Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

Food chain.



Ήταν μια μέρα πριν το τέλος του κόσμου. Ο γιγάντιος μετεωρίτης στο μέγεθος της Ναμίμπια, είχε όχι μόνο σφραγίσει την μοίρα του πλανήτη, μα και μια θέση στη (βραχύβια πλέον) ιστορία του κόσμου για τη Ναμίμπια: έστω και αργά, ο κόσμος είχε μάθει πως υπήρχε μια τέτοια χώρα.

Ο μετεωρίτης, σύμφωνα με τις προβλέψεις, θα ερχόταν σε επαφή (ανέκαθεν αυτό ήταν η ευγενική έκφραση για το "θα γαμούσε τα πόμολα") με τη Γη, κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκκένωση της πόλης, πράξη που θεωρήθηκε καθ΄ όλα φυσιολογική από τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, παρ΄όλο που κανένα σημείο του πλανήτη δε θα έμενε στη θέση του μετά την πρόσκρουση και λίγη σημασία είχε αν ήταν κανείς στην Αγία Πετρούπολη ή το νησί του Πάσχα.

Τα ίδια μέσα ενημέρωσης, σαν γιγαντογραφία της ορχήστρας του Τιτανικού (η οποία τελικά μετά από έρευνες αποδείχτηκε πως ήταν ένα κουαρτέτο εγχρώμων) δεν σταμάτησαν στιγμή να ενημερώνουν τον κόσμο για την κατάσταση. Μπορεί το μόνο που άλλαζε στην κατάσταση να ήταν τα χιλιόμετρα απόστασης μετεωρίτη-Γης, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό των εργαζομένων να σταματήσουν το δημοσιογραφικό τους λειτούργημα μιας και σε 12 ώρες, τίποτα δε θα έμενε, ούτε καν η ανάμνησή τους. Και πράγματι, απ΄ όλους τους επαγγελματίες, οι μόνοι που παράτησαν τη δουλειά τους, ήταν οι οδηγοί ταξί. Οι κάτοικοι στη Νέα Υόρκη, το Τόκυο, την Αθήνα και την Βαρκελώνη σχεδόν πίστευαν πως μόνο και μόνο για την νέα κατάσταση στους δρόμους, ο μετεωρίτης άξιζε τον κόπο. Οι πιο τολμηροί μάλιστα εύχονταν να χτυπούσε και ένας μετεωρίτης τη Γη κάθε μέρα "και ας έπεφτε και στην πόλη μας". Ήταν τέτοιες στιγμές πανανθρώπινου μίσους προς τους ταξιτζήδες και οικουμενικής ηλιθιότητας προς την ασημαντότητα του σημείου πρόσκρουσης που θύμιζαν στον κόσμο πως εν τέλει, είμαστε όλοι αδέρφια.

Εκείνη τη μέρα, κάπου στην Καλλιθέα, ο Γιώργος ήταν στο μαγαζί και τα άκουγε από το αφεντικό του.

-Τι να φύγεις νωρίτερα ρε, με δουλεύεις; Και ποιος θα το κρατήσει το μαγαζί, εγώ μόνος μου; Έχω και δουλειές ρε, έχω να δω τα παιδιά μου. Όχι, 2 θα σχολάσεις κανονικά και δεν ακούω τίποτα.
-Μα κύριε Αναγνώστου θέλω και εγώ να δω την κοπέλα μου. Από αύριο πάει, τέρμα, θέλω να περάσω μια μέρα μαζί της, δεν καταλαβαίνετε; Έχει και αυτή τις ανασφάλειές της, τέλος του κόσμου και τα συναφή, καταλαβαίνετε...
-Και τι φταίω ΄γω ρε αν τη γκόμενά σου την έπιασε ο φόβος για το μέλλον της; Εγώ έχω ένα μαγαζί να κρατήσω. Χέστηκα για τα προσωπικά σου, μετά τις 2 κάνε ό,τι θες.

Ο Γιώργος έβγαλε το σχεδιαστικό κοπίδι από τη μολυβοθήκη του, σηκώθηκε, έκοψε το λαιμό του κου Αναγνώστου προσέχοντας μην πιτσιλιστεί από το αίμα της δεξιάς καρωτίδας και βγήκε από το μαγαζί. Έπρεπε να πάει ως το Νέο Ηράκλειο που έμενε η Αλκμήνη και το μαγαζί το είχε στο συνεργείο, θα το παιρνε μεθαύριο. Έτσι του ΄χαν πει δηλαδή πριν μαθευτεί η φάση με το μετεωρίτη, τώρα χαιρόταν που δεν είχε δώσει προκαταβολή.

"Σίγουρα τσαπατσοδουλειά θα κάνουν οι γαμιόληδες, σιγά μην κάτσουν να το προσέξουν, σου λέει ποιος θα μας ελέγξει μετά το μπαμ, στα αρχίδια μας. Και μετά θέλουμε να λεγόμαστε και Ευρωπαίοι, αρχίδια Ευρωπαίοι είμαστε. Ο Γερμανός θα σου φτιαχνε το αμάξι και θα σου κρατούσε και αρχείο με την παραμικρή επέμβαση, μετεωρίτης ξεμετεωρίτης. Και που στο διάολο έχουν πάει όλοι οι ταρίφες ρε πούστη, όποτε τους θες άφαντοι και όποτε είσαι στο δρόμο σε κλείνουν από δέκα μεριές. Κωλοφάρα ρε πούστη... Αλλά βέβαια, η Χούντα δε τους έφτιαξε; Ποιος τους έφτιαξε, από εκεί καταλαβαίνεις. Α, να το 963, τυχερός είμαι, αυτό περνάει κάθε δίσεκτα Χριστούγεννα."

Μια ώρα μετά βρισκόταν στο σταθμό του Ηρακλείου. Περπάτησε κάνα δεκάλεπτο μέσα στο οποίο κάπνισε 3 τσιγάρα ("χαχαχα, καρκίνος του πνεύμονα και μαλακίες, τι λέτε τώρα αντικαπνιστές μαλάκες υγειάνθρωποι;;;") και φτάνοντας στο κατώφλι της Αλκμήνης, χτύπησε το κουδούνι.

-Ήρθες;;; Άντε δυο ώρες, τι διάολο, με πατίνι ερχόσουν; Μπες μέσα γρήγορα, έχω το φαΐ στη φωτιά.
-Ακόμα μαγειρεύεις; Και τότε τι φωνάζεις μωρέ που άργησα, αφού ακόμα δεν είναι τίποτα έτοιμο.
-Ναι, δεν το ΄ξερα να σου στρώσω και το χαλί! Άντε έλα, τελειώνε, έλα μέσα να με βοηθήσεις.

Μετά το φαγητό καθόντουσαν αγκαλιασμένοι στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.

-Μας έχουν πρήξει τα αρχίδια μ΄αυτό το μετεωρίτη όμως ε, όλα τα κανάλια αυτό δείχνουν.
-Έμαθες λέει που του έβγαλαν και όνομα;
-Μπα; Όχι, πως τον λένε;
-Ελπίδα.
-Πλάκα κάνεις τώρα.
-Σοβαρά. Λένε πως δεν ξέρεις ποτέ και πως το παν είναι να κρατάμε το κεφάλι ψηλά και πως ίσως τα καταφύγια να δώσουν κάποιες πιθανότητες επιβίωσης...
-Ε;;; Αφού λέει θα διαλύσει εντελώς τον πλανήτη έτσι γαμιώντας που έρχεται, τι πιθανότητες επιβίωσης;;;
-Τι να σου πω, δεν πρόσεχα πολύ, είχα ανοιχτή την τηλεόραση όσο σωτάριζα τα μανιτάρια.
-Μμμ θαρραλέο το μωρό μου, ο κόσμος χάνεται αλλά αυτό...
-Έλα, πάρε το χέρι σου από εκεί, ξέρεις ότι μετά το φαγητό έχω βάρος.
-Καλά, μετά όμως δε γλυτώνεις.
-Μμμ εντάξει, ολόκληρη τη μέρα έχουμε μπροστά μας.

Κάπου ψηλά πάνω από τα στρατοσφαιρικά στρώματα, στο μεγάλο μαύρο κενό, η Ελπίδα ταξίδευε φουριόζα προς τη σκοτεινή πλευρά της Γης, την σπαρμένη από χιλιάδες μικροσκοπικά φωτάκια.

Σε ένα δωμάτιο ενός σπιτιού μιας συνοικίας ενός δήμου ενός από αυτά τα φωτάκια, ο Γιώργος με την Αλκμήνη τσακώνονταν.

-Σου έχω πει διακόσες φορές γαμώ το κέρατο, να μου λες όταν είναι να τελειώσεις. Σιχαίνομαι.
-Ρε Αλκμήνη, για όνομα, αύριο θα πάμε όλοι στο διάολο και εσύ ούτε αυτή τη χάρη την τελευταία μας νύχτα μαζί;
-Σιχαίνομαι ρε αγόρι μου, δεν καταλαβαίνεις; Δεν πα να γαμηθεί ο πλανήτης ολόκληρος, εγώ δεν καταπίνω.

Ένας μεθυσμένος περνούσε κάτω από το παράθυρο φωνάζοντας πως όλα είναι Εβραϊκή συνομωσία και πως η δουλειά είναι της CIA. Ανά τον κόσμο, μια γλυκειά σιωπή ρουτίνας είχε πέσει παντού, που κάποιος ρομαντικός θα μπορούσε -με λίγη προσπάθεια- να δει σαν μια άφοβη ματιά στο ζοφερό μέλλον, ένα μεγάλο Αψηφώ τριμμένο στη μούρη του Τέλους. Η τελευταία μεγάλη ωραιοποίηση.

Την επόμενη μέρα, ο Γιώργος ξύπνησε πλάτη με πλάτη με την Αλκμήνη. Αυτή νοιώθοντάς τον να κουνιέται, γύρισε και τον φίλησε. Κοίταξαν και οι δύο το ρολόι.

-Ω μαλάκα, παρακοιμηθήκαμε ε, όπου να ΄ναι φτάνει.
-Γιώργο...
-Μμμ.
-Πες μου ότι μ΄ αγαπάς.
-Έλα ρε Αλκμήνη πρωί-πρωί.
-Πες το μου. Δε μου το λες συχνά τελευταία.
-Έλα, χαζομάρες.
-Γιατί δε το λες;;; Μήπως δε θες να μου πεις ψέμματα;
-...
-Γιώργο;
-Ε τώρα τι θες, γυρεύοντας πας να πληγωθείς;
-Καλά ρε μαλάκ-

Η έκρηξη πήρε τα πάντα μαζί της. Πήρε το θυμό της Αλκμήνης και τη νύστα του Γιώργου, πήρε μαζί της το Κρεμλίνο και το Κολοσσαίο, έμπλεξε την αναπηρική καρέκλα του Stephen Hawking με το Σινικό Τείχος και τον Μέλανα Δρυμό με τα McDonalds στην Οσάκα. Πήρε μαζί της τον Παρθενώνα και τον πρωθυπουργό της Δανίας, τον σκύλο κάποιου Καναδού και ένα πετρελαιοφόρο στη Βαλτική. Πήρε μαζί της χιλιετίες ανθρώπινης ιστορίας, αιώνες διανόησης και προόδου, πήρε σκέψεις και συναισθήματα, ανακαλύψεις, θεωρίες και αξιώματα, μνήμες και δεδομένα, πήρε τον Picasso και τον Dali, τον Nietzsche και τον Camus, πήρε μαζί της οτιδήποτε υπήρξε ποτέ και θα υπήρχε κάποτε, αλλά δεν διέλυσε τον πλανήτη.

Το σαρωτικό κύμα τύλιξε πολλές φορές τη Γη και πέρασαν αρκετές δεκαετίες μέχρι να περάσει η πρώτη ηλιαχτίδα το ραδιενεργό σύννεφο και να πέσει πάνω στους πάγους. Σιγά-σιγά, τα σύννεφα έφυγαν και οι πάγοι έλιωσαν. Κάπου στην περιοχή που ήταν κάποτε η Τυνησία, ένα πετραδάκι κουνήθηκε. Μια κατσαρίδα πετάχτηκε γρήγορα από κάτω και άρχισε να τρέχει πάνω στο κρύο ακόμα χώμα.

Ξαφνικά, ένα παπούτσι Nike έπεσε πάνω της με φόρα και την έλιωσε. Στριφογύρισε μερικές φορές για να βεβαιωθεί ότι ψόφησε και μετά σηκώθηκε.

"Πόσο πολύ τις σιχαίνομαι τις γαμημένες" είπε ο Χρήστος ο Αγγελακόπουλος και μπήκε στο ταξί του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου