, φωτισμένο, λαμπύριζε γαλάζιο ή γκρι ή πράσινο, ποτέ δεν κατάλαβα. Το άλλο στη σκιά.
Σκότωσα τη σκέψη μου πριν προλάβει να αναζητήσει τον συμβολισμό. Τέτοια κάνω και σαλεύω σιγά-σιγά, σημάδια και σύμβολα και δε συμμαζεύεται.
Δε συμμαζεύεται πια...
"Πες το μου. Και ας είναι και αλήθεια."
Κάνεις και αστειάκια μαλάκα. Σαν τα τσιράκια των πρωταγωνιστών, λίγο πριν τους τινάξουν τα μυαλά στον αέρα, πετάνε την ηρωική ατάκα. Γιατί έχουν αρχίδια, είναι
άντρες μπροστά στο θάνατο. Δε μας γαμάς λέω 'γω, όταν τίποτα δεν είναι στο χέρι μου, κάνω και εγώ τον καραγκιόζη. Το θέμα είναι, είσαι άντρας μπροστά στη ζωή; Τα άλλα είναι εύκολα.
Αυτό γάμησε, να βρω έναν τρόπο να το αποκλισεδιάσω, θα πιάνει στα γκομ-
"Πρέπει να φεύγω σιγά-σιγά. Δε με πληρώνεις;"
Ένα λεπτό γαμώ το σπίτι σου, ένα λεπτό δε μπορούσες να περιμένεις; Ούτε να μιλήσει κανείς με τον εαυτό του δε μπορεί κανείς χωρίς να τον διακ-
"Σου μιλάω."
"Θέλω να το πεις πριν φύγεις. Γιατί δε το λες;"
Με κοιτάει. Νομίζω πως αυτό είναι βλέμμα περιφρόνησης. Σκατά, άμα δεν το 'χεις στο ζώδιο δεν το βγάζεις καλά που να χτυπιέσαι. Της δείχνω πως είναι το βλέμμα της περιφρόνησης.
Φυσικά δεν παίρνει πρέφα.
"Ρε αγόρι μου, κατάλαβε κάτι. Δεν μου είναι τίποτα να το πω. Δυο γαμημένες λέξεις είναι, όχι μόνο από μένα, όποιος και να το λέει, μόνο λέξεις είναι. Ένας ήχος, τίποτα, πως γαυγίζει ο σκύλος; Πως κάνεις εσύ όταν χύνεις; Τέτοια φάση."
"Ωραία, τότε που είναι το πρόβλημα."
"Το πρόβλημα είναι, πως για να μου ζητάς να στο πω, δεν είναι δυο λέξεις και ένας ήχος για σένα. Σημαίνει κάτι, αλλιώς δε θα 'θελες να το ακούσεις."
"Γενικά πάντως οι άντρες δε τις θέλουν διαβασμένες τις πουτάνες τους, να ξέρεις."
"Γενικά οι άντρες δε θέλουν να ακούνε από μένα σιρόπια μπούλη. Και δε γουστάρω να σέρνω ερωτευμένα αγοράκια από πίσω μου. Γι' αυτό άμα θες να ακούς όμορφα λογάκια, τράβα βρες μια γκομενίτσα. Χαζός δε φαίνεσαι, άσχημος δεν είσαι, ας χάσω ένα πελάτη άμα είναι να μου βγάλει αρχίδια από το πρήξιμο, καλά;"
Φοβερό. Οι μεν ανακαλύπτουν οργασμούς σε ανεξερεύνητες διαστάσεις όταν κάποιος σέρνεται για πάρτη τους, οι δε δεν θέλουν ούτε το όνομά τους να ξέρεις. Και είναι μαθηματικά βέβαιο, πως θα θες ακριβώς αυτό που δε σου δίνει το εκάστοτε είδος. Και λογικά το υβρίδιο λέγεται "άνδρας". Δεν εξηγείται αλλιώς. Επίσης, μαλάκα, σταμάτα να σκέφτεσαι σαν κάγκουρας πάνω σε 50άρι έξω από το λύκειο. Τι πας να βγάλεις, φόρμουλα;
"Κοίτα, δεν είμαι ο τύπος που σέρνεται, απλώς θέλω να ακούσω τις λέξεις, ναι; Δε με νοιάζει ποιος τις λέει, δεν θα θυμάμαι ποιος τις είπε, θέλω απλώς να ακουστούν. Και άραξε τα κυβικά σου λίγο ε, δε φτάνει που σε πληρώνω για να νοιώθω πως γαμάω κατσαρόλα -ναι, σε λέω ξεχειλωμένη- ακούω και τις ψυχαναλύσεις σου λες και είσαι ο γαμημένος Γιουνγκ. Που σιγά μην ξέρεις ποιος είναι ο Γιουνγκ γαμημένο σκεύος με άρθρωση -χρησιμοποίησέ την! δυο γαμημένες λέξεις είναι, θα σου σκάσω άλλα 50 ευρώ, απλά πες τες!"
Με κοιτάει. Σίγουρα βλέμμα περιφρόνησης. Απίστευτο.
"Άσχετο, σκορπιός είσαι στο ζω-"
"Κερασμένο. Καλά μυαλά."
Σηκώθηκε.
Όταν το χέρι της άγγιξε το πόμολο, σταμάτησαν όλα.
Τινάχτηκα από το πάτωμα, ο αντίχειράς μου χάιδευε το λαιμό της πριν το τσιγάρο μου προλάβει να πέσει.
Σα να είμαι σε κόμικ, χεχ, σα να είμαι σε κ-
"Τι κάνεις; Τι κάνεις;"
Προσπάθησα να νοιώσω τον πανικό της όπως περιγράφεται στα βιβλία. Τίποτα. Κανένα ζωώδες ένστικτο, καμία μυρωδιά φόβου. Απλώς "σε απειλώ με στραγγαλισμό αν δεν μου πεις αυτό που θέλω να ακούσω. Απλώς αυτό."
"Άφησέ με."
"Κοίτα, σε γενικές γραμμές δεν το κάνω αυτό. Με ξέρεις. Είμαι γαμώ τα παιδιά. Από την άλλη, θα σου λιώσω το λαρύγγι στο σβέρκο σου αν δε μου το πεις. Σε δυο λέξεις σε έχω παρατήσει."
"Άσε με τώρα."
Ο αντίχειράς μου πίεσε και άλλο την καρωτίδα της.
"Όταν αρχίσεις να νομίζεις πως ονειρεύεσαι λόγω της υποξίας, πες μου να χαλαρώσω."
"Άσε με."
"Δυο λέξεις είναι γαμώτο."
"Άσ..εμε..."
"Γιατί δε μπορείς απλώς-"
Την αφήνω.
Πιάνω την κοιλιά μου.
Ω ρε πούστη.
Κοιτάω κάτω. Δε θέλω να δω αίμα.
Αίμα.
Την κοιτάω.
"Ρε μαλάκα..."
Παίρνω το θλιμμένο μου βλέμμα.
"Μαλακία τώρα αυτό."
Με κοιτάει.
Και μου μαθαίνει πως είναι όντως το βλέμμα περιφρόνησης.
"Αυτό αντί για δυο λέξεις; Έναν ήχο;"
Πέφτω στα γόνατα. Καγχάζω.
"Τελικά μάλλον ούτε για σένα είναι τόσο απλό ε. Ξέρεις μπορούσες απλά να μου το πεις, δεν ήταν ανάγκη να με σφάξεις για να το καταλάβω."
"Σ' αγαπάω."
"Στα αρχίδια μου τώρα. Στα αρχίδια μου."
"Τι έγινε, το παίζεις άντρας τώρα στα τελευταία;"
Την κοιτάω.
"Ήθελα να σου μιλήσω γι' αυτό βασικά πιο πριν..."
"Αλλά;"
"Ε, μεγάλη κουβέντα."
"Έχουμε καιρό."
Γελάω και φτύνω αίμα. Γελάει και αυτή.
"Λοιπόν, άντε, άσε με να πεθάνω βλέποντας τίποτα πιο ωραίο από τη μάπα σου."
"Καλώς. Α και που 'σαι..."
"Μμμ;"
Σκύβει από πάνω μου.
"Κάποια πράγματα λέγονται για να μην ξεχνιούνται."
Λίγο πριν τα σβήσει όλα ο μαύρος ψίθυρος, καταλαβαίνω γιατί κανείς δε θέλει τις πουτάνες του διαβασμένες. Από την άλλη, μην σκέφτεσαι σαν κάγκουρας λέμε γαμώ το κε-

1 σχόλιο: